Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι η ματιά που βλέπεις [τα πράγματα]. Διαπίστωσα πολλές φορές ότι, με ανθρώπους που συχνά ήσουνα δίπλα ή συμμετείχανε μ’ έναν τρόπο στα γεγονότα, άλλα γεγονότα είχανε ζήσει αυτοί κι άλλα γεγονότα είχες ζήσει εσύ! Για παράδειγμα, υπήρχαν άνθρωποι που θεωρούσαν ότι το Πολυτεχνείο ήταν μειοψηφικό γεγονός. Αυτοί είναι κυρίως εκείνοι που έδωσαν τη μάχη των «δωματίων», των συνελεύσεων και των μηχανισμών (ποια γραμμή θα περάσει, αν θα βγει το Α ή το Β) και η επαφή τους με τον κόσμο μάλλον δεν ήταν το κύριο [στοιχείο]. Αυτό είναι ένα πρώτο που με σφράγισε. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι όταν συμμετέχεις κάπου, δεν είναι εύκολο να έχεις την ίδια ανάγνωση του γεγονότος ⎼ όταν μάλιστα το γεγονός είναι τόσο μεγάλο. Άλλος το έκανε πιο μικρό για να μπορέσει να κάνει πιο εύκολη την ανάγνωσή του, άλλος το μεγαλοποιούσε υπερβολικά και το ’κανε [υπόθεση] όλου του ελληνικού λαού. Όλη την γκάμα την έβλεπες.
Εγώ είχα μόλις δώσει εξετάσεις και δεν είχα περάσει και, όπως κάθε καλοκαίρι, δούλευα σ’ ένα κατάστημα που πούλαγε μουσικά όργανα στην Πατησίων. Στα Χαυτεία. Και με το που ξεκίνησε το Πολυτεχνείο, τέλειωσα τη δουλειά στις 15.00-16.00 και πήγα απέξω απ’ το Πολυτεχνείο. Είχαν κατέβει οι φοιτητές απ’ τη Νομική και υπήρχε μια συρροή κόσμου ⎼όχι υπερβολικά πράγματα βέβαια⎼ και φώναζε ο κόσμος συνθήματα: «Κάτω η Χούντα» κ.λπ. Υπήρχε μια διαφορά στα συνθήματα κι από τη Νομική ακόμα (την οποία την είχα παρακολουθήσει ως μαθητής, πήγαινα φροντιστήριο και το ’σκαγα…). Στη Νομική δεν υπήρχε το «Κάτω η Χούντα». Το πιο «ακραίο» σύνθημα ήταν το «ΕΣΑ-ΕΣ-ΕΣ Βασανιστές». Στο Πολυτεχνείο, τα συνθήματα ήταν από μιας αρχής πολύ πιο πολιτικοποιημένα, καταγγελτικά του καθεστώτος, χιουμοριστικά για τον Μαρκεζίνη και τον Παπαδόπουλο και εξεγερσιακά (το «Ταϊλάνδη»[1] απ’ την αρχή). Αλλά το «κάτω» μπήκε απ’ την πρώτη στιγμή. Και, θυμάμαι, κάθισα μπροστά στην πόρτα στην Πατησίων, είχαν έρθει κάτι φίλοι απ’ το Περιστέρι και μπήκαμε μαζί μέσα, γιατί κάποια στιγμή άρχισε να λέει το μεγάφωνο «όσοι πρέπει να μπείτε, μέσα, όσοι θέλετε να μείνετε, γιατί θα έρθουνε ασφαλίτες και χαφιέδες και πρέπει να προστατευθούμε». Το κάπως κωμικό είναι ότι ο άνθρωπος που μπήκαμε μέσα μαζί, ένας βιβλιοπώλης απ’ το Περιστέρι (που εγώ δεν ήξερα τη μορφή της στράτευσής του), ήταν στρατευμένος στον «Ρήγα Φεραίο». Ούτε κι αυτός ήξερε βέβαια τι γινότανε με τα κόμματα και τα λοιπά.
Μπήκαμε μέσα. Παρακολούθησα τη συνέλευση της Φυσικομαθηματικής Σχολής, στις 3 η ώρα τη νύχτα… Πρέπει να γίναν ανάλογες όλων των σχολών. Εγώ πήγα στη Φυσικομαθηματική γιατί ήταν ένας φίλος μου ⎼πάλι απ’ το Περιστέρι⎼ που μου λέει «δεν έρχεσαι να παρακολουθήσεις τι λέμε;». Ε, ήτανε περίπου 100 άνθρωποι, μπορεί και λίγο παραπάνω, ήτανε πολύ αγωνιστικά τα πράγματα. Μου ’χε κάνει εντύπωση κάτι που είχε πει ένας αριστεριστής και που ήταν το πιο «δεξιό» πράγμα που άκουσα μες στο Πολυτεχνείο. Αναρωτήθηκα από τότε ⎼μεγάλη κουβέντα⎼ κι ακόμα αναρωτιέμαι. Ήταν ο Διονύσης ο Μαυρογένης, μυθικό πρόσωπο και με όλα όσα έγιναν στο όνομά του απ’ το ΚΚΕ κ.λπ. Σηκώθηκε στη συνέλευση ⎼το θυμάμαι σαν τώρα⎼ και είπε: «Κοιτάξτε συναγωνιστές, εμείς παλεύουμε αλλά δεν θα τη ρίξουμε τη Χούντα σήμερα. Ο αγώνας θα είναι μακρύς και δύσκολος». Εκεί, μόνο που δεν τον λίντσαρε ο κόσμος… Ο κόσμος σηκώθηκε κι άρχισε να τον βρίζει και «τι είν’ αυτά που λες;».
Βεβαίως, εκλέχθηκε στη συντονιστική επιτροπή γιατί, απ’ ό,τι κατάλαβα, όλοι οι καταξιωμένοι ως αγωνιστές εκλεχτήκανε. Αλλά με σόκαρε και μένα αυτή η κουβέντα, κι ακόμα με προβληματίζει. Γιατί ακόμα κι εσύ, όταν έχεις μια στρατηγική στο μυαλό σου και δεν είσαι σίγουρος για κάποια γεγονότα, αν είναι δυνατόν να τη μεταφέρεις σαν κλίμα εκτίμησης στον ίδιο τον κόσμο. Γιατί ο κόσμος εκεί πίστευε ακράδαντα ότι θα την έριχνε τη δικτατορία, αλλιώς δεν θα πάλευε. Ο κόσμος πάντα για το άμεσο παλεύει, δεν παλεύει για την προοπτική. Βεβαίως υπάρχουν άνθρωποι και δυνάμεις και οργανισμοί που εντάσσουν σε μια προοπτική.
Ο κόσμος όμως δεν παλεύει παρά για κάτι το συγκεκριμένο. Δεν μπορείς να λες «Κάτω η Χούντα» και να μην πιστεύεις ότι αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί. Γιατί όπως είδαμε, πεθάνανε 150 άνθρωποι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Αν δεν πιστεύανε ότι θα έπεφτε, μπορεί και να μην πεθαίνανε. Αυτό είναι κάτι σοβαρό που επίσης δεν έχει βγει. Παρακολούθησα αρκετές συνελεύσεις και μετά, αλλά ήταν καθοριστική αυτή η ομιλία του Διονύση, ενός μετρημένου αγωνιστή, χωρίς μεγάλα λόγια. Και απ’ το κομμάτι που κατέβηκε απ’ τη Νομική το πρωί και να κάνει γεγονότα. Προσπάθησε να δώσει τη διάρκεια του αγώνα (κι αυτό εκτιμιέται) αλλά ακόμα πιστεύω πως πρέπει να φιλτράρεται αυτή η σκέψη, είναι καθοριστικό. Το λέω και για μας, σήμερα, που λέμε πολλές φορές κατεβαίνοντας στο Σύνταγμα, ότι «θα ’ναι μακρύς και δύσκολος ο αγώνας». Και το λέμε γιατί θέλουμε ν’ ανατρέψουμε τον καπιταλισμό αλλά ο άλλος δεν κατεβαίνει για ν’ ανατρέψει τον καπιταλισμό, αλλά γιατί θέλει ν’ ανατρέψει τον Παπανδρέου ή τον «Παπαδήμιο» ή τον Παπαδόπουλο ⎼ κατάλαβες; Και το πιστεύει. Κι αφού το πιστεύει, γίνεται εξέγερση. Το πίστεψαν ο Κομνηνός κι ο Μυρογιάννης. Το πιστέψανε, δεκαεφτάχρονα παιδιά, και μπήκανε μπροστά στις σφαίρες και τα τανκς.
Τέλος πάντων, είναι μια νύχτα με ζυμώσεις περίεργες και μετά με αντιπαραθέσεις με ασφαλίτες που έρχονται από απέναντι, πέφτουνε κάποια νεράντζια κι ιστορίες. Απ’ το πρωί [της Πέμπτης] ξεκινά μια μαζική εμφάνιση ανθρώπων γύρω απ’ το Πολυτεχνείο, πολύ γρήγορα οι αστυνομικοί κλοιοί που πάνε να στηθούν καταρρέουν και γίνεται πολύ μαζικό το γεγονός. Όχι βέβαια με τεράστιες διαστάσεις. Ενώ την πρώτη νύχτα πρέπει να είναι στο Πολυτεχνείο 2-3.000 άνθρωποι (τώρα, ό,τι βλέπουν τα μάτια μου), τη δεύτερη μέρα πληθαίνει και το ποσοστό των ανθρώπων που βρίσκονται μέσα και των ανθρώπων που «περισφίγγουν». Είναι κάποιες σκηνές που θέλω να καταγράψω γιατί είναι πραγματικά φοβερές για τον χαρακτήρα της εξέγερσης: Π.χ. εγώ δεν φοβήθηκα ούτε την αστυνομία ούτε τον στρατό παρά μόνο κάποιους που έβγαιναν με μια ντουντούκα από καιρού εις καιρόν κι έλεγαν: «Όσοι δεν είναι φοιτητές να σηκωθούν να φύγουν!». Κι έλεγα, θα με διώξουν κι εμένα που δεν είμαι φοιτητής… Βέβαια σταμάταγε αυτό, διάφοροι εμφανιζόντουσαν: «Αφήστε ρε τον κόσμο, είναι κι οικοδόμοι εδώ» κ.λπ. Γινόταν όμως αυτό ιδιαίτερα τη δεύτερη μέρα (την τρίτη μέρα που είχε πληθύνει ο κόσμος πάρα πολύ δεν ειπωνότανε καθόλου).
Το άλλο ήτανε ⎼η γνώμη μου είναι δηλαδή⎼ ότι η πρώτη λαϊκή διάσταση του γεγονότος δόθηκε από τους μαθητές. Η διαφορά απ’ όλα τ’ άλλα γεγονότα (και είναι πραγματικά συγκινητικό γιατί τότε οι μαθήτριες φοράγανε ποδιές) είναι ότι περάσανε χιλιάδες μαθητές. Από τη δεύτερη μέρα, όσοι ήμασταν μέσα στο Πολυτεχνείο γράφαμε συνέχεια ⎼ήτανε μια τεράστια παραγωγική δουλειά⎼ προκηρύξεις, συνθήματα, τρικάκια, τα δίναμε στους απέξω να τα μοιράζουνε κ.λπ. ή δουλεύαμε σε διάφορους τομείς που αποφάσιζαν οι συνελεύσεις, ή στα μαγειρεία ή στις πόρτες κάναμε περιφρούρηση· ελάχιστοι πάντως κάθονταν. Αυτό που αμέσως διαπίστωσα ήταν το βλέμμα και η μαζική αποδοχή από κομμάτια μαθητών. Εκεί κατάλαβα ότι το πράγμα αλλάζει.
Από κει και πέρα, τι να πω; Το πράγμα μύριζε λαϊκή εξέγερση: από φουρναραίους που μας έφερναν κοφίνια με φραντζόλες, μέχρι ανθρώπους που μας δίνανε λεφτά χωρίς να μας ξέρουνε. Εμένα ένας στην πόρτα μου ’δωσε ένα χιλιάρικο. Κι εγώ ούτε σκέφτηκα και το ’βαλα στο κουτί. Κι αυτό δεν θα συνέβη μόνο με μένα, θα συνέβη με πολλαπλασιαστικό τρόπο. Καταλάβαινες δηλαδή ότι εδώ κάτι συμβαίνει, κάτι αλλάζει στον κόσμο… Βεβαίως ήτανε κι άλλη η απόσταση από ό,τι η Νομική, αλλά ήταν κι η ωρίμανση αυτού του διαστήματος. Οι συνεχείς μάχες που δόθηκαν απ’ τον Μάρτη μέχρι τον Νοέμβρη [έφεραν] πολύ γρήγορη κλιμάκωση. Έτσι γίνεται.
Όταν κάτι αρχίζει και τρίζει, φαίνεται ότι το λαϊκό αισθητήριο το μυρίζεται με άλλον τρόπο από αυτόν που αντιλαμβάνονται οι πρωτοπορίες. Και μάλιστα οι πρωτοπορίες της εποχής οι οποίες είναι κι αρκετά ξεκομμένες απ’ τον ίδιο τον λαϊκό παράγοντα ⎼ οργανώσεις που στην καλύτερη περίπτωση είναι 100-150 μέλη. Και φαίνεται αυτό απ’ τα γεγονότα στις άλλες πόλεις, που είναι ξεκομμένες. Βέβαια αρχίζουν και κάπως αργά, αλλά δείχνουν ότι δεν έχει παρατηρηθεί η κλιμάκωση των συγκρούσεων που είχε παρατηρηθεί στην Αθήνα. Το μνημόσυνο του Παπανδρέου ήταν η πρώτη μαχητική αντιπαράθεση με την αστυνομία: Ο κόσμος όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά ανάγκασε την αστυνομία να αμυνθεί και να φύγει στο τέλος. Ήταν το πρώτο δείγμα ότι αλλάζει η «φάση», γι’ αυτό και διογκώθηκε το Πολυτεχνείο σε τέτοιον βαθμό.
Σαν κομμούνα ήταν. Ένα πράγμα σε οργασμό, σε μια συνεχή παραγωγική λειτουργία, με συνελεύσεις… Αυτό το έχω ξαναπεί, νομίζω ότι ήταν η πιο δημοκρατική λειτουργία που έχει ακολουθηθεί από ένα κίνημα. Συνελεύσεις οι οποίες αποφάσιζαν στην πολιτική γραμμή του κινήματος και είχαν γραμμή ότι πρέπει να ανατραπεί η χούντα και καμία δεν δέχτηκε τη γραμμή που πρότειναν και τα δύο κόμματα της αριστεράς, της «οικουμενικής κυβέρνησης» σαν λύση, και τράβηξαν τη σύγκρουση μέχρι το τέλος. Μάλιστα, η εργατική συνέλευση που, κατά τη γνώμη μου έχει και την πιο ριζοσπαστική και καλογραμμένη απόφαση (και μ’ έναν τρόπο, λογοκρίθηκε κιόλας απ’ τη συντονιστική επιτροπή ⎼ θα τα ξέρεις αυτά), λέει καθαρά ότι «δεν θα επιτρέψουμε να παραδοθεί η εξουσία σε αυτούς που με τα γενικά περί δημοκρατίας λόγια τους προσπαθούσαν να μας κανακέψουν όλο το προηγούμενο διάστημα». Κι είναι γεγονός ότι και οι αστοί πολιτικοί που εμφανίστηκαν στο Πολυτεχνείο δεν έτυχαν και ιδιαίτερης υποδοχής.
Ιδιαίτερης λαοφιλίας έτυχαν άλλοι. Όταν μπήκε μέσα ο Ξυλούρης, ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Τον σηκώσανε στα χέρια και τραγούδαγε όλο το Πολυτεχνείο το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Αυτός, μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο (δεν ξέρω, μπορεί και να ’κλαιγε κιόλας ο άνθρωπος), δεκάδες χιλιάδες κόσμου γύρω του, σαν τεράστια διαδήλωση μέσα στο Πολυτεχνείο. Και με τον Μαρκόπουλο. Με τους καλλιτέχνες ήταν αλλιώς, με τους αστούς πολιτικούς ο κόσμος ήταν κουμπωμένος, με τους αριστερούς πολιτικούς δεν ξέρω ⎼ δεν είδα και κανέναν, να σου πω την αλήθεια, παρόλο που οι περισσότεροι ήταν ελεύθεροι. Νομίζω ότι ίσχυσε η παλιά, καλή, δοκιμασμένη γραμμή του Κόμματος: «Οι βαλίτσες κάτω απ’ το κρεβάτι και στα γεγονότα δεν συμμετέχουμε». Παρόλο που ήταν ανάγκη να συμμετέχεις. Συμμετείχε όλος ο κόσμος. Την Παρασκευή πλέον είναι όλες οι ηλικίες, όλα τα στρώματα.
Αυτό που θέλω να πω είναι η τεράστια σημασία του ραδιοφωνικού σταθμού. Και η αναπαραγωγή του από δεκάδες πειρατές. Που έφτασαν το μήνυμα σε όλες τις συνοικίες. Εδώ, στο Περιστέρι είχαμε δυο πειρατές: Τον «Όλιβερ», που έπαιζε ροκιές κι έναν άλλον, που έπαιζε Καζαντζίδη. Και οι δύο συνδέθηκαν με το Πολυτεχνείο και το αναπαρήγαγαν ακόμα κι όταν έπεσε. Κι απ’ ό,τι έχω καταλάβει, με τα τεχνικά μέσα, αν δεν υπήρχαν αυτοί, το μήνυμα του σταθμού θα έφτανε μόνο μερικά τετράγωνα. Αυτοί έδωσαν τη διάσταση τη μαζική.