Το 1996 βρέθηκα στην Ακτή Ελεφαντοστού, στα σύνορα με τη Λιβερία, σε μια κωμόπολη που είχε μετατραπεί μες σε λίγους μήνες σε μεγάλη προσφυγούπολη. Δούλευα για μέσο της Θεσσαλονίκης, που είχε συγκεντρώσει χρήματα για να αποφευχθεί εκεί η επιδημία χολέρας.
Η ευαισθητοποίηση των Θεσσαλονικέων είχε προέλθει από εικόνες που είχαν δείξει τότε τα κανάλια, με ένα καράβι γεμάτο πρόσφυγες πολέμου, γύρω στις 4.000 άνθρωποι, από τη Λιβερία, που δεν το δέχονταν κανείς. Πεθαίναν στο καράβι κι οι σοροί τους ρίχνονταν στη θάλασσα, οι αρρώστειες καραδοκούσαν, η διεθνής κοινότης «συνταράσσονταν» αλλά κανείς δε φαινόταν να δρα, να επεμβαίνει, να νοιάζεται επί του πρακτέου. Κι ήταν κι οι άλλες ειδήσεις από κει, οι «συνηθισμένες από την Αφρική»: σφαγές, έμπολα, χολέρα…

Της Λαμπρινής Θωμά*

Ήταν χάρη στον – σήμερα αρθρογράφο και του ΤΡΡ- φοιτητή τότε και εθελοντή των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Θεσσαλονίκη, Ηλία Παυλόπουλο, που είχαμε μάθει πως με τρία εκατομμύρια δραχμές θα ανοίγονταν αρκετά πηγάδια, θα έφτανε σε όλους το νερό, εκεί, στα προσφυγικά στρατόπεδα ενός άλλου κόσμου, ώστε να μην ξεσπάσει η χολέρα εκείνη τη χρονιά.

Καθισμένη στο γραφείο μου, όσο υποδεχόμασταν την βοήθεια, μιλούσα με τους ανθρώπους που έφερναν εκατό δραχμές, διακόσιες, πεντακόσιες, κάποιοι ρωτώντας «πόσα εμβόλια αντιστοιχούν» στο υστέρημά τους, που το κατέθεταν αγόγγυστα, κάποτε βουρκωμένοι. Εμβόλια. Παρά τις εκπομπές, παρά τις εξηγήσεις, παρά τις αναλύσεις, ήταν μια λέξη που την άκουσα συχνά, γιατί στο νου τους όλα αυτά δένονταν με εκστρατείες της Γιούνισεφ της εποχής… Δεν έχει σημασία. Σημασία είχε η καρδιά, στο σωστό μέρος, όπως και η συχνή, στους μεγαλύτερους, μνήμη του πολέμου, της προσφυγιάς, του θανάτου, της φρίκης, από γονείς που ήταν ακόμη εδώ. Προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη.

Πήγα στα σύνορα Ακτής Ελεφαντοστού – Λιβερίας, μαζί με έναν νεαρό κάμεραμαν, να καταγράψω αυτό που γίνονταν εκεί, τα πηγάδια που θα νικούσαν τη χολέρα. Μείναμε στο Ταμπού, φιλοξενούμενοι των ΓΧΣ. Χωρίς κάμερα – κατασχέθηκε από τις αρχές, δεν είχαμε δικαίωμα να γυρίσουμε τίποτε- μπήκαμε στα στρατόπεδα των προσφύγων, είδαμε τα ανήλικα παιδιά στρατιώτες – δολοφόνους να παριστάνουν τον Ράμπο, ταινία που έβλεπαν ξανά και ξανά στο αυτοσχέδιο υπαίθριο σινεμά τους, ακούσαμε τον τρόμο στις φωνές των ανθρώπων, καταγράψαμε ιστορίες βιασμών, δολοφονιών, ιστορίες παιδιών που τα έκαναν στρατιώτες τους οι ίδιες φράξιες που είχαν δολοφονήσει μπροστά στα μάτια τους τους γονείς τους, ιστορίες βιασμένων γυναικών που μισούσαν τον εκ βιασμού καρπό της κοιλίας τους…

