Τα βασικά προβλήματα της Ελλάδας, τα οποία λύνονται μόνο με τη διαγραφή χρεών, είναι η έλλειψη αξιόχρεων δανειοληπτών, η αύξηση αυτών που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους, η απαξίωση των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων, καθώς επίσης η αδυναμία επενδύσεων από το εξωτερικό.
.
.
«Χωρίς ανάπτυξη όχι μόνο δεν λύνεται κανένα πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά η οικονομία της θα πηγαίνει από το κακό στο τρισχειρότερο, η κρίση θα βαθαίνει συνεχώς, το ασφαλιστικό θα εκραγεί, οι δημόσιες υπηρεσίες θα καταρρεύσουν, τα νοσοκομεία θα κλείσουν και πολύ σύντομα η χώρα θα θυμίζει γκρεμισμένο τοπίο.
Η ανάπτυξη όμως προϋποθέτει πριν από κάθε τι άλλο την ανάκτηση της πιστοληπτικής ικανότητας του δημοσίου και ιδιωτικού της τομέα, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή η αύξηση της ζήτησης και της προσφοράς, η κατανάλωση και οι επενδύσεις – άρα τη διαγραφή χρεών, έτσι ώστε να δημιουργηθούν νέα χρήματα στην οικονομία, χωρίς τα οποία όλα τα άλλα είναι ανόητες ψευδαισθήσεις».
.
Ανάλυση
Αυτό που χρειάζεται πριν από όλα η Ελλάδα για να αναπτυχθεί είναι οι επενδύσεις, οπότε είναι το νούμερο ένα θέμα που πρέπει να μας απασχολεί – εάν δεν θέλουμε να βιώσουμε τρομακτικές καταστάσεις, μεταξύ των οποίων την κατάλυση της Δημοκρατίας.
Εν προκειμένω, είναι εξαιρετικά σημαντική η γνώση της σχέσης μεταξύ της δημιουργίας χρημάτων μέσω του δανεισμού, με τη χρηματοδότηση των επενδύσεων – χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι επενδύσεις εξαρτώνται μόνο από το συγκεκριμένο παράγοντα, αφού προϋποθέτουν επίσης τη σωστή (φιλική προς την επιχειρηματικότητα) λειτουργία του δημοσίου, ένα ορθολογικό, ανταγωνιστικό φορολογικό πλαίσιο, ένα αποτελεσματικό «Κράτος Δικαίου» κοκ.
Ειδικότερα, μέσω της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά εκ μέρους των τραπεζών, έγινε εφικτή η χρηματοδότηση των επί πλέον επενδύσεων στον πλανήτη – για τις οποίες έπρεπε σε προηγούμενες εποχές να υπάρχουν αποταμιεύσεις. Ήταν επομένως μία προϋπόθεση που αργότερα, στα πλαίσια της βιομηχανικής επανάστασης, μετέτρεψε το πραγματικό κεφάλαιο (κυρίως τις πάσης φύσεως μηχανές) στο σημαντικότερο συντελεστή παραγωγής της οικονομίας.
Περαιτέρω, η χρήση του πραγματικού κεφαλαίου είχε τη δυνατότητα, σε αντίθεση με τη γη ως κυρίαρχο συντελεστή παραγωγής στο παρελθόν, να αυξάνεται συνεχώς μέσω των επενδύσεων – γεγονός που κατέστησε δυνατή την παραγωγή όλο και περισσότερων προϊόντων, καθώς επίσης υπηρεσιών, διαψεύδοντας τις «προβλέψεις μελλοντικού λιμού» πολλών παλαιών οικονομολόγων. Ως εκ τούτου, η χρηματοπιστωτική επανάσταση, με την έννοια της ανακάλυψης της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά, προηγήθηκε της βιομηχανικής – ενώ οι δύο αυτές επαναστάσεις μαζί ήταν απολύτως απαραίτητες, για να γίνει έκτοτε η ανάπτυξη ένα μόνιμο χαρακτηριστικό των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών, χωρίς το οποίο θα καταρρεύσουν.
