100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή
Πρόλογος
Το παρακάτω αφιέρωμα απαρτίζεται από δύο άγνωστα και σπάνια κείμενα της πρώτης επαναστατικής περιόδου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τα οποία καταπιάνονται με την παρουσίαση της κατάστασης που επικρατεί στην Τουρκία κατά την διάρκεια του πολέμου της εθνικιστικής κυβέρνησης του Κεμάλ από την μια μεριά και των ιμπεριαλιστικών ευρωπαϊκών στρατών από την άλλη, μαζί και του ελληνικού.
Μέσα από αυτά τα κείμενα φωτίζονται οι σχέσεις ανάμεσα στην Σοβιετική Ρωσία, τους Μπολσεβίκους και την Οκτωβριανή επανάσταση και το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Σχέσεις που προέκυψαν κατά την διάρκεια της ταυτόχρονης ιμπεριαλιστικής εκστρατείας ενάντια στις δύο χώρες: την επαναστατημένη Σοβιετική Ρωσία και την υπό κατάρρευση Οθωμανική Τουρκία που βρίσκεται σε επαναστατικό αναβρασμό.
Πιστεύουμε ότι αυτή η συζήτηση είναι άκρως ενδιαφέρουσα από την σκοπιά της επικαιρότητας. Εν έτει 2022 και ευρισκόμενη στην επέτειο των 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή η αστική τάξη της Ελλάδας, δένοντας ξανά όπως και τότε τα δικά της συμφέροντα στο άρμα του αμερικανικού και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού ονειρεύεται μια ρεβάνς, από την ανταγωνιστική της τουρκική αστική τάξη, είτε αυτή αφορά την Κύπρο, είτε την κυριαρχία επί του ορυκτού πλούτου των θαλάσσιων ζωνών σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Η ελληνική αστική τάξη, έχει αναπτύξει και πάλι την ίδια μέθοδο της προσκόλλησης στον ισχυρό ιμπεριαλισμό, ως τον μόνο τρόπο απόκτησης προνομιακής σχέσης στην μεταπολεμική μοιρασιά της λείας.
Αλλά ακόμη και η γεωγραφική αλληλουχία των γεγονότων ακολουθείται κατά γράμμα. To 1919 η αρπαχτική ελληνική άρχουσα τάξη για να αποσπάσει λάφυρα από την Τουρκία έπρεπε να βοηθήσει την ιμπεριαλιστική αντεπαναστατική εκστρατεία στην Ουκρανία ενάντια στην Σοβιετική Ρωσία και τον Κόκκινο Στρατό. Για να κάτσει στο τραπέζι των νικητών στη Συνθήκη των Σεβρών, ανέλαβε το κόστος σε αίμα και χρήμα (με δάνεια από τον βρετανικό ιμπεριαλισμό βεβαίως) που της αναλογούσε.
Ανάλογη πορεία φαίνεται πως ακολουθεί η ελληνική αστική τάξη και τώρα: για να αποκομίσει ό,τι περισσότερο μπορεί στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου συμμετέχει πρόθυμα στην σύγχρονη ιμπεριαλιστική εκστρατεία κατά της Ρωσίας. Παρόλη την αναμφισβήτητη διαφορά ανάμεσα στην επαναστατημένη Ρωσία του 1919 και την καπιταλιστική Ρωσία του 2022, ευρισκόμενη σε μια κρίση μετάβασης της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, η στρατηγική της Ελληνικής αστικής τάξης παραμένει το ίδιο μυωπική αλλά και τυχοδιωκτικά επικίνδυνη.
Ασφαλώς, εκτός από τις αυτονόητες διαφορές στην κοινωνικό-οικονομική βάση της Ρωσίας του 1919-21 και της Ρωσίας του 2022, υπάρχουν τεράστιες διαφορές και ανάμεσα στην Τουρκία του 1919-21 και την σύγχρονη Τουρκία. Η σύγχρονη Τουρκία παρά την τεράστια οικονομική και κοινωνική κρίση της, την διαρκή απειλή του άλυτου Κουρδικού ζητήματος, την διάσπαση της αστικής τάξης της σε Ισλαμιστές και Κεμαλικούς –διάσπαση που διαχέεται μέσα στην κοινωνία– και το νεανικό, δυναμικό και μαχητικό προλεταριάτο της που αφυπνίζεται τα τελευταία χρόνια, προϊόν των διαδοχικών φάσεων εκβιομηχάνισης, δεν παύει να είναι μια χώρα που βρίσκεται σε μια σημαντική θέση στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Ιδιαίτερα εκμεταλλεύεται το γεγονός της προνομιακής γεωγραφικής σχέσης της στα σύνορα Ανατολής και Δύσης κρατώντας το κλειδί της Μαύρης Θάλασσας.
Εκείνη την εποχή στα 1919-21 αντίθετα, η Τουρκία, πέραν της προφανούς γεωγραφικής θέσης της –η γεωγραφία δεν μεταβάλλεται όπως μεταβάλλονται τα κοινωνικά συστήματα- βρίσκονταν σε ένα τεράστιο επαναστατικό αναβρασμό που συνδύαζε την πάλη ενάντια στους ξένους ιμπεριαλιστές και τους στρατούς κατοχής που επιχειρούσαν να την διαμελίσουν και μια βαθύτερη κοινωνική διεργασία που έφερνε τις λαϊκές πληβειακές μάζες της χώρας σε μια επαναστατική ανάταση. Το τουρκικό προλεταριάτο, ακόμη μικρό και αδύναμο δεν μπόρεσε να αναπτύξει εγκαίρως μια ανεξάρτητη πολιτική γραμμή και συγκρότηση – το νεαρό ΚΚ ιδρύεται στα τέλη του 1920 στα εδάφη της Σοβιετικής Ρωσίας από εξόριστους πρωτοπόρους Τούρκους κομμουνιστές. Έτσι οι Τούρκοι εργάτες βρέθηκαν να επηρεάζονται και να κινητοποιούνται είτε από την ορμή της λαοθάλασσας των χωρικών είτε από τα «πεφωτισμένα» στοιχεία της στρατιωτικής νομενκλατούρας με τις ανάλογες πολιτικές διαμεσολαβήσεις τους.
Η εμφάνιση του κόμματος των Νεότουρκων ήδη από την επανάσταση του 1908, καταδεικνύει τον ρόλο της στρατιωτικής γραφειοκρατίας στην ανάπτυξη της επαναστατικής διαδικασίας στην Τουρκία, αλλά, ταυτόχρονα σχεδόν, έρχονται στην επιφάνεια και τα όρια της συγκεκριμένης κάστας. Στο διάβα των ταραγμένων χρόνων που ακολουθούν τους Βαλκανικούς πολέμους και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ολοκληρώνεται η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Οθωμανική αριστοκρατία στα τελευταία της χρόνια θα συνυπάρξει και θα μοιραστεί την εξουσία της με τα συντηρητικότερα στοιχεία των Νεότουρκων και θα οδηγήσει τους λαούς της πολυεθνικής Αυτοκρατορίας σε ένα λουτρό αίματος με διαρκείς σφαγές των εθνικών της μειονοτήτων (Αρμενίων, Ελλήνων, Αράβων κ.λπ.) και μια ανείπωτη τραγωδία με την στρατιωτική συντριβή στους Βαλκανικούς πολέμους και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τεράστιο κόστος αίματος, εδαφικού κατατεμαχισμού, στρατιωτικής κατοχής και μαζικής προσφυγιάς που τελικά θα πληρωθεί πανάκριβα από το ίδιο το τουρκικό έθνος.
Μέσα στις συνθήκες της στρατιωτικής κατάρρευσης και της ιμπεριαλιστικής εισβολής και κατοχής των εδαφών της Αυτοκρατορίας από αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ελληνικά στρατεύματα, αλλά και εξαιτίας της τεράστιας και καταλυτικής επίδρασης που έχει η ρωσική επανάσταση που διαπερνάει σαν ηλεκτροσόκ όλους τους λαούς της περιοχής, ένας νέος κοινωνικός επαναστατικός αναβρασμός μετά το 1919, δίνει εκ νέου ελπίδες για την συνέχεια της τουρκικής επανάστασης. Είναι για αυτόν τον λόγο που οι Μπολσεβίκοι θα προσεγγίσουν την Τουρκία επιδιώκοντας μια διπλωματική, στρατιωτική και οικονομική συμφωνία αρχών, αλλά χωρίς αναστολή της πολιτικής δράσης των Τούρκων κομμουνιστών. Σε πρώτη φάση οι δύο χώρες θα αλληλοβοηθούν σε στρατιωτικό επίπεδο για να αντιμετωπίσουν τους ιμπεριαλιστικούς στρατούς. Όμως ταυτόχρονα οι Μπολσεβίκοι θα επιχειρήσουν να αναπτύξουν την επαναστατική κομμουνιστική υπόθεση στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Σε αντίθεση με την σύγχρονη αγοραία αστική αντίληψη στην Ελλάδα που εξαφανίζει εντελώς το κοινωνικό περιεχόμενο των διεργασιών στην Τουρκική κοινωνία εκείνων των ετών, και εμφανίζει τον πόλεμο του 1919-1922 ως έναν από τους πολέμους της αιώνιας έχθρας ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, τα κείμενα που εδώ μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά δείχνουν μια ανάγλυφη εικόνα αυτών των διεργασιών. Να παρουσιάσουν δηλαδή τις κινητήριες δυνάμεις και την πολιτική διαπάλη της επαναστατικής κατάστασης που διαμορφώνεται στην Τουρκία εκείνη την εποχή.