Η μητέρα του Αδόλφου Μονέ. Δε θυμάμαι το όνομά της. Δε θυμάμαι ποιά φράξια, όλες με τρία γράμματα, ήταν εκείνη που ευθύνονταν για τον μαζικό βιασμό της. Θυμάμαι μόνο το όνομα του 14 μηνών Αδόλφου, που δεν τον ήθελε, τον μισούσε, όμως τον είχε και ανάγκη για να επιβιώσει, γιατί σήμαινε καλύτερη στέγαση και καλύτερο φαγητό για την ίδια η ύπαρξή του. Ο Αδόλφος πέθανε λίγο καιρό μετά, από AIDS, είχε γεννηθεί με AIDS, είχαν κολλήσει τη μητέρα του AIDS οι βιαστές της. Κι η δυτική μου αμαρτία, που θα την εξομολογούμαι πάντα: όταν μου δώσαν να αγκαλιάσω τον Αδόλφο, λέγοντάς μου εκείνη την ώρα πως έχει τον ιό, έκανα αυθόρμητα ένα βήμα πίσω. Ο φόβος μιας αλήθειας που δεν αντέχεις, που χρειάζεται να μπει ο νους μπροστά για να τη δεχθείς, μες στον «πολιτισμό» σου να αγκαλιάσεις το παιδί που γεννήθηκε από μίσος… Ο πόλεμος.

Είδαμε τον πόλεμο, χωρίς να ακούσουμε μια σφαίρα. Στην πρωτεύουσα της Λιβερίας, Μονρόβια, δεν μπορούσες να φτάσεις, όλες οι οργανώσεις είχαν εγκαταλείψει, επισήμως κι οι ΓΧΣ – ανεπισήμως, πλην ενός υπέροχου τρελλού, ενός έλληνα ΓΧΣ που αρνούνταν να εγκαταλείψει τους ασθενείς του. Ομως, μπροστά στο κακό, το ολοζώντανο, με σάρκα και οστά, κακό, που έβλεπες μπροστά σου, δεν πολυχρειαζόταν κιόλας. Οι φωτογραφίες από τη Μονρόβια σε έκαναν να αποτρέπεις το πρόσωπό σου. Οι ιστορίες των ανθρώπων, των παιδιών, τα μάτια που δεν ησύχαζαν ούτε θα ησύχαζαν ποτέ, σε στοιχειώνουν όμως με άλλο τρόπο.

Αντίστοιχες εικόνες, πιο «ήμερες» είναι αλήθεια, ζήσαμε όσοι καλύψαμε και τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Τις σφαίρες των ελεύθερων σκοπευτών στις ουρές των αμάχων που περίμεναν για ψωμί, τους ομαδικούς τάφους, τους απλούς ξύλινους σταυρούς πάνω στους οποίους ρίχνονταν οι μανάδες, μη ξέροντας πάρα μόνο πως το δικό τους παιδί είναι κάπου εκεί μέσα, πως το 20χρονο αγόρι τους δεν θα το βρουν για να το θάψουν και να το κλάψουν, δεν θα το αποχαιρετήσουν, δε θα το φιλήσουν χτενισμένο, πλυμένο… το μόνο δικό του που τους έχει απομείνει είναι το όνομα πάνω στο σταυρό.

Στη Γεωργία του εμφυλίου τα όπλα τα άκουγες όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας, το τρίξιμο στα τζάμια, τις ξαφνικές λάμψεις που μοιάζαν να είναι δίπλα σου, εσύ ξάγρυπνη κι αυτοί που σε φιλοξενούσαν σε ανήσυχο ύπνο… Νυχτερινές κουβέντες, να νοιώσεις πως υπάρχει ακόμη ελπίδα αφού υπάρχει άνθρωπος δίπλα σου να σου κρατήσει το χέρι, να μιλήσεις.

Οι εικόνες που επαναλαμβάνονται. Οι άθαφτοι νεκροί. Μια εικόνα του πολέμου. Των πολέμων. Οι άνθρωποι με τη φρίκη αποτυπωμένη στα πρόσωπα, οι μανάδες που σκεπάζουν με το νεκρό κορμί τους τα παιδιά τους, οι νεκροί κάτω από τα συντρίμμια που μένουν μέρες… και ο θάνατος ξανάρχεται με τη μορφή επιδημίας. Το ψωμί, τα τρόφιμα, η πείνα, η δίψα. Ο πόλεμος και η πείνα. Λιγότερο ή περισσότερο, η πείνα είναι πάντα παρούσα, κι η δευτερεύουσα εγκληματικότητα, αυτή που γεννά η πείνα, θεριεύει και αποκτηνώνει. Η ομορφιά και η ασχήμια του ανθρώπου στην ακρότητά της, αυτό που φέρνει στην επιφάνεια ο πόλεμος.

Δημοσιογραφικά, δεν συνηθίζω να μιλώ επί του προσωπικού. Υπάρχουν ώρες όμως που οφείλεις να μιλήσεις για όσα κουβαλάς και δεν κατανοεί όποιος φωνάζει «ρίχτε τους, φάτε τους» σιγοντάροντας τη μια ή την άλλη πλευρά από τον καναπέ του, και βλέποντας τον πόλεμο σαν ηλεκτρονικό παιγνίδι.

Ο πόλεμος δεν είναι τηλεόραση, φωτογραφία ή λέξεις. Είναι πραγματικότητα, φρικτή και απάνθρωπη, και μνήμη από αυτές που δεν ξεπερνάς ποτέ. Από αυτές που σε ακολουθούν πάντα, από αυτές που σε κάνουν να κάνεις πίσω μόνο με το άκουσμα αυτής της λέξης. Κι αυτό στη δική μας περίπτωση, των «τρίτων». Για τους ανθρώπους που το ζουν και τουλάχιστον μία γενιά ακόμη, είναι πληγή μόνιμη και αποφασιστική. Είτε είναι στο Ντονμπάς, είτε στο Κίεβο.

Ο μακρινός πόλεμος είναι στην καλύτερη περίπτωση αφορμή για φιλανθρωπία, στη χειρότερη κάτι αδιάφορο που το περνάμε στα ψιλά. Ο πόλεμος που μας παρασύρει είναι αυτός «κοντά» μας, ή αυτός στον οποίο για λόγους ανθρωπιστικούς ορισμένες φορές, αλλά συχνότερα εθνικιστικούς, πολιτικούς, ή προπαγάνδας, είμαστε με τη μία ή με την άλλη πλευρά.

Αλλά ο πόλεμος είναι ο ίδιος ανεξάρτητα σε ποια «κατηγορία» ανήκει. Κι είναι εδώ.

Δεν απαλλάσσομαστε από τον πόλεμο γιατί εκπολιτιστήκαμε – όπως δεν απαλλαχθήκαμε στο κοινωνικό επίπεδο από τα συμφέροντα, τις δολοφονίες, την κακοποίηση, τα λιντσαρίσματα… Όσο ο πλούτος της Γης και τα αποτελέσματα της εργασίας δεν μοιράζονται ισότιμα, ο πόλεμος θα συνεχίσει να ορίζει το διαμοιρασμό τους, με ή χωρίς σύνορα, με ή χωρίς «παρανοϊκούς» να «πατάνε το κουμπί». Και όσο ο υβριδικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα κορυφώνεται, θα γεννιούνται περιφερειακοί πόλεμοι. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι ένα πρώτο κεφάλαιο, η επίσημη έναρξη του νέου Ψυχρού Πολέμου. Τα όπλα πολλαπλασιάζονται κι αυξάνονται, δίπλα μας, εδώ. Η κλιματική αλλαγή, οι παραγωγικοί ανταγωνισμοί, οι επακόλουθοι αγώνες για επικράτηση και πρόσβαση στο νερό και σε πρώτες ύλες είναι δίπλα μας, ένα βήμα μπροστά..  Ο πόλεμος, με όλη του τη φρίκη, επίκαιρος.

Σε αυτή τη σκοτεινή στιγμή βρισκόμαστε ήδη, θέλοντας ή μη.

 

*Η Λαμπρινή Θωμά έχει καλύψει τον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας, τον εμφύλιο της Γεωργίας, την κρίση του Ναγκόρνο Καραμπάχ και τον εμφύλιο της Λιβερίας. H φωτογραφία είναι δική της, από τον γιουγκοσλαυικό εμφύλιο.

thepressproject.gr