Ευρώ, ο ελέφαντας στο δωμάτιο της Αριστεράς

Ευρώ, ο ελέφαντας στο δωμάτιο της Αριστεράς

  • |

Το ευρώ αποτελεί, μαζί με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, τον ένα από τους δύο καθαυτό υπερεθνικούς πυλώνες του υβριδικού οικοδομήματος που λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ).

Θε­μέ­λιο της ΕΕ πα­ρα­μέ­νει μια σειρά δια­κρα­τι­κών συν­θη­κών με τε­λι­κό στόχο ωστό­σο μια μορφή μιας «ολό­ε­να στε­νό­τε­ρης ένω­σης των ευ­ρω­παϊ­κών λαών», σύμ­φω­να με τις ασα­φείς αλλά φι­λό­δο­ξες δια­τυ­πώ­σεις της ιδρυ­τι­κής συν­θή­κης της Ρώμης (1957). Οι δύο αυτοί θε­σμοί παί­ζουν κε­ντρι­κό ρόλο στις δύο απο­φα­στι­σι­κές λει­τουρ­γί­ες της «ευ­ρω­παϊ­κής ενο­ποί­η­σης»: την κα­το­χύ­ρω­ση της «ενιαί­ας αγο­ράς» ως χώρος «ελεύ­θε­ρου αντα­γω­νι­σμού» σύμ­φω­να με την αρχή των «τεσ­σά­ρων ελευ­θε­ριών» (ελεύ­θε­ρης κυ­κλο­φο­ρί­ας κε­φα­λαί­ων, προ­σώ­πων, υπη­ρε­σιών και προ­ϊ­ό­ντων) και την προ­τε­ραιό­τη­τα της ευ­ρω­παϊ­κής νο­μο­θε­σί­ας ένα­ντι την εθνι­κής, ει­δι­κό­τε­ρα σε ζη­τή­μα­τα που άπτο­νται των απο­κλει­στι­κών αρ­μο­διο­τή­των της ΕΕ – καρ­διά των οποί­ων είναι ακρι­βώς τα ζη­τή­μα­τα του αντα­γω­νι­σμού και της νο­μι­σμα­τι­κής πο­λι­τι­κής.

Στάθης Κουβελάκης

Η θε­σμι­κή υπό­στα­ση του ευρώ, το ευ­ρω­σύ­στη­μα με επί­κε­ντρο την ΕΚΤ της Φραν­κφούρ­της, υλο­ποιεί ένα από τα αγα­πη­μέ­να δόγ­μα­τα του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, την ανά­θε­ση βα­σι­κών όψεων της κρα­τι­κής κυ­ριαρ­χί­ας σε «ανε­ξάρ­τη­τες αρχές», επί του προ­κει­μέ­νου, σε ανε­ξάρ­τη­τες κε­ντρι­κές τρά­πε­ζες, τόσο σε εθνι­κό όσο και σε υπε­ρε­θνι­κό επί­πε­δο. Η «ανε­ξαρ­τη­σία» αυτή  ση­μαί­νει απλά ότι ο εν λόγω θε­σμός δεν λο­γο­δο­τεί σε κά­νε­να και θω­ρα­κί­ζε­ται έτσι ένα­ντι όποιας λαϊ­κής πί­ε­σης. Αντί­θε­τα, με μόνη ρητή απο­στο­λή την δια­τή­ρη­ση του πλη­θω­ρι­σμού στο 2%, η ΕΚΤ δια­πλέ­κε­ται στενά με τις απαι­τή­σεις της χρη­μα­τι­στι­κού κε­φα­λαί­ου. Δεν είναι τυ­χαίο εξ’άλ­λου αν η έδρα της βρί­σκε­ται σε ένα από τα κύρια ευ­ρω­παϊ­κά του κέ­ντρα.