Το πρώτο κείμενο είναι του Ουκρανο-Εβραίου μπολσεβίκου δημοσιογράφου και ιστορικού, Μιχαήλ Λαζάρεβιτς Βέλτμαν γνωστού με το ψευδώνυμο Πάβλοβιτς, το οποίο υπογράφει ως Nicholas Pavlovisch. Δημοσιεύθηκε σε τρεις συνέχειες στην αγγλόφωνη καθημερινή επιθεώρηση Moscow στα τεύχη 1, 2 και 3 στις 25, 26 και 27 Μαΐου 1921 αντίστοιχα. Η επιθεώρηση αυτή εκδόθηκε από το γραφείο τύπου της οργανωτικής επιτροπής του Τρίτου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, υπό τον Τ. Άξελροντ και είχε ως βασικό της στόχο την επικοινωνία και ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στους χιλιάδες πολύγλωσσους αντιπροσώπους των διάφορων κομμάτων και οργανώσεων που συμμετέχουν στο συνέδριο. Βγήκαν 44 τεύχη από τις 25 Μαΐου 1921 δηλαδή ένα μήνα πριν την έναρξη του συνεδρίου, μέχρι και τις 14 Ιουλίου δηλαδή μέχρι και δύο μέρες μετά το τέλος του. Περιέχει ως επί το πλείστων μικρές ανταποκρίσεις από διάφορα διεθνή γεγονότα και ραπόρτα από την δράση των κομμουνιστών από διάφορες χώρες που ενδιαφέρουν και επηρεάζουν τις συζητήσεις του συνεδρίου, φωτίζοντας πολλές από τις εισηγήσεις που θα γίνουν σε αυτό.
Με το συγκεκριμένο κείμενο, βασιζόμενο στις ανταποκρίσεις των Τούρκων κομμουνιστών αλλά και της σοβιετικής διπλωματικής αποστολής στην Άγκυρα, ο Πάβλοβιτς επιδιώκει να παρουσιάσει προς τους συνέδρους την γενικότερη εικόνα που επικρατεί εκείνη την εποχή στην κοινωνία της Τουρκίας και τα πρώτα επεισόδια της ταξικής πάλης στο εσωτερικό της χώρας που ηγεμονεύεται από το εθνικιστικό κίνημα των Κεμαλικών. Η παρουσίαση που κάνει το κείμενο του Πάβλοβιτς είναι αρκετά εκτεταμένη για τις δύο πτέρυγες του εθνικιστικού κινήματος της Τουρκίας, δηλαδή τους Κεμαλικούς και την αντιπολίτευση των λαϊκιστών που παντρεύουν μια σοσιαλίζουσα φρασεολογία με το πολιτικό Ισλάμ. Δείχνει αν μη τι άλλο ότι παρά την στρατιωτική και διπλωματική τους συνεργασία οι Μπολσεβίκοι δεν έχουν πολλές αυταπάτες για τα όρια του Εθνικιστικού Κεμαλικού κινήματος και γι’ αυτό δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την σοσιαλιστική ή σοσιαλίζουσα αντιπολίτευση. Επιπλέον στο κείμενο του Πάβλοβιτς παρουσιάζεται η οργάνωση που στήνουν οι Κεμαλικοί, γύρω από μια ομάδα Κεμαλικών ψευδο-«κομμουνιστών» και στηλιτεύεται σαν προβοκατόρικη χωρίς περιστροφές. Τέλος γίνεται μια μικρή αναφορά και στις μικρότερες σοσιαλιστικές ομάδες, πλην του αυθεντικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που όμως δεν παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας. Στην Τουρκία εκείνη την περίοδο εμφανίζεται μια πανσπερμία πολιτικών και ιδεολογικών αναζητήσεων πρωτόγνωρων για την περιοχή. Μια σειρά από κόμματα και οργανώσεις φτιάχνονται και ανάμεσα τους και το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας που θα συγκροτηθεί από Τούρκους κομμουνιστές που βρέθηκαν στα Σοβιετικά εδάφη κατά την διάρκεια της Οκτωβριανής επανάστασης.
Οι Κεμαλικοί, εκφράζοντας πολιτικά την εθνικιστική πτέρυγα της τουρκικής αστικής τάξης δεν μένουν αμέτοχοι και επιχειρούν να ελέγξουν το νεαρό εργατικό κίνημα και τις αγροτικές μάζες και να αποπροσανατολίσουν το άπειρο ακόμη σοσιαλιστικό ρεύμα στις διάφορες εκδοχές του. Έτσι ενώ τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του Κεμαλισμού και της δημοκρατικής μικροαστικής αγροτικής τάξης φτιάχνουν τον λεγόμενο «Πράσινο Στρατό» (Yesil Ordu) που αποτελεί μια ένοπλη λαϊκή πολιτοφυλακή αγροτών ανταρτών με σοσιαλίζουσα φρασεολογία, ο ίδιος ο Κεμάλ αποσπά μέλη από αυτόν καθώς και από τους παλαιότερους κομματικούς του φίλους από την εποχή των Νεότουρκων. Με αυτούς ιδρύει τον Οκτώβριο του 1920 το κρατικά ελεγχόμενο «Επίσημο Κομμουνιστικό Κόμμα» με σκοπό να θολώσει τα νερά, να αποπροσανατολίσει τους εργάτες και αγρότες που αρχίζουν να δείχνουν ενδιαφέρον για την υπόθεση του κομμουνισμού και θα επιχειρήσει με αυτόν τον τρόπο να μπερδέψει και την Σοβιετική Ρωσία. Το κόμμα αυτό με την μεσολάβηση της τουρκικής κυβέρνησης θα ταξιδέψει στην Μόσχα και επί τρίμηνο θα επιχειρήσει να διαπραγματευτεί με τους Μπολσεβίκους την ένταξή του στην Κομιντέρν, ανεπιτυχώς καθώς οι Σοβιετικοί έχουν αντιληφθεί την παγίδα.
Κατά την διάρκεια αυτής της διαπραγμάτευσης, το αυθεντικό Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας που έχει συγκροτηθεί στα εδάφη του Σοβιετικού Καύκασου, θα επιχειρήσει να στείλει στην Ανατολία μερικές δεκάδες από τους ηγέτες του. Αυτοί προέρχονταν από τον πρώτο πυρήνα του που συγκροτήθηκε στο Μπακού το 1918 και πολεμούσε στο πλευρό του Κόκκινου Στρατού πριν ακόμη μετατραπεί σε κόμμα. Τα στελέχη αυτά, υπό την ηγεσία του Μουσταφά Σουφί, θα γίνουν αρχικά δεκτά από τις Κεμαλικές αρχές, αλλά κατά την διάρκεια της προσέγγισής τους στην Τραπεζούντα θα δολοφονηθούν από Κεμαλικούς εθνικιστές στα τέλη Γενάρη του 1921.
Ο ίδιος ο Κεμάλ θα δηλώσει άγνοια για την δολοφονία των 15 κομμουνιστών, θα ρίξει την ευθύνη σε προβοκατόρικα στοιχεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που είχαν διεισδύσει στο εθνικιστικό κίνημα και θα εξαπολύσει έναν διωγμό ενάντια στους εκτελεστές τους, αν και ανήκουν στην ίδια παράταξη με αυτόν, επιχειρώντας να διατηρήσει την στρατιωτική και διπλωματική συμμαχία με τους Μπολσεβίκους. Οι Τούρκοι ιστορικοί ακόμη συζητούν για το εάν αυτή ήταν μια ειλικρινής στάση ή εάν ο Κεμάλ απλά ξεφορτώθηκε τα στελέχη του εκείνα που έκαναν την «βρομοδουλειά» για λογαριασμό του. Όπως και να ‘χει και ενώ το αυθεντικό ΚΚ βγαίνει στην παρανομία και οι διαπραγματεύσεις στην Μόσχα μεταξύ της Κομιντέρν και επίσημου Κεμαλικού «ψευτο-ΚΚ» παγώνουν, η σχέση ανάμεσα στη Σοβιετική Ρωσία και την Κεμαλική Τουρκία δεν θα διακοπεί εντελώς.
Μάλιστα η Κομμουνιστική Διεθνής στο τρίτο της συνέδριο, για λογαριασμό του οποίου γράφτηκε το κείμενο του Πάβλοβιτς, θα ανοίξει τις στήλες των εκδόσεών της και θα δεχτεί να δημοσιεύσει την απάντηση που δίνουν οι Κεμαλικοί «ψευδο-κομμουνιστές» στις κατηγορίες που διατυπώνονται εναντίον τους ξεσκεπάζοντας τον ρόλο τους ως συνεργάτες του Κεμάλ. Έτσι λίγες μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 3 Ιουνίου 1921, η επιθεώρηση Moscow θα δημοσιεύσει στα αγγλικά την επίσημη απάντησή τους η οποία δεν πείθει βέβαια κανένα. Αυτό που δεν ήταν γνωστό τότε, είναι πως ο Κεμάλ ήδη από τον Μάρτιο του 1921 είχε διαλύσει αυτό το κόμμα που ο ίδιος είχε φτιάξει και η απάντησή του, δια χειρός του δεξιού χεριού του, του Τεβφίκ Ρουστού Αράς, ήρθε αναδρομικά να μιλήσει για ένα κόμμα που ήδη είχε διαλυθεί και περισσότερο για να τηρηθούν τα διπλωματικά προσχήματα.