Ο κυριότερος λόγος τώρα, για τον οποίο η δημιουργία χρημάτων διαδραματίζει έναν τόσο αποφασιστικό ρόλο, όσον αφορά την ανάπτυξη, είναι απλός. Αναλυτικότερα, εάν σε μία οικονομία δεν λαμβάνει χώρα η δημιουργία χρημάτων από τις τράπεζες, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα κυρίως λόγω της έλλειψης αξιόχρεων δανειοληπτών, τότε μπορούν να διατεθούν μόνο εκείνα τα χρήματα, τα οποία έχουν προηγουμένως εισπραχθεί (εισοδήματα).
Αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως όταν διατίθενται περισσότερα χρήματα από αυτά που εισπράττονται στις επενδύσεις, τότε παραμένουν υποχρεωτικά λιγότερα για την κατανάλωση – επειδή σε αυτήν την περίπτωση οι περισσότερες επενδύσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν μόνο από τις περισσότερες αποταμιεύσεις, αφού δεν δημιουργούνται καθόλου νέα χρήματα.
Συνεχίζοντας, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις η ιδιωτική ζήτηση ως σύνολο, αποτελούμενη από την κατανάλωση και τις επενδύσεις, είναι αδύνατον να αυξηθεί, αφού όταν αυξάνεται η μία (κατανάλωση) μειώνεται αντίστοιχα η άλλη (επενδύσεις) – οπότε δεν υπάρχει ανάπτυξη.
Από την άλλη πλευρά βέβαια θα μπορούσαν οι επιχειρήσεις να αποταμιεύουν οι ίδιες περισσότερα, προσφέροντας λιγότερα μερίσματα στους ιδιοκτήτες τους – οι οποίοι είναι κυρίως τα νοικοκυριά. Με τον τρόπο αυτό θα είχαν πιο πολλά χρήματα για να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις με δικά τους μέσα – κάτι που όμως περιορίζει επίσης την κατανάλωση, η οποία με τη σειρά της μειώνει ανάλογα τα έσοδα των επιχειρήσεων και τα κέρδη τους, οδηγώντας τες ακόμη και σε ζημίες. Όταν όμως οι επιχειρήσεις λειτουργούν ζημιογόνα, δεν έχουν κανένα κίνητρο να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις – οπότε δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ανάπτυξης.
Στα πλαίσια αυτά, εάν ούτε το κράτος έχει τη δυνατότητα χρηματοδότησης επενδύσεων, όπως επίσης συμβαίνει στην Ελλάδα, τότε η μοναδική διέξοδος είναι να διαθέσουν τις αποταμιεύσεις τους οι Πολίτες ξένων χωρών – έτσι ώστε να υπάρχουν περισσότερα χρήματα στο εσωτερικό για τη διενέργεια επενδύσεων, χωρίς να χρειαστούν οι αποταμιεύσεις των «ιθαγενών».
Το συγκεκριμένο ενδεχόμενο είναι μεν εφικτό, αλλά μόνο όταν πρόκειται για μία χώρα – επειδή σημαίνει ταυτόχρονα πως στα άλλα κράτη θα υπάρχουν ανάλογα λιγότερα χρήματα, οπότε είτε θα διατίθενται λιγότερα για κατανάλωση, είτε λιγότερα για επενδύσεις (στην παγκόσμια οικονομία ως σύνολο οι επενδύσεις είναι ίσες με τις αποταμιεύσεις).
Συνοψίζοντας, η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά μέσω των δανείων των τραπεζών (άρα το σύστημα του χρέους), είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη μίας συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης – η οποία διαφορετικά δεν θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί. Το γεγονός αυτό επεξηγεί γιατί το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται κυρίως στη δημιουργία χρημάτων μέσω των χρεών και στη συνεχή ανάπτυξη που προκαλούν, μοιάζει με ένα αεροπλάνο που μπορεί να πετάει μόνο προς τα πάνω – κάτι που, όταν δεν συμβαίνει, οδηγεί στη συντριβή του.