Το ευρώ ως συ­μπύ­κνω­ση των κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων

Το ευρώ απο­τε­λεί κε­ντρι­κής ση­μα­σία ερ­γα­λείο για τις κα­πι­τα­λι­στι­κές τά­ξεις της Ευ­ρώ­πης σε τρία επί­πε­δα – που αντι­στοι­χούν στους βα­σι­κούς νό­μους κί­νη­σης του ισχύ­ο­ντος τρό­που πα­ρα­γω­γής:

1. ως μέσο εκ­πει­θάρ­χη­σης της ερ­γα­σί­ας καθώς με­τα­θέ­τει εξ’ο­λο­κλή­ρου το βάρος του εν­δο­κε­φα­λαια­κού αντα­γω­νι­σμού στο ερ­γα­τι­κό κό­στος (δλδ στους μι­σθούς, άμε­σους και έμ­με­σους) κα­θι­στώ­ντας αδύ­να­τη κάθε νο­μι­σμα­τι­κή υπο­τί­μη­ση σε εθνι­κό επί­πε­δο.

2. ως μέσο ανα­διά­τα­ξης των όρων του αντα­γω­νι­σμού με­τα­ξύ των εθνι­κών κε­φα­λαί­ων προς όφε­λος των χωρών με χα­μη­λό πλη­θω­ρι­σμό (και αντί­στοι­χη συ­γκρά­τη­ση του ερ­γα­τι­κού κό­στους), που συσ­σω­ρεύ­ουν πλε­ο­νά­σμα­τα στα ισο­ζύ­για εμπο­ρι­κών ανταλ­λα­γών και πλη­ρω­μών, και σε βάρος των χωρών με υψη­λό­τε­ρο πλη­θω­ρι­σμό, που υπο­λεί­πο­νται σε αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα και τεί­νουν να συσ­σω­ρεύ­ουν ελ­λεί­μα­τα.

3. ως «πα­γκό­σμιο χρήμα», δλδ ως νό­μι­σμα ικα­νού να αντα­γω­νι­στεί το δο­λά­ριο ως μέσο πλη­ρω­μής και απο­τα­μί­ευ­σης σε διε­θνές επί­πε­δο και να διευ­κο­λύ­νει την επέ­κτα­ση των ευ­ρω­παϊ­κών κε­φα­λαί­ων ανά τον κόσμο.

Η τε­λευ­ταία λει­τουρ­γία προ­ϋ­πο­θέ­τει ότι το ευρώ είναι αξιό­πι­στο στη διε­θνή σκα­κιέ­ρα ως «ισχυ­ρό νό­μι­σμα», ενώ δεν απο­τε­λεί νό­μι­σμα μιας κρα­τι­κής οντό­τη­τας, σε αντί­θε­ση με όλα τα ιστο­ρι­κά προη­γού­με­να (αγ­γλι­κή λίρα, δο­λά­ριο ΗΠΑ). Αυτή η έλ­λει­ψη το κα­θι­στά δο­μι­κά ευά­λω­το: παρά την διεύ­ρυ­νη­ση της πα­ρέμ­βα­σής μετά από τις κρί­σεις της τε­λευ­ταί­ας δε­κα­ε­τί­ας, η ΕΚΤ απέ­χει πολύ από το να δια­θέ­τει το οπλο­στά­σιο της αμε­ρι­κά­νι­κης Fed και την στή­ρι­ξη ενός κρά­τους με τις αντί­στοι­χες δυ­να­τό­τη­τες δα­νει­σμού και με­τα­φο­ράς πόρων στο εσω­τε­ρι­κό του.

