Γονυπετής στην εκκλησιά

Γονυπετής στην εκκλησιά

  • |

Από την Άννα Κουρουπού

Τα καλοκαίρια , σαν παιδί έβρισκα δουλειές του ποδαριού-που λένε- για το χαρτζιλίκι μου. Σ’ ένα τυπογραφείο. Σε εκείνο που περιγράφω στο βιβλίο μου, πως με στρίμωξε ο χοντρός αφεντικός στην τουαλέτα για ένα πεοθηλασμό, να το πω κομψά.

Πριν συμβεί αυτό,μου άρεσε η δουλειά. Με έστελνε σε διάφορες εταιρίες να πηγαίνω χαρτιά και επιγραφές που άντεχαν τα παιδικά μου χέρια να σηκώσουν. Ένα ζεστό μεσημέρι μπαίνω στο ασανσέρ, αυτά τα παλιά με τις διπλές καγκελωτές πόρτες μαζί με ένα παπά. Η μυρωδιά με έπνιξε. Με γύρισε σε κλάσμα δευτερολέπτου, πίσω όταν «έπρεπε», όπως έλεγε η μαμά, να πάω κατηχητικό. Δεν ήταν και τόσο μακρινές οι μνήμες. 15 χρονών ήμουν πλέον. Γέμισαν ευφορία τα πνευμόνια μου. Κι ήταν τόσο όμορφος! Νέος,ούτε τριάντα, καστανόξανθος με ανοιχτά μάτια. Μαγνητίστηκα. Ήταν και οι καταβολές μου.

Πήρα να του φιλήσω το χέρι. Μετάξι το δέρμα του. Μου άγγιξε απαλά το δικό μου το χέρι και το τοποθέτησε σε μέρος που δεν επιτρέπεται παιδικά δάχτυλα να ακουμπούν, κάτω από μαύρα ράσα.Δεν θυμάμαι να με πίεσε για κάτι-ήταν τόσο μεγάλο το σοκ- απλά τραβήχτηκα και ψέλλισα , «δεν θέλω». Τον θεωρούσα κάτι πολύ μεγάλο, τον σεβόμουν. Το μόνο μεγάλο, μάλλον ήταν στον καβάλο του και τα τεράστια μάτια του. Μου έκανε τρομερή εντύπωση η ευκολία και η μη ταραχή του. Εκείνο το πρόσωπο, τα μάτια, η μυρωδιά της λεβάντας, τα στιλπνά μαλλιά, το μειδίαμα της ολιγόλεπτης ισχύος του, δεν θα φύγουν ποτέ από τη μνήμη μου. Ποτέ.

Πέρασαν τα χρόνια, γυναίκα πια,συνέχισε το απαίδευτο μυαλό μου να πιστεύει ακόμη ανθρώπους με μούσια και μαύρα μακριά φουστάνια. Δεν είχα δει τη διαφορά ακόμη. Ετοιμαζόμουν για χειρουργείο θυρεοειδούς με μεγάλη κλίση της ζυγαριάς να είναι καρκίνος. Με έταξε η μάνα μου κι εγώ εμένα, στην Τήνο. Και πήγα. Ανέβηκα γονυπετής τα πολλά σκαλιά-ναι εγώ- και μετά από πολύ ώρα βρέθηκα τετ α τετ με ένα αλλοπρόσαλλο θέαμα.Την υποτιθέμενη εικόνα της Παναγίας. Μα δεν είδα παρά μόνο χρυσό και ασήμι και πλατίνα σε χιλιάδες μορφές και σχέδια. Ούτε τα φρύδια δεν φαινόταν. Μούδιασα, τρόμαξα ,αηδίασα. Αν δεν είναι αυτό ειδωλολατρεία, τι είναι; Τι αλισβερίσι πίστης είναι αυτό; Σου δίνω χρυσό να με κάνεις καλά; Με το ασήμι, θα γίνω αργότερα καλά ή λιγότερο; Κι αν κάποιος έβαζε τσίγκινο,δεν θα γινόταν ποτέ υγιής;

Κατέβηκα μουδιασμένη λίγο πιο κάτω, εκεί που έχει κάτι σαν συντριβάνι με νερό, για αγιασμό και λίγο παραδίπλα είχε σκαλισμένο στον τοίχο ένα πρόσωπο, απ τα πολλά, της Παναγίας. Εκεί μίλησα μαζί της. Έκλαψα. Τι κλάμα! Και για το φόβο μου της υγείας και για την απογοήτευση που ένοιωσα. Δεν είχα καρκίνο. Δεν ξαναπάτησα σε εκκλησία (μόνο για χάρη της μάνας μου σε κάποιες αναστάσεις του Ιησού-για τα μάτια του χωριού). Δεν ξανασεβάστηκα παπά. Ίσα ίσα, πήρα τον άλλο δρόμο. Από το πίστευε και μη ερεύνα, που με μεγάλωσαν, κράτησα μόνο την έρευνα και νοιώθω ότι απελευθερώθηκα από ένα δυνάστη θεό που μόνο να τιμωρεί ξέρει, όταν δεν πας με τα νερά του.

Αυτό ευαγγελίζονται τουλάχιστον οι «απόστολοι» του. Ξεκίνησε σαν το κροτάλισμα της ουράς ενός κροταλία και έγινε μπουνιά στο στομάχι μου και μετά δαυλός στο μυαλό μου. Για τα χρυσάφια δεν μας μιλούσαν στο κατηχητικό. Ούτε ποτέ μας είπαν πως ένας ιερέας έχει δικαίωμα να είναι ομοφυλόφιλος αλλά ο πιστός όχι. Δεν μας τα έλεγαν αυτά. Δεν μας έδωσαν επιλογή. Ένα ΟΥ ήταν η μόνιμη επωδός. Σαν κράξιμο ένα πράμα. Σχεδόν στα πάντα. Πως να μη παραμυθιαστεί η ψυχή ενός παιδιού; Απεταξάμην την εκκλησία και όλο της το σόι. Αυτό δεν έχει να κάνει με πίστη. Σας το λέει μια «πιστή» που πλήρωσε πολύ ακριβά την άρνηση των επιθυμιών αυτού του θεού.