Πρώτα κατέρρευσε η αμερικανική «μικρομεσαία» τράπεζα Silicon Valley Bank (SVB) και λίγες μέρες αργότερα απειλήθηκε με κατάρρευση –διασώθηκε μόνο χάρη στη γενναιόδωρη στήριξη από την ελβετική κεντρική τράπεζα– το «μεγαθήριο» Credit Suisse.
Παρότι η κατάσταση στα χρηματιστήρια το τελευταίο διήμερο εξομαλύνθηκε, οι αγορές έχουν βάλει στο μικροσκόπιο δεκάδες τράπεζες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και στο πρόσφατο sell off των τραπεζικών μετοχών έδειξαν σαφώς τις «προτιμήσεις» τους σε κάποιες από αυτές. Λίστες με τα επόμενα θύματα δημοσιεύονται στον Τύπο και διάσημοι «γκουρού» της διεθνούς οικονομίας, όπως οι Kiyosaki και Roubini, αισθάνονται δικαιωμένοι καθώς «προφήτευαν» μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση, που μάλιστα ισχυρίζονταν ότι θα είναι μεγαλύτερη εκείνης του 2008, εδώ και καιρό.
Προς το παρόν όλοι συμφωνούν ότι δεν έχουμε –ακόμη– ένα γεγονός Lehman Brothers. Αλλά ταυτόχρονα κανείς δεν τολμά να διαβεβαιώσει ότι ο κίνδυνος έχει παρέλθει. Καθώς λοιπόν ο κίνδυνος έχει επανέλθει σαν ρεαλιστικό «σενάριο εργασίας», διαλύοντας τη θαυμαστή αυτοπεποίθηση των «αρχόντων του χρήματος» (των κεντρικών τραπεζών) αλλά και την ιδιότυπη «αμεριμνησία» των υποψήφιων θυμάτων, είναι η στιγμή να θέσουμε ξανά τα παλιά ερωτήματα, που έμειναν «κρατούμενα» από την κρίση του 2008: Στον κόσμο όπου ο «ξαφνικός θάνατος» ελλοχεύει σε κάθε βήμα, ποιος/οι εγγυάται/ώνται για ποιους και ποιος «πληρώνει τα σπασμένα»;
Οι καταθέσεις
Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα, πρέπει πρώτα να δούμε ποιοι κινδυνεύουν και γιατί. Το πλέον περίοπτο υποψήφιο θύμα είναι οι καταθέσεις. Η διεθνής οικονομική συγκυρία μοιάζει με «μαύρο φεγγάρι» για τις καταθέσεις: πριν εμφανιστεί στον ορίζοντα ο κίνδυνος της τραπεζικής κρίσης, η πραγματική αξία των καταθέσεων απαξιωνόταν και συνεχίζει να απαξιώνεται από τον υψηλό πληθωρισμό. Οι μεσοσταθμικές απώλειες σε ΗΠΑ και Ευρώπη, από το φθινόπωρο του 2021 που εκκίνησε ο κύκλος των πληθωριστικών αυξήσεων μέχρι και σήμερα, κυμαίνονται περί το 15%. Αν τέτοιες απώλειες επέρχονταν εξαιτίας χρηματοπιστωτικής κρίσης, θα είχε σχιστεί το στερέωμα του ουρανού – διότι τότε θα κινδύνευαν οι ίδιες οι τράπεζες. Με τον υψηλό πληθωρισμό όμως οι τράπεζες δεν κινδυνεύουν, αντίθετα επωφελούνται από τη μεγάλη διαφορά επιτοκίου μεταξύ καταθέσεων και δανείων. Στο ενδεχόμενο χρηματοπιστωτικής κρίσης όμως, οι καταθέσεις θα κινδυνεύσουν επειδή θα κινδυνεύσουν οι τράπεζες. Οι πρόσφατες αντιδράσεις των νομισματικών αρχών υποδεικνύουν σαφώς τι θα συμβεί: στις ΗΠΑ υπάρχει σύστημα εγγύησης των καταθέσεων και αρμόδιος προς τούτο οργανισμός (EDIS). Για τις μη συστημικές τράπεζες ισχύει το όριο ασφάλισης των 250.000 δολαρίων, για τις συστημικές τράπεζες καλύπτεται το σύνολο. Ωστόσο, με παρέμβαση του Μπάιντεν αυτοπροσώπως, η κυβέρνηση εγγυήθηκε το σύνολο των καταθέσεων της SVB. Στην Ευρώπη, εξαιτίας ρητού γερμανικού «νάιν», ούτε σύστημα εγγύησης καταθέσεων υπάρχει ούτε πολιτική βούληση για παρεμβάσεις τύπου Μπάιντεν, αλλά μόνο εθνικά συστήματα εγγύησης των καταθέσεων μέχρι του ύψους των 100.000 ευρώ. Στο ενδεχόμενο, λοιπόν, μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης τα «σπασμένα» θα τα πληρώσουν οι καταθέσεις και οι καταθέτες.
