Το ζήσαμε τις περιόδους της επιλογής νέας ηγεσίας με τον πιο δραματικό τρόπο στη Ν.Δ. στα τέλη του 2015, όταν σταμάτησε η διαδικασία της ψηφοφορίας, οι εκλογές μετατέθηκαν και ο ένας υποψήφιος (Κυριάκος Μητσοτάκης) άφηνε για τον άλλο (Βαγγέλη Μεϊμαράκη) υπονοούμενα νοθείας. Το ζήσαμε και με τις εκλογές του 2021 στο ΠΑΣΟΚ, όπου εκλέχτηκε ο Νίκος Ανδρουλάκης στον δεύτερο γύρο με τη στήριξη του Ανδρέα Λοβέρδου, ο οποίος ήδη έχει στραφεί προς τη Ν.Δ.
Η διαφορά είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα της Αριστεράς, έχει συσταθεί δηλαδή για να εκφράζει και να υπερασπίζεται τους «πολλούς». Γι’ αυτόν τον λόγο η πολιτική του διαδρομή σχετίζεται ακριβώς με τον βαθμό που κατορθώνει να εκφράσει τους «πολλούς». Και όρος για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι η εξασφάλιση μιας δημοκρατικής εσωτερικής λειτουργίας, ενός έστω και στοιχειώδους συλλογικού τρόπου λήψης αποφάσεων. Η δημοκρατική συγκρότηση των κομμάτων της Αριστεράς είναι όρος ύπαρξής τους, ενώ η μίμηση αυτού του μοντέλου από κόμματα της Δεξιάς και του Κέντρου λειτουργεί μόνο ως μηχανισμός επιλογής ενός αρχηγού.
Απ’ αυτή την άποψη η διαδικασία που ακολουθείται στον ΣΥΡΙΖΑ για την εκλογή νέου προέδρου, δηλαδή η ψηφοφορία από μια ακαθόριστη βάση «μελών», είναι πραγματικά ξένη προς την παράδοση της Αριστεράς. Ολα τα αρνητικά φαινόμενα που διαπιστώνονται αυτές τις μέρες γύρω από την ψηφοφορία οφείλονται σ’ αυτό ακριβώς: στο ότι το ίδιο το κόμμα παραδίδεται ανήμπορο σε μια σειρά πολιτικών μηχανισμών που επιχειρούν να το ελέγξουν γράφοντας «μέλη», τα οποία ούτε είχαν ούτε έχουν καμιά διάθεση να αποκτήσουν πραγματική σχέση με την Αριστερά.
Αυτό το σχήμα εφαρμόζεται για πρώτη φορά στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί μπορεί το 2022 να εκλέχτηκε από τη «βάση» ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά ήταν ο μοναδικός υποψήφιος, οπότε δεν υπήρξε πραγματική διαδικασία εκλογής. Απλώς επικυρώθηκε ένα δεδομένο. Αντίθετα, όταν είχε πρωτοτεθεί το ζήτημα εκλογής προέδρου από τη βάση στον ΣΥΡΙΖΑ μετά το δραματικό καλοκαίρι του 2015 και την αποχώρηση της ομάδας που συγκρότησε τη ΛΑΕ και κυρίως το καλοκαίρι του 2019, μετά την εκλογική ήττα, ο Αλέξης Τσίπρας ήταν εκείνος που πρώτος το αρνήθηκε.
Εχω προ ετών περιγράψει τα προβληματικά χαρακτηριστικά αυτής της εκλογής («Το δίλημμα της εκλογής προέδρου στον ΣΥΡΙΖΑ», «Εφ.Συν.» 17.7.2019). Ηταν ο ίδιος που το εισηγήθηκε το 2022, αλλά αυτό συνέβη κάτω από ειδικές συνθήκες. Το κόμμα επιχειρούσε να ανασυστήσει συλλογικές οργανωτικές διαδικασίες μετά από δύο χρόνια πανδημίας, εγκλεισμών και απαγόρευσης κάθε μαζικής συγκέντρωσης.
Βέβαια τώρα, με δεδομένο τον τρόπο εκλογής του 2022, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει τον ίδιο τρόπο εκλογής μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα. Και η αρχική εικόνα των εσωκομματικών διεργασιών έδωσε την εντύπωση πως όλα τα κομματικά στελέχη είχαν επίγνωση για την κρισιμότητα των στιγμών και ήταν έτοιμα να προχωρήσουν με ενότητα στην επόμενη μέρα, όσο κι αν υπήρξαν κάποια φάλτσα και μερικές υπόγειες γκρίνιες και διαφωνίες. Απολύτως αναμενόμενα όλα αυτά.
Ολα άλλαξαν μόλις φάνηκε ότι συγκεντρώνει την πλειοψηφία της προτίμησης των μελών η υποψηφιότητα της Εφης Αχτσιόγλου, την οποία υποστηρίζει μια σημαντική μερίδα από τα πιο αναγνωρισμένα νεότερα στελέχη του κόμματος. Τότε εμφανίστηκε -κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή- ο «θείος απ’ το Σικάγο» (όπως εικονογράφησε τον Στέφανο Κασσελάκη ο Πέτρος Ζερβός) για να «σώσει» το κόμμα. Από ποιον να το «σώσει»; Μα από την Αριστερά! Το δηλώνει με τη χαρακτηριστική του ευθύτητα (ή αφέλεια) ο Ευάγγελος Αντώναρος, από τους πρώτους που συντάχθηκε στο πλάι του κ. Κασσελάκη: «Αυτό που δεν με τραβάει στην Εφη Αχτσιόγλου είναι η συνεχής αναφορά της στην Αριστερά. Εγώ είμαι άνθρωπος του Κέντρου».
Αλλά αυτό είναι το κεντρικό διακύβευμα των εκλογών της Κυριακής. Αν θα εκλεγεί ένας πρόεδρος για κόμμα της Αριστεράς ή του Κέντρου ή της Δεξιάς! Οπως έχω ξαναγράψει, η Εφη Αχτσιόγλου έχει καταθέσει αναλυτικά τον πολιτικό της σχεδιασμό και αυτός αναφέρεται ασφαλώς στην Αριστερά, όσο κι αν ενοχλείται ο κ. Αντώναρος. Από τη δική του πλευρά ο κ. Κασσελάκης θεωρεί ότι δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι παρόμοιο. Αρκείται σε μια σειρά εμφανίσεων, αναρτήσεων και συνθημάτων. Καθώς φαίνεται αυτά αρκούν για κάποια από τα όψιμα «μέλη».
Υπάρχει βέβαια και η μικρή ομάδα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που τάχθηκε πίσω από την υποψηφιότητα Κασσελάκη αμέσως μόλις εκδηλώθηκε ο ίδιος. Και ασφαλώς πολλοί ξαφνιάστηκαν που δεν είδαν δίπλα του μόνο κάποια στελέχη που προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ (και βέβαια όχι από την αριστερή πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ), αλλά και ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που θεωρούνταν εμβληματικά για το κόμμα όπως ο Παύλος Πολάκης ή ο Γιώργος Τσίπρας. Πώς ανέχονται αυτά τα στελέχη να συμπλέουν με όσους δηλώνουν σήμερα απέχθεια για την Αριστερά;
Δυστυχώς η απάντηση είναι απλή. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια μεγάλη κρίση. Την προκάλεσε ασφαλώς η διπλή εκλογική ήττα και μπροστά στο κόμμα βρίσκονται ανοιχτά τα μεγάλα διλήμματα της ανασυγκρότησης. Σ’ αυτές τις συνθήκες τα ίδια τα στελέχη βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα της προσωπικής πολιτικής τους ταυτότητας. Και ως γνωστόν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος προέρχονται από τον ιστορικό Συνασπισμό που μετεξελίχτηκε σε ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Πολάκης το 2012 υποστήριζε το κόμμα ΕΠΑΜ του γνωστού ιδιόρρυθμου οικονομολόγου Δημήτρη Καζάκη, ενώ ο κ. Τσίπρας ανήκε στην ΚΟΕ του Ρούντι Ρινάλντι. Από κάθε άποψη λοιπόν η παράδοξη συμμαχία των υποστηρικτών του κ. Κασσελάκη δεν θα πάψει να μας απασχολεί.
efsyn.gr/