Τα δύο αυτά άρθρα, δηλαδή τόσο το πρώτο από αυτά που παρουσιάζουμε σήμερα, όσο και η απάντηση των ψευδο-«κομμουνιστών», θα δημοσιευθούν τις παραμονές της τρίτης Συνδιάσκεψης της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας η οποία προηγήθηκε του τρίτου συνεδρίου Κομμουνιστικής Διεθνούς. Εκείνη την στιγμή στο μέτωπο του πολέμου οι τουρκικές δυνάμεις έχουν καταφέρει να σταματήσουν την ελληνική προέλαση στις μάχες του Σαγγάριου και να παγιώσουν το μέτωπο σε μια στατική κατάσταση. Αυτό σημαίνει πως ο προελαύνων ελληνικός στρατός είναι πλέον υποχρεωμένος ενώ δεν μπορεί να καταλάβει την Άγκυρα και να δώσει ένα αποφασιστικό χτύπημα στους Κεμαλικούς, να διατηρεί μια εκτεταμένη ζώνη κατοχής σε εντελώς αφιλόξενο έδαφος, με τις γραμμές ανεφοδιασμού και επιμελητείας στα όριά τους και συνεχώς παρενοχλούμενες από την τουρκική αντίσταση.
Αυτό το στάδιο του πολέμου αποτελεί την αρχή του τέλους της ελληνικής εκστρατείας. Η Γαλλία αρχικά και αμέσως μετά και η Ιταλία αναγνωρίζουν την Κεμαλική κυβέρνηση και συμφωνούν στην σταδιακή αποχώρηση του στρατού τους από τα Μικρασιατικά παράλια και την νότια Ανατολία. Βλέπουν έτσι πως το Κεμαλικό καθεστώς παγιώνεται και επιχειρούν να προλάβουν να κλείσουν συμφωνίες μαζί του εις βάρος των Βρετανών ανταγωνιστών τους που θα συνεχίσουν για ένα ακόμη χρόνο να κυνηγάνε χίμαιρες στις στέπες της Ανατολίας και στα Μικρασιατικά παράλια – με «κυνηγόσκυλο» τους τον ελληνικό στρατό. Όμως για να αρχίσει αυτή η δειλή αρχικά προσέγγιση ανάμεσα στην Τουρκία του Κεμάλ και τις δυτικές δυνάμεις, η Τουρκία πρέπει να δείξει πως είναι σε θέση να τιθασεύσει το εγχώριο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα και να αρχίσει σταδιακά να απομακρύνεται απ’ τον στενό εναγκαλισμό της με τους Μπολσεβίκους. Έτσι, ο Κεμάλ την ίδια στιγμή που προσπαθεί να εντάξει το ψεύτικο «ΚΚ» του στην Τρίτη Διεθνή, έχει ήδη εξαπολύσει ένα πογκρόμ ενάντια στους αυθεντικούς εκπροσώπους της Τρίτης Διεθνούς, το πραγματικό Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας, που είναι στην παρανομία και τα στελέχη του φυλακίζονται ή δολοφονούνται.
Οι ίδιοι οι Μπολσεβίκοι αντιλαμβάνονται βεβαίως τι πραγματικά συμβαίνει αλλά επιθυμούν να διατηρήσουν ακόμη κάποιες επαφές με τους Κεμαλικούς. Αυτό υπαγορεύονταν από την ανάγκη να καταδειχθεί και να αποκαλυφθεί η αληθινή φύση και τα ταξικά όρια του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος, με επιμονή και υπομονή ενώπιον των εκατομμυρίων των μουσουλμανικών λαών της Ασίας που έβλεπαν σε αυτό το κίνημα ένα παράδειγμα επιτυχούς αντι-ιμπεριαλιστικού αγώνα. Έτσι θα φτιαχτεί για λογαριασμό της επιθεώρησης Moscow και το δεύτερο κείμενο που παρουσιάζουμε σήμερα, το οποίο αναφέρεται στην ιστορία των διωγμών των κομμουνιστών από τις Κεμαλικές δυνάμεις. Αυτό θα γραφτεί και θα δημοσιευθεί στην Moscow στις 13 Ιουλίου 1921 δηλαδή στο προτελευταίο της φύλλο και μία μόλις μέρα μετά την λήξη των εργασιών του τρίτου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ως συγγραφείς του εμφανίζονται δύο Τούρκοι κομμουνιστές από το αυθεντικό ΚΚ (πιθανότατα με ψευδώνυμα)
Πηγή κειμένων: https://www.marxists.org/history/international/comintern/3rd–congress/moscow/index.htm
Μετάφραση, επιμέλεια προλόγου και σημειώσεων, Γιώργος Χλωρός για την Νέα Προοπτική
Α. Η Τουρκία υπό τον Κεμάλ
(Η οικονομική κατάσταση και τα πολιτικά κόμματα στην Ανατολία1. Η εξωτερική πολιτική της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης)
- Η γεωγραφική θέση και οι φυσικές πηγές πλούτου της Ανατολίας. Η απουσία του εργοστασιακού τομέα. Το αγροτικό ζήτημα και οι ταξικές αντιφάσεις.
Η Ανατολία είναι μέρος της Μικράς Ασίας που περικλείεται από τον βορρά από την Μαύρη Θάλασσα, από τα νότια και τα δυτικά από το Αιγαίο Πέλαγος, από τον νότο από την Μεσόγειο. Στα ανατολικά της συνορεύει με την Αρμενία και στα νοτιο-ανατολικά της φτάνει έως τις βορειοδυτικές επαρχίες της Μεσοποταμίας και της Συρίας.
O κύριος όγκος του πληθυσμού στην Ανατολία απαρτίζεται από Οθωμανούς Τούρκους που είναι διεσπαρμένοι σε όλη την χώρα. Τα βορειο-ανατολικά και εν μέρει τα ανατολικά κυριαρχούνται από Κούρδους, τα ανατολικά από Αρμένιους και τα δυτικά από Έλληνες.
Η Ανατολία και ειδικά το ανατολικό μισό της έκτασής της, υπανάπτυκτο βιομηχανικά και αρκετά απομακρυσμένο από το κέντρο, έχει μείνει επί μακρό χρονικό διάστημα έξω από την επιρροή της πολιτικής ζωής. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της απαρτίζεται από χωρικούς σε αδράνεια. Ο πληθυσμός των πόλεων περιλαμβάνει μικροτεχνίτες, μαγαζάτορες, ψαράδες κ.λπ. Η βιοτεχνία βρίσκεται σε πρωτόγονο επίπεδο και μόνο εδώ και εκεί έχει καταφέρει να βγει από το επίπεδο της χειροτεχνίας.
Οι φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ανατολίας είναι τεράστιες. Για αυτόν τον λόγο οι περιοχές της Ασιατικής Τουρκίας μαζί με αυτές του Καυκάσου έχουν την μέγιστη σημασία. Εδώ βρίσκονται τα μεγαλύτερα κοιτάσματα λιγνίτη. Στα βιλαέτια της Τραπεζούντας και του Μπιτλίς υπάρχουν επιφανειακά κοιτάσματα πετρελαίου. Στην ανατολική μεριά της Ανατολίας υπάρχουν κοιτάσματα σιδήρου, χαλκού, χρυσού, αργύρου, μόλυβδου κ.λπ.
Οι σπάνιες πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ανατολίας, το εύφορο έδαφός της στο οποίο καλλιεργούνται εξαιρετικές ποικιλίες σιταριού, ρυζιού, καλαμποκιού, καπνού που είναι ξακουστός παγκοσμίως, βαμβακιού κ.λπ. – όλες αυτές οι αρετές συνδυασμένες με αυτή την γεωγραφική τοποθεσία της Ανατολίας, μας δίνουν μια επαρκώς κατανοητή εξήγηση για τα αίτια της σφοδρής σύγκρουσης που την παραμονή του παγκοσμίου πολέμου ξέσπασε στην Μικρά Ασία. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας που προηγήθηκε του παγκόσμιου πολέμου, το ζήτημα της κυκλοφορίας των μεγάλων ευρωπαϊκών κεφαλαίων στην Μικρά Ασία ήταν ο μοχλός πίεσης της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Η Γερμανία κατασκεύασε με επιτυχία τον σιδηρόδρομο της Βαγδάτης που διέσχιζε ολόκληρη την Μικρά Ασία από τις όχθες του Βοσπόρου μέχρι τον Περσικό Κόλπο. Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι ανέπτυξαν ένα δίκτυο σιδηροδρομικών συνδέσεων από τις πόλεις που βρίσκονταν στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου και προς το εσωτερικό της χώρας. Την παραμονή του πολέμου η Γαλλία είχε ετοιμάσει ένα σχέδιο για μια σιδηροδρομική γραμμή που θα διέσχιζε αρκετές χιλιάδες μίλια και που θα ξεκινούσε πολύ κοντά στα σύνορα του Καυκάσου και θα ακολουθούσε τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας περνώντας από την Σαμψούντα, το Σίβας, το Ερντιντζάν, το Ερζερούμ, την Τραπεζούντα. Οι προθέσεις αυτές προκάλεσαν μια ενεργητική παρέμβαση από μεριάς της Ρωσικής διπλωματίας που φοβόταν πως μια τέτοια σιδηροδρομική γραμμή θα αύξανε την στρατιωτική ισχύ της Τουρκίας στα σύνορα του Καυκάσου.
Η κατασκευή αυτών των σιδηροδρομικών γραμμών ετοίμασε το έδαφος για την αναζήτηση από μεριάς του ευρωπαϊκού κεφαλαίου τρόπων εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών αυτής της μεγάλης αλλά υπανάπτυκτης χώρας. Ο παγκόσμιος πόλεμος και η αναπόφευκτη οικονομική εξάντληση που έφερε, διέκοψαν την κατασκευή του σιδηροδρόμου της Μικράς Ασίας, ωστόσο δεν ματαίωσαν τις βλέψεις των καπιταλιστικών δυνάμεων και τα πειρατικά σχέδιά τους για την Ασιατική Τουρκία. Ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της Γερμανίας στον παγκόσμιο πόλεμο, η Αγγλία και η Γαλλία έχουν εκπονήσει ακόμη πιο γιγαντιαία σχέδια καθυπόταξης περιοχών της Μικράς Ασίας που μέχρι τώρα δεν τολμούσαν να ονειρευτούν.
Ωστόσο, αυτός ο παγκόσμιος πόλεμος με όλες τις συνακόλουθες φρίκες του χειροτέρευσε δραστικά τις συνθήκες διαβίωσης των λαών της Μικράς Ασίας και διαμόρφωσε το έδαφος για μια λαϊκή αναταραχή. Υποχρεωμένοι σε συνεχείς φορολογήσεις, με το διαρκώς αυξανόμενο κόστος ζωής και την ανάπτυξη της κερδοσκοπίας, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι της Ανατολίας καταπέσανε στο επίπεδο της απόλυτης ένδειας. Η αγροτιά στην Ανατολία ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και ολόκληρες περιοχές αντιμετωπίζουν το φάσμα της πείνας. Η χειροτεχνία κατέρρευσε και οι τεχνίτες στερήθηκαν την εργασία τους. Χιλιάδες άνθρωποι που συνήθιζαν να μεταναστεύουν περιοδικά για αναζήτηση εργασίας στη Ρωσία (στον Καύκασο και την ακτή της Μαύρης Θάλασσας), ή στην Ευρωπαϊκή Τουρκία (στην Κωνσταντινούπολη) βρίσκονται τώρα στερημένοι των όρων διαβίωσής τους καθώς τα σύνορα έκλεισαν για αυτές τις περιοχές.
Ο πόλεμος έχει προκαλέσει τις ίδιες συνθήκες στην Τουρκία όπως και σε ολόκληρη της Ευρώπη: οι ταξικές αντιφάσεις οξύνθηκαν καθώς οι γαιοκτήμονες, οι επιχειρηματίες και οι εκμεταλλευτές έχουν γίνει κατά πολύ πλουσιότεροι όταν οι φτωχοί οδηγούνται στην απόλυτη δυστυχία.
Πολλοί Τούρκοι μικροαστοί πολιτικοί και ακόμη και κάποιοι σοσιαλιστές διαβεβαιώνουν πως η Τουρκία δεν διαθέτει ακόμη μεγαλοκτηματίες και δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί αιχμηρές ταξικές αντιφάσεις στα χωριά. Προς ενίσχυση αυτών των ισχυρισμών προβάλουν το γεγονός ότι η Τουρκία (ειδικά στην Ανατολία) κατέχει τεράστια εδάφη ανεκμετάλλευτης γης και από την σκοπιά των νόμων που διέπουν την αγροτική οικονομία το μεγαλύτερο μέρος της γης ανήκει στο κράτος και μόνο ένα ασήμαντο κομμάτι της καλλιεργημένης γης ανήκει σε ιδιώτες.
Ακόμη και σε αναφορές της Τρίτης Διεθνούς συναντούμε τον ισχυρισμό ότι η Τουρκία δεν αντιμετωπίζει αγροτικό ζήτημα ως ένα ιδιαίτερο πρόβλημα και αυτό το ευαίσθητο καθήκον έχει ξεπεραστεί κατά τρόπο που να ευνοεί τον Κομμουνισμό.
Η Τουρκία διαθέτει, αναμφίβολα ένα τεράστιο κομμάτι ακαλλιέργητων εκτάσεων. Σύμφωνα με ανεπίσημες πληροφορίες του Υπουργείου Γεωργίας η έκταση που καλλιεργείται στην Ασιατική Τουρκία (περιλαμβανομένης της Συρίας και της Μεσοποταμίας) αποτελεί μόλις το 4,5% της συνολικής έκτασης. Αν αναλογιστούμε πως η συνολική έκταση της Ασιατικής Τουρκίας αποτελείται από 1.600.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα εκ των οποίων κάτι λιγότερο από 800.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα –περίπου το 45%- είναι γη με σπουδαία καλλιεργητική απόδοση, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως λιγότερο από 10% της γης αυτής καλλιεργείται. Ήδη από την σύγκριση αυτών των μεγεθών αποδεικνύεται πως οι σχέσεις στην αγροτική οικονομία της Τουρκίας αναπτύσσονται με έναν εντυπωσιακά παράλογο τρόπο.
Η αγροτιά υπομένει όλα τα δεσμά της σκληρής χειρωνακτικής εργασίας, της κάθε είδους φορολόγησης και κάθε μορφής παράνομων εισφορών που καλείται να πληρώσει. Εξαιτίας όλων αυτών των δυσκολιών, η αγροτιά της Ανατολίας εξαναγκάζεται να περιορίσει τα νοικοκυριά της σε μια πρωτόγονη κατάσταση και να μειώνει την καλλιεργήσιμη έκταση γης που κατέχει. Η αγροτιά της Ανατολίας δεν είναι πολιτιστικά ανεπτυγμένη και σαν αποτέλεσμα της καθυστέρησής της δεν μπορεί να ακολουθήσει καμιά από τις μεθόδους που έχουν αναπτυχθεί πρόσφατα στην καλλιέργεια της γης. Εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τις ίδιες απαρχαιωμένες πρακτικές που αναπτύχθηκαν πολλές χιλιάδες χρόνια πριν. Η ολική απουσία αγροτικών μηχανημάτων, οι πρωτόγονες μέθοδοι καλλιέργειας του εδάφους καθιστούν την εργασία των αγροτών εξαιρετικά δύσκολη και ελάχιστα παραγωγική.
Πρέπει να σημειωθεί πως οι υπάρχοντες νόμοι για την γεωργία, όντως εμποδίζουν την δημιουργία μεγάλων ιδιοκτησιών γης κατά τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά παρόλα αυτά δεν αποτρέπουν την δημιουργία μεγάλων λατιφούντιων, με την ανοχή της κυβέρνησης. Πραγματικά όπου είναι δυνατόν παρατηρούνται σε όλη την Τουρκία μεγάλες συγκεντρώσεις γαιοκτησίας, όπως για παράδειγμα στην Συρία και στο βιλαέτι της Δαμασκού, όπου το 60% της γης ανήκει σε μεγάλους γαιοκτήμονες, 15% στη μεσαία τάξη και ένα 25% βρίσκεται στα χέρια των αγροτών. Όλες οι εκτάσεις στην Χάμα και στα περίχωρά της ανήκουν σε λίγες μεγάλες οικογένειες. Αυτή η πληροφορία δόθηκε από την έκθεση Νο 4 της 23ης Δεκεμβρίου 1920 από το γραφείο πληροφοριών της Διπλωματικής Αντιπροσωπείας της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας στην Τουρκία.
Σε πολλά μέρη της Ανατολίας μεγάλες εκτάσεις γης ανήκουν στους Μπέηδες που ηγεμονεύουν σε πάρα πολλά χωριά που είναι υποτελή σ’ αυτούς. Μερικοί Μπέηδες έχουν υπό τον έλεγχό τους έως και 30 χωριά. Οι αγρότες που κατέχουν μόνο μικρές εκτάσεις γης είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται για τους Μπέηδες σαν αυτοί να είναι ανώτερα όντα. Αυτοί οι Μπέηδες έχουν στην διάθεσή τους ένοπλα σώματα και είναι στην πραγματικότητα οι απόλυτοι κύριοι και άρχοντες στις περιοχές τους. Πολλοί από αυτούς τους Μπέηδες είναι αμείλικτοι εκμεταλλευτές, κάτι που παρόλα αυτά δεν τους αποτρέπει από το να αυτοαποκαλούνται Μπολσεβίκοι, βασιζόμενοι στο μίσος τους απέναντι στην Αντάντ και τους Έλληνες.
Συνεπώς δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αγνοήσει κάποιος την ύπαρξη αγροτικού προβλήματος στην Τουρκία και μάλιστα πολύ έντονης μορφής επίσης. «Αυτοί που πιστεύουν ότι στην Ανατολία δεν υπάρχει αγροτικό πρόβλημα κάνουν λάθος», γράφει η κομμουνιστική εφημερίδα «Yeni Dünya»2. Οι χωρικοί που κατέχουν κάποια ποσότητα γης απαρτίζουν το 30% του πληθυσμού. Η Αγροτική Τράπεζα ωστόσο δεν δίνει κανενός είδους αξιόλογη βοήθεια προς αυτούς. Ο αριθμός των χωρικών επίσης που δεν κατέχουν καθόλου ιδιοκτησία γης, διαρκώς αυξάνεται εξαιτίας της πυρετώδους δραστηριότητας των εκμεταλλευτών. Η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση έχει κάνει ελάχιστα πράγματα μέχρι στιγμής για τα συμφέροντα των αγροτών και έχει περιοριστεί κυρίως σε ημίμετρα. Έτσι, ενώ αρχικά πέρασε έναν νόμο για να δώσει το δικαίωμα σε όλους τα καλλιεργήσουν όποιο κομμάτι ελεύθερης ακαλλιέργητης γης επιθυμούν, πάγωσε την σχετική διαδικασία χωρίς να δώσει την οποιαδήποτε αποζημίωση σε όποιον είχε ήδη ξεκινήσει να το κάνει.
