Τα πρώτα μεταμνημονιακά χρόνια με βρήκαν σε μια σχέση που ήταν στην ωριμότητά της. Επίσης έγινα πατέρας, που ήταν μια καινούρια ταυτότητα και μια νέα κοινωνική συνθήκη και καθημερινότητα. Το αλκοόλ στα παιδικά πάρτιζ, οι συναντήσεις σε παιδικές χαρές όπου γνώριζα μια νέα κοινωνικότητα, αυτή των νέων και κουλ κριέτιβ γονιών στα Εξάρχεια και όπου προέκυψαν και φιλίες, κάποιες από τις οποίες αντέχουν στον χρόνο. Επίσης, μετά από λίγο οι πρώτοι χωρισμοί, η φτώχεια που άρχισε να γίνεται εμφανής, αδιαμφισβήτητη όσο ένας άνθρωπος που ψάχνει στα σκουπίδια ενώ είσαι με ένα δίχρονο παιδί στο μπαλκόνι, εμφανής όσο τα υπολείμματα χρήσης πρέζας και τα σκουπίδια μπροστά από την τριλογία της Πανεπιστημίου, στη βόλτα προς τον Εθνικό Κήπο.
Γιώργος Σερβετάς
Όποιος φίλος έμενε έξω από τα ασφαλή Εξάρχεια και έπαιρνε το λεωφορείο από τα Πατήσια πχ θα έπεφτε όχι σπάνια σε κάποιο σκηνικό φασιστικής βίας. Μια κατάσταση που τη βίωναν και άνθρωποι τελείως αδιάφοροι μέχρι τότε για την πολιτική πραγματικότητα. Θυμάμαι ακόμα και το επεισόδιο που είχε τύχει σε φίλη που δέχτηκε φραστική επίθεση από κάτι φασιστικά λέσια ενώ ήταν με μωρό στο καρότσι. Γενικά ήταν μια κοινωνία σε ελεύθερη πτώση, υπό κατάρρευση.
Εκείνα τα χρόνια ήταν επίσης που έπρεπε να εμπεδώσουμε ότι η ελληνική οικογένεια είναι η νοσηρή κατάσταση όπου τα παιδιά μένουν μέχρι τα 40 -πράγμα που βέβαια δεν είναι επιλήψημο για τους γόνους που ζουν μια κληρονομημένη οικονομική σιγουριά, μόνο για τους φτωχούς. Κάποιοι τρίχαζοι είχαν αγοράσει τον όρο «πλασματική ευημερία», που δεν είναι σαν την άλλη, την κανονική, κυρίως ειπείν ευημερία που έχουν στη Δύση, που είναι φυσικά αποτέλεσμα εγγενούς προτεσταντίλας και διαφωτισμού, και σκληρής δουλειάς. Πλάκα κάνω. Δεν είναι.
Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα και το περιβάλλον όπου οι άνθρωποι της γενιάς μου λίγο πολύ έγιναν γονείς. Μια αλλαγή όχι μόνο στις συνήθειες αλλά και σε ρόλους και ταυτότητες τις οποίες έπρεπε να εφεύρουμε, σε μια ολοκαίνουρια κοινωνική συνθήκη και χωρίς να υπάρχουν και οι σχετικές και updated πολιτισμικές αναπαραστάσεις, ταινίες, βιβλία, τηλεόραση.
Μέσα σε αυτόν τον αυτοσχεδιασμό, τόσο τον δικό μας όσο και των άλλων τριγύρω αναπαράχθηκε μια πληθώρα ρόλων και συμπεριφορων. Από πιο συντηρητικές, με την έννοια της αναπαραγωγής προτύπων κληρονομημένων από την αμέσως προηγούμενη γενιά, μέχρι και καταστάσεις πιο ad-hoc, χτισμένες όπως είναι λογικό πάνω στην ανάγκη, όχι πάνω σε αυτό το πλάσμα της φαντασίας που οι πιστοί του φιλελεδισμού θέλουν να ονομάζουν «επιλογή». Χωρισμένα ζευγάρια που έμεναν μαζί επειδή η οικονομική επισφάλεια δεν τους επέτρεπε δεύτερο σπίτι και έτρωγαν τις σάρκες τους με ολέθριες επιπτώσεις, χωρισμένα ζευγάρια που έκαναν διακοπές μαζί είτε για λόγους αλληλεγγύης στο πιο αδύναμο μέλος ή για να προσφέρουν στο παιδί λίγη ακόμα συνύπαρξη.
Γενικά, μια ποικιλομορφία μοντέλων σχέσεων που κυρίως οφειλόταν στην αχαρτογράφητη και βίαιη πραγματικότητα. Επίσης, υπήρχε η ανάγκη των κουλ και κριέιτιβ γονιών να διατηρήσουν την καλλιτεχνικότητά τους, τα πάρτι, την κοινωνικότητα, την ελευθεριότητα, όλα αυτά τα οποία στοιχειοθετούσαν την ταυτότητα προ-γονεϊκότητας. Τώρα αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι με αυτό, παρόλη την υποτιθέμενη σε τέτοιο περιβάλλον ανοιχτομυαλιά, οι παραδοσιακοί ρόλοι διατηρήθηκαν και οι άντρες ήταν πιο ευνοημένοι. Ακόμα και σε χώρους κατά τεκμήριο ανοιχτόμυαλους, δεν ήταν σπάνιο ένας άντρας να το παίζει κουλ νέος πατέρας ενώ η μαμά μεγαλώνει το παιδί στο σπίτι.