Περαιτέρω, όταν μία χώρα υπερχρεωθεί, όπως συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα, με την Ιταλία, με την Πορτογαλία κοκ., παύει να υπάρχει εκείνος ο αξιόχρεος αριθμός δανειοληπτών, ο οποίος είναι απαραίτητος για τη δημιουργία νέων χρημάτων από το πουθενά, μέσω του τραπεζικού δανεισμού – οπότε μειώνεται είτε η κατανάλωση, είτε οι επενδύσεις, είτε και τα δύο μαζί, πόσο μάλλον αφού κανένας δεν επενδύει σε μία χώρα που η ζήτηση είναι καθοδική.
Εν προκειμένω η μοναδική διαφορά που έχει μία υπερχρεωμένη χώρα, όταν διαθέτει το δικό της νόμισμα δεν είναι άλλη, από την εκμετάλλευση της ζήτησης του εξωτερικού, μέσω της οποίας μπορεί να αυξήσει τις εξαγωγές της – γεγονός που όμως προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, τη διενέργεια επενδύσεων για την άνοδο της ανταγωνιστικότητας της, η οποία δεν επιτυγχάνεται μόνο με τη μείωση των αμοιβών ή/και την υποτίμηση του νομίσματος της αλλά, επίσης, με καλύτερες μηχανές, με νεωτεριστικές μεθόδους παραγωγής, με χαμηλότερο κόστος ενέργειας κοκ.
Οι επενδύσεις όμως αυτές προϋποθέτουν την εισροή αποταμιεύσεων ή/και δανειακών κεφαλαίων από τις ξένες χώρες – κάτι που όμως δεν είναι εφικτό, αφού η πιστοληπτική της ικανότητα είναι πλέον μηδενική, οπότε κανένας δεν διακινδυνεύει τα χρήματα του. Επομένως, εάν δεν αποκατασταθεί αυτή ακριβώς η πιστοληπτική της ικανότητα, η οποία είναι συνήθως ανέφικτη χωρίς τη διαγραφή δημοσίων και ιδιωτικών χρεών, η χώρα είναι καταδικασμένη να χρεοκοπήσει – οπότε να μηδενισθούν βίαια τα χρέη της.
Από την άλλη πλευρά, όταν ο πλανήτης είναι στο μεγαλύτερο μέρος του υπερχρεωμένος (άρθρο), τότε ισχύει κάτι ανάλογο με αυτό που παρατηρείται σε μία χώρα: δεν δημιουργούνται χρήματα από το πουθενά και παύει να αναπτύσσεται. Χωρίς ανάπτυξη όμως τα χρέη ως προς το ΑΕΠ αυξάνονται γεωμετρικά, οπότε το καπιταλιστικό σύστημα καταρρέει – αφού έχουν πλέον διαβρωθεί τα θεμέλια, επάνω στα οποία στηρίζεται.
Πόσο μάλλον όταν βυθίζεται παράλληλα στον αποπληθωρισμό, ως αποτέλεσμα της ύφεσης ισολογισμών (ανάλυση) – της προσπάθειας δηλαδή όλων των συντελεστών (κράτος, επιχειρήσεις, τράπεζες, νοικοκυριά) να μειώσουν τα χρέη τους όσο πιο γρήγορα μπορούν, εις βάρος της κατανάλωσης και των επενδύσεων.