Οι ακραίες συνθήκες ένδειας των χωρικών ακτημόνων και η ανυπόφορη καταπίεση που υπομένουν έχουν δημιουργήσει ένα ευνοϊκό έδαφος για την αφομοίωση των επαναστατικών ιδεών από τα πιο προοδευτικά στοιχεία της αγροτιάς. Οι αιχμάλωτοι του πολέμου που επιστρέφουν από την Σοβιετική Ρωσία, φέρνουν μαζί τους την επιδημία των Σοβιετικών ιδεών μέσα στα τουρκικά χωριά. Αλλά ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία της αγροτιάς πιστεύει πως η μόνη πηγή της κακοδαιμονίας της βρίσκεται στην ξένη καταπίεση και πάνω απ’ όλα στις πειρατικές πολιτικές της Αντάντ. Η εξέγερση στο Adaip3 για την οποία θα μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή, δείχνει πως η ιδεολογία του Μπολσεβικισμού έχει αρχίσει να εισχωρεί στον Τουρκικό στρατό, ο οποίος απαρτίζεται πλειοψηφικά από αγρότες. Οι αντιφάσεις ανάμεσα στα διαφορετικά ταξικά συμφέροντα στην ύπαιθρο διασταυρώνονται με αυτές ανάμεσα στα διαφορετικά ταξικά συμφέροντα της πόλης. Εδώ θα δούμε δίπλα δίπλα, τους κατεστραμμένους τεχνίτες και τους λιμενεργάτες που λιμοκτονούν, και απέναντί τους, τους πλούσιους κερδοσκόπους, τους εμπόρους και τους εφοπλιστές.
Με μια λέξη, ο παγκόσμιος πόλεμος προκάλεσε την μεγαλύτερη φτώχεια στην Ανατολία και το υψηλό κόστος ζωής δημιούργησε μια τεράστια οικονομική καταστροφή. Και την ίδια στιγμή που προκλήθηκε μια καταστροφή στις οδικές και σιδηροδρομικές αρτηρίες, μια χούφτα κερδοσκόπων πλούτισε εις βάρος των εκατομμυρίων των αγροτών, των εργατών και τον τεχνιτών.
Η απότομη διατάραξη της οικονομικής κατάστασης, ο παγκόσμιος πόλεμος και η Μεγάλη Επανάστασή μας, όλα αυτά συνδυάστηκαν για να αφυπνίσουν την καθυστερημένη και καταπιεσμένη αγροτιά της Ανατολίας και τους μικρούς τεχνίτες από τον λήθαργο τους. Οι τρομεροί κλυδωνισμοί των λίγων τελευταίων ετών δεν έγιναν επί ματαίω εις ό,τι αφορά την Ανατολία. Ακόμη και σε αυτή την περιοχή έχουν εμφυσήσει ένα νέο πνεύμα. Εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκων αγροτών, που μέχρι τώρα δεν νοιάζονταν για οτιδήποτε συνέβαινε έξω από τα όρια του χωριού τους, βρέθηκαν ξαφνικά στην δίνη της παγκόσμιας ιστορίας. Οι Τούρκοι αγρότες, οι μικροί τεχνίτες και οι εργάτες άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον στα πολιτικά προβλήματα, στα κομματικά προγράμματα και τα πιο ταξικά συνειδητά και δραστήρια στοιχεία της εργατικής τάξης, αποτίναξαν την μακροχρόνια αδιαφορία τους στα πολιτικά ζητήματα και την οργάνωση του Κράτους και άρχισαν να παίρνουν μέρος σε αυτό ή στο άλλο Κόμμα.
- Τα πολιτικά κόμματα στην Ανατολία
Πριν την ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της, το μεγαλύτερο κόμμα στην Τουρκία ήταν το Κόμμα των Νεότουρκων, ή αλλιώς το Κόμμα «Ένωση και Πρόοδος» (Ittichal). Έχουμε ήδη σημειώσει παλαιότερα ότι αυτό το κόμμα εκπροσωπούσε την Τουρκική μπουρζουαζία, την τάξη των αξιωματικών του στρατού και τους φιλελεύθερους καθηγητές. Αυτό το κόμμα όμως, δεν κατάφερε να λύσει ούτε το εθνικό, ούτε το εργατικό, αλλά ούτε και το αγροτικό ζήτημα4.
Στις γραμμές του Κόμματος των Νεότουρκων βρίσκονταν πολλά στοιχεία που διακατέχονταν από Παν-Τουρκικές και Παν-Ισλαμικές τάσεις, ελπίδες και επιθυμίες. Την ώρα των γερμανικών νικών ενάντια στους Ρώσους αναζωπυρώνονταν οι διεκδικήσεις για την ένωση του Καυκάσου με την Τουρκία και τα σχέδια σχετικά με την Αίγυπτο, την Μακεδονία κ.λπ.
Ως αποτέλεσμα της ήττας της Τουρκίας αυτό το κόμμα τελικά έγινε αναξιόπιστο στα μάτια ολόκληρου του λαού. Χρεώθηκε με την ευθύνη της συμμετοχής της Τουρκίας στον καταστρεπτικό πόλεμο που κατέληξε στη νίκη της Αντάντ και με την ντροπιαστική συμμετοχή πολλών κυβερνητικών αξιωματούχων που ήταν μέλη των Νεότουρκων, που αναμίχθηκαν σε διάφορες συμφωνίες, συμβάσεις και κερδοσκοπικές δουλειές, σχετικά με την τροφοδοσία του στρατού με κακής ποιότητας εφοδίων, συσσωρεύοντας τεράστια πλούτη εις βάρος της καταρράκωσης και της λιμοκτονίας του πληθυσμού.
Μετά τον παγκόσμιο πόλεμο το Κόμμα των Νεότουρκων έπαψε την λειτουργία του και τα μέλη του, είτε εγκατέλειψαν την πολιτική δράση είτε μπήκαν σε άλλα πολιτικά κόμματα.
To Κόμμα Hürriyet ve İtilâf (Κόμμα της Ελευθερίας και της Συνεννόησης)5 που ξεπήδησε με την νίκη των Συμμάχων της Αντάντ, εκπροσωπεί τα συμφέροντα μιας μερίδας Τούρκων μεγαλεμπόρων, κερδοσκόπων και εργολάβων που πλούτισαν κατά την διάρκεια του πολέμου. Αυτή η κοινωνική ομάδα στην αρχή υποστήριζε τους Νεότουρκους και τον γερμανικό τους προσανατολισμό, αλλά αργότερα τα γύρισε και με όλες τις δυνάμεις της τάχθηκε στο πλευρό της Αντάντ.
Αυτό το κόμμα υποστηρίζεται από πολλούς Έλληνες αστούς της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης και άλλων εμπορικών κέντρων στην Ευρωπαϊκή και την Ασιατική Τουρκία και είναι ο πράκτορας της Αντάντ. Φαίνεται πως χαίρει της υποστήριξης του τουρκικού πληθυσμού όπως απέδειξαν οι εκλογές για το κοινοβούλιο της Κωνσταντινούπολης, αλλά φαίνεται επίσης ότι εδώ μόνο υπό την προστασία των Βρετανικών όπλων και την βοήθεια του Βρετανικού χρυσού, το κόμμα αυτό κατάφερε να συγκεντρώσει κάποιο μικρό αριθμό υποστηρικτών.
Ένας μεγάλος αριθμός αξιωματούχων και μελών του Κόμματος των Νεότουρκων, προσχώρησαν στο κόμμα Kuva-yi Milliye (Εθνικές δυνάμεις)6 και το οδήγησαν προς την κατεύθυνση των παλαιών ιμπεριαλιστικών πολιτικών. Το κόμμα στην πραγματικότητα είναι ένα συντηρητικό κόμμα και τα μέλη του απαρτίζονται επίσης από έναν αριθμό καπιταλιστών και εμπόρων.
Παρόλο που πολλοί υποστηρικτές του κόμματος Kuva-yi Milliye φοβούνται τις στενές σχέσεις με την Σοβιετική Ρωσία, καθώς φοβούνται πως αυτές οι σχέσεις μπορεί να αφυπνίσουν την ταξική συνείδηση των εργαζόμενων μαζών της Τουρκίας, παρόλα αυτά η λογική του πολέμου οδήγησε αυτό το κόμμα προς τις πλέον φιλικές σχέσεις με την Σοβιετική Ρωσία. Ο Κεμάλ και τα άλλα στελέχη του κόμματος Kuva-yi Milliye, κατανοούν πως οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση στη Ρωσία θα εκμεταλλεύονταν την δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει η Τουρκία και θα έκανε κάθε προσπάθεια για να αποσπάσει από αυτή μια ολόκληρη σειρά από βιλαέτια. Αναμφίβολα σε αυτή την περίπτωση η Τουρκία θα έρχονταν σε απελπιστική θέση αν η Ρωσία συμμαχούσε με την Αντάντ και επιθυμούσε να επιτεθεί στην Ανατολία για να κατακτήσει τα ανατολικά της εδάφη. Αποστερούμενη από την υποστήριξη των κατεστραμμένων και αποδυναμωμένων Γερμανίας, Αυστρίας και Βουλγαρίας, δηλαδή των πρώην συμμάχων της, η Τουρκία δεν θα είχε την ισχύ να αντισταθεί στις επιθέσεις σε όλα τα μέτωπα και θα ηττούνταν σε μια άνιση μάχη. Από την άλλη μεριά, είναι ακριβώς αυτή η νικηφόρα μάχη της Σοβιετικής Ρωσίας ενάντια στην ρωσική αντεπανάσταση που υποστηρίζεται από την Αντάντ, αυτό που προκάλεσε τον ενθουσιασμό ανάμεσα σε ολόκληρο τον τουρκικό λαό και έδωσε αυτοπεποίθηση στις Μουσουλμανικές μάζες γενικότερα για την δυνατότητα μια νικηφόρας μάχης απέναντι στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό.
