Η προδοσία του Κολάμπια

Η προδοσία του Κολάμπια

  • |

Ηταν πρωί τ’ Αυγούστου, κοντά στη ροδαυγή. Με τα ζιπούνια τον ξύπνησε η μάνα του, το στερνοπούλι της ήτανε. Ο μοναχογιός της! Τον έντυσε με καλτσάκια λευκά με φρουφρουδάκια, του ’βαλε και τα λουστρινάκια του, γραβατίτσα, γιλεκάκι, πάνω απ’ τα ζιπούνια όλα αυτά τώρα, του έβαλε και διπλή πάνα γιατί κατουριότανε συνεχώς το άτιμο και συμμαζεμό δεν είχε (Από χέσιμο μόνο δεν. Δυσκοίλιο από τότες ήτανε. Τώρα να δεις! Με τις χούφτες φεύγουν τα ντουρκολάξ και τα ξεβουλοαντεράξ, αλλά όσο κι αν σφίγγεται, δεν! Γιατί νομίζεις χαμογελάει συνέχεια; Του ’χει μείνει από το «σφίξε-ξέσφιξε»). Εριξε κι εκείνη ένα πεθαμένο ζώο πάνω της, βιζόν πως ήτανε θαρρώ, από αυτά τα υπέροχα χαριτωμένα ζωάκια που ζουν υπό βασανιστικές συνθήκες όλη τη μικρή ζωή τους και θανατώνονται εξίσου βασανιστικά και πολύ πολύ αργά, γιατί όσο πιο αργός ο θάνατος, σου λέει, τόσο πιο λεία η γούνα τους.

Νόρα Ράλλη

Αυτό το έμαθε από μικρός ο μικρός με τα ζιπούνια, τα λευκά φρουφρουδίστικα καλτσάκια, τα λουστρινάκια και τη διπλή πάνα γιατί δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη φούσκα του. Από μικρός το έμαθε, εκεί που ήτανε πολιτικός εξόριστος έξι μηνών στα μακρινά Παρίσια: αφενός πως θα του ήταν απολύτως αδύνατον να μάθει ποτέ τη λέξη «αυτοσυγκράτηση» και αφετέρου πως αν θέλεις να λειανθεί ο αντίπαλος, ώστε να φορέσεις την προβιά του, απαιτείται θάνατος αργός. Αυτό θα έκανε μεγαλώνοντας, πρώτα προς την ίδια του την αδερφή, μετά προς τους συνεργάτες και υπουργούς του και τέλος προς τον ίδιο τον λαό που να τον ψηφίσει (για να τον ψοφήσει) έπεισε, ξανά και ξανά…

Μα όλα αυτά στο πολύ μακρινό μέλλον θα γίνονταν. Προς ώρας, κοιμότανε γαλήνια μέσα στη ζεστή, από τα βασανιστικά θανατωμένα βιζόν, αγκαλιά της μάνας του και στις κατουρημένες πάνες του. Τα χρόνια στην εξορία κάπως κουτσοπέρασαν, έμαθε τις γειτονιές του Παρισιού, κατούρησε αρκετές από τις γωνίες του και στα πέντε του στην Ελλάδα γύρισε και στο σχολειό να μάθει γράμματα πήγε. Βασικά στο Κολλέγιο Αθηνών πήγε, με τη βοήθεια του Μποδοσάκη του ίδιου (κι εκεί με μέσο, ρε διάολε) και τα γράμματα ποτέ δεν τα πήρε, μήτε τα σήκωσε, μήτε τα μετακόμισε. Μην κοιτάς πως τελείωσε ως «άριστος»! Τι άλλο θα έβγαινε αν είχε μπει όπως μπήκε; Ρεζίλι θα γινότανε ο Μποδοσάκης νομίζεις, πως έβαλε στο Κολλέγιο ένα στουρνάρι που ο ίδιος επέλεξε; Αμ δε!

Ωστόσο, τούβλο μπήκε, νταμαρόπετρα βγήκε. Αριστος ξε-άριστος, το επώνυμό του υπερίσχυε της βλακομάρας του. Και στα εξωτερικά ξαναπήγε, όχι ως πολιτικός εξόριστος πλέον, αλλά ως κάτοχος επωνύματος (και κανενός πονήματος). Εκεί πια κι αν αρίστευσε: στα καλύτερα τον έστειλε η Οικογένεια και οι χορηγοί αυτής. Τι Χάρβαρντ, τι Στάνφορντ! Κοινωνικαί επιστήμαι γατάκια… Αγαπημένο του μάθημα: «Πώς να μάθετε να μη νοιάζεστε ποτέ (και να μη μάθετε ποτέ) ούτε για το τι είναι κοινωνία ούτε επιστήμη». Ο ίδιος βέβαια δεν ήθελε να είναι στη Μασατσούσες, γιατί είχε πολλά «σ» η λέξη και μπερδευότανε (ένεκα δυ-σ-κοίλιος). Στη Νέα Υόρκη ήθελε να είναι, που κανένα «σ» η λέξη δεν είχε. Και στο Κολούμπια να σπούδαζε ήθελε – εκεί μήτε σίγμα μήτε νίγμα. Γι’ αυτό και του ’μεινε αμανάτι τ’ απωθημένο και κάθε τόσο, σαν κυβερνήτης έγινε, πού τον έβρισκες, πού τον έχανες, μ’ ένα «Κολάμπια» στο στόμα ήτανε.

Μέχρι που έγινε το κακό. Από το πουθενά όμως και δίχως κανέναν προφανή λόγο! Από το πουθενά και δίχως κανέναν προφανή λόγο, οι Κολαμπιανέζοι καταλήφθηκαν από ένα πνεύμα δικαίου και άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο κατά μιας γενοκτονίας κάτι Παλαιστινίων να εξεγείρονται! Και να διαδηλώνουν. Και καταλήψεις να κάνουν. Σαν κάτι αριστερούς!

Τι ήταν να συμβεί! Το έμαθε ο εν λόγω και του ’φυγαν, σου λέει, όσα από μούλικο μέσα του κράταγε. Εως τα τώρα που μιλάμε μυρίζει το Κολωνάκι τιγκαρισμένο βόθρο.

(Σημείωση: Το παρόν κείμενο είναι μια ευγενική χορηγία ενός νέου φαρμάκου για τη δυσκοιλιότητα ονόματι «Η προδοσία του Κολάμπια»)

https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/432440_i-prodosia-toy-kolampia

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος