Η καταγωγή της ευρω-γραφειοκρατίας, συνέντευξη του γάλλου κοινωνιολόγου Συλβάν Λωράνς στο Γιώργο Βασσάλο

Η καταγωγή της ευρω-γραφειοκρατίας, συνέντευξη του γάλλου κοινωνιολόγου Συλβάν Λωράνς στο Γιώργο Βασσάλο

  • |

Ενώ πολύ μελάνι χύθηκε κι εξακολουθεί να χύνεται για τα προβλήματα της γραφειοκρατίας στο σοσιαλισμό, αλλά και σε κάθε είδους δημόσια υπηρεσία κοινής ωφελείας, ο ρόλος και η θέση της γραφειοκρατίας στον καπιταλισμό και την οργάνωση των αγορών έχει συζητηθεί πολύ λιγότερο. Μια εξαίρεση αποτελεί το βιβλίο του γάλλου κοινωνιολόγου Συλβάν Λωράνς με τίτλο «Λομπίστες και γραφειοκράτες στις Βρυξέλλες» που πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα αγγλικά.

 

Το βιβλίο βασίζεται σε πολυετή έρευνα στα αρχεία τόσο της Κομισιόν όσο και διαφόρων ευρωπαϊκών εργοδοτικών ενώσεων και συνεντεύξεις με στελέχη τους, που ανιχνεύει την κοινή ιστορία της ισχυροποίησης των δύο αυτών παράλληλων γραφειοκρατιών – μια δημόσιας και μιας ιδιωτικής -ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

 

– Το βιβλίο σου περιγράφει πώς η ευρω-ενωσιακή γραφειοκρατία κατάφερε να επιβάλει τον εαυτό της ως υποχρεωτικό συνομιλητή του μεγάλου κεφαλαίου. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για μια περιγραφή που αντιτίθεται στην κλασσική αριστερή κριτική της ΕΕ ότι πρόκειται για διαδικασία και οικοδόμημα που απαντά στα αιτήματα που θέτει το κεφάλαιο. Είναι έτσι;

 

– Υπάρχει ήδη συμπαγής και πολύ καλά ντοκουμενταρισμένη βιβλιογραφία που δείχνει ότι τα μεγάλα διατλαντικά εταιρικά συμφέροντα είναι αυτά που πήραν την πρωτοβουλία για τη δημιουργία των ΕΟΚ/ΕΕ. [1] Μετά τον Β’ ΠΠ, οι Αμερικανοί βιομήχανοι ήθελαν να ρίξουν τους δασμούς στην Ευρώπη και βρήκαν σύμμαχο και στήριγμα σε εκείνα τα τμήματα των ευρωπαίων εργοδοτών που λόγω της θέσης τους στην αγορά έβλεπαν επίσης θετικά τη μείωση των δασμών. Η θέση των Αμερικανών ενισχυόταν από την απόλυτα επείγουσα ανάγκη για όλες τις αστικές τάξεις να φραχτεί ο δρόμος στο κομμουνιστικό κίνημα. [2]

 

Δεν επιδιώκω να αμφισβητήσω τίποτα από όλα αυτά. Θέλω όμως να τονίσω ότι τη δεκαετία του ’50 υπήρχαν τμήματα των οικονομικών ελίτ που ήταν ακόμα σε σχετικά κυρίαρχη θέση και διατηρούσαν άριστες σχέσεις με τις κυβερνήσεις των κρατών τους (που παρεμπιπτόντως, είχαν επίσης τότε εθνικοποιήσει ένα μη αμελητέο κομμάτι της βιομηχανικής παραγωγής) που δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι το να ανοιχτούν στον ανταγωνισμό με τις επιχειρήσεις των άλλων ανεπτυγμένων κρατών. Και από τη συγκρότησή της, η Κομισιόν κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να τα μεταπείσει, η οποία πήρε χρόνια για να αποδώσει καρπούς.

 

Με την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης το 1957, στο περιθώριο των συναντήσεων των αρχηγών κρατών, ξεκινά η σιωπηλή ιστορία του ριζώματος της διεθνικής αυτής γραφειοκρατίας. Η Κομισιόν χρηματοδότησε την ίδρυση συνομοσπονδιών βιομηχάνων στο επίπεδο των έξι κρατών-μελών της ΕΟΚ με έδρα τις Βρυξέλλες. Ενθάρρυνε τα διάφορους «εθνικούς πρωταθλητές» (σσ. εθνικά κλαδικά μονοπώλια ή ολιγοπώλια) να συνεννοούνται πρώτα μεταξύ τους σε επίπεδο ΕΟΚ πριν υποβάλουν αιτήματα στις κυβερνήσεις τους, έτσι ώστε να αποφεύγει το μπλοκάρισμα των πρωτοβουλιών της από το ένα ή το άλλο κράτος.

 

Όταν άρχισαν οι πρώτες διαπραγματεύσεις για διεθνείς συμφωνίες εμπορίου (GATT, 1961), πλήρωσε ακόμα και λομπίστες στην Ουάσινγκτον για να πειστεί η αμερικανική κυβέρνηση να στηρίξει την ιδέα να διεξάγει η Κομισιόν τις διαπραγματεύσεις για λογαριασμό των κρατών-μελών της ΕΟΚ. Δεν είναι λοιπόν ακριβές να παρουσιάζουμε την Κομισιόν σαν ένα απλό όργανο στα χέρια των περισσότερο εξωστρεφών καπιταλιστών. Η Κομισιόν είναι κι αυτή μια διοίκηση με σχετική αυτονομία και δική της σταθερή βούληση υπέρ των ελεύθερων διεθνοποιημένων αγορών την οποία προώθησε ενεργητικά απέναντι στους καπιταλιστές που αντιτίθονταν ή είχαν αμφιβολίες, με χρηματοδοτήσεις και άλλα εργαλεία πολιτικής.

 

Χρησιμοποίησε επίσης την απευθείας συνεργασία της με τους βιομηχάνους – για την οποία είχε η ίδια πάρει την πρωτοβουλία – ώστε να αναβαθμίσει τη θέση της στο συσχετισμό δύναμης με τις εθνικές διοικήσεις: τη δεκαετία του ’60, όταν ένας προϊστάμενος τμήματος της Κομισιόν ζήταγε από το γαλλικό υπουργείο βιομηχανίας τα στοιχεία πχ. για την ετήσια παραγωγή αυτοκινήτων, του απαντούσαν ότι η βιομηχανική πολιτική είναι αποκλειστικά κρατική αρμοδιότητα κι ότι ως εκ τούτου δεν έχει κανένα λόγο να ζητά αυτά τα στοιχεία. Σιγά – σιγά, η Κομισιόν άρχισε να συλλέγει στοιχεία τέτοιου είδους απευθείας από τους βιομήχανους, ώσπου τα κράτη να μην έχουν πλέον κανένα λόγο να μη μοιράζονται και τα δικά τους στοιχεία μαζί της.
Κάπως έτσι, η Κομισιόν και οι υπόλοιπες ευρω-ενωσιακές γραφειοκρατίες διήλθαν από μια φάση πρωταρχικής συσσώρευσης «γραφειοκρατικού κεφαλαίου».

 

–                  Η έννοια του «γραφειοκρατικού κεφαλαίου» είναι στο κέντρο της προσέγγισής σου. Μέσω αυτής κάνεις τη σύνδεση ανάμεσα στη ευρω-ενωσιακή γραφειοκρατία από τη μία και τις εργοδοτικές ενώσεις από την άλλη. Θα μπορούσες να μας εξηγήσεις την προέλευση αυτής της έννοιας καθώς και το που την τοποθετείς σε σχέση με μαρξιστικές αναλύσεις όπως του Γκράμσι ή του Πουλαντζά;

 