Ανταποκρινόμενος σε αυτήν την λαϊκή διάθεση και επιθυμώντας να δώσει ενώπιον ολόκληρου του κόσμου μεγαλύτερη έμφαση για τις φιλικές σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία και την Ρωσία, ο ίδιος ο Κεμάλ έστειλε τον διάσημο χαιρετισμό του προς τον Τσιτσέριν,7 τον οποίο δημοσιεύουμε παρακάτω:
Το τηλεγράφημα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά με ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1920
Προς τον Λαϊκό Κομισάριο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΡΟΣΣΔ, Μόσχα
Κύριε,
Έχω την τιμή να σας απαντήσω στην από 2 Ιουλίου 1920 επιστολή σας που μου παραδόθηκε ιδιοχείρως από την αντιπροσωπεία της διπλωματικής σας αποστολής στην Τουρκία και έτσι να σας εκφράσω την ειλικρινή μου ευχαριστία για την ευνοϊκή περιγραφή του αγώνα που από κοινού διεξάγουμε ενάντια στους δυτικούς ιμπεριαλιστές.
Μου δίνει μεγάλη χαρά να σας ενημερώσω για τα αισθήματα χαράς που νιώθει ο Τουρκικός λαός προς τον Ρωσικό λαό, ο οποίος δεν περιορίστηκε μόνο στο σπάσιμο της δικής του αλυσίδας, αλλά συνεχίζει έναν πρωτόγνωρο αγώνα για πάνω από δύο χρόνια για την ελευθερία ολόκληρου του κόσμου και που με ενθουσιασμό υπομένει αγόγγυστα με σκοπό να σβήσει την σκλαβιά από προσώπου γης για πάντα.
Το έθνος μας εκτιμά απεριόριστα όλες τις μεγάλες θυσίες που έχει κάνει το Ρωσικό έθνος για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας, καθώς και αυτό επίσης έχει κάνει για πολλούς αιώνες πολλούς αγώνες για να σώσει την Μουσουλμανική μας χώρα που βρέθηκε στο επίκεντρο των φιλοδοξιών των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Είμαι βαθύτατα πεπεισμένος και αυτή μου την πεποίθηση την μοιράζονται επίσης και οι συμπολίτες μου, πως την μέρα που εργάτες της Δύσης από την μια μεριά και οι σκλαβωμένοι λαοί της Ασίας και της Αφρικής από την άλλη, κατανοήσουν πως στην παρούσα συγκυρία το παγκόσμιο κεφάλαιο τους χρησιμοποιεί για την αμοιβαία εξόντωση και σκλαβιά τους, προς το συμφέρον των αφεντικών τους, και την μέρα αυτή που η συνειδητοποίηση του εγκλήματος της αποικιακής πολιτικής θα αγγίξει τις καρδιές των εργατών, τότε η εξουσία της μπουρζουαζίας σε όλο τον κόσμο θα φτάσει στο τέλος της.
Το υψηλό ηθικό κύρος της κυβέρνησης της ΡΟΣΣΔ ανάμεσα στους εργάτες της Ευρώπης και η αγάπη του Μουσουλμανικού κόσμου προς τον Τουρκικό λαό, είναι η εγγύηση πως η στενή μας συμμαχία που στηρίζεται στην ταπεινότητα και την υπομονή έχει στερεές βάσεις, ενάντια στους δυτικούς ιμπεριαλιστές.
Κύριε, παρακαλώ δεχτείτε την ειλικρινή διαβεβαίωση του βαθύτερου σεβασμού μου.
Ο Πρόεδρος της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας
Μουσταφά Κεμάλ
Πολλά από τα στελέχη του κόμματος Kuva-yi Milliye είναι αφοσιωμένοι εθνικιστές που ζουν με της αναμνήσεις της Οθωμανικής Τουρκίας και μισούν τους Αρμένιους και τους Έλληνες όπως ένας αντισημίτης μισεί τους Εβραίους. Παρόλα αυτά η ίδια η λογική των πρόσφατων γεγονότων και οι δυσκολίες από τις ήττες των περασμένων ετών, η ολική χρεοκοπία της συγκεντρωτικής πολιτικής των Νεότουρκων που επιχείρησαν να πετύχουν την ενότητα όλων των λαών της Τουρκίας σε ένα έθνος, που θα σκέφτονταν και θα μιλούσε την Οθωμανική γλώσσα και αντιμετωπίζοντας την τάση αυτών των λαών προς την αυτονομία και την αποκέντρωση σχεδόν σαν έγκλημα, ανάγκασε πολλούς από τους Νεότουρκους του χθες να μιλήσουν τώρα μια διαφορετική γλώσσα.
Το κόμμα Kuva-yi Milliye έχει τώρα μια πλατφόρμα για τα εθνικά προβλήματα. Απορρίπτει τις συγκεντρωτικές τάσεις των Νεότουρκων που σε μεγάλο βαθμό ευθύνονται για την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αναγνωρίζει τα δικαιώματα αυτονομίας των διαφορετικών εθνοτήτων της Ευρωπαϊκής και Ασιατικής Τουρκίας ακόμη και μέχρι της ολικής ανεξαρτησίας. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις των στελεχών του Kuva-yi Milliye μια νέα Τουρκική κυβέρνηση πρέπει να δημιουργηθεί μόνο σε μια εθνογραφική βάση.
Οι ακόλουθες περιοχές σύμφωνα με την διακήρυξη του Μουσταφά Κεμάλ είναι τα αναπαλλοτρίωτα μέρη της Τουρκίας: ολόκληρη η περιοχή βόρεια της μεθορίου γραμμής Αλεξανδρέττας – Μουσούλης, η γωνία που σχηματίζει η κάθετη από την τελευταία προς τα Περσικά σύνορα, η Κωνσταντινούπολη και το ανατολικό κομμάτι της Θράκης με την Αδριανούπολη. Για τη δυτική Θράκη και ειδικά για συγκεκριμένες περιοχές που κατοικεί ντόπιος Μουσουλμανικός πληθυσμός ένα δημοψήφισμα πρέπει να οργανωθεί.
Η μελλοντική πολιτική της Τουρκίας στο εθνικό ζήτημα και πρώτα και κύρια στο Αρμενικό ζήτημα, καθώς αυτό ήταν το πιο πρόσφατο που έδειξε όλα τα μελανά στοιχεία που υπήρχαν στο παλιό Οθωμανικό καθεστώς, θα αποτελέσει την λυδία λίθο στη χάραξη της νέας πολιτικής. Και θα δείξει και τον βαθμό της ειλικρίνειας των διακηρύξεων από πολλούς κυβερνητικούς και πολιτικούς αξιωματούχους της Νέας Τουρκίας. Καθώς επίσης και την οριστική εγκατάλειψη των επικίνδυνων σφαλμάτων του Αχμέτ Ριζά 8 και άλλων ηγετών του κόμματος των Νεότουρκων που αποπειράθηκαν να κρατήσουν με βίαιο τρόπο, μέσα στα σύνορα της παλαιάς Τουρκίας, τους λαούς που επιθυμούσαν να ζήσουν ανεξάρτητα. Μη κατανοώντας δηλαδή πως αυτή η βίαιη Οθωμανοποίηση το μόνο που θα προκαλούσε θα ήταν το φούντωμα των εθνικών συναισθημάτων και η ενδυνάμωση των αποσχιστικών τάσεων ανάμεσα στους σκλαβωμένους λαούς κάτι που οδήγησε στην πτώση της Τουρκίας και στον θρίαμβο των ιμπεριαλιστών ληστών που επιθυμούσαν να διαμελίσουν το τουρκικό κράτος σε κομμάτια.
Το κόμμα Kuva-yi Milliye απέχει από κάθε είδους καινοτομίας από την σκοπιά της εσωτερικής οικονομικής πολιτικής. Η κυβέρνηση του Κεμάλ δεν έχει κάνει τίποτα ακόμη, ούτε στο αγροτικό ζήτημα, ούτε στην αντιμετώπιση του υψηλού κόστους διαβίωσης, της κερδοσκοπίας και της τοκογλυφίας. Οι υποστηρικτές του κόμματος Kuva-yi Milliye δίνουν συνέχεια μια στερεοτυπική απάντηση σε κάθε απαίτηση για μεταρρύθμιση: «ας νικήσουμε πρώτα τον ιμπεριαλισμό και ύστερα θα είμαστε σε θέση να προωθήσουμε σοβαρές μεταρρυθμίσεις».
