Οι Βαλκανικοί πόλεμοι

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι

  • |

Η αρχή μιας αλληλουχίας πολέμων (από το 1912 ως το 1922)

Φέτος κλεί­νουν 110 χρό­νια από τους  Βαλ­κα­νι­κούς πό­λε­μους. Ήταν η αρχή μιας αλ­λη­λου­χί­ας πο­λέ­μων, σφα­γών και κα­τα­στρο­φής που κρά­τη­σε από το 1912 μέχρι το 1922. Για την επί­ση­μη ιστο­ριο­γρα­φία  οι Βαλ­κα­νι­κοί πό­λε­μοι ήταν ένα έπος ηρώων, που απε­λευ­θέ­ρω­σε εκα­τομ­μύ­ρια χρι­στια­νών αδελ­φών από την Οθω­μα­νι­κή κα­το­χή.  Στο πα­ρα­κά­τω κεί­με­νο θα προ­σπα­θή­σου­με να ανα­πτύ­ξου­με με­ρι­κά ζη­τή­μα­τα που απορ­ρί­πτουν αυτό τον  ισχυ­ρι­σμό σαν αστή­ρι­κτο.

Παναγιώτης Λίλλης

Ο ιμπε­ρια­λι­σμός τότε

Οι Βαλ­κα­νι­κοί πό­λε­μοι άρ­χι­σαν τον Οκτώ­βρη του 1912 και τέ­λειω­σαν τον Ιού­λιο του 1913. Δεν ήταν όμως ένα ανε­ξάρ­τη­το και ξε­χω­ρι­στό γε­γο­νός. Συ­νέ­βη­σαν σε μια εποχή που ο διε­θνής ιμπε­ρια­λι­σμός είχε φτά­σει σε μια κρί­σι­μη καμπή. Ο κό­σμος ήταν ήδη μοι­ρα­σμέ­νος, από δε­κα­ε­τί­ες, με­τα­ξύ των με­γά­λων δυ­νά­με­ων. Η Βρε­τα­νία και η Γαλ­λία κα­τεί­χαν το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος του πλα­νή­τη σαν αποι­κί­ες. Η Γερ­μα­νία και οι ΗΠΑ, οι νέες και ανερ­χό­με­νες βιο­μη­χα­νι­κές δυ­νά­μεις δεν έβρι­σκαν  διέ­ξο­δο για την επέ­κτα­σή τους. Δεν υπήρ­χαν πια «κενοί χώροι» από λευ­κούς αποι­κιο­κρά­τες και κα­τα­κτη­τές για να κερ­δί­σουν. Όπως ήταν φυ­σι­κό, η  άνιση ανά­πτυ­ξη με­τα­ξύ των ιμπε­ρια­λι­στι­κών δυ­νά­με­ων προ­κα­λού­σε απο­στα­θε­ρο­ποί­η­ση του διε­θνούς συ­στή­μα­τος ισορ­ρο­πιών και ανα­θε­ώ­ρη­ση όλων των πα­λιών συν­θη­κών. Ου­σια­στι­κά το αί­τη­μα ήταν το ξα­να­μοί­ρα­σμα του κό­σμου.

Υπήρ­χε όμως και κάτι ακόμη και πιο θε­με­λια­κό. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο ιμπε­ρια­λι­σμός είχε γίνει πολύ πιο ισχυ­ρός και επι­θε­τι­κός. Η βάση του δεν ήταν πιά το προ­μο­νο­πω­λια­κό εμπο­ρι­κό και βιο­μη­χα­νι­κό κε­φά­λαιο, αλλά τα μο­νο­πώ­λια και μά­λι­στα με τη νέα μορφή του χρη­μα­τι­στι­κού και τρα­πε­ζι­κού κε­φα­λαί­ου. Ήταν η νέα οι­κο­νο­μι­κή ολι­γαρ­χία που επι­ζη­τού­σε ασυ­γκρά­τη­τα την επέ­κτα­ση στην πα­γκό­σμια αγορά για πρώ­τες ύλες και επεν­δύ­σεις.

Πο­λι­τι­κή έκ­φρα­ση αυτών των αντα­γω­νι­σμών ήταν η συ­γκρό­τη­ση δύο αντί­πα­λων ιμπε­ρια­λι­στι­κών συ­να­σπι­σμών στην Ευ­ρώ­πη: από τη μια η Τρι­πλή Συ­νεν­νό­η­ση (Βρε­τα­νία, Γαλ­λία και τσα­ρι­κή Ρωσία) και από την άλλη η Τρι­πλή Συμ­μα­χία (Γερ­μα­νία, Αυ­στρο­ουγ­γα­ρία, Ιτα­λία). Ο Πρώ­τος Πα­γκό­σμιος Πό­λε­μος ήταν πολύ κοντά και οι Βαλ­κα­νι­κοί πό­λε­μοι απο­τέ­λε­σαν την απα­ραί­τη­τη ει­σα­γω­γή του.

Η Οθω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία

Η Οθω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία ήταν ένα  στρα­τιω­τι­κό-θρη­σκευ­τι­κό κρά­τος  που είχε βάση τη φε­ου­δαρ­χι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση της αγρο­τιάς και μά­λι­στα την εποχή του μο­νο­πω­λια­κού κα­πι­τα­λι­σμού. Ήταν ένα μο­να­δι­κό και ιδιό­μορ­φο φαι­νό­με­νο. Όμως η ανα­πό­φευ­κτη απο­σύν­θε­σή της  ήταν ένα αδιαμ­φι­σβή­τη­το δε­δο­μέ­νο στους υπο­λο­γι­σμούς και τα σχέ­δια των με­γά­λων δυ­νά­με­ων. Το ερώ­τη­μα δεν ήταν ο δια­με­λι­σμός και η διά­λυ­σή της αλλά ο τρό­πος και τα με­ρί­δια που θα άρ­πα­ζε η  κάθε πλευ­ρά. Ου­σια­στι­κά η αυ­το­κρα­το­ρία επι­βί­ω­νε στο «ση­μείο ισορ­ρο­πί­ας» με­τα­ξύ των αντι­μα­χό­με­νων ιμπε­ρια­λι­στι­κών επι­διώ­ξε­ων.

Το 1908, οι Νε­ό­τουρ­κοι, τα πιο ενερ­γά και δυ­να­μι­κά στοι­χεία του στρα­τού επα­να­στά­τη­σαν ενά­ντια στον σουλ­τά­νο. Πίσω τους στοι­χή­θη­καν η μικρή μου­σουλ­μα­νι­κή αστι­κή τάξη, κάθε οθω­μα­νι­κή με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή κί­νη­ση, οι εθνι­κές και θρη­σκευ­τι­κές μειο­νό­τη­τες και οι λαϊ­κές τά­ξεις.

Για τους σο­σια­λι­στές της επο­χής ήταν μια αστι­κή δη­μο­κρα­τι­κή επα­νά­στα­ση που υπο­στή­ρι­ξαν αμέ­σως. Δεν  διέ­φυ­γε όμως  της προ­σο­χής τους ότι  η ηγε­σία της επα­νά­στα­σης ήταν στρα­τιω­τι­κή και  εθνι­κι­στι­κή. Για το ευ­ρω­παϊ­κό κα­τε­στη­μέ­νο των εστεμ­μέ­νων βα­σι­λιά­δων, στρα­το­κρα­τών και δι­πλω­μα­τών δεν ήταν μια καλή εξέ­λι­ξη. Ακόμη δεν είχε ηρε­μή­σει η Ευ­ρώ­πη από την επα­να­στα­τι­κή θύ­ελ­λα του 1905 στη Ρωσία και ξε­σπού­σε μια νέα επα­νά­στα­ση, αυτή τη φορά στη Τουρ­κία.

Οι Νε­ό­τουρ­κοι βρέ­θη­καν από την πρώτη μέρα μπρο­στά στα πραγ­μα­τι­κά και άλυτα προ­βλή­μα­τα της αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Τα συν­θή­μα­τά τους για «αδελ­φό­τη­τα-ελευ­θε­ρία-δη­μο­κρα­τία» ξε­σή­κω­σαν τις λαϊ­κές μάζες στις με­γά­λες πό­λεις που βγή­καν στους δρό­μους για να διεκ­δι­κή­σουν την πραγ­μα­τι­κή και όχι τη ρη­το­ρι­κή λύση των αι­τη­μά­των τους. Και το πρώτο ζή­τη­μα ήταν το εθνι­κό. Θα δε­χό­ταν τη λύση της πλή­ρους ισο­τι­μί­ας των εθνι­κών ομά­δων ή θα συ­νέ­χι­ζαν να υπο­στη­ρί­ζουν τα προ­νό­μια της κυ­ρί­αρ­χης μου­σουλ­μα­νι­κής-τουρ­κι­κής εθνό­τη­τας; Το δεύ­τε­ρο ζή­τη­μα ήταν το αγρο­τι­κό. Εξαι­ρε­τι­κά κρί­σι­μο. Γιατί οι αγρο­τι­κές μάζες απο­τε­λού­σαν το τα­κτι­κό πε­ζι­κό του οθω­μα­νι­κού στρα­τού. Θα προ­χω­ρού­σαν σε κα­τάρ­γη­ση των αγ­γα­ρειών και των φόρων ή θα υπο­στή­ρι­ζαν τα συμ­φέ­ρο­ντα των μπέ­η­δων; Και τέλος το ερ­γα­τι­κό. Θα ανα­γνώ­ρι­ζαν το δι­καί­ω­μα της συν­δι­κα­λι­στι­κής ορ­γά­νω­σης και της απερ­γί­ας ή θα προ­στά­τευαν τη νέα μου­σουλ­μα­νι­κή αστι­κή τάξη από την ανά­πτυ­ξη της τα­ξι­κής πάλης; Οι Νε­ό­τουρ­κοι και στα τρία επι­λέ­ξαν την πλευ­ρά των κυ­ρί­αρ­χων και των εκ­με­ταλ­λευ­τών. Έτσι το 1912, τη χρο­νιά που ξέ­σπα­σε ο πρώ­τος βαλ­κα­νι­κός πό­λε­μος, η επα­νά­στα­ση του 1908 είχε με­τα­τρα­πεί στο αντί­θε­τό της.

Τα Βαλ­κά­νια

Tα Βαλ­κά­νια, στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν χω­ρι­σμέ­να ανά­με­σα στην Οθω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία και τέσ­σε­ρα μικρά χρι­στια­νι­κά βα­σί­λεια. Η ευ­ρω­παϊ­κή δι­πλω­μα­τία είχε παί­ξει κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο στη συ­γκρό­τη­ση αυτών των κρα­τι­δί­ων. Η Βουλ­γα­ρία είχε τότε 4,5 εκα­τομ­μύ­ρια πλη­θυ­σμό και τον πιο σύγ­χρο­νο στρα­τό. Ο προ­σα­να­το­λι­σμός της ήταν να βρει διέ­ξο­δο στο νότο και δυ­τι­κά, διεκ­δι­κώ­ντας να κάνει δική της την πε­ριο­χή της Μα­κε­δο­νί­ας. Η Σερ­βία με 2,5 εκατ. πλη­θυ­σμό, συ­νό­ρευε με την Αυ­στρο­ουγ­γα­ρία που είχε στο εσω­τε­ρι­κό της μια με­γά­λη σερ­βι­κή μειο­νό­τη­τα, με­γα­λύ­τε­ρη αριθ­μη­τι­κά από το σερ­βι­κό κρά­τος. Ο φυ­σι­κός («εθνι­κός») δρό­μος ανά­πτυ­ξης θα ήταν προς βορρά, αλλά εκεί σκό­ντα­φτε πάνω στην Αυ­το­κρα­το­ρία της Αυ­στρο­ουγ­γα­ρί­ας. Το Μαυ­ρο­βού­νιο ήταν μια λι­λι­πού­τεια μο­ναρ­χία.

Η Ελ­λά­δα ήταν επί­σης μια μο­ναρ­χία με 2,5 εκατ. πλη­θυ­σμό, αλλά ξε­χώ­ρι­ζε γιατί η αστι­κή της τάξη ήταν η πιο ανα­πτυγ­μέ­νη στην ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή.  Ο εμπο­ρι­κός της στό­λος ανήκε στην πρώτη δε­κά­δα της πα­γκό­σμιας ναυ­τι­λί­ας και η Αθήνα ήταν η με­γα­λύ­τε­ρη πρω­τεύ­ου­σα των  βαλ­κα­νι­κών χρι­στια­νι­κών κρα­τι­δί­ων. Η ιθύ­νου­σα τάξη της απο­τε­λού­νταν από μια συμ­μα­χία εμπό­ρων και ιε­ρα­τεί­ου και η «Με­γά­λη Ιδέα» ήταν  το επε­κτα­τι­κό της σχέ­διο. Θα λέ­γα­με ότι  «η Ελ­λά­δα των δύο ηπεί­ρων και των πέντε θα­λασ­σών» ήταν το ακρι­βές πε­ριε­χό­με­νο της Με­γά­λης Ιδέας.  Αυτό το σχέ­διο προ­ϋ­πό­θε­τε  όμως, όχι μόνο την κα­τα­στρο­φή της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, αλλά και την εξου­δε­τέ­ρω­ση των αντί­πα­λων βαλ­κα­νι­κών εθνι­κι­σμών.

Ακρι­βώς σ’ αυτό το ση­μείο δια­σταυ­ρώ­νο­νταν οι φι­λο­δο­ξί­ες των βαλ­κα­νι­κών δυ­να­στειών, η αντο­χή της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας και οι επι­διώ­ξεις των Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων. Και αυτό το «σταυ­ρι­κό ζή­τη­μα» θα λυ­νό­ταν με ένα αδυ­σώ­πη­το πό­λε­μο.

Oι δύο Βαλ­κα­νι­κοί πό­λε­μοι (1912-13)

Στις 5 Οκτω­βρί­ου 1912, ο βα­σι­λιάς Γε­ώρ­γιος Α’ ανάγ­γελ­λε το πα­ρα­κά­τω διάγ­γελ­μα: «…η Ελλάς…ανα­λαμ­βά­νει τον αγώνα του  Δι­καί­ου υπέρ της ελευ­θε­ρί­ας των κα­τα­δυ­να­στευο­μέ­νων Λαών της Ανα­το­λής…η Ελλάς μετά των αδελ­φών Συμ­μά­χων Κρα­τών θα επι­διώ­ξη πάση θυσία τον ιερόν αυτόν σκο­πόν. Επι­κα­λού­με­νοι δε την αρω­γήν του Υψί­στου εν τω δι­καιο­τά­τω τούτω αγώνι του Πο­λι­τι­σμού, ανα­κρά­ζω­μεν: Ζήτω η Ελλάς. Ζήτω το Εθνος…». Αμέ­σως εξόρ­μη­σαν τα ελ­λη­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα και ακο­λου­θώ­ντας τους άλ­λους βαλ­κα­νι­κούς στρα­τούς.

Τι δυ­νά­μεις πα­ρα­τά­χθη­καν στα θέ­α­τρα των επι­χει­ρή­σε­ων; Η Βαλ­κα­νι­κή Συμ­μα­χία, σύμ­φω­να με το στρα­τη­γό (και με­τέ­πει­τα δι­κτά­το­ρα) Πά­γκα­λο κα­τόρ­θω­σε να κι­νη­το­ποι­ή­σει  πάνω από 650 χι­λιά­δες άντρες ένα­ντι 300 χι­λιά­δων του Οθω­μα­νι­κού στρα­τού και 1.480 πυ­ρο­βό­λα ένα­ντι 800 πυ­ρο­βό­λων των Οθω­μα­νών. Οι συ­σχε­τι­σμοί ήταν πολύ άνι­σοι σε βάρος του τουρ­κι­κού στρα­τού. Έτσι ανα­γκά­στη­κε σε μια κα­τα­νο­μή δυ­νά­με­ων. Δια­κό­σιες χι­λιά­δες διέ­θε­σε στο μέ­τω­πο με την Βουλ­γα­ρία, που θα έκρι­νε εξάλ­λου και το απο­τέ­λε­σμα του πο­λέ­μου. Και όσο αφορά το ελ­λη­νι­κό μέ­τω­πο, αντι­πα­ρέ­τα­ξε 15 χι­λιά­δες στρα­τιώ­τες απέ­να­ντι σε 80 χι­λιά­δες του ελ­λη­νι­κού στρα­τού. Εδώ οι συ­σχε­τι­σμοί ήταν επιει­κώς συ­ντρι­πτι­κοί.

Την ώρα που ο βουλ­γα­ρι­κός στρα­τός συ­νέ­τρι­βε στην ανα­το­λι­κή Θράκη τις οθω­μα­νι­κές δυ­νά­μεις, και οι Σέρ­βοι πα­τού­σαν το Μο­να­στή­ρι, ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός έφτα­νε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ήταν μια πο­ρεία δι­σταγ­μών και ανα­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τας απέ­να­ντι σε ένα στρα­τό πολύ μι­κρό­τε­ρο, πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νο απ’ όλες τις με­ριές και χωρίς εφε­δρεί­ες. Πα­ρό­λα αυτά ο τουρ­κι­κός στρα­τός κα­τόρ­θω­σε πο­λε­μώ­ντας απε­γνω­σμέ­να να κα­τα­στρέ­ψει μια ελ­λη­νι­κή με­ραρ­χία (η μο­να­δι­κή νίκη των οθω­μα­νών σε όλο τον πό­λε­μο) πριν δε­χτεί το τε­λι­κό κτύ­πη­μα από το σερ­βι­κό στρα­τό. Ο δια­συρ­μός όμως του Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου και του ίδιου του βα­σι­λέα ήταν αξε­πέ­ρα­στος. Έστω με αυτό τον τρόπο όμως άνοι­ξε ο δρό­μος για τη Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Μπρο­στά στις πύλες της Θεσ­σα­λο­νί­κης, ο θεός του πο­λέ­μου πα­ρα­χώ­ρη­σε τη θέση του στους εμπό­ρους του θρό­νου. Έτσι ο Τούρ­κος διοι­κη­τής Ταξίν Πασά, αφού εξα­γο­ρά­στη­κε αδρά, πα­ρέ­δω­σε την πόλη  στον στρα­τη­λά­τη βα­σι­λέα που ει­σήλ­θε πα­νη­γυ­ρι­κά στη πόλη! Αρ­γό­τε­ρα κα­τα­δι­κά­στη­κε ερή­μην, από το τουρ­κι­κό στρα­το­δι­κείο της Ιστα­μπούλ, σε θά­να­το γιατί πα­ρέ­δω­σε το στρα­τό του αμα­χη­τί και άνευ όρων. Δεν ήταν μια άδικη από­φα­ση. Οι 25.000 τούρ­κοι αιχ­μά­λω­τοι, αντί να με­τα­φερ­θούν στην πα­τρί­δα τους με­τα­φέρ­θη­καν στην Μα­κρό­νη­σο, όπου οι πε­ρισ­σό­τε­ροι πέ­θα­ναν από πείνα. Όπως είπε κά­ποιος, ήταν «η Μα­κρό­νη­σος πριν τη Μα­κρό­νη­σο». Ήταν μια πράξη ατι­μί­ας της μο­ναρ­χί­ας και του εκ­συγ­χρο­νι­στή Βε­νι­ζέ­λου. Δεν ήταν όμως ούτε η πρώτη ούτε θα ήταν η τε­λευ­ταία.

Η Θεσ­σα­λο­νί­κη δεν υπο­δέ­χτη­κε με εν­θου­σια­σμό τον ελ­λη­νι­κό στρα­τό. Τότε ήταν μια πόλη πο­λυ­ε­θνι­κή και κο­σμο­πο­λί­τι­κη. Εκεί­να τα χρό­νια ήταν στην ακμή της και ο πλη­θυ­σμός της έφτα­νε τις 150.000, σχε­δόν ισο­δύ­να­μη με την Αθήνα και με­γα­λύ­τε­ρη από το Βε­λι­γρά­δι και τη Σόφια. Κυ­ρί­αρ­χο στοι­χείο στην πόλη ήταν το εβραϊ­κό με 65.000, και ακο­λου­θού­σαν οι μου­σουλ­μά­νοι με 40.000 και οι έλ­λη­νες με 35.000. Ταυ­τό­χρο­να θε­ω­ρού­νταν πρω­τεύ­ου­σα του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος σε όλη την Οθω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία. Η πόλη ήταν το προ­πύρ­γιο της Φε­ντε­ρα­σιόν (ερ­γα­τι­κή διε­θνι­στι­κή ορ­γά­νω­ση), του Βουλ­γα­ρι­κού Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος (η τάση των στε­νών σο­σια­λι­στών) και των φε­ντε­ρα­λι­στών Μα­κε­δό­νων ρι­ζο­σπα­στών. Έτσι αυτό που στην ελ­λη­νι­κή ιστο­ριο­γρα­φία ονο­μά­ζε­ται σαν «απε­λευ­θέ­ρω­ση της Θεσ­σα­λο­νί­κης», για τα 3/4 των κα­τοί­κων της ήταν κα­τά­κτη­ση και τί­πο­τα άλλο.

Εξε­τά­ζο­ντας την πο­ρεία του Α’ Βαλ­κα­νι­κού πο­λέ­μου, και όσο κα­τέ­χου­με καλά τα γε­γο­νό­τα, υπο­στη­ρί­ζου­με την άποψη ότι δεν υπήρ­ξε τί­πο­τα επικό και απε­λευ­θε­ρω­τι­κό. Μήπως όμως θα μας διέ­ψευ­δε ο Β’ Βαλ­κα­νι­κός πό­λε­μος; Η εξέ­λι­ξη και αυτού του πο­λέ­μου ήταν πε­ρί­που η ίδια με τον προη­γού­με­νο. Υπήρ­χε όμως μια με­γά­λη δια­φο­ρά. Αυτή τη φορά η Βουλ­γα­ρία βρέ­θη­κε στη θέση της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Τέσ­σε­ρις στρα­τοί (Σερ­βί­ας, Ελ­λά­δας, Ρου­μα­νί­ας και Οθω­μα­νι­κής Τουρ­κί­ας) την πε­ρι­κύ­κλω­σαν και την συ­νέ­τρι­ψαν. Το κύριο πλήγ­μα το επέ­φε­ρε ο ρου­μα­νι­κός στρα­τός που επι­τέ­θη­κε πι­σώ­πλα­τα στην Βουλ­γα­ρία και έφτα­σε έξω από τη Σόφια. Υπήρ­ξε επί­σης και κάτι  πολύ χει­ρό­τε­ρο. Οι «εν Χρι­στώ αδελ­φοί», οι απε­λευ­θε­ρω­τές των λαών από την Οθω­μα­νι­κή κα­το­χή, σφα­γιά­στη­καν με­τα­ξύ τους, με πρω­το­φα­νές μίσος και βαρ­βα­ρό­τη­τα. Αυτό που έκα­ναν οι Βούλ­γα­ροι εθνι­κι­στές στη Δράμα, το επα­νέ­λα­βαν οι Έλ­λη­νες εθνι­κι­στές στο Κιλ­κίς.  Όταν τε­λεί­ω­σαν το θε­ά­ρε­στο έργο τους, η Δράμα και το Κιλ­κίς είχαν πάψει να υπάρ­χουν. Είχαν σβη­στεί από τον χάρτη.

Η επι­δη­μία όμως του εθνι­κι­στι­κού επε­κτα­τι­σμού, των πο­λέ­μων και των ορ­γα­νω­μέ­νων σφα­γών δεν στα­μά­τη­σε εκεί. Εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες πρό­σφυ­γες ανα­γκά­στη­καν να φύ­γουν από τις πα­τρο­γο­νι­κές τους εστί­ες. Για τους μου­σουλ­μά­νους πρό­σφυ­γες ο δρό­μος οδη­γού­σε στη Μικρά Ασία. Εκεί και στα όρια της επι­βί­ω­σης και της από­γνω­σης, οδη­γη­μέ­νοι ακόμη και ανοι­κτά από τις οθω­μα­νι­κές αρχές, επέ­πε­σαν πάνω στις χρι­στια­νι­κές κοι­νό­τη­τες της πε­ριο­χής. Επα­κο­λού­θη­σαν οι σφα­γές στη Φώ­καια, το Αϊ­βα­λί κλπ. Ο φι­λό­σο­φος Α. Τό­ϋν­μπη, είχε πει για το τέλος των Βαλ­κα­νι­κών πο­λέ­μων, ότι οι πραγ­μα­τι­κά νι­κη­μέ­νοι ήταν οι μου­σουλ­μά­νοι των Βαλ­κα­νί­ων και οι χρι­στια­νοί της Μι­κράς Ασίας.

H Βαλ­κα­νι­κή Δη­μο­κρα­τι­κή Ομο­σπον­δία

Η συν­θή­κη του Βου­κου­ρε­στί­ου (1913) επι­σφρά­γι­σε τα απο­τε­λέ­σμα­τα των μαχών. Η Οθω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία θα πε­ριο­ρι­ζό­ταν σε μια άκρη των Βαλ­κα­νί­ων. Η Βουλ­γα­ρία θα έχανε το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος της  Μα­κε­δο­νί­ας. Η Σερ­βία και η Ελ­λά­δα θα δι­πλα­σιά­ζο­νταν. Όμως τα σύ­νο­ρα δεν θα χα­ράσ­σο­νταν με βάση τα γλωσ­σι­κά και πο­λι­τι­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των πλη­θυ­σμών. Η εθνι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση και τα εθνι­κά δί­καια, που για αυτά ξε­κί­νη­σαν οι πό­λε­μοι, ξε­χά­στη­καν. Η μοι­ρα­σιά θα γι­νό­ταν με βάση τα συμ­φέ­ρο­ντα των δυ­να­στειών και των οι­κο­νο­μι­κών ολι­γαρ­χιών. Με αυτό τον τρόπο οι Βαλ­κα­νι­κοί πό­λε­μοι ετοί­μα­ζαν τους επό­με­νους πο­λέ­μους. Είχε δί­καιο ο Τρό­τσκι που έλεγε ότι οι πό­λε­μοι στα Βαλ­κά­νια κα­τα­βρό­χθι­σαν 500.000 αν­θρώ­πους νε­κρούς, σα­κα­τε­μέ­νους και αγνο­ού­με­νους, χωρίς να λυθεί το εθνι­κό ζή­τη­μα.

Ωστό­σο μέχρι τώρα, πε­ρι­γρά­φα­με  αυ­τούς τους πο­λέ­μους σαν δε­δο­μέ­νους στον χα­ρα­κτή­ρα τους και ανα­πό­φευ­κτους στην πο­ρεία τους. Υπήρ­χε όμως εναλ­λα­κτι­κή επι­λο­γή για τους «από κάτω»; Η ιστο­ρία είχε δεί­ξει ότι υπήρ­χε τέ­τοια επι­λο­γή. Το 1910, στο Βε­λι­γρά­δι, συ­γκε­ντρώ­θη­καν οι βαλ­κα­νι­κές σο­σια­λι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις για να αντι­με­τω­πί­σουν τα σύν­νε­φα του πο­λέ­μου που πύ­κνω­ναν. Κα­τόρ­θω­σαν να δια­μορ­φώ­σουν ένα πλαί­σιο αρχών για τη λύση του εθνι­κού ζη­τή­μα­τος των Βαλ­κα­νί­ων: «Να απε­λευ­θε­ρω­θού­με απ’ την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα και τη στε­νό­τη­τα. Να κα­ταρ­γή­σου­με τα σύ­νο­ρα που χω­ρί­ζουν τους λαούς, οι οποί­οι είναι εν μέρει πα­ρό­μοιοι γλωσ­σι­κά και πο­λι­τι­σμι­κά, εν μέρει δε­μέ­νοι μαζί οι­κο­νο­μι­κά. Τέλος να σα­ρώ­σου­με τις άμε­σες και έμ­με­σες μορ­φές της ξένης κυ­ριαρ­χί­ας, που απο­στε­ρούν το λαό από το δι­καί­ω­μα να κα­τευ­θύ­νει τη μοίρα του».

Για τον Τρό­τσκι το θε­τι­κό πρό­γραμ­μα που απόρ­ρεε απ’ αυτές τις θέ­σεις ήταν η Βαλ­κα­νι­κή Δη­μο­κρα­τι­κή Ομο­σπον­δία. Αυτό το πρό­γραμ­μα στρε­φό­ταν τόσο ενά­ντια στο μι­λι­τα­ρι­σμό των βαλ­κα­νι­κών κρα­τών όσο και στις επι­βου­λές των Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων. Μέ­θο­δος του δεν θα ήταν οι βαλ­κα­νι­κοί πό­λε­μοι αλλά οι βαλ­κα­νι­κές επα­να­στά­σεις. Επί­σης  θα είχε μια με­γά­λη  ση­μα­σία γιατί θα κα­τεύ­θυ­νε την κα­θη­με­ρι­νή πο­λι­τι­κή δράση προ­σφέ­ρο­ντας μια ενό­τη­τα αρχών αλλά και το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο θα απο­τε­λού­σε τη βάση πάνω στην οποία θα συ­νέ­κλι­ναν οι εθνι­κές ερ­γα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις της χερ­σο­νή­σου…

Για αυτό το πρό­γραμ­μα όμως, το ιστο­ρι­κό υπο­κεί­με­νο -το βαλ­κα­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το- που θα το έκανε πράξη, εκεί­νη την εποχή, ήταν πολύ ανί­σχυ­ρο. Σή­με­ρα όμως που ο ιμπε­ρια­λι­στι­κός πό­λε­μος ξα­να­μα­τώ­νει την ευ­ρω­παϊ­κή ήπει­ρο, το αί­τη­μα για διε­θνι­στι­κή αλ­λη­λεγ­γύη και κοινή πάλη των λαών είναι πιο επί­και­ρο από ποτέ.

//rproject.gr