Οι τράπεζες στο απυρόβλητο
Μήπως όμως κινδυνεύουν οι τράπεζες; Στις ΗΠΑ αυτό είναι πιθανό – αν και όχι γενικός κανόνας. Η Lehman Brothers και η SVB το αποδεικνύουν. Ωστόσο, ύστερα από την εμπειρία της Lehman Brothers, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι νομισματικές αρχές των ΗΠΑ θα ξαναπάρουν τέτοιο ρίσκο. Η SVB είναι μια μικρομεσαία τράπεζα και δεν αποτελεί συστημικό ρίσκο. Η FED ωστόσο έχει αποδείξει στα χρόνια ύστερα από το 2008 ότι τρέχει για να «ξελασπώσει» ακόμη και funds από ασφυξία ρευστότητας, αν κρίνει ότι αποτελούν ντε φάκτο συστημικό κρίκο του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η διάσωση της Credit Suisse από την ελβετική κεντρική τράπεζα δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι τα αυτά –και μάλιστα ακόμη πιο έντονα– ισχύουν διεθνώς και στην Ευρώπη. Οι τράπεζες, τουλάχιστον αυτές που «είναι πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν», «απαγορεύεται» να καταρρεύσουν. Ποιος θα τις σώσει; Οι δημόσιες αρχές (κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις).
Ο «αμαρτωλός» δεσμός
Τι θα γίνει όμως στην ευρωζώνη σε περίπτωση που απειληθούν τράπεζες χωρών-μελών; Τότε θα έρθει, όπως ήρθε στην Ελλάδα το 2010, η ώρα να αποκαλυφθεί ο «αμαρτωλός δεσμός» ιδιωτικού (κυρίως τραπεζικού) και δημόσιου χρέους. Τότε «είναι επείγον να αποδειχθεί» ότι το δημόσιο χρέος είναι το πρόβλημα, ενώ οι τράπεζες υφίστανται δεινά εξαιτίας του «αμαρτωλού» Δημοσίου. Το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 100% (!) ανάμεσα στο 1999 και το 2009 ξεπερνώντας το 120%, ενώ το δημόσιο χρέος παρέμεινε σχεδόν σταθερό μεταξύ 1995 και 2008 στα επίπεδα του 100% του ΑΕΠ και το 2009 ήταν στα ίδια επίπεδα με το ιδιωτικό, αλλά η αφήγηση για την ελληνική κρίση ήταν ότι έφταιγε το «αμαρτωλό Δημόσιο», παρ’ όλο που η κρίση στις τράπεζες άρχισε το 2009 (το πρώτο «πακέτο» στήριξης των τραπεζών, με 20 δισ. ευρώ εγγυήσεις και 5 δισ. ευρώ ζεστό χρήμα, ήταν το 2009 επί υπουργίας Γ. Αλογοσκούφη). Ετσι, ενώ το «αμαρτωλό Δημόσιο» γνώρισε μια σκληρή διαδικασία «εκκαθάρισης» (με σκληρή λιτότητα και θηριώδη πτώση του ΑΕΠ κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες), οι τράπεζες στηρίχτηκαν γενναιόδωρα με εγγυήσεις του Δημοσίου και με δάνειο 50 δισ. ευρώ, που φυσικά ανέλαβε να αποπληρώσει το Δημόσιο…
Ο μηχανισμός μετατροπής του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο δεν έπαψε ποτέ να λειτουργεί και όλα προμηνύουν ότι «αν χρειαστεί» θα λειτουργήσει ξανά. Διότι ποιος πληρώνει εν τέλει τις «απαραίτητες» διασώσεις των τραπεζών σήμερα και ποιος θα τις πληρώσει στο μέλλον;
Πάνος Κοσμάς
Τέσσερις ύποπτοι για μία αναβολή
Μία ακόμη αναβολή φέρεται να έλαβε η πρόταση της Ευρ. Επιτροπής για το πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων και ασφάλισης καταθέσεων (CMDI). Την ώρα που η κατάρρευση της αμερικανικής τράπεζας Silicon Valley Bank και η κατρακύλα τής Credit Suisse ρίχνουν και πάλι φως στην ευθραυστότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι εικασίες στις Βρυξέλλες αυξάνονται σχετικά με το ποιος ή τι ώθησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αποσύρει την τελευταία στιγμή ένα αμφιλεγόμενο κομμάτι της τραπεζικής νομοθεσίας που αφορά το Ταμείο Εγγύησης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν παραδέχεται τίποτα, αναφέροντας στην «Εφ.Συν.» ότι «η Ευρ. Επιτροπή παραμένει προσηλωμένη στην υποβολή πρότασης για το CMDI», αλλά ήδη οι φήμες έχουν πάρει φωτιά.
Σύμφωνα με το Politico, πολλοί είναι οι ύποπτοι που κρύβονται πίσω από την αναβολή που έδωσε (στον εαυτό της) η Επιτροπή. Κατ’ αρχάς, η Γερμανία. Το Βερολίνο είχε καταφέρει να «τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες» πέρυσι ένα πανευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων λόγω ανησυχιών για το κοινό χρέος και άσχημων αναδρομών στην κρίση της ευρωζώνης. «Αυτή τη φορά, η Γερμανία είναι πιθανό να επιθυμεί εξαίρεση για τα πολιτικά ευαίσθητα συστήματα της προστασίας των συνεταιριστικών και ταμιευτηρίων τραπεζών, καθιστώντας την ύποπτη Νο 1», αναφέρει το δημοσίευμα. Ωστόσο, το Βερολίνο δεν αναλαμβάνει την ευθύνη.
Δεύτερη ύποπτη είναι η Γαλλία. «Σε επίπεδο Ε.Ε., το Παρίσι γενικά μάχεται με νύχια και με δόντια για να προστατεύσει τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών του. Ενώ η καθυστερημένη σειρά μεταρρυθμίσεων απευθύνεται κυρίως στους μικρότερους δανειστές, η Γαλλία δεν θέλει να επιβληθεί περισσότερο κόστος στα μεγαλύτερα ιδρύματά της». Αλλά ούτε οι Γάλλοι παραδέχονται ευθύνες για την αναβολή.
Μπορεί να έγινε όμως από κακό τάιμινγκ. Η Γερμανία και η Γαλλία υπέγραψαν μαζί με την Ολλανδία και τη Φινλανδία μια δήλωση που στάλθηκε στην Επιτροπή τον Δεκέμβριο, εκφράζοντας ανησυχίες σχετικά με τους κινδύνους που ενέχει η επέκταση της χρήσης των εθνικών συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων. Ορισμένοι γνώστες των Βρυξελλών πιστεύουν ότι αυτό έδωσε στην Επιτροπή μια ανάπαυλα, επειδή η Επιτροπή θα αντιμετώπιζε αμέσως μια μειοψηφία αποκλεισμού. Ωστόσο, ένας δεύτερος διπλωμάτης της Ε.Ε. δήλωσε ότι είναι «άδικο» να κατηγορείται η επιστολή επειδή επανέλαβε ζητήματα που υφίστανται εδώ και καιρό και δεν είχε ως στόχο να προκαλέσει καθυστέρηση.
Το Politico αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να είναι και η ίδια η πρόεδρος της Ευρ. Επιτροπής αυτή που ανέβαλε το νομοθέτημα. Με μόνο λίγο περισσότερο από έναν χρόνο να απομένει για την πενταετή θητεία αυτής της Επιτροπής, θέλει η Φον ντερ Λάιεν πραγματικά να προωθήσει μια πολιτικά αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση για το εσωτεριστικό θέμα των διασώσεων των τραπεζών μεσαίου μεγέθους; «Απλώς έχω την εντύπωση ότι οτιδήποτε αμφιλεγόμενο το κλoτσάει στην άκρη», δήλωσε ένας τρίτος διπλωμάτης της Ε.Ε.
Η πιο αληθοφανής -και μακράν η πιο βαρετή επιλογή- είναι η γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Η Επιτροπή γνωρίζει ότι θα αντιμετωπίσει σκληρή αντιπολίτευση όσον αφορά το περιεχόμενο, οπότε ο στρατός των υπαλλήλων της φροντίζει να διασφαλίσει ότι τα σχέδιά της είναι όσο το δυνατόν πιο στεγανά και πριν οι πρωτεύουσες της Ε.Ε. τους επιτεθούν δημοσίως. Οσο ο καιρός περνάει όμως τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα για την τραπεζική ενοποίηση στην Ε.Ε.
Μαρία Ψαρά
Αμερικανικός εναντίον ευρωπαϊκού καπιταλισμού
«Ετσι λειτουργεί ο καπιταλισμός. Οι μέτοχοι των τραπεζών που χρεοκόπησαν πήραν το ρίσκο και θα χάσουν τα λεφτά τους. Οι κακές διοικήσεις θα διωχθούν. Οι καταθέτες θα προστατευτούν με το συνεγγυητικό κεφάλαιο των τραπεζών και όχι από δημόσιο χρήμα. Αμερικανοί, μπορείτε να έχετε εμπιστοσύνη ότι το τραπεζικό μας σύστημα είναι ασφαλές. Οι αποταμιεύσεις σας θα είναι εκεί όποτε τις χρειαστείτε». Τάδε έφη ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν πριν από λίγες μέρες, προκειμένου να καθησυχάσει τους Αμερικανούς πολίτες και να αποτρέψει ένα bank run (πανικό αναλήψεων) στις αμερικανικές τράπεζες, πέρα από τις Silicon Valley και Signature που ήδη έβαλαν λουκέτο.
Αυτό που περιγράφει ο Μπάιντεν ως καπιταλισμό αφορά κυρίως την αμερικανική εκδοχή του. Ο αμερικανικός καπιταλισμός, σε γενικές γραμμές, είναι συνεπής με τον εαυτό του. Στηn κρίση του 2008 οι εποπτικές αρχές, αφού έθεσαν υπό κρατική προστασία τις Fannie Mae και Freddie Mac, άφησαν να χρεοκοπήσουν μέσα σε τρία χρόνια περίπου 500 μεγάλες, μεσαίες, μικρές και τοπικές τράπεζες στις ΗΠΑ -με κορυφαία τη Lehman Brothers-, χωρίς οι καταθέτες να χάσουν, τυπικά, τα λεφτά τους. Βεβαίως, στην πραγματικότητα έχασαν τελικά και μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους, όταν χάθηκαν επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας, καθώς η κρίση διαχύθηκε σε όλη την οικονομία βυθίζοντας τις ΗΠΑ και την παγκόσμια οικονομία στη χειρότερη «Μεγάλη Υφεση» από την ιστορική του 1930.
Στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό οι πολιτικοί διαχειριστές της κρίσης του 2008 λειτούργησαν αντίστροφα. Αφού πέρασαν σχεδόν μία διετία καθησυχαστικών διακηρύξεων για την ασφάλεια του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι ηγεσίες της Ε.Ε. ξεκαθάρισαν από την πρώτη στιγμή ότι προτεραιότητά τους ήταν η διάσωση των τραπεζών (σε αντίθεση με την εκτός Ε.Ε. μικρή Ισλανδία που οι πολίτες της επέλεξαν να αφήσουν τις εκτεθειμένες σε ριψοκίνδυνα παράγωγα τράπεζές τους να καταρρεύσουν κι ας το πλήρωσαν με εξαέρωση των καταθέσεών τους).
Αυτό ήταν ολοφάνερο στην περίπτωση της Ιρλανδίας (2010, πρόγραμμα διάσωσης 85 δισ. για να καλυφθεί η εκτόξευση του ιρλανδικού χρέους μετά τη διάθεση 60 δισ. ευρώ για τη στήριξη των τραπεζών), της Κύπρου (2012, δανεισμός 7 δισ. από Ε.Ε. και ΔΝΤ για τη αναδιάρθρωση και συρρίκνωση του τραπεζικού τομέα, με κούρεμα μεγάλων καταθέσεων) και της Ισπανίας (2012, δανεισμός 41 δισ. για ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών).
Ωστόσο, λιγότερο στην περίπτωση της Πορτογαλίας (2011, πρόγραμμα 76 δισ. ευρώ), αλλά πολύ περισσότερο στην περίπτωση της Ελλάδας (2010-2015, τρία Μνημόνια και προγράμματα δανεισμού συνολικού ύψους 286 δισ. -από τα οποία εκταμιεύτηκαν 200 δισ.) η στρατηγική «διάσωσης» αφορούσε ξεκάθαρα τη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών. Εν μέρει των ελληνικών, που ανακεφαλαιοποιήθηκαν με χρήματα των φορολογουμένων, αλλά κυρίως των γαλλικών, γερμανικών και άλλων, που ξεφορτώθηκαν όσα ευτελισμένα σε «σκουπίδια» ελληνικά κρατικά ομόλογα είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους.
Θα περίμενε κανείς ότι αυτή η ξεκάθαρη επιλογή της ευρωπαϊκής ηγεσίας να θέσει υπεράνω όλων την υπεράσπιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε βαθμό που να αποδεχθεί τη μετάλλαξη της τραπεζικής κρίσης σε κρίση κρατικού χρέους, θα έπαιρνε τουλάχιστον ολοκληρωμένο θεσμικό χαρακτήρα, με τη διαμόρφωση της περίφημης τραπεζικής ένωσης της Ε.Ε.
Εις μάτην. Ο «οδικός χάρτης προς την Τραπεζική Ενωση της Ε.Ε.», το 2015, υποτίθεται ότι συμπυκνώνει την οδυνηρή εμπειρία της από την κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας. Αλλά από αυτό το περίπλοκο υπό κατασκευή οικοδόμημα έχει φτιαχτεί η οροφή (ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός/SSM, υπό τη σκέπη της ΕΚΤ), μπήκαν και τα παράθυρα (ο Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης τραπεζών, SRM), αλλά λείπουν τα θεμέλια: το μεν Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης, δηλαδή το ταμείο έκτακτης ανάγκης για τη διάσωση χρεοκοπημένων τραπεζών, διαθέτει μόλις 50 δισ. ευρώ για εκατοντάδες τράπεζες στις 21 χώρες της Τραπεζικής Ενωσης. Το δε Ευρωπαϊκό Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, δηλαδή ένα ταμείο ασφαλείας για τις αποταμιεύσεις μέχρι 100.000 ευρώ, πέρα από τα αντίστοιχα εθνικά συστήματα εγγύησης, διατηρείται εδώ και 8 χρόνια μόνο στα όνειρα της Ευρ. Επιτροπής και… στους εφιάλτες της Γερμανίας, που σταθερά αρνείται την πρακτική συγκρότηση και κοινή χρηματοδότησή του. Και σε αυτό μέχρι σήμερα έχει τις πλάτες και της ηγεσίας της ΕΚΤ.
Το γερμανικό πρόσχημα ήταν πως για να υπάρξει κοινή εγγύηση καταθέσεων έπρεπε να μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Ετσι, ξεκίνησε το πανηγύρι των τιτλοποιήσεων, που στην Ελλάδα πήρε σκανδαλώδεις διαστάσεις, με ξεφόρτωμα «κόκκινων» δανείων 90 δισ. ευρώ από τις –ιδιωτικές και κερδοφόρες πια- ελληνικές τράπεζες στα funds, τα οποία όμως είναι κι αυτά εκτεθειμένα στις επιπτώσεις της αύξησης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες. Αυτής που έφερε τη Silicon Valley και τη Signature στις ΗΠΑ σε κατάρρευση και την Credit Suiss να εκλιπαρεί τη στήριξη.
Το αποτέλεσμα είναι ότι στο ενδεχόμενο η νέα τραπεζική κρίση να μολύνει γενικευμένα την Ευρώπη, η θεσμική κουρελού της Ε.Ε. που αποκαλείται «ευρωπαϊκός καπιταλισμός» είναι το ίδιο διάτρητη όπως ήταν και στην κρίση του 2008.
Γιάννης Κιμπουρόπουλος
ΠΟΣΟ ΕΤΟΙΜΗ ΕΙΝΑΙ Η Ε.Ε. ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΡΙΣH;
Δεν υπάρχουν πλέον «μαύροι κύκνοι»
Πρέπει άραγε να φοβόμαστε σήμερα (επειδή μιλούν πολλοί για μεγάλο κραχ) όπως πριν από 15 χρόνια, όταν κατέρρευσε η Lehman Brothers και ξεκίνησε διεθνώς η ύφεση, αλλά και η κρίση χρέους στην ευρωζώνη;
Υπάρχει ένα δεδομένο στις μεγάλες κρίσεις του παρελθόντος που δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε: το κεφάλαιο δεν ρέει πάντα με τον επωφελή τρόπο που υποθέτουν οι θεωρίες (βλ. Harold James, Διεθνείς κινήσεις κεφαλαίου και παγκόσμια τάξη, Ιστορία του Καπιταλισμού, Cambridge).
Μπορεί το φόντο εδώ και δύο χρόνια να μοιάζει παρόμοιο με αυτό πριν από την τραπεζική κρίση του 2008, εν τούτοις υπάρχουν διαφορές που αξίζουν την προσοχή μας. Η χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική πίσω από τη σημερινή τραπεζική αστάθεια στις ΗΠΑ οφείλεται κυρίως στην ασυμβατότητα ωρίμανσης χρεογράφων στους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Υπάρχει φυσικά υπερσυγκέντρωση κινδύνων και πάλι στις αγορές: πληθωρισμός, τεράστια χρέη, νομισματικοί πόλεμοι, αυξημένα επιτόκια, υπερτιμολόγηση αξιών και κεφαλαιοποιήσεων.
Επίσης, ο βαθμός συσχέτισης παραγωγικής-χρηματιστηριακής οικονομίας παραμένει εντελώς αρνητικός: τα προθεσμιακά παράγωγα πάνω στη μεταβλητότητα των αγορών και τα εξωτικά επενδυτικά προϊόντα στοιχηματίζονται με εσωτερικό δανεισμό, ενώ ταυτόχρονα στερούν ρευστότητα από το οικονομικό κύκλωμα και από τους κλάδους παραγωγής.
Η δε πρωτοφανής ποσότητα χρήματος που εκδόθηκε με μηδενικά επιτόκια μέσα σε πανδημία και ενεργειακή κρίση δεν έπεσε σε παραγωγή, εμπόριο και θέσεις απασχόλησης, αλλά μοχλεύτηκε και «εξαϋλώθηκε» εντός του αλχημιστικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η απόλυτη καταιγίδα μοιάζει μάλλον σαν να έχει προεξοφληθεί και η αλήθεια είναι ότι ζήσαμε ήδη απότομη ύφεση και ισχυρή ανάκαμψη μέσα στην πανδημία και το ίδιο απότομη έκρηξη τιμών βασικών αγαθών και κόστους χρήματος μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Κάποιες, λοιπόν, ελάχιστες προς το παρόν, προβληματικές τράπεζες στις ΗΠΑ εσωτερίκευσαν όπως φαίνεται όλα τα παραπάνω και υπερεκτέθηκαν σε επιτόκια και αποδόσεις ομολόγων κι άλλη μία μεγάλη επενδυτική (Credit Suisse) στην Ευρώπη περιήλθε σε ανάγκη έκτακτου δανεισμού. Δεν το λες και «μη αναμενόμενο», δεδομένου ότι το αρνητικό επιτόκιο μετατράπηκε εν ριπή οφθαλμού σε υπερθετικό, με το μοχλευμένο χρήμα να εγκλωβίζεται σε τοποθετήσεις όχι εύκολες σε ρευστοποίηση (βλ. Silicon Valey Bank και Signature Bank).
Το θεωρητικά ενδιαφέρον είναι ότι ο περίφημος «ηθικός κίνδυνος» (moral hazard) που γεννιέται σε τέτοιες περιπτώσεις με τη διάσωση τραπεζών και εταιρειών έχει σχεδόν ενσωματωθεί στους προεξοφλημένους υπόλοιπους κινδύνους.
Και αυτό το σύνολο των κινδύνων, το άθροισμα των φόβων (sum of all fears) ταπεινά φρονώ ότι μάλλον δεν γεννάει πλέον τους «μαύρους κύκνους», σύμφωνα με τη θεωρία του Νασίμ Τάλεμπ…
Περισσότερο φαίνεται αυτό το σκηνικό να δομεί συνθήκες εμφάνισης για τους «λευκούς [κρατικούς] ιππότες» του προέδρου Μπάιντεν και όποιων άλλων κυβερνήσεων ωθούν κάποιους ομίλους να εξαγοράζουν τα πτωχευμένα ιδρύματα (βλ. Ηνωμένο Βασίλειο, η HSBC, τη SVB-UK).
Να θυμόμαστε ότι είναι αυτονόητο ότι οι εποπτικοί μηχανισμοί και τα εκ των υστέρων (ή και εκ των προτέρων) παρεμβατικά μέτρα χρειάζονται πάντα τη θεσμική ομπρέλα υποστήριξης. Δηλαδή την αυξημένη λογοδοσία τόσο των υπερεθνικών συντονιστικών μηχανισμών όσο και των ανεξάρτητων οίκων αξιολόγησης.
Αυτό γίνεται περισσότερο αναγκαίο ειδικά όταν έχουμε στις αγορές μια μόνιμη μακροοικονομική ανισορροπία μεταξύ δημοσιονομικών και νομισματικών μεγεθών και τα απόνερά της (π.χ. βόμβα παγκόσμιου χρέους).
Και φυσικά πέραν των γεωπολιτικών αναδιατάξεων και αναδασμών, παραμένει «μαύρο κουτί» (και όχι «μαύρος κύκνος» πλέον) η μάλλον ανεξέλεγκτη κινεζική τραπεζική, αλλά και το εμπορικό πλεονασματικό καθεστώς που το Πεκίνο «φύτεψε» μεθοδικά στην παγκόσμια οικονομία.
Αυτό το καθεστώς είναι που πολλαπλασιάζει τη δυναμική του ευρύτερου ασιατικού χρηματοκεφαλαίου, δηλαδή τις νέες ενεργειακές συμφωνίες, αλλά και τις βιομηχανικές συμπράξεις (π.χ. ορυκτά, σπάνιες γαίες) καθώς και τις χαρτογραφήσεις σε νέες νομισματικές ζώνες (π.χ. πρόσδεση κάποιων νομισμάτων σε πρώτες ύλες και χρυσό) μεταξύ Ρωσίας, Εμιράτων, Ινδίας, Κίνας, Ν. Αφρικής.
Επειδή λοιπόν σχεδόν όλα τα έχουμε δει να συμβαίνουν (πτωχεύσεις, πανδημίες, πόλεμοι, κερδοσκοπικά παίγνια) τα πάντα πλέον είναι ορατά και σχεδόν προεξοφλημένα ως συστημικοί κίνδυνοι (αλλά και ως ευκαιρίες…) Και το πιο βασικό: δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αγορές δεν «ισορροπούν» ποτέ και δεν πειθαρχούν σε μοτίβα. Αυτός είναι ο λόγος που ο καπιταλισμός θα βρίσκει ξανά και ξανά χωρική και χρονική διέξοδο για το εσωτερικό του όριο και την απόσπαση υπεραξίας για απόδοση του κεφαλαίου.
Οι δε τριγμοί του συστήματος και τα όποια σινιάλα στα ταμπλό για τα άδυτα των τραπεζικών ισολογισμών είναι τα μαθήματα που έπρεπε να είχαμε πάρει πολλές φορές στην Ιστορία, πριν και μετά τις κρίσεις υπερσυσσώρευσης, που πεισματικά αποφεύγουμε να ερμηνεύσουμε…
Ηλίας Καραβόλιας, οικονομολόγος
efsyn.gr