Τον όρο «γραφειοκρατικό κεφάλαιο» τον δανείζομαι από τον Μπουρντιέ, [3] ο οποίος όμως ποτέ δεν τον ανέπτυξε διεξοδικά. Τον εμπνεύστηκε από την ιδέα του Βέμπερ αλλά και του Νόρμπερτ Ελίας ότι η συγκρότηση των σύγχρονων διοικήσεων είναι πάνω από όλα μια διαδικασία μονοπώλησης οικονομικών, τεχνικών ή στρατιωτικών δυνατοτήτων και πόρων. Σε αυτές, o Μπουρντιέ προσθέτει και τη συμβολική διάσταση, δηλαδή το κύρος που οι κρατικές διοικήσεις επιτυγχάνουν επίσης να μονοπωλήσουν σε μεγάλο βαθμό. Συσσωρεύοντας δυνατότητες, οι κρατικές διοικήσεις αποσπούν σταδιακά λειτουργίες από άλλους κοινωνικούς θεσμούς.

 

Το «κεφάλαιο» αυτό συσσωρεύεται βασικά στους θεσμούς, αλλά ανήκει μερικώς και στους κρατικούς υπαλλήλους ως άτομα, χωρίς να μπορούμε να προκαθορίσουμε ποιες μπορεί να είναι οι χρήσεις του έξω από το πλαίσιο των κρατικών θεσμών. Η έννοια του γραφειοκρατικού κεφαλαίου μας επιτρέπει να διακρίνουμε ακόμα καλύτερα το βαθμό αυτονομίας της κρατικής γραφειοκρατίας από την οικονομική ελίτ (την οικονομική βάση όπως θα έλεγε ο Γκράμσι πάνω στην οποία στηρίζονται τα εποικοδομήματα του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών) και να την εξετάσουμε ως κάτι πιο περίπλοκο από ένα επιπλέον εργαλείο κυριαρχίας της διατλαντικής αστικής τάξης (όπως θα την έβλεπε ο Πουλαντζάς): υπάρχουν μια σειρά διαμεσολαβήσεις που δίνουν στην κρατική γραφειοκρατία ένα σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του καπιταλισμού και τη διαδικασία οικονομικής συγκεντροποίησης. Ο σχετικά αυτόνομος αυτός ρόλος της, σημαίνει και μια σειρά ιδιαίτερα δικά της συμφέροντα που επιδιώκει να υπερασπιστεί.

 

Με τους θεσμούς της ΕΟΚ/ΕΕ έχουμε τη δημιουργία ενός νέου επιπλέον στρώματος γραφειοκρατίας που έχει ως ιδιαίτερο συμφέρον το να διατηρήσει και να επεκτείνει τις αρμοδιότητες που απέσπασε από τις εθνικές κρατικές γραφειοκρατίες κι ενδεχομένως και από άλλους θεσμούς. Το πώς η ΕΚΤ επέκτεινε τις αρμοδιότητές της με τη χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση του ευρώ που ακολούθησε ήταν μια τέλεια επίδειξη αυτού του φαινομένου: [4] επιτηρεί πλέον πχ. κατευθείαν τις 120 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρωζώνης, ενώ έφτασε να ελέγχει αποκλειστικά την παροχή νομισματικής ρευστότητας για το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρωζώνης (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Κύπρος) και να επιβάλει ως όρο την οικονομική πολιτική της αρεσκείας της μέχρι λεπτομέρειας. Κύριο όχημα της νομιμοποίησης της στα μάτια των αστικών τάξεων ήταν ακριβώς το ότι μπορεί να παίξει έναν έντονα πολιτικό ρόλο ντυμένο όμως με το μανδύα της σοφίας και της εξειδικευμένης γνώσης και χωρίς το πολιτικό του περιεχόμενο να πρέπει να μετρηθεί και να εγκριθεί σε εκλογικές διαδικασίες.

 

Στο πλαίσιο της ελληνικής εμπειρίας, πολύς λόγος έγινε για το ρόλο της Μέρκελ και της Γερμανίας. Κατά τη γνώμη μου η – σίγουρα αντιφατική – προσπάθεια των κατώτερων τάξεων της Ελλάδας να απαλλαγούν από τα εξοντωτικά νεοφιλελεύθερα προγράμματα προσέκρουσε κυρίως στην αντίσταση της ευρω-ενωσιακής γραφειοκρατίας.