Γι αυ­τούς τους λό­γους, η αξιο­πι­στία του ευρώ εδρά­ζε­ται  απο­φα­σι­στι­κά στην αυ­στη­ρή νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη ορ­θο­δο­ξία της συ­νο­λι­κής του αρ­χι­τε­κτο­νι­κής: «ανε­ξάρ­τη­τη» ΕΚΤ με αντι­πλη­θω­ρι­στι­κή απο­στο­λή, σφι­χτή δη­μο­σιο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή όπως την ορί­ζουν τα γνω­στά «κρι­τή­ρια του Μά­α­στρι­χτ» και το όλο πλέγ­μα ολό­ε­να αυ­ξη­μέ­νης επι­τή­ρη­σης που έχουν προ­σθέ­σει οι δια­δο­χι­κές συν­θή­κες (Six Pack, Two Pack, Δη­μο­σιο­μι­κό σύμ­φω­νο, Σύμ­φω­νο Στα­θε­ρό­τη­τας).>>

Για τις ευ­ρω­παϊ­κές κα­πι­τα­λι­στι­κές τά­ξεις, το ευρώ απο­τε­λεί αναμ­φι­σβή­τη­τα συλ­λο­γι­κή επι­τυ­χία ως προς την πρώτη και την τρίτη λει­τουρ­γία. Η δεύ­τε­ρη όμως απε­τέ­λε­σε και απο­τε­λεί πηγή αντι­φά­σε­ων και κρα­δα­σμών καθώς διευ­ρύ­νει προ­ϋ­πάρ­χου­σες απο­κλί­σεις στο εσω­τε­ρι­κό της ευ­ρω­ζώ­νης, και δη­μιουρ­γεί νέες.

Με­γά­λος κερ­δι­σμέ­νος το γερ­μα­νι­κό κε­φά­λαιο, που κα­τά­φε­ρε να κα­θη­λώ­σει το ερ­γα­τι­κό κό­στος σε βάθος χρό­νου και να συ­γκρα­τή­σει τον πλη­θω­ρι­σμό, κερ­δί­ζο­ντας σε αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα και τούτο χωρίς να βα­σί­ζε­ται σε υπε­ρο­χή με όρους αύ­ξη­σης της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας ή των επεν­δύ­σε­ων. Η γερ­μα­νι­κή ηγε­μο­νία εντός ΕΕ εκ­φρά­ζε­ται με τα τε­ρά­στια πλε­ο­νά­σμα­τα, την διείσ­δυ­ση του γερ­μα­νι­κού κε­φα­λαί­ου στην κε­ντρι­κή Ευ­ρώ­πη (που απο­τε­λεί πλέον προ­έ­κτα­ση της γερ­μα­νι­κής πα­ρα­γω­γι­κής μη­χα­νής), την εξα­γω­γι­κή δυ­να­τό­τη­τα της οι­κο­νο­μί­ας και την ταυ­τό­χρο­νη δια­τή­ρη­ση μιας ισχυ­ρής βιο­μη­χα­νι­κής υπο­δο­μής.

Αντί­θε­τα χα­μέ­νοι του ευρώ είναι, με ση­μα­ντι­κές δια­βαθ­μί­σεις, οι υπό­λοι­πες με­γά­λες οι­κο­νο­μί­ες (Γαλ­λία και Ιτα­λία), και, προ­πά­ντων οι «πε­ρι­φέ­ρειες» της Νό­τιας Ευ­ρώ­πης, με βα­ρύ­τε­ρα λα­βω­μέ­νη την Ελ­λά­δα, και ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο της Ανα­το­λι­κής, που απο­τε­λούν κυ­ρί­ως πηγές εξα­γω­γής φθη­νής ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης προς το ευ­ρω­παϊ­κό κέ­ντρο.

Η στιγ­μή της αλή­θειας για το ευρώ… και την Αρι­στε­ρά

Η «με­γά­λη κρίση» του 2010-2015 έθεσε σε δο­κι­μα­σία τα θε­μέ­λια του ευρώ, με αιχμή την ελ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση. Ταυ­τό­χρο­να ανέ­δει­ξε την κε­ντρι­κή πο­λι­τι­κή του λει­τουρ­γία ενός θε­σμού που ως τότε δρού­σε δια­κρι­τι­κά, υπό την κά­λυ­ψη του λα­βυ­ριν­θώ­δους ευ­ρω­παϊ­κού οι­κο­δο­μή­μα­τος. Ακο­λου­θώ­ντας την ρήση του Καρλ Σμιτ ότι «κυ­ρί­αρ­χος είναι αυτός που απο­φα­σί­ζει στην/επί της κα­τά­στα­ση(ς) έκτα­κτης ανά­γκης», ο τότε επι­κε­φα­λής της ΕΚΤ Μάριο Ντρά­γκι ανα­δεί­χθη­κε διπλά κυ­ρί­αρ­χος: αφε­νός όταν, τον Φε­βρουά­ριο του 2015, απο­φά­σι­σε να υπο­βάλ­λει στο μαρ­τύ­ριο της στα­γό­νας το ήδη υπό κα­τάρ­ρευ­ση ελ­λη­νι­κό τρα­πε­ζι­κό σύ­στη­μα, αφε­τέ­ρου, όταν, τον Ιού­λιο της ίδιας χρο­νιάς, προ­έ­βη στην γνω­στή δή­λω­ση ότι «η ΕΚΤ θα κάνει ότι χρεια­στεί (whatever it takes) για να δια­τη­ρή­σει το ευρώ». Με όρους Που­λαν­τζά, η ΕΚΤ απέ­δει­ξε, δια προ­σώ­που Ντρά­γκι, ότι σε συν­θή­κες οξυ­μέ­νης κρί­σης μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει ως το «πο­λι­τι­κό κόμμα» των ευ­ρω­παϊ­κών κυ­ρί­αρ­χων τά­ξε­ων, στις οποί­ες συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται βε­βαί­ως και η ελ­λη­νι­κή.

Η ιστο­ρι­κή νίκη που πέ­τυ­χε τότε η ΕΚΤ, και γε­νι­κό­τε­ρα η ΕΕ, οφεί­λε­ται ως γνω­στόν στην εκ­κω­φα­ντι­κή απου­σία ενός στρα­τη­γι­κού σχέ­διου αντι­με­τώ­πι­σης αυτής της (απο­λύ­τως προ­βλέ­ψι­μης) επι­θε­τι­κής κί­νη­σης από την πλευ­ρά της ηγε­σί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Ενός σχε­δί­ου που όπως διαρ­κώς (όσο και μα­ταί­ως) ζη­τού­σε μια υπο­λο­γί­σι­μη μειο­ψη­φία του κόμ­μα­τος έπρε­πε να είχε συ­ζη­τη­θεί ανοι­χτά ενώ­πιον του κόμ­μα­τος και της κοι­νω­νί­ας έτσι ώστε να μπο­ρεί να υπο­λο­γί­ζει στην λαϊκή απο­δο­χή και αυ­τε­νέρ­γεια. Ενός σχε­δί­ου που δεν μπο­ρού­σε να μην συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει το σε­νά­ριο απο­χώ­ρη­σης από την ευ­ρω­ζώ­νη, σε συν­δυα­σμό με άλλα έκτα­κτα μέτρα – αρ­χί­ζο­ντας από την δια­κο­πή απο­πλη­ρω­μής του χρέ­ους και την άμεση εφαρ­μο­γή ορι­σμέ­νων εμ­βλη­μα­τι­κών μέ­τρων από όσα προ­έ­βλε­πε το πρό­γραμ­μα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Ενα σχέ­διο που, με δυό λόγια, θα όριζε ένα εναλ­λα­κτι­κό «ότι χρειά­ζε­ται»/ whatever it takes απέ­ντα­ντι στην επί­θε­ση του αντί­πα­λου.

Αντί αυτού, στο όνομα ενός ανεύ­ρε­του «έντι­μου συμ­βι­βα­σμού», εί­χα­με την επαί­σχυ­ντη συμ­φω­νία της 20ης Φε­βρουα­ρί­ου (με υπο­γρα­φή Γιάνη Βα­ρου­φά­κη) που έδενε χει­ρο­πό­δα­ρα την τότε κυ­βέρ­νη­ση, την κα­τά­σχε­ση των απο­θε­μα­τι­κών των δη­μό­σιων ορ­γα­νι­σμών για την απο­πλη­ρω­μή των δό­σε­ων στο ΔΝΤ και, τέλος, την πλήρη πα­ρά­δο­ση του Ιου­λί­ου, μια βδο­μά­δα ακρι­βώς μετά από ένα δη­μο­ψή­φι­σμα που συ­γκλό­νι­σε την Ευ­ρώ­πη – και πιο πέρα.

Η συ­νέ­χεια είναι γνω­στή, και οι συ­νέ­πειές της εκτεί­νο­νται πολύ πέραν της Ελ­λά­δας.

Η κα­θί­ζη­ση των δυ­νά­με­ων της ευ­ρω­παϊ­κής αρι­στε­ράς που ανα­δεί­χτη­καν σε εκεί­νη την συ­γκυ­ρία ως φο­ρείς εφι­κτής ανα­τρο­πής του νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου «σι­δε­ρέ­νιου κλου­βιού» (Πο­δέ­μος, Κόρ­μπυν) οφεί­λε­ται σε κα­θο­ρι­στι­κό βαθμό στην αδυ­να­μία, ή μάλ­λον την άρ­νη­σή τους, να δια­μορ­φώ­σουν μια δυ­να­τό­τη­τα ρήξης από τα αρι­στε­ρά με την ΕΕ, και η συ­να­κό­λου­θη εκ­χώ­ρη­ση του αντι-ΕΕ λόγου σε αντι­δρα­στι­κές δυ­νά­μεις.

Η τραυ­μα­τι­κή ελ­λη­νι­κή εμπει­ρία απο­τε­λεί σή­με­ρα αντι­κεί­με­νο συ­νο­λι­κής απώ­θη­σης για μια ευ­ρω­παϊ­κή αρι­στε­ρά που με ελά­χι­στες εξαι­ρέ­σεις εμ­μέ­νει τους σε μια προ­σέγ­γι­ση που δο­κι­μά­στη­κε και κα­τέρ­ρευ­σε, τον «αρι­στε­ρό ευ­ρω­παϊ­σμό», την πίστη στην δυ­να­τό­τη­τα εφαρ­μο­γής εναλ­λα­κτι­κών πο­λι­τι­κών (ακόμη και στην ήπια εκ­δο­χή του «προ­γράμ­μα­τος της Θεσ­σα­λο­νί­κης» του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ) εντός του υπάρ­χο­ντος πλαι­σί­ου ή/και με­ταρ­ρύθ­μι­σής του επί το προ­ο­δευ­τι­κό­τε­ρον, όταν ως δια μα­γεί­ας, θα ανα­τρα­πούν ταυ­τό­χρο­να οι συ­σχε­τι­σμοί σε ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο.

Οι βα­θύ­τε­ροι λόγοι αυτής εμ­μο­νής χρειά­ζο­νται βε­βαί­ως πε­ραι­τέ­ρω διε­ρεύ­νη­ση, πόσω μάλ­λον όταν απο­δει­κνύ­ο­νται τόσο γε­νι­κευ­μέ­νοι και αν­θε­κτι­κοί. Αυτό που είναι σαφές είναι όσο κυ­ριαρ­χούν, η υπα­γω­γή της Αρι­στε­ράς στο συλ­λο­γι­κό στρα­τη­γι­κό σχέ­διο των ευ­ρω­παϊ­κών κυ­ρί­αρ­χων τά­ξε­ων θα συ­νε­χί­ζε­ται, με ασφα­λή κα­τά­λη­ξη την ήδη δια­φαι­νό­με­νη ορι­στι­κή της πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση.

/rproject.gr