Στα τέλη Ιούνη και τις αρχές Ιούλη έγιναν δυο εκδηλώσεις για την αποτίμηση των αποτελεσμάτων των Ευρωεκλογών και για τα καθήκοντα της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η πρώτη οργανώθηκε από το R-Project στις 19 Ιούνη και η δεύτερη από τη Μετάβαση (ΑΡΑΝ και Κ-Σχέδιο) την 1η Ιούλη.
Ανδρέας Παγιάτσος
Πέρα από το περιεχόμενο και τη θεματολογία, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον και των δύο εκδηλώσεων ήταν η σύνθεσή τους, από την άποψη των βασικών οργανώσεων που είχαν είτε οργανώσει, είτε προσκληθεί να τοποθετηθούν. Αυτές ήταν η ΔΕΑ, η Μετάβαση, η Αναμέτρηση, η ΑΠΟ και το Ξεκίνημα. Στην εκδήλωση του R-Project είχε προσκληθεί και το Δίκτυο για τα Πολιτικά και τα Κοινωνικά Δικαιώματα, ενώ στην εκδήλωση της Μετάβασης και η ΚΕΜΑ (διάσπαση της ΛΑΕ μετά τη συνεργασία της τελευταίας με το ΜΕΡΑ25). Παρούσα και στις δύο εκδηλώσεις ήταν επίσης η ΛΑΕ.
Αρκετά μεγάλη σύμπτωση πολιτικών απόψεων
Δεν είναι βέβαια δυνατό να μπει κανείς σε όλες τις λεπτομέρειες των σχετικών συζητήσεων. Στα βασικά σημεία όμως υπήρχε σύμπλευση. Τέτοια σημεία μπορούν να χαρακτηριστούν τα ακόλουθα:
-Η μεγάλη αποχή, που έφτασε μέχρι και το 80% στην περίπτωση της Κροατίας, που δείχνει την κρίση της πολιτικής εκπροσώπησης που διαπερνά την ΕΕ και που αντανακλά την κρίση στην οποία βρίσκεται ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός.
-Η άνοδος της Ακροδεξιάς ιδιαίτερα στις χώρες κλειδιά όπως είναι η Γαλλία, η Ιταλία, και η Γερμανία.
-Η σημερινή Ακροδεξιά δεν είναι φασιστική, δεν είναι δομημένη πάνω στα πρότυπα της Χρυσής Αυγής που με τα «τάγματα εφόδου» χτυπούσε άτομα και οργανώσεις και οργάνωνε δολοφονίες. Παρόλα αυτά δεν πρέπει να υπάρχει κανένας εφησυχασμός, η άνοδος της Ακροδεξιάς πρέπει να σημάνει συναγερμό.
-Οι μόνες δυνάμεις που μπορούν να αντιμετωπίσουν την ανερχόμενη Ακροδεξιά είναι, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά. Η Δεξιά και η Σοσιαλδημοκρατία (τύπου ΠΑΣΟΚ ή ΣΥΡΙΖΑ) δεν μπορούν να εμποδίσουν την άνοδο της Ακροδεξιάς γιατί είναι οι δικές τους πολιτικές που την αναπαράγουν, διαιωνίζοντας την κρίση του συστήματος και χτυπώντας το βιοτικό επίπεδο και τις κατακτήσεις.
-Η άνοδος της Ακροδεξιάς αντανακλά, πέρα από την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, την κρίση στην οποία βρίσκεται η Αριστερά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
-Στην Ελλάδα όλα τα παραδοσιακά κόμματα του κατεστημένου είχαν τεράστιες απώλειες, ειδικά η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η Αριστερά (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΜΕΡΑ25) δεν είχε ουσιαστικά οφέλη από αυτό.
-Η μεγάλη πτώση της ΝΔ καταρρίπτει το αφήγημα της κυβερνητικής προπαγάνδας περί συνεχών επιτυχιών σε επίπεδο οικονομίας, ανάπτυξης, αυξήσεων στα εισοδήματα κλπ. Οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ δείχνουν επίσης την απαξίωση της αντιπολίτευσης – και τα δύο κόμματα είναι σε κρίση.