Ανάπτυξη, πληθωρισμός και κερδοσκοπία
Συνεχίζοντας, αυτό που έχει πολύ μεγάλη σημασία, όσον αφορά τα νέα χρήματα που δημιουργούνται από την παροχή δανείων, καθώς επίσης από την αγορά στοιχείων του ενεργητικού εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, είναι το τι κάνουν οι πελάτες των τραπεζών με τα χρήματα που δανείζονται – όπου διακρίνονται οι εξής τρεις βασικές δυνατότητες τους:
(α) Πραγματική ανάπτυξη: Τα δανεικά χρήματα χρησιμοποιούνται παραγωγικά για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων ή για την καλυτέρευση των συντελεστών παραγωγής (εργασία, πραγματικό κεφάλαιο) – γεγονός που διευρύνει ή/και αυξάνει την παραγωγή. Για παράδειγμα εκείνοι οι επιχειρηματίες, οι οποίοι δανείζονται χρήματα από τις τράπεζες, τα χρησιμοποιούν για να αγοράσουν νέες μηχανές που αυξάνουν την απασχόληση και καλυτερεύουν τις διαδικασίες παραγωγής – έτσι ώστε στο μέλλον να παράγουν περισσότερα ή νέα είδη προϊόντων και υπηρεσιών.
Με τον τρόπο αυτό τα νέα χρήματα που κυκλοφορούν στην οικονομία αυξάνουν τόσο τη συνολική ζήτηση, όσο και τη συνολική προσφορά – οπότε η χώρα αναπτύσσεται, χωρίς να προκαλείται πληθωρισμός. Βέβαια, επειδή δεν είναι όλες οι νέες επενδύσεις επιτυχημένες, η χρηματοδότηση αποτυχημένων επενδυτικών προγραμμάτων οδηγεί σε πληθωρισμό – λόγω του ότι απέναντι στις αυξημένες δαπάνες δεν υπάρχει μία ανάλογα μεγαλύτερη παραγωγή.
Για εκείνο το χρονικό διάστημα όμως που η πλειοψηφία των επενδυτικών προγραμμάτων είναι επιτυχημένη, οι επενδύσεις πραγματικού κεφαλαίου, καθώς επίσης η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, προκαλούν πραγματική ανάπτυξη – η οποία είναι εξαιρετικά σημαντική για μία οικονομία (αύξηση των εσόδων του δημοσίου, των ασφαλιστικών εισφορών κοκ.).
Εν μέρει εξαίρεση αποτελούν τα ενυπόθηκα δάνεια – όπου, όταν χρηματοδοτούνται οι νέες κατασκευές ακινήτων, τότε οδηγούν για κάποιο χρονικό διάστημα στην αύξηση της παραγωγής. Εάν όμως χρησιμοποιούνται για την αγορά ήδη υφισταμένων ακινήτων και γης, όπως συμβαίνει με την πλειοψηφία τους, τότε δεν είναι παραγωγικά – ενώ οδηγούν συνήθως στην αύξηση των τιμών και σε φούσκες (κάτι που παρατηρείται σήμερα στη Γερμανία).
(β) Πλασματική ανάπτυξη ή πληθωρισμός των αγαθών και υπηρεσιών: Τα δανεικά χρήματα χρησιμοποιούνται μη παραγωγικά για τη χρηματοδότηση της αγοράς ήδη υφισταμένων αγαθών και υπηρεσιών – οπότε αυξάνεται η ποσότητα χρήματος, χωρίς όμως να παράγεται κάτι επί πλέον.
Στην περίπτωση αυτή η δημιουργία νέων χρημάτων οδηγεί στον πληθωρισμό (αύξηση των τιμών), επειδή η συνολική ζήτηση της οικονομίας κλιμακώνεται, ενώ η προσφορά παραμένει σταθερή – κάτι που συμβαίνει με τα καταναλωτικά δάνεια, με τα οποία χρηματοδοτείται η επί πλέον μη υγιής ζήτηση και ως εκ τούτου θεωρούνται καταστροφικά.
Τα δάνεια όμως προς τις επιχειρήσεις, καθώς επίσης προς τα κράτη, μπορούν να έχουν αντίστοιχα αποτελέσματα – εάν δεν χρηματοδοτούνται με αυτά επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγή. Στην Ελλάδα και όχι μόνο όλα αυτά ακριβώς συνέβαιναν, μετά την υιοθέτηση του ευρώ – όπου έγινε ευκολότερος και φθηνότερος ο δανεισμός, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκε παραγωγικά.
