Ο θεσμός της διαιτησίας στα εργασιακά στο μνημονιακό στόχαστρο

Ο θεσμός της διαιτησίας στα εργασιακά στο μνημονιακό στόχαστρο

  • |

Ενώ η 4η αξιολόγηση βρίσκεται σε εξέλιξη, ενισχύεται η αμφισβήτηση του κυβερνητικού αφηγήματος της «καθαρής εξόδου» και αυστηροποιείται, όπως δείχνουν τα πράγματα, το πρόγραμμα μεταμνημονιακής επιτήρησης. Ενδεικτικό του διαμορφωνόμενου κλίματος είναι το γεγονός ότι ο ένας μετά τον άλλον οι εκπρόσωποι των «θεσμών» τονίζουν ταυτόχρονα και εμφατικά την επιτακτική ανάγκη απαρέγκλιτης τήρησης των «μεταρρυθμίσεων», βάζοντας στο στόχαστρό τους τα εναπομείναντα εργασιακά δικαιώματα και ειδικά τη διαιτησία.

Από Δημήτρης Τραυλός-Τζανετάτος

Αυτό επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά από τις σχετικές δηλώσεις των Κοστέλο και Ρέγκλινγκ στο Συνέδριο των Δελφών. Ωστόσο, οι θεσμοί δεν φείδονται επαίνων για την ελληνική κυβέρνηση που τη θεωρούν ως την πιο συνεπή και αποτελεσματική στην εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων.

Παρά την -σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβανόμενη- άρνηση της κυβέρνησης, εφόσον επιβληθεί τελικά η «προληπτική γραμμή στήριξης», ως νομοτελειακά αναπόφευκτη εμφανίζεται η συνέχιση των «μεταρρυθμιστικών» πολιτικών. Αυτό αφορά κατά κύριο λόγο την αγορά εργασίας, ιδίως δε τους θεσμούς του συλλογικού εργατικού δικαίου. Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι μεταξύ των πιο σημαντικών προαπαιτούμενων της τρέχουσας αξιολόγησης βρίσκονται ζητήματα που αφορούν τις συλλογικές βασικά σχέσεις εργασίας.

Η επανεξέταση της διαιτησίας
Έτσι, πέραν από τις «ήπιες», πλην προαγγελτικές νέων δραστικότερων μέτρων, παρεμβάσεις στο δίκαιο του εργασιακού αγώνα (βλ. σχετικά Τραυλού-Τζανετάτου, Η ανταπεργία στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, 2018, σ. 10 επ., 199 επ., του ίδιου, Μνημονιακών προσταγμάτων συνέχεια, σε «Δρόμος της Αριστεράς», 3.03.2018, σ. 12-13), η προσοχή στρέφεται βασικά στο κρίσιμο ζήτημα της διαιτησίας.

Η «επανεξέταση» της διαιτησίας αποτελεί προαπαιτούμενο της 4ης αξιολόγησης. Εφόσον επαληθευθούν οι όχι αβάσιμοι φόβοι ότι η επανεξέταση αυτή θα ενταχθεί στην μέχρι σήμερα υλοποιηθείσα πολιτική της «μεταρρύθμισης» των εργασιακών σχέσεων, ιδίως των συλλογικών (δηλαδή νεοφιλελεύθερης μετάλλαξής τους) το πλήγμα στο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων θα είναι δεινό.

Σημειωτέον ότι ο ψηφισθείς από την ελληνική Βουλή επί Οικουμενικής Κυβέρνησης Ζολώτα Ν. 1876/1990 προέβλεψε ένα σύστημα διαιτησίας που ίσχυσε αδιατάρακτα για μία 20ετία. Έτυχε, μάλιστα, τουλάχιστον κατά την πρώτη 10ετία, ευρύτατης αποδοχής από τους κοινωνικούς ανταγωνιστές. Πάντως, ήδη από τη 10ετία του ’90, ασκήθηκε κριτική κατά της υποχρεωτικότητας του συστήματος αυτού, όπως εκφράζεται μέσω της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής, θεωρούμενου μάλιστα ως αντισυνταγματικού (έτσι βασικά Παπασταύρου, ΕΕργΔ 1996, σ. 949 επ., διαφορετικά, ωστόσο ΟλΑΠ 25/2004, ΔΕΝ 2004, 1399).

Το καίριο πλήγμα
Ο θεσμός της διαιτησίας δέχθηκε ένα καίριο διπλό πλήγμα από την επιβληθείσα από τους «θεσμούς» Π.Υ.Σ. 6/2012 (άρθρο 3 παρ. 1, 2 και 4). Τούτο δε καθώς, αφενός μεν απαγορεύθηκε η μονομερής προσφυγή, αφετέρου δε περιορίστηκε δραστικά το έργο του διαιτητή, σε πλήρη αναντιστοιχία με το περιεχόμενο της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, με αποτέλεσμα την ουσιαστική αναίρεση της διαιτητικής απόφασης ως επικουρικού, λειτουργικού υποκατάστατου της Συλλογικής Σύμβασης.

Ωστόσο, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 2307/2014 απόφασή της, αποκλίνοντας από τη γενικότερη φιλομνημονιακή της κατεύθυνση (βλ. για το ζήτημα αυτό Τραυλού-Τζανετάτου, Ανώτατα Δικαστήρια και εργασιακές σχέσεις στην εποχή των μνημονίων, 2015), έκρινε ως αντισυνταγματικές τις επίμαχες ρυθμίσεις. Η συμμόρφωση του νομοθέτη προς την απόφαση αυτή πραγματοποιήθηκε με τον, συνταγματικά πολλαπλώς προβληματικό και δυσλειτουργικό, Ν. 4303/2014 (βλ. Καζάκου, ΕΕργΔ 2015, σ. 1000 επ.).

Η προβληματικότητα των ρυθμίσεων του Ν. 4303/2014 θα μπορούσε βεβαίως να οδηγήσει στη σκέψη ότι η επιδιωκόμενη από το τρίτο μνημόνιο αξιολόγηση θα εκινείτο στην κατεύθυνση βελτίωσης και όχι χειροτέρευσής του. Ωστόσο, η ιστορία των προηγηθεισών στο πλαίσιο του δεύτερου μνημονίου διαπραγματεύσεων και η παραπομπή στις καλένδες του νομοσχεδίου Σκουρλέτη για την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, δεν φαίνεται να δικαιολογούν την όποια αισιοδοξία. Πολλώ μάλλον καθώς η συνδεόμενη με τη μονομερή προσφυγή υποχρεωτικότητα της διαιτησίας εξακολουθεί να αποτελεί «κόκκινο πανί» για τους «θεσμούς».

Βεβαίως η πλήρης ανατροπή της μονομερούς προσφυγής και η επαναφορά στο σύστημα της «συμφωνημένης διαιτησίας» αποκλείεται ως ασύμβατη προς την προαναφερθείσα απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όμως, δεν μπορεί να αποκλειστεί η υπονόμευσή της μέσω διαδικαστικής ή ουσιαστικής δυσχέρανσης άσκησης του επίμαχου δικαιώματος, δηλαδή λειτουργικού εκφυλισμού της σε άκρως εξαιρετικό έσχατο μέτρο (ultima ratio). Πολλώ μάλλον καθώς μέρος της θεωρίας ενστερνίζεται παρόμοιες απόψεις (βλ. ενδεικτικά Ζερδελή, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2017, σ. 251 επ.).

Νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα
Στη θέση αυτή πρέπει πάντως να επισημανθεί η εξιδανίκευση της νεοφιλελεύθερης πραγματικότητας στο πεδίο των σχέσεων εργασίας. Τούτο δε καθώς συγκαλύπτουν το πανθομολογούμενο γεγονός της κρατούσας στη χώρα μας κατάστασης αποδιάρθρωσης των συλλογικών σχέσεων εργασίας. Η κατάσταση αυτή με τη σειρά της καθιστά ακόμα περισσότερο ασθενή τη δυνατότητα των ευρισκόμενων ήδη σε βαθιά και πολλαπλή κρίση συνδικάτων να επιτελέσουν την κρίσιμη για τη διασφάλιση μιας στοιχειώδους προστασίας των εργαζομένων αποστολή τους.

Χαρακτηριστικό του ιδεοληπτικού χαρακτήρα των θέσεων αυτών είναι η επιχειρούμενη αντιπαράθεση της μονομερούς προσφυγής προς την απεργία. Την ίδια στιγμή παραβλέπεται ή αποσιωπάται τόσο η καίρια, ιδίως στη σημερινή περίοδο κρίσης, λειτουργία της μονομερούς προσφυγής, όσο και τα εγγενή όρια του απορρυθμισμένου σε σημαντικό βαθμό δικαιώματος απεργίας.

Ενδιαφέρουσα είναι η επισήμανση της «αδήριτης ανάγκης», ως οιονεί de facto, αν όχι de jure, μόνιμου προαπαιτούμενου, προσφυγής στα «φώτα» του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO) για την νομοθετική αντιμετώπιση των επίμαχων ζητημάτων. Σημειώνεται δε ότι αυτή η επισήμανση είναι ενδεικτική της, μη τηρούσας ούτε τα προσχήματα, απεμπόλησης της δικαιοπολιτικής και νομοθετικής αυτονομίας της χώρας στο κρίσιμο πεδίο των εργασιακών σχέσεων.

Στην ίδια λογική κηδεμόνευσης της λαϊκής κυριαρχίας ανήκει και η ανάθεση του δικαιοπολιτικού σχεδιασμού του ζητήματος της διαιτησίας, σε κάποιο εξειδικευμένο, ιδεολογικοπολιτικά αποστειρωμένο και «ουδέτερο» δικηγορικό γραφείο. Πρόκειται πράγματι για ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο μεταδημοκρατικού εκφυλισμού, του οποίου την διαχείριση έχει αναλάβει εργολαβικά η «κυβερνώσα αριστερά»: την μετάλλαξη ενός στρατευμένου κοινωνικοπολιτικά υπέρ της εργασίας θεσμού σε απλό τεχνικό, απονευρωμένο κοινωνικά, ζήτημα.

Και η Χούντα το προσπάθησε
Σημειωτέον, εξάλλου, ότι η επιδιωκόμενη επαναρρύθμιση της διαιτησίας, ανεξαρτήτως τελικής νομοθετικής μορφής, εφόσον, όπως προκύπτει από την μνημονιακή δέσμευση, πραγματοποιηθεί εντός της τρέχουσας αξιολόγησης, θα συμπεριληφθεί στην διαβόητη «κωδικοποίηση» του εργατικού δικαίου. Πρόκειται για ένα εγχείρημα ιδιαιτέρως δυσχερές και απαιτεί μακροχρόνιες και άρτια τεκμηριωμένες επεξεργασίες από πολυμελή ομάδα ειδικών. Είναι δυσχερές λόγω του γενετικού κώδικα και της φύσης του αντικειμένου του, της πολυπλοκότητας, της δυναμικής και της ευαισθησίας του στις οικονομικοτεχνικές μεταβολές. Για τους λόγους αυτούς, και όχι μόνον, έχουν αποτύχει προηγούμενες προσπάθειες.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η τελευταία, αποτυχημένη προσπάθεια έγινε το 1973, επί χούντας. Η δε σύνταξη του γαλλικού Κώδικα Εργασίας άρχισε το 1901 και περατώθηκε το 1927! Πάντως, η περίοδος γενικευμένης απορρύθμισης των σχέσεων εργασίας που διανύουμε δεν είναι η πιο κατάλληλη και ενδεδειγμένη για την ανάληψη της βαριάς ευθύνης ενός τέτοιου εγχειρήματος. Είναι μια συγκυρία όπου αμφισβητείται ο ίδιος ο ιστορικός, γενετικός και αξιακός κώδικας του εργατικού δικαίου, ενόψει μάλιστα και της επικείμενης, πολλαπλώς προβληματικής, αναθεώρησης του Συντάγματος.

Βεβαίως ο προαναφερθείς κίνδυνος περαιτέρω απορρύθμισης του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της τρέχουσας αξιολόγησης, μέσω περιθωριοποίησης του στοιχείου της υποχρεωτικότητας, δεν αποτελεί απλή εικασία. Ούτε προϊόν μιας κινδυνολάγνας φαντασίας, ενός αυθαίρετου κασσανδρικού χρησμού. Αντιθέτως, συνιστά μια πρόβλεψη που, καθώς διαθέτει σημαντικά ερείσματα στην τρέχουσα μνημιοκρατούμενη δικαιοπολιτική πραγματικότητα και τις εγγενείς τάσεις μετεξέλιξής της, περιέχει την δυναμική υλοποίησής του.

Ενδεικτικές, ενδεχομένως και σηματοδοτικές των τρεχουσών δικαιοπολιτικών ζυμώσεων, είναι οι προσφάτως δημοσιευθείσες θέσεις για την ανάγκη επανοργάνωσης της όλης διαδικασίας του συστήματος διαιτησίας (βλ. Κουκιάδη, ΕΕργΔ 2018, σ. 1 επ., ιδίως 7 επ.). Ο κίνδυνος αυτός γίνεται μεγαλύτερος, σε περίπτωση που η επίμαχη επανεξέταση δεν θα αποτελέσει μια απλή μεμονωμένη παρέμβαση στο -αν και με σοβαρά προβλήματα λειτουργίας- διατηρούμενο ακόμη σε ισχύ θεσμικό οικοδόμημα του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας, αλλά θα συνδεθεί με την ανατροπή ή μετάλλαξή του.

Το σπιράλ θανάτου, στο οποίο έχουν εμπλακεί οι εργασιακές σχέσεις στη χώρα μας, σε πείσμα της όποιας ιδεοληπτικής άρνησης της πραγματικότητας ή συνειδητής παραχάραξής της, δεν τελειώνει με το τρίτο μνημόνιο. Το ελληνικό πειραματόζωο φαίνεται ότι θα συνεχίσει την διατεταγμένη αποστολή του, τόσο την εκφοβιστική – παραδειγματική όσο και, κυρίως, την πιλοτική-σηματοδοτική της κυοφορούμενης σε ευρωπαϊκό επίπεδο δυστοπίας και μεταδημοκρατικής μετάλλαξης.

iskra.gr