Πολλοί από αυτούς, σημειώνουν πως είναι πολύ επικίνδυνο να προκληθεί στην παρούσα στιγμή ένα σχίσμα ανάμεσα στους Τούρκους, καθώς η κατάσταση στην Ανατολία θα οδηγούσε σε ένα αντεπαναστατικό κίνημα και θα αδυνάτιζε συνεπώς τον αγώνα της χώρας ενάντια στην Αντάντ. Για αυτό είναι αναγκαίο πριν απ’ όλα πρώτα να τελειώσει ο πόλεμος και ύστερα να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων.
Μετά το Kuva-yi Milliye το επόμενο σημαντικότερο κόμμα στην Ανατολία είναι το κόμμα «Halk Zümresi» (Λαϊκή Ομάδα). Αυτό το κόμμα έχει πολλούς υποστηρικτές ανάμεσα στους αντιπροσώπους της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης. Αυτό το κόμμα επίσης θεωρείται ως το κόμμα των Ισλαμιστών. Τα σημαντικότερα σημεία του προγράμματος του κόμματος εκφράζονται στην διακήρυξη του:
«Το κόμμα του λαού οργανώθηκε… με σκοπό να εγκαθιδρύσει την απόλυτη εξουσία του λαού επί της κυβέρνησής του.
Ο στόχος αυτού του κόμματος είναι να εξασφαλίσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και τους σκοπούς τους, σε αρμονία με τις απαιτήσεις της περιόδου και τις λαϊκές ανάγκες.
Το κόμμα βασίζεται πάνω στα ιερά θεμέλια των στόχων του Ισλάμ, την επιστροφή του ειλικρινούς συνεργατισμού και επίσης στην απόκρουση της διεφθοράς της Δύσης, την διάλυση των επιδιώξεων της. Θεωρεί ως σωστές γνώμες μόνο αυτές που έχουν προηγουμένως χαραχθεί από τον Αλλάχ.
Ο βασικός σκοπός του κόμματος είναι να υπηρετήσει τον λαό και να πετύχει γενική ισότητα με την κατάκτηση όλων των δικαιωμάτων που του αξίζουν. Κατά την γνώμη του κόμματος όλοι όσοι βιοπορίζονται από φυσική ή πνευματική εργασία: ο αγρότης, ο εργάτης, ο επαγγελματίας δάσκαλος, οι επίσημοι και οι κατώτεροι υπάλληλοι και αξιωματούχοι, όλα αυτά τα στοιχεία της δράσης και της εργασίας είναι οι πραγματικοί υπηρέτες της ανθρωπότητας.
Ένας από τους πιο σημαντικούς στόχους του κόμματος είναι η ενδυνάμωση μελλοντικά των ιδεών της ανωτερότητας, της οικουμενικότητας και της ενότητας των εθνικών συμφερόντων.
Το κόμμα θεωρεί πως το εξωτερικό χρέος και οι διομολογήσεις εις βάρος των άτυχων και των αθώων, είναι δεσμά του λαού και εξυπηρετούν τα καπιταλιστικά συμφέροντα εκμετάλλευσης, γινόμενα αφορμές για επέμβαση και καθυπόταξή του.
Η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία πρέπει να συγκεντρωθεί στην Μεγάλη Εθνοσυνέλευση. Η Μεγάλη Συνέλευση απαρτίζεται από τους αντιπροσώπους των επαρχιών που εκλέγονται με γενικές εκλογές. Κάθε πολίτης που φτάνει στο 18ο έτος της ηλικίας έχει το δικαίωμα ψήφου.
Τα μέλη του συμβουλίου της Λαϊκής Ομάδας εκλέγονται κάθε δύο χρόνια και δεν μπορούν να αντικατασταθούν πριν περάσουν τουλάχιστον τέσσερεις μήνες
Το κόμμα της Λαϊκής Ομάδας επιθυμεί να εγκαθιδρύσει σχέσεις οικουμενικής αδελφοσύνης και για αυτό θεωρεί τον πόλεμο νόμιμο μόνο όταν κατευθύνεται ενάντια σε επιτιθέμενους και για την εξάλειψη των ιμπεριαλιστικών ιντριγκών. Το Κόμμα του Λαού θεωρεί πως καθένας χωρίς εξαίρεση πρέπει να εκπληρώσει αυτό το καθήκον, υλικά καθώς και φυσικά.
Το κόμμα δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη διοίκηση του κράτους και τις ηθικές αρχές του, καθώς θεωρεί αναγκαία την εξάλειψη των αλκοολούχων ποτών, της πορνείας, των παράνομων παιχνιδιών, της βίας, της κλοπής και άλλων ηθικών παθογενειών.
Το κόμμα πιστεύει απόλυτα στην υποχρεωτική δωρεάν εκπαίδευση και θα ανοίξουν πρωτοβάθμια σχολεία σε όλες τις περιοχές έτσι ώστε κανείς να μην παραμείνει αναλφάβητος. Ο αριθμός των επαγγελματικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων θα αυξηθεί, θα τεθεί υπό τον έλεγχο του κράτους και θα είναι δωρεάν.
Στα οικονομικά ζητήματα ο στόχος του κόμματος είναι να εγκαθιδρύσει μια δίκαιη διανομή των κοινωνικών αγαθών.
Η διανομή της γης θα γίνει από την κυβέρνηση σύμφωνα με την ποσότητα που κάθε εργαζόμενος μπορεί να διαχειριστεί. Ο κάθε ένας εργαζόμενος θα μπορεί να εργαστεί σε αυτήν ελεύθερα και κατ’ αυτόν τον τρόπο το μεγαλύτερο μέρος της γης θα μπορέσει να αξιοποιηθεί.
Τα σχολεία για τους εργαζόμενος πρέπει να ακολουθούν τους καλούς κανόνες υγιεινής και για αυτό θα ελέγχονται από την κυβέρνηση.
Τα φαρμακεία και τα νοσοκομεία θα πρέπει να τεθούν κάτω από κυβερνητικό έλεγχο. Κάθε πολίτης πρέπει να απολαμβάνει το δικαίωμα της δωρεάν περίθαλψης.
Το κόμμα, επίσης, θα φροντίσει για τους ανήμπορους, τους άτυχους, τους ηλικιωμένους, τους ανάπηρους και τους αρρώστους και για τα συμφέροντα τους. Η κυβέρνηση οφείλει να παρέχει στα φτωχά παιδιά στέγαση, εκπαίδευση και τροφή μέχρι να φτάσουν στην ηλικία των δεκαέξι ετών.
Το Κόμμα του Λαού, θεωρεί πως ο πραγματικός πλούτος είναι προϊόν αμοιβαίας ικανοποίησης και αρμονίας στην εργασία και δεν πηγάζει από το κεφάλαιο το οποίο είναι συγκεντρωμένο στα χέρια των κερδοσκόπων ως προϊόν της εξυπνάδας και της απατεωνιάς του. Για την εξάλειψη του μεγαλύτερου μέρους των παράνομων κερδών πρέπει να δημιουργηθούν συνεταιρισμοί τροφίμων επί πιστώσει. Το εξωτερικό εμπόριο πρέπει να τεθεί κάτω από τον άμεσο έλεγχο της κυβέρνησης». 9
Το πρόγραμμα του Halk Zümresi και των μικροαστικών τάσεών του (συνεταιρισμοί) είναι ένα μείγμα από καθαρόαιμα σοσιαλιστικά συνθήματα μαζί με φιλανθρωπικές τάσεις και διακατέχεται από την ιδέα πως αυτό το πρόγραμμα είναι σε συμφωνία με τα ιερά θεμέλια του Ισλάμ και επίσης και τις επιθυμίες του Αλλάχ. Όλο αυτό, εξασφαλίζει μια δημοφιλία στο κόμμα ανάμεσα στον πληθυσμό. Έτσι το κόμμα έχει πολλούς υποστηρικτές ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες.
Το κόμμα του «Πράσινου Στρατού» που συμφωνεί επί της αρχής με το Halk Zümresi ιδρύθηκε το 1919 από τους Νασίμ Μπέη10 και Σεΐχ Ινσερμπέτ.11 Το παράξενο όνομα «Πράσινος Στρατός», επί τη ευκαιρία μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι στην Ρωσία ο κυρίαρχος στρατός είναι ο Κόκκινος Στρατός. Και έτσι η ενότητα ανάμεσα στον Κόκκινο Στρατό και τον Πράσινο Στρατό συμβολίζει την ενότητα ανάμεσα στην Επαναστατική Ρωσία και την Επαναστατική Ανατολή.
Από τα άλλα κόμματα που ελέγχονται από μικροαστικά στοιχεία υπάρχει το Εργατικό Αγροτικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.12 Αυτό το κόμμα ιδρύθηκε το 1918 από Τούρκους φοιτητές που σπούδαζαν στην Γερμανία και είχαν ενστερνιστεί τις αντιλήψεις του Γερμανικού Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος και που δημιούργησαν μια παρόμοια οργάνωση στην Τουρκία. Αυτό το κόμμα έχει υποστηρικτές μόνο στην Κωνσταντινούπολη καθώς στην Ανατολία δεν έχει καθόλου μέλη.
Υπάρχει επίσης το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Τουρκίας13 που δραστηριοποιείται επίσης στην Κωνσταντινούπολη στην οποία ιδρύθηκε το 1919. Αυτό το κόμμα ελέγχεται στενά από μικροαστικά στοιχεία και έχει οπορτουνιστικό χαρακτήρα.