 

Πρόκειται για ένα στρώμα κάποιων δεκάδων χιλιάδων ατόμων με επιτελικό πλέον ρόλο στην άσκηση δημόσιας πολιτικής μέσω της αρμοδιότητάς του να συντάσσει δίκαιο, που δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε σαν ένα απλό εκτελεστικό όργανο συμβιβασμών που βρίσκονται ανάμεσα στις πολιτικές ηγεσίες των χωρών με βάση το μεταξύ τους συσχετισμό. Πρόκειται για νέο στρώμα που συμμετέχει στην πάλη των τάξεων στην πλευρά του κεφαλαίου με δικό του αυτόνομο ρόλο. Επιδιώκει να επιβάλει τους νόμους του, τις νόρμες του και τον τρόπο του θεώρησης του κόσμου προβάλλοντας τους ως την καλύτερη εγγύηση της καθεστηκυίας τάξης στην Ευρώπη.

 

Στις θεσμικές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα στην ΕΕ στη διάρκεια της κρίσης (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης, Τραπεζική Ένωση, νέα οικονομική διακυβέρνηση κλπ.) το στρώμα της ευρω-γραφειοκρατίας έπαιξε τουλάχιστον τόσο σημαντικό ρόλο όσο και η κάστα των επαγγελματιών πολιτικών που στελεχώνει τις εθνικές κυβερνήσεις με τους ανταγωνισμούς τους και το μεταξύ τους συσχετισμό δύναμης.

 

Αποτέλεσμα των ανακατατάξεων αυτών ήταν η γραφειοκρατία της ΕΕ να επεκτείνει τα εργαλεία της πέρα από τη συγγραφή του ρυθμιστικού πλαισίου των αγορών και τις χρηματοδοτήσεις που διανέμει και σε ένα ενισχυμένο ρόλο στην επιτήρηση των εθνικών προϋπολογισμών και των διαδικασιών «διάσωσης» κρατών και τραπεζών.

 

 

 

–         Σε άρθρο τους του 1999, οι αδελφοί Carchedi υποστηρίζουν ότι σε αντίθεση με οργανισμούς όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα που «το μόνο που κάνουν είναι να διαμεσολαβούν στα συμφέροντα των κρατών-μελών τους», η ΕΕ δε διαμεσολαβεί μόνο μεταξύ αντικρουόμενων εθνικών συμφερόντων, αλλά διαμορφώνει και τα κοινά τους συμφέροντα με ανεξάρτητο τρόπο. Συμφωνείς με μια τέτοια ανάγνωση;

 

Συμφωνώ ότι «διαμορφώνει (και) με ανεξάρτητο τρόπο» αυτό που ονομάζει κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον και προσθέτω ότι ο κατεξοχήν τρόπος να το κάνει αυτό είναι να μιλάει και απευθείας με το κεφάλαιο και όχι μόνο διά μέσου των εθνών-κρατών. Ξαναλέω, όμως, ότι ούτε τα «κοινά» συμφέροντα του κεφαλαίου είναι σαφώς διατυπωμένα χωρίς τη διαμεσολάβηση της Κομισιόν. Η τελευταία μπορεί να στηρίζεται πολιτικά στη στρατηγική συμμαχία της με το κεφάλαιο, έχοντας όμως τη δική της βούληση και τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα να εξυπηρετήσει, επιλέγει κάθε φορά με ποια ακριβώς οικονομικά συμφέροντα θα συμμαχήσει και τι συμβιβασμό ανάμεσα τους θα επιχειρήσει να προωθήσει.

 

 

Σημειώσεις

 

[1] Kees Van der Pijl, The Making of an Atlantic Ruling Class, Verso, 1984
[2] Cédric Durand (dir.), En finir avec l’Europe, La Fabrique, 2013.
[3] Pierre Bourdieu, “Esprits d’Etat, genèse et structure du champ bureaucratique” in Raisons Pratiques, Seuil, 1994, p. 101-134.

kommon.gr