(γ) Κερδοσκοπική ανάπτυξη ή πληθωρισμός των χρηματαγορών: Τα δανεικά χρήματα χρησιμοποιούνται μη παραγωγικά για την αγορά αξιόγραφων (μετοχές, ομόλογα κλπ.) και ακινήτων – οπότε δημιουργείται πληθωρισμός στις εκάστοτε χρηματαγορές και αγορές ακινήτων, ο οποίος όμως δεν προσμετρείται στις στατιστικές που αφορούν τον πληθωρισμό.
Εν προκειμένω εμφανίζεται με τη μορφή αυξημένων τιμών των μετοχών και των ακινήτων – επειδή η ζήτηση για αυτά ακριβώς τα προϊόντα κλιμακώνεται, χωρίς να αυξάνεται ανάλογα η προσφορά τους. Οι συγκεκριμένες αυξήσεις τιμών όμως έχουν συνήθως κερδοσκοπικό χαρακτήρα – ενώ όταν διαρκούν πολύ, δημιουργούνται φούσκες που κάποια στιγμή σπάζουν νομοτελειακά, προκαλώντας κραχ και χρηματοπιστωτικές κρίσεις (ανάλυση).
Η ποσότητα χρήματος
Στην πραγματική ζωή συμβαίνουν όλα μαζί τα παραπάνω όπου όμως, ανάλογα με την εποχή ή με τη χώρα, κάποιο από τα τρία κυριαρχεί – όπως η κερδοσκοπική ανάπτυξη σήμερα, ακολουθούμενη από την πλασματική, κυρίως στις Η.Π.Α. Εν τούτοις, καμία από τις τρεις αυτές μορφές δεν οφείλεται μόνο στη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά – αν και καμία δεν είναι εφικτή μακροπρόθεσμα, χωρίς την «παραγωγή» νέων χρημάτων.
Επομένως η δημιουργία χρημάτων είναι μεν απαραίτητη, αλλά όχι αρκετή προϋπόθεση για την πραγματική, πλασματική ή κερδοσκοπική ανάπτυξη, για τον πληθωρισμό και για τις φούσκες – ενώ οφείλει να γνωρίζει κανείς πως, για παράδειγμα, μία επιχείρηση διενεργεί επί πλέον παραγωγικές επενδύσεις, επειδή ίσως εικάζει πως οι καταναλωτές θα λάβουν μη παραγωγικά καταναλωτικά δάνεια, αγοράζοντας τα προϊόντα της.
Επίσης για να αγοράσουν επί πιστώσει μετοχές στα χρηματιστήρια, εικάζοντας πως θα χρηματοδοτηθούν με τα χρήματα τους επενδύσεις στην πραγματική οικονομία – οι οποίες θα οδηγήσουν σε μία κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης. Στα πλαίσια αυτά, εάν οι εικασίες διαψευσθούν, τότε η καταστροφή είναι αναπόφευκτη – ακόμη και όταν διαρκεί αρκετά, μέχρι να συμβεί.
Συνεχίζοντας, αυτή καθεαυτού η ποσότητα χρήματος σε μία οικονομία δεν έχει σχέση με την αποτελεσματικότητα της – αφού εκείνο που έχει σημασία είναι ο τρόπος, με τον οποίο χρησιμοποιείται.
Για παράδειγμα, σε μία χώρα αυξάνεται υποθετικά η ποσότητα χρήματος για ένα έτος, μέσω ενός δανείου ύψους 100.000 € που εγκρίνεται σε μία επιχείρηση – η οποία χρησιμοποιεί αυτό το δάνειο παραγωγικά, διενεργώντας επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγή της σε προϊόντα ή υπηρεσίες, για τα οποία υπάρχει περισσότερη ζήτηση, από προσφορά.
Στο ίδιο παράδειγμα, στο τέλος του έτους η συγκεκριμένη επιχείρηση επιστρέφει τα 100.000 €, τα οποία το επόμενο έτος η τράπεζα τα δανείζει σε μία άλλη εταιρεία – η οποία όμως δεν τα χρησιμοποιεί παραγωγικά, αλλά αγοράζει με αυτά μετοχές. Σε αυτή την υποθετική περίπτωση η νέα ποσότητα χρήματος στα δύο διαδοχικά έτη παραμένει μεν η ίδια (100.000 €), οπότε δεν αλλάζει τίποτα στις στατιστικές, αλλά είναι εντελώς διαφορετικά τα αποτελέσματα της – αφού στην πρώτη περίπτωση διενεργήθηκαν περισσότερες επενδύσεις, ενώ στη δεύτερη αυξήθηκε η κερδοσκοπία.
Συμπερασματικά λοιπόν το σημαντικότερο για μία οικονομία δεν είναι τόσο η ποσότητα χρήματος, η οποία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της αλλά όχι αρκετή, όσο η χρήση της – από την οποία και μόνο εξαρτάται η επιτυχία της ή μη.
Επίλογος
Όπως έχει γράψει ο Keynes, «Οι τράπεζες έχουν μία θέση-κλειδί όσον αφορά τη μετάβαση από ένα χαμηλότερο, σε ένα υψηλότερο επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας. Η αγορά επενδύσεων μπορεί να εμποδιστεί από την έλλειψη χρημάτων, αλλά δεν εμποδίζεται ποτέ από την έλλειψη αποταμιεύσεων».
Στα πλαίσια αυτά, το πρόβλημα της Ελλάδας σήμερα δεν είναι ούτε οι χαμηλές καταθέσεις των τραπεζών, ούτε η δύσκολη οικονομική τους κατάσταση – αλλά η έλλειψη νέων αξιόχρεων δανειοληπτών λόγω της πολιτικής των μνημονίων που της επιβλήθηκε, καθώς επίσης η συνεχής αύξηση του αριθμού όλων αυτών που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους, για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Παράλληλα η συνεχής απαξίωση των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων (έχει χαθεί σχεδόν 1 τρις €), η οποία οφείλεται ξανά στα μνημόνια – καθώς επίσης η αδυναμία διεξαγωγής επενδύσεων από το εξωτερικό, αφού κανένας δεν επενδύει τα χρήματα του σε μία υπερχρεωμένη χώρα, βυθισμένη στην ύφεση και στον αποπληθωρισμό που προκαλούν ξανά τα μνημόνια (οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι νέες παραγωγικές επενδύσεις, όπως συμπεραίνεται από τα προηγούμενα). Νομοτελειακά λοιπόν η ποσότητα χρήματος θα συνεχίσει να μειώνεται, χωρίς αυτό να οφείλεται στο ευρώ, οπότε η χώρα θα οδηγείται από το κακό στο χειρότερο.
Ως εκ τούτου, εάν δεν επιλυθεί το πρόβλημα του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, η χώρα δεν θα ξεφύγει ποτέ από την κρίση είτε με ευρώ, είτε με δραχμή – χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως είναι αρκετό, αφού υπάρχουν πολλά άλλα (γραφειοκρατία, μη ανταγωνιστικό φορολογικό πλαίσιο, θεσμικά ελλείμματα κοκ.), τα οποία πρέπει επίσης να διορθωθούν.
Εν τούτοις, όσο το χρέος επιδεινώνεται, κανένας δεν βλέπει κάποια προοπτική για το μέλλον – ενώ όταν δεν υπάρχει προοπτική, δεν μπορεί κανένα από τα υπόλοιπα προβλήματα της χώρας να επιλυθεί, όσο και αν θα το επιθυμούσε κανείς, ακόμη και αν είχε θεϊκές ικανότητες. Η αιτία είναι το ότι, οι άνθρωποι δεν είναι πρόθυμοι να υιοθετήσουν καμία αλλαγή, χωρίς να υπάρχουν προοπτικές για το μέλλον τους – κάτι απόλυτα φυσιολογικό, το οποίο ισχύει για όλα τα κράτη.
analyst.gr