Η επικρατούσα αντίληψη μιλάει συχνά για κουλτούρα, για πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Στην περίπτωση της Ελλάδας αναφερόμαστε συχνά -όχι εγώ- σε μια δήθεν ιδιαιτερότητα. Η κυρίαρχη μυθολογία θέλει να λέει ότι δεν περάσαμε διαφωτισμό, πράγμα που μας καταδικάζει σε πρωτόγονες κοινωνικές δομές. Εγώ λέω ότι η ελληνική ιδιαιτερότητα είναι άλλη: ένας ιδιότυπος επαρχιωτισμός, η ίδια η μυθολογία σύμφωνα με τον οποίο η Ελλάδα είναι πολιτισμικά καθυστερημένη. Υπάρχουν προφανώς αιτίες για αυτό: είμαστε κομμάτι αναπόσπαστο της ιδεολογικής ταυτότητας της δύσης, ενώ δεν είχαμε ποτέ αποικίες και δεν κάναμε καμιά γενοκτονία.
Το παράδοξο με την πραγματικότητα είναι, ότι ενώ το αφήγημα της ελληνικής κατωτερότητας διακινείται από κοινωνικά στρώματα που διεκδικούν ένα ίματζ ανοιχτόμυαλου και πιο δυτικού, είναι ακριβώς εκείνα που κολυμπούν με μεγαλύτερη άνεση στα πιο παραδοσιακά πρότυπα. Δεν υπάρχει λόγος άλλωστε για αυτοσχεδιασμούς όταν μια κατάσταση είναι λειτουργική και για αυτό ο συντηρητισμός είναι δομικός εκεί. Δεν υπάρχει επίσης λόγος να αμφισβητήσουν όλο εκείνο το πλέγμα που συνιστά η οικογένεια και που δίνει πολιτική – κοινωνική – οικονομική ισχύ. Παρά την νεο-πουριτανική στην πραγματικότητα ρομαντικοποίηση της οικογένειας -δυο άνθρωποι που ερωτεύτηκαν και αυτό τους κρατά ενωμένους- οι δομές εξουσίας των κοινωνιών μας είναι εδραιωμένες και στην πολιτική συνοχή που διαμορφώνουν οι οικογενειακοί δεσμοί. Αρκεί να δούμε τον βαθμό στον οποίο η αριστερά-δεξιά τοποθέτηση κληροδοτείται από τους γονείς, ή και την πολιτική ισχύ κάποιων οικογενειών.
Συμβαίνει το εξής υποκριτικό: ενώ τα πιο καλοβαλμένα κοινωνικά στρώματα κατεξοχήν διαπνέονται από ατόφιο συντηρητισμό, για να το πούμε με σαφήνεια, αναπαράγουν πρότυπα και συνήθειες όπως αυτές που μάθαμε από την γενιά των μπούμερς, καινούριο οικογενειακό αυτοκίνητο, ζωή σε καλά διαμερίσματα ή σε προάστεια κατοικίας, κληρονομημένη δουλειά ή οικονομικό-κοινωνικό στάτους, είναι ακριβώς εκείνα που με μεγαλύτερη ζέση κουνάνε το δάχτυλο μιλώντας για ελληνική καθυστέρηση. Είναι λογικό, οι άνθρωποι που συγκροτούν τα μικροαστικά στρώματα που αντέχουν οικονομικά θέλουν να πιστεύουν ότι οι ανισότητες έχουν κάποιο φυσικό ή πολιτισμικό έρεισμα. Φυσικά, δεν έχουν. Ο ελέφαντας στο νεοφιλελεύθερο δωμάτιο είναι ότι τα παιδιά είναι ο πιο αδυναμος κρίκος, πηγή εσόδων και στόχος εκμετάλλευσης. Είναι ακόμα, ότι οι σοσιαλιστικές κοινωνίες όπως της Ανατολικής Γερμανίας ή ακόμα και οι σοσιαλδημοκρατικές όπως της Σουηδίας, έχοντας κατακτήσει ένα σοβαρό επίπεδο κοινωνικής προστασίας για τα παιδιά, απελευθέρωσαν και τους γονείς. Αντίθετα, οι εδώ μικροαστοί θα κυνηγάνε το φάντασμα μιας δήθεν ελληνικής καθυστέρησης και θα απορούν με τον συντηρητισμό. Και θα χρησιμοποιούν αυτές τις δύο λεξούλες μαζί: «ελληνική οικογένεια», που αφορά κάποιους άλλους, από το χωριό, όχι τους ίδιους.