Αν κάποιος αφουγκραστεί και δει τι γίνεται στην πραγματικότητα γύρω από το τραπέζι του Πάσχα, ενδεχομένως μπορεί να αποκομίσει ορισμένα συμπεράσματα. Οι τιμές έχουν ξεφύγει και οι ερμηνείες για τις τιμές του «αρνιού-Πόρσε» και του «αρνιού του καλαθιού» δεν είναι τόσο πειστικές ούτε για την αγορά του τέλειου ανταγωνισμού, ούτε για τον κοινό νου, αλλά ούτε για τη συλλογική ευημερία. Η ακρίβεια είναι ο διάβολος που ταλαιπωρεί τους πάντες. Και ναι μεν το 2022 η οικονομία της χώρας μπορεί να κατέγραψε μεγέθυνση του ΑΕΠ πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, στο 5,9%, αλλά οι έντονες πιέσεις του πληθωρισμού και η επιδείνωση του παγκόσμιου οικονομικού κλίματος δεν αφήνουν χώρο εφησυχασμού για την κοινωνία και την οικονομία.
Θανάσης Βασιλείου
Αν σταθούμε λίγο στις εκτιμήσεις του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, θα διαπιστώσουμε ότι «το 2022 υπήρξε ένα ακόμη έτος αυξημένης αβεβαιότητας, λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της απότομης ανόδου του πληθωρισμού». Αλλά αν υποθέσουμε ότι στην ομιλία του υπάρχουν δεδομένα που καταγράφονται, επίσης μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν άλλα τόσα που αποσιωπώνται, δεν καταγράφονται, δεν εξειδικεύονται και, κυρίως, δεν αποτελούν απάντηση στο μοντέλο μιας οικονομίας που, παρά τις επιτυχίες της, έχει πολλές στρεβλώσεις. Τις στρεβλώσεις αυτές δεν θέλει να τις δει η κυβέρνηση, ούτε είναι διατεθειμένη να τις συζητήσει. Π.χ. ακούγεται καλό το θέμα ανόδου της ανταγωνιστικότητας και της βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος, αλλά κρύβει παγίδες για τον κόσμο της απασχόλησης, για το επίπεδο των μισθών, για τη διάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου. Υπάρχουν, επίσης, πολλά αναπάντητα ερωτήματα για τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος στην ανάπτυξη. Π.χ., πολλές επενδύσεις γίνονται με δάνεια, στα οποία όμως δεν έχουν πρόσβαση εκατοντάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις. Και, βέβαια, δεν συζητάμε καθόλου για τη μεταχείριση που είχαν κατά την περίοδο της πανδημικής κρίσης ορισμένα πολύ μεγάλα αγαθά, όπως αυτό της υγείας, της παιδείας και των Πανεπιστημίων, του περιβάλλοντος και της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ο Τζ. Κ. Γκαλμπρέιθ είχε θέσει το ζήτημα του αυτοθαυμασμού, στον οποίο επιδίδεται η κυβέρνηση, στο βιβλίο του «Εποχή της αβεβαιότητας». Ελεγε ότι αρκετοί ηγέτες… «θεωρούσαν την πολιτική κάτι σαν οικογενειακό δικαίωμα και παράδοση». Αυτή η τάση επικρατούσε το 1914, επικρατούσε στον Μεσοπόλεμο, στο 1941-1944 κ.ο.κ. Επικρατεί και σήμερα. Εφόσον η κληρονομιά είναι αυτό που δίνει σε κάποιον τα προσόντα για τη δουλειά, τότε ούτε η αξιοσύνη, ούτε οι ικανότητες αποτελούν προϋποθέσεις. Η δουλειά είναι απλή: ροή πλούτου από το κράτος και τους φορολογούμενους στα ήδη πλούσια κράτη (εξ ου και η ανησυχητική διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2022 στο 9,7% του ΑΕΠ) και στους πολύ πλούσιους, οι οποίοι μέσω των στενών σχέσεων με την κυβέρνηση γίνονται ακόμα πλουσιότεροι και σχεδόν αφορολόγητοι. Και αυτό, χωρίς να λύνεται το πρόβλημα της αβεβαιότητας και της φτώχειας ή της αντώνυμης μεγέθυνσης του ΑΕΠ, γιατί, απλούστατα, ενδιαφέρει η μονοπώληση της εξουσίας και τίποτα άλλο.
Και έτσι, πλησιάζουμε στις εκλογές, με τρίτο κόμμα τους αδιευκρίνιστους και σχεδόν αδιάφορους ψηφοφόρους, με πολλά πάθη και λίγη ουσία γύρω από το εάν η Ελλάδα θα καταφέρει να αλλάξει, γύρω από το εάν η Ε.Ε. μπορεί να αλλάξει, γύρω από το εάν ένα καλύτερο συλλογικό μέλλον θα μπορεί ή όχι να είναι μια πειστική απάντηση στην Ιστορία.
Ποια η απάντηση στην καβαφική… μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων για τους ευλαβείς; Στην επανεμφάνιση της φτώχειας και της «φτωχής εργασίας»; Ποια η απάντηση στην επανεμφάνιση του φασισμού;
Η ιστορία της κατανομής του πλούτου πάντοτε ήταν μια ιστορία βαθιά πολιτική. Ποτέ δεν συνοψίστηκε σε αγοραίους οικονομικούς μηχανισμούς. Είναι χαοτική, απρόβλεπτη και κοινωνικά επικίνδυνη όταν είναι άνιση, λέει ο Τομά Πικετί. Αλλά αν η ανισότητα και η κοινωνική αδικία συνοψίζονται σε εαρινά προεκλογικά πάθη τύπου «αρνί-Πόρσε», τότε το σύστημα φτάνει στα πραγματικά και λογικά όριά του. Η Ελλάδα είναι αρνητική πρωταθλήτρια σε πολλούς επιμέρους δείκτες και τομείς. Απότοκα, λένε οι περισσότεροι, των χρόνων της κρίσης, της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία.
Αλλά από τους σχεδιαστές, ως φαίνεται, ξεχνιούνται τα βασικά: «Φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται…» (ας φάνε οι φτωχοί, να χορτάσουν). Το απλό κοινωνικό και χριστιανικό έχει πολλές προϋποθέσεις και παραμένει απλησίαστο σε κρίσιμες προεκλογικές ομάδες. Σημειώνω πρώτα τους μονοκόμματους της «εκλογικής δημοκρατίας» τύπου Μητσοτάκη που αναζητούν στη νίκη απαντήσεις για την τύχη τους – ληστρικούς τύπους κατανομής που θέλουν τα «αρνιά-Πόρσε» για τον εαυτό τους. Και, δεύτερον, ορισμένους ενοχικούς μεταλλαγμένους που, αντί να σχεδιάζουν το τραπέζι του πλούσιου Λάζαρου, λιγουρεύονται τ’ αποφάγια του. Καλή Ανάσταση.
.efsyn.gr