Αντίο, εραστή του καλού γούστου…

Αντίο, εραστή του καλού γούστου…

  • |

Συντάκτης: 
Γιώργος Σταματόπουλος
Αριά και πού ερχόταν στην «Ελευθεροτυπία» για να πει ένα γεια ή να αφήσει κάποιο γραπτό σχόλιό του – είχε μανία με το γράψιμο, όχι απλώς με τη λογοτεχνία, στην οποία διέπρεπε εκείνα τα χρόνια. Το πρώτο του μυθιστόρημα «Εν-δυο, κάτω», εκδόσεις Εστία, είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, είχε κάνει τρεις ή τέσσερις εκδόσεις· από τις ίδιες εκδόσεις και το δεύτερο «Από το Ενα έως το 31».

Ακολούθησαν: «Μόνο με τον άνεμο», εκδόσεις Λιβάνη και το «Τσαλακωμένο φουστάνι», εκδόσεις Ικαρος. Το 2010 κυκλοφόρησε ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Πέρασαν πάνω μου», μια προσπάθεια παντρέματος λόγου και εικόνας. Το τελευταίο του, υπό έκδοση, δεν θα το δει τυπωμένο. Αφησε την τελευταία του πνοή χθες μετά από μακρά μάχη με τον καρκίνο.

Ο Σταύρος Λαγκαδιανός γεννήθηκε (1954) και μεγάλωσε (και έζησε όλα τα χρόνια) στον Πειραιά. Σπούδασε νομικά και ασκούσε τη δικηγορία, το πάθος του, όμως, ήταν η συγγραφή βιβλίων. Ευτύχησε να απολαύσει τη στενή φιλία του Γιάννη Ρίτσου, του Μιχάλη Κατσαρού, να γνωρίσει τον Οδυσσέα Ελύτη, την Κωστούλα Μητροπούλου και άλλους σπουδαίους λογοτέχνες· με αυτούς αρεσκόταν να συναγελάζεται.

Τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια η ασθένεια του αφαίρεσε τη δυνατότητα της ομιλίας – επικοινωνούσαμε ηλεκτρονικά είτε μέσω της αδελφής του Αντας (θερμά συλλυπητήρια).

Πνεύμα ανήσυχο και εξεγερτικό, παρενέβαινε στις πολιτικές εξελίξεις με αιχμηρά σχόλια είτε με μορφή επιστολών είτε κάνοντας παρατηρήσεις σε κείμενα αρθρογράφων, με αγαπησιάρικη πάντα διάθεση, αλλά με αυστηρό τόνο όπου ενόμιζε ότι ήταν απαραίτητο κατ’ αυτόν – σταράτες κουβέντες, υπέρ της «διάνοιξης» του διαλόγου και της ελευθερίας του πνεύματος και πάντα με το μέρος των αδικημένων και κατατρεγμένων και με εμφανή εμμονή εναντίον των αυθαιρεσιών των εξουσιών.

Αγάπησε παράφορα, εκτός από τη λογοτεχνία, την καλλιτεχνική φωτογραφία, ασπρόμαυρη πάντα. Με το ίδιο πάθος μαθήτευσε στον σπουδαίο Ελληνα φωτογράφο Πλάτωνα Ριβέλλη. Θυμάμαι, έκανε σαν μικρό παιδί όταν δημοσιεύονταν φωτογραφίες του στο περιοδικό «Γεωτρόπιο», που εκδιδόταν πολλά χρόνια μαζί με την «Ελευθεροτυπία».

Είχε αποτυπώσει αλλόκοτα όμορφες στιγμές από τις φτωχογειτονιές του Πειραιά, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει, ώστε να διαιωνίσει, την ψυχή των ανθρώπων και του τοπίου. Δεν έπαψε στιγμή να συνδυάζει τον λόγο με την εικόνα αλλά και τη μουσική – πολυσχιδής προσωπικότητα, που δεν πτοήθηκε όταν χτυπήθηκε από τον καρκίνο.

Συνέχιζε με το ίδιο πάθος να μου στέλνει τα μηνύματά του και τις παρατηρήσεις του, ακόμα κι όταν διαφωνούσε με αυτά που έγραφα – έτσι είναι οι φίλοι, μου μήνυε. Χαιρόμουν να ακούω την αδελφή του να μου μεταφέρει τις ενστάσεις του – γελούσε καμιά φορά και η ίδια με αυτά που μου έλεγε και νόμιζε ότι κάπως με έθιγαν, αλλά ουδέποτε συνέβη κάτι τέτοιο, απολάμβανα πάντα τις διαφωνίες του.

Είναι οδυνηρό να φεύγουν αγαπημένα πρόσωπα, μοιάζει αδιανόητο, αλλά είναι τόσο συνηθισμένο – καλείσαι να σφίξεις το σώμα σου και το πνεύμα σου και να συνεχίσεις την πορεία· οι συνοδοιπόροι σε προσκαλούν και τι να γίνει, ακολουθείς, γιατί έτσι είναι η ζωή. (Η κηδεία αύριο στις 15.00, στο Νεκροταφείο της Ανάστασης – τοποθεσία Δραπετσώνα.) Στο καλό, Σταύρο, εραστή του καλού γούστου.