Εκτός από τα προαναφερόμενα κόμματα ένα «Επίσημο Κομμουνιστικό Κόμμα»14 λειτουργεί στην Ανατολία. Αυτό το νομιμόφρον κόμμα οργανώθηκε από μερικά από τα πρώην στελέχη των Kuva-yi Milliye και επίσης και από το διαλυμένο πλέον κόμμα «Ένωση και Πρόοδος». Αυτό το κόμμα είναι ένα «Ζουμπατοφικό» κόμμα. Ο σκοπός του είναι να τραβήξει τις εργαζόμενες μάζες μακριά από το πραγματικό κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο αργά αλλά σταθερά αρχίζει να κερδίζει την συμπάθεια, την συνείδηση και τα πλέον δραστήρια στοιχεία των εργαζομένων μαζών και του στρατού στην Ανατολία. (Σημείωση του κειμένου: Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1890 κάποιος Ζουμπάτοφ, οργάνωσε «εργατικά σωματεία» ελεγχόμενα από την Τσαρική κυβέρνηση με σκοπό να αποπροσανατολίσει το εργατικό κίνημα από την πολιτική).
Πέρα από τους επίσημους Κομμουνιστές, σε διάφορα μέρη της Ανατολίας υπάρχουν μεμονωμένες μικρές παράνομες ομάδες κομμουνιστών που δραστηριοποιούνται σε συνεργασία με το γραφείο εξωτερικού του αυθεντικού Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος15 που αντιπροσωπεύεται στην παρούσα συγκυρία από τον σύντροφο Ισμαήλ Χάκι16 και τον σύντροφο Σούφι17 που πρόσφατα πήγαν στην Ανατολία.
Θα μιλήσουμε όμως για το Τουρκικό Κομμουνιστικό κίνημα με περισσότερες λεπτομέρειες σε επόμενο άρθρο μας.
Ν. Pavlovisch18
Β. Το κομμουνιστικό κίνημα στην Τουρκία
(Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 40 της επιθεώρησης Moscow, στις 13 Ιουλίου 1921)
Όταν συζητάμε για το κομμουνιστικό κίνημα στην Τουρκία, δεν πρέπει να συγχέουμε γενικότερα το κομμουνιστικό κίνημα με το εθνικιστικό κίνημα. Πρέπει να εξηγήσουμε πως τα δύο κινήματα κινούνται παράλληλα το ένα με το άλλο με σκοπό να ξεκαθαρίσουμε την σημασία και τον χαρακτήρα τους στην επαναστατημένη Τουρκία καθώς επίσης και τον ρόλο που καλούνται να παίξουν μελλοντικά.
Οι κομμουνιστικές τάσεις και το κίνημα στην Τουρκία
Αν και η Τουρκία λογίζεται ως μια καθυστερημένη χώρα, απρόσιτη -όπως όλες οι καθυστερημένες Ανατολικές χώρες- για τον κόσμο των μεταρρυθμίσεων και των επαναστάσεων, ωστόσο εργατικές οργανώσεις προϋπήρχαν του παγκόσμιου πολέμου. Αυτές σχηματίστηκαν σε πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Σαμψούντα, στα ορυχεία του Ερεγκλί και του Ζονγκουλντάκ, και σε σημαντικούς σιδηροδρομικούς κόμβους όπως στο Εσκί Σεχίρ, στο Ισμίτ, στην Άγκυρα, στο Ικόνιο, στα Άδανα και στο Χαλέπι. Ήδη από την εποχή των ημερών που ακολούθησαν την πτώση του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίντ,19 απεργίες έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη, την Σμύρνη και άλλες πόλεις, που υποχρέωσαν την κυβέρνηση της «Ένωσης και Προόδου» που καμώνονταν πως λειτουργούσε με τις «Συνταγματικές αρχές», να περάσει έναν νόμο ενάντια στις απεργίες.
Στις συνθήκες που δημιούργησε ο παγκόσμιος πόλεμος χιλιάδες Τούρκοι διεσπάρησαν σε μακρινούς τόπους που βρίσκονταν όμως κοντά στα επαναστατικά κέντρα της Ασίας και της Ευρώπης και έτσι η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της ξύπνησαν από τον λήθαργό τους.
Τυχερή στην ατυχία της και η Ανατολία ξεκίνησε να βλέπει καλύτερα τα προβλήματα του αιώνα. Αυτό το οφείλει στον ολικό μετασχηματισμό του παλαιού κόσμου που ξεκίνησε να τον κατανοεί και να βλέπει πως οι καταστροφές προκαλούνταν από τους φίλους των ιμπεριαλιστών και των καπιταλιστών. Αυτοί υποχρέωσαν τους Τούρκους εργάτες και χωρικούς όπως άλλωστε και το παγκόσμιο προλεταριάτο, με το ιδρωμένο τους μέτωπο, να εργάζονται έως και 20 ώρες ημερησίως έναντι πινακίου φακής, ικανό μόνο να τους κάνει να μην λιμοκτονούν.
Αυτό του ώθησε να συνειδητοποιήσουν τον άθλιο ρόλο που έχουν και τους έσπρωξε ψυχή τε και σώματι, προς την κομμουνιστική επανάσταση, η οποία αυτή και μόνο αυτή μπορεί να απελευθερώσει τους καταπιεσμένους εργάτες όλου του κόσμου. Τα επαναστατικά στοιχεία της Τουρκίας που πείστηκαν αναπόφευκτα για την επείγουσα αναγκαιότητα να ανατρέψουν την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού και που θέλησαν να δώσουν στις πεποιθήσεις τους αυτές μια έκφραση στην πράξη, έδωσαν τις ζωές τους στο διεθνιστικό μέτωπο και προσέφεραν έτσι μια πραγματική υπηρεσία στην επανάσταση. Η επανάσταση στο Αζερμπαϊτζάν και στο Νταγκεστάν ενισχύθηκε πρακτικά από το νεοσχηματισμένο Τουρκικό Κομμουνιστικό τμήμα στην Καυκασία, που άφησε ένα σημάδι στην ιστορία της Καυκασιανής επανάστασης. Την ίδια στιγμή 4.500 Τούρκοι εργάτες στη Γερμανία δραστηριοποιούνταν σε πλήρη συμφωνία με τους Σπαρτακιστές. Συμμετείχαν στον εμφύλιο πόλεμο του 1919 και πολλοί μάρτυρες θυσιάστηκαν στα πεδία της τιμής.
Οι σύντροφοι μας κομμουνιστές που στα 1919 σχημάτισαν την Σοβιετική κυβέρνηση στην Ουγγαρία πήραν μεγάλη βοήθεια από τις ταξιαρχίες του Κόκκινου Στρατού που είχαν σχηματιστεί από Τούρκους εργάτες που ήταν αιχμάλωτοι πολέμου.
Την εποχή που συνέβησαν όλα αυτά στο εξωτερικό, στην Ανατολία οι χωρικοί και οι εργάτες ερχόντουσαν σε επαφή με τον έξω κόσμο μέσα από τις παγκόσμιες ιδέες και τα κινήματα της κοινωνικής επανάστασης. Σχημάτισαν στην Κωνσταντινούπολη, στην Άγκυρα και σε άλλα μέρη, κομμουνιστικές οργανώσεις των οποίων ο αριθμός ξεπέρασε τις 20. Σε αυτές τις οργανώσεις ένας ικανοποιητικός αριθμός χειρωνάκτων και διανοούμενων εργαζομένων ξεκίνησε να εργάζεται για να προετοιμάσει την χώρα για μια κοινωνική επανάσταση.
Εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτές οι οργανώσεις ήταν κατακερματισμένες και δεν υπήρχε αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ τους, δημιουργήθηκε η αναγκαιότητα να αυξηθεί η ισχύς τους μέσα από την συγκρότηση μιας ομοσπονδίας που θα ενώσει όλες τις οργανώσεις σε ένα ενιαίο κέντρο. Κάτω από την ηγεσία του Μουσταφά Σουφί και τον έλεγχο της Τρίτης Διεθνούς, μια συνάντηση αντιπροσώπων των Τουρκικών Κομμουνιστικών οργανώσεων έλαβε χώρα για πρώτη φορά στην ιστορία. Το Τουρκικό Κομμουνιστικό Κόμμα συγκροτήθηκε σε συνέδριο με αντιπροσώπους οργανώσεων από την Κωνσταντινούπολη και την Ανατολία και εμφανίστηκε στον επαναστατικό κόσμο ως η φυσική προέκταση της Τρίτης Διεθνούς και ευθύς αμέσως άρχισε να προετοιμάζεται για τα επαναστατικά και διεθνιστικά του καθήκοντα. Οι Τούρκοι επαναστάτες έχουν από τότε αποκτήσει μια ιδιαίτερη θέση στο μέτωπο ενάντια στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό. Απέφυγαν να συγκρουστούν βίαια με τα τοπικά αντιδραστικά στοιχεία και οργανώσεις, αλλά παρόλα αυτά στις 28 Ιανουαρίου 1921, 15 από τα καλύτερα στελέχη με επικεφαλής τον Μουσταφά Σουφί θυσιάστηκαν για την υπόθεση της επανάστασης και το κόκκινο αίμα τους πότισε τα μαύρα νερά της Μαύρης Θάλασσας.20 Αυτό ήταν το πρώτο κόκκινο ρεύμα που ήρθε από τις Βόρειες ακτές προς τις ακτές της Ανατολίας. Από εκεί θα περάσει μέχρι τις όχθες της Μεσογείου. Αυτό αποδεικνύει ότι η επανάσταