Ο κ.Κ. δεν τόκρινε απαραίτητο να ζει σε μιά συγκεκριμένη χώρα. Έλεγε: «Παντού μπορώ να πεινάσω».κάποτε όμως έλαχε να περνάει από μιά πόλη που την είχε κυριέψει ο εχθρός της χώρας όπου ζούσε.
Τον πλησίασε τότε ένας αξιωματικός του εχθρού και τον ανάγκασε να κατεβεί από το πεζοδρόμιο. Ο κ.Κ. κατέβηκε και διαπίστωσε ξαφνικά ότι είχε αγανακτήσει ενάντια σ’αυτόν τον άνθρωπο, και μάλιστα όχι μόνο ενάντια στον άνθρωπο μα προπαντός ενάντια στη χώρα που ανήκε ο άνθρωπος αυτός, τόσο, που ευχήθηκε να γίνει ένας σεισμός και να την καταπιεί. «Γιατί», ρώτησε ο κ.Κ., «έγινα εθνικιστής εκείνη τη στιγμή; Γιατί συνάντησα έναν εθνικιστή. Μα γιαυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρεύουμε τη βλακεία. Γιατί κάνει βλάκες αυτούς που την συναντούν».