-Σε επίπεδο Αριστεράς, παρότι η άνοδος του ΚΚΕ δημιουργεί κάποιες ανησυχίες στην άρχουσα τάξη, δεν μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη επιτυχία καθώς ήταν πολύ μικρή σε σχέση με τις τεράστιες απώλειες των κομμάτων του κατεστημένου. Το ΜΕΡΑ 25 απέτυχε για δεύτερη φορά (πέρυσι και φέτος) να περάσει το όριο του 3% ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται σταθερά στο περιθώριο, με ένα 0,5% του 40% περίπου που συμμετείχε στις εκλογές.
Το κάλεσμα για ανάληψη πρωτοβουλιών
Στις εναρκτήριες εισηγήσεις και στις δύο εκδηλώσεις, του Αντώνη Νταβανέλλου στην εκδήλωση του R-Project και του Χρήστου Τουλιάτου στης Μετάβασης, οι ομιλητές στάθηκαν στη σημασία του να αναληφθούν πρωτοβουλίες από τη μεριά των παρευρισκόμενων οργανώσεων με στόχο τη συγκρότηση ενός πόλου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, και σε επίπεδο κινηματικό και σε επίπεδο πολιτικό.
Στην εκδήλωση της Μετάβασης τέθηκε η πρόταση και υπήρξε συμφωνία από τις ΔΕΑ, Μετάβαση, ΑΠΟ και Ξεκίνημα, για μια συνάντηση των ενδιαφερόμενων μερών στις αρχές του Φθινοπώρου.
Το «Ξ», και στις δύο εκδηλώσεις, στήριξε εμφατικά την πρόταση για τη συγκρότηση ενός τέτοιου πόλου. Παρόλα αυτά έχουμε συγκρατημένες προσδοκίες γι’ αυτή την προοπτική, καθώς παρόμοιες συζητήσεις έγιναν και στη διάρκεια του 2023 γύρω από τις βουλευτικές, τότε, εκλογές, όμως το σχετικό εγχείρημα δεν προχώρησε. Ο χρόνος, επομένως, θα δείξει και η προσπάθεια πρέπει σίγουρα να γίνει.
Τρεις προϋποθέσεις
Η κρίση στην Αριστερά είναι ιστορικών διαστάσεων. Αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, είναι διεθνές. Έχει να κάνει με μια σειρά παράγοντες όπως: την κατάρρευση των Σταλινικών καθεστώτων το 1990 με την επακόλουθη σαρωτική επίθεση του διεθνούς κεφαλαίου· την μετάλλαξη της Σοσιαλδημοκρατίας σε κόμμα του κεφαλαίου με πλήρη εγκατάλειψη των παλιών μεταρρυθμιστικών πολιτικών της· τη διάλυση ή «σοσιαλδημοκρατικοποίηση», με ελάχιστες εξαιρέσεις, της συντριπτικής πλειοψηφίας των Κομμουνιστικών Κομμάτων διεθνώς· τα ξεπουλήματα, τις προδοσίες και τη συνθηκολόγηση των κομμάτων της λεγόμενης «νέας Αριστεράς», τύπου ΣΥΡΙΖΑ, Ποδέμος (Ισπανία), Αριστερό Μπλοκ (Πορτογαλία), Die Linke (Γερμανία), P-SOL (Βραζιλία), κοκ.
Σε συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, οικονομικής και γεωπολιτικής, όπως είναι η εποχή που διανύουμε, το σύστημα δεν αφήνει περιθώρια για φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις, κι έτσι η ρεφορμιστική Αριστερά, που θεωρεί πως δεν χρειάζονται ανατροπές αλλά σταδιακές μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν τον καπιταλισμό ανθρώπινο, δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να προσφέρει.
Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα πήγε το κίνημα πολλά χρόνια πίσω και το πολιτικό κενό στον χώρο της Αριστεράς είναι τεράστιο. Μπορεί να καλυφθεί αυτό το κενό και πώς; Κατά τη γνώμη μας υπάρχουν τρεις βασικές προϋποθέσεις για να μπορέσει η Αριστερά να καλύψει αυτό το κενό.
-Κατ’ αρχήν, ένα μεταβατικό πρόγραμμα, στενά δεμένο με μαχητική παρέμβαση στο εργατικό και τα κοινωνικά κινήματα, που να καταπιάνεται με τα καθημερινά προβλήματα των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, στη δική τους «απλή», «κατανοητή» και «πρακτική» γλώσσα, προτείνοντας λύσεις και συγκεκριμένες μορφές πάλης για την επίτευξή τους.
-Δεύτερο, ένα καθαρά αντικαπιταλιστικό πλαίσιο πάλης. Που να ξεκινά από την κατανόηση ότι κανένα από τα βασικά και μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας δεν μπορούν να λυθούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού γιατί η κινητήρια δύναμή του είναι το κέρδος. Το μεταβατικό πρόγραμμα πρέπει να ολοκληρώνεται με την καθαρή θέση ότι χρειάζεται πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και το χτίσιμο μιας εναλλακτικής κοινωνίας που να στηρίζεται στην εργατική δημοκρατία.
-Τέλος, η Αριστερά πρέπει να είναι ενωτική σε επίπεδο δράσης προς όλη την υπόλοιπη Αριστερά και όλα τα κοινωνικά κινήματα, για να μπορέσουν οι αγώνες να αγκαλιάσουν μαζικά τα λαϊκά στρώματα και να έχουν επιτυχία. Αυτό πρέπει να συνοδεύεται από σεβασμό στις διαφορετικές απόψεις και τη δημοκρατία στο εσωτερικό του κινήματος – δηλαδή να μην καπελώνονται διαδικασίες, να υπάρχει σεβασμός στις κινηματικές αποφάσεις και να αποφεύγονται οι γνωστές κοκορομαχίες που χαρακτηρίζουν πολλές αριστερές οργανώσεις. Αυτό στη μαρξιστική ορολογία ονομάζεται «τακτική του Ενιαίου Μετώπου».
Δυστυχώς οι όροι αυτοί, απαραίτητοι για να μπορέσει η Αριστερά να προχωρήσει μπροστά, δεν χαρακτηρίζουν τη σημερινή ελληνική Αριστερά, το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΜΕΡΑ25, για διαφορετικούς λόγους στην κάθε περίπτωση.
ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΜΕΡΑ25
Οι δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις αποτέλεσαν μεγάλη ήττα για το ΜΕΡΑ25, που δεν κατάφερε να ξεπεράσει το όριο του 3% και έμεινε εκτός βουλής και ευρω-κοινοβουλίου παρά τη συνεργασία του με την ΛΑΕ. Το ηθικό στο κόμμα είναι πεσμένο και οι προοπτικές αρνητικές.
Το ΚΚΕ πανηγυρίζει το 9,25% των ευρωεκλογών και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μιλά για θετικό αποτέλεσμα καθώς το 0,3% των βουλευτικών εκλογών έγινε 0,5% στις ευρωεκλογές.
Και τα δύο αυτά κόμματα της Αριστεράς θα έπρεπε να είναι πιο συγκρατημένα. Η χωρίς ιστορικό προηγούμενο άνοδος της αποχής ανέβασε τα ποσοστά των δύο κομμάτων, όμως δεν είχαμε ουσιαστική άνοδο των πραγματικών τους δυνάμεων.
Ας δούμε πώς διαμορφώνονται οι δυνάμεις του ΚΚΕ, με βάση τους αριθμούς ψήφων, σε κάποιες σημαντικές ημερομηνίες των προηγούμενων χρόνων και δεκαετιών:
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024: 368.000 ψήφοι (9,25%)
Ευρωεκλογές Μάιος 2019: 303.000 ψήφοι (5,35%)
Ευρωεκλογές Μάιος 2014: 350.000 χιλιάδες ψήφοι (6,11%)
Ευρωεκλογές 2004: 581.000 ψήφοι (9,48 %)
Έτσι, το φετινό ποσοστό του ΚΚΕ (9,25%) κυμάνθηκε σ’ αυτό που είχε πάρει στις ευρωεκλογές το 2004 (9,48%), μόνο που τότε είχε πάρει 210.000 ψήφους παραπάνω.
Ο αριθμός των 368.000 ψήφων του ΚΚΕ στις τελευταίες Ευρωεκλογές είναι πολύ κοντά, μάλιστα λίγο πιο κάτω, από τις 380.000 ψήφους των βουλευτικών εκλογών του 1996 – όταν το ΚΚΕ αγωνιζόταν να βγει από το χάος που είχε προκαλέσει η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η διπλή διάσπαση που είχε προηγηθεί, με τον Συνασπισμό από τη μια και το ΝΑΡ από την άλλη. Στις βουλευτικές εκλογές του Μάη του 2012, το ΚΚΕ μπορούσε ακόμα να υπερηφανεύεται για 536.000 ψήφους (8,48%) – για να μπει όμως στη συνέχεια σε μια καθοδική πορεία.
Η πραγματικότητα των αριθμών υποδηλώνει ότι το ΚΚΕ απέτυχε παταγωδώς να αξιοποιήσει την τρομακτική κρίση που πέρασε η ελληνική κοινωνία και την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την κατάρρευση και του ΠΑΣΟΚ. Οι πραγματικές του δυνάμεις δεν έχουν αυξηθεί, αντίθετα έχουν μειωθεί και κυμαίνονται στα επίπεδα των χειρότερων χρόνων της πρόσφατης ιστορίας του (δεκαετία ‘90).
Η εικόνα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επίσης δεν είναι καθόλου ευχάριστη.
Το πιο ψηλό σημείο που έφτασε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν οι 76.000 ψήφοι και 1,19% στις βουλευτικές εκλογές του 2012. Στις Ευρωεκλογές του Μάη του 2014 είχε πάρει 42.000 ψήφους (0,72%). Στις ευρωεκλογές του 2019 πήρε 37.000 ψήφους (0,64%). Και στις τελευταίες Ευρωεκλογές 21.000 (0,52%). Σε τοπικές (περιφερειακές και δημοτικές) εκλογές, πχ του 2010 και 2014, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έφτασε και σε πιο ψηλά ποσοστά αλλά δεν τα αναφέρουμε γιατί στις τοπικές εκλογές λειτουργούν άλλα κριτήρια κι έτσι οι συγκρίσεις δεν είναι βοηθητικές.
Το βασικό συμπέρασμα είναι πως πορεία είναι πτωτική.
Το θέμα των συνεργασιών
Ένα από τα πιο ουσιαστικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν τους χώρους του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η άρνηση τους να συνεργαστούν με άλλες δυνάμεις – και βέβαια, μεταξύ τους. Το ΚΚΕ αρνείται τη συνεργασία με την υπόλοιπη Αριστερά σε όλα τα επίπεδα και προσπαθεί να αποκρούσει την κριτική βάζοντας άτομα εκτός κόμματος σαν συνεργαζόμενους στα ψηφοδέλτιά του. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανταποκρίνεται συχνά (όχι πάντα) θετικά σε συνεργασίες στο επίπεδο του συνδικαλισμού, της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και σε μια σειρά κινήματα – κυρίως όταν μπορεί να έχει την «πολιτική ηγεμονία» της συνεργασίας. Αρνείται όμως τη συνεργασία σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο.
Οι συνεργασίες (συνδικαλιστικές, κινηματικές, αλλά και εκλογικές) όμως, ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, παρά τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ τους, είναι βασικό αξίωμα του Μαρξισμού από τη γένεσή του. Η θέση ότι «οι μόνοι επαναστάτες είμαστε εμείς» και σαν τέτοιοι «αρνούμαστε να συνεργαστούμε με μη επαναστάτες, ρεφορμιστές» είναι και ανιστόρητη και τραγική γιατί καταδικάζει την Αριστερά στον σεχταρισμό και την αδυναμία να δώσει προοπτική στην κοινωνία και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για συστημική ανατροπή.
Για τα λαϊκά στρώματα το θέμα των συνεργασιών είναι κομβικό. Οργανώσεις που αρνούνται να συνεργαστούν, με θετική διάθεση και ειλικρίνεια, για το συνολικό καλό του κινήματος δεν πρόκειται να καταφέρουν να κερδίσουν την υποστήριξη των μεγάλων μαζών του λαϊκού κινήματος.
Τα θετικά διδάγματα των περσινών τοπικών εκλογών
Στον αντίποδα των πιο πάνω είχαμε την εμπειρία από τις περσινές τοπικές (δημοτικές και περιφερειακές) εκλογές. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα των εκλογών αυτών ήταν τα θεαματικά αποτελέσματα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε όλες τις περιπτώσεις που συνεργάστηκε.
Η συνεργασία αφορούσε ανεξάρτητες οργανώσεις της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (όπως το «Ξ», τη ΔΕΑ, τη Μετάβαση κλπ, που δεν ανήκουν σε ευρύτερους σχηματισμούς), την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΜΕΡΑ25. Η συνεργασία αυτή επιβλήθηκε στην αντικαπιταλιστική Αριστερά, λόγω του νόμου της ΝΔ που είχε βάλει το όριο του 3% για να εκλέξει κάποια παράταξη συμβούλους. Δεν ήταν δηλαδή αποτέλεσμα ελεύθερης συνειδητής επιλογής – γι’ αυτό και δεν επεκτάθηκε πέρα από τις τοπικές εκλογές, γι’ αυτό και δεν γενικεύτηκε.
Όμως τα αποτελέσματα των περσινών τοπικών εκλογών μιλούν από μόνα τους:
η Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα πήρε 6%,
η Πόλη Ανάποδα στη Θεσσαλονίκη 5,5%,
η Πόλη Αλλιώς στον δήμο Νεάπολης Συκεών πήρε 9%,
η Γη κι Ελευθερία στη Ραφήνα πήρε 4,9%,
το Φυσάει Κόντρα στην Αγία Παρασκευή 4,9%, κοκ.
Το ερώτημα είναι εξαιρετικά απλό: αν η συνεργασία αυτή ανάμεσα στις ανεξάρτητες (με την έννοια ότι δεν ανήκουν σε κάποια ευρύτερη συσπείρωση) αντικαπιταλιστικές οργανώσεις, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΜΕΡΑ 25 έφερε αυτά τα θεαματικά αποτελέσματα, γιατί δεν επαναλαμβάνεται και σε άλλα επίπεδα και άλλες εκλογικές αναμετρήσεις;
Ευθύνη για μια νέα πρωτοβουλία
Το συμπέρασμα πρέπει να είναι καθαρό: αντικειμενικά οι δυνατότητες είναι πολύ σημαντικές, η κακή εικόνα που εμφανίζει η Αριστερά μπορεί να διορθωθεί.
Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται κάποιες οργανώσεις να πάρουν την πρωτοβουλία, ακόμα και αν είναι λίγες, ακόμα και αν θα πρέπει να ακολουθήσουν ένα υπομονετικό δρόμο μέχρι να δουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Με την επιστροφή από Σεπτέμβρη θα πρέπει να υπάρξουν συναντήσεις που να προσπαθήσουν να κάνουν τα πράγματα συγκεκριμένα. Οι εκδηλώσεις όπως αυτή του R-Project και της Μετάβασης είναι σημαντικές για να ξεκαθαρίσουν τις προθέσεις της κάθε οργάνωσης. Για να προχωρήσουν τα πράγματα όμως, πρακτικά και συγκεκριμένα, χρειάζεται να υπάρξουν συναντήσεις αντιπροσωπειών που να επεξεργαστούν τις λεπτομέρειες. Αυτές μπορούν να μεταφερθούν στη συνέχεια, πέρα από το εσωτερικό των οργανώσεων, και σε κοινές συνελεύσεις όλων των οργανώσεων όπου να υπάρξει ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων και ζύμωση.
Οι όροι για την επιτυχία μιας τέτοιας προσπάθειας έχουν ήδη τεθεί από το «Ξ» σε προηγούμενη αρθρογραφία, και μερικοί αναφέρθηκαν ήδη στην αρχή αυτού του άρθρου. Συνοπτικά μια τέτοια πρωτοβουλία πρέπει:
-Να είναι κινηματική
-Να στηρίζεται σε ένα καλά επεξεργασμένο Μεταβατικό Πρόγραμμα που να πατάει στην πραγματικότητα των αναγκών και της συνείδησης
-Να είναι ξεκάθαρα αντικαπιταλιστική
-Να είναι ενωτική, σε επίπεδο δράσης, προς όλη την Αριστερά και τα κινήματα
-Να είναι διεθνιστική – ενωτική προς τα κινήματα και την Αριστερά διεθνώς
-Και τέλος να έχει μια δημοκρατική και ανοιχτή φυσιογνωμία. Που σημαίνει αναγνώριση ότι υπάρχουν και διαφορετικές απόψεις και γι’ αυτό η λειτουργία πρέπει να είναι ομοσπονδιακή, με ισοτιμία των οργανώσεων και συναίνεση στις αποφάσεις.
Από αντικειμενική σκοπιά, το μέλλον ανήκει στις ιδέες της αντικαπιταλιστικής/επαναστατικής Αριστεράς. Όμως αυτές οι ιδέες πρέπει να μετουσιωθούν σε οργάνωση με μαζική απεύθυνση, γιατί μόνο έτσι μπορούν να αποκτήσουν κοινωνική δυναμική. Το «Ξ» έχει δηλώσει εδώ και καιρό την ετοιμότητά του να στηρίξει με ενεργή εμπλοκή κάθε τέτοια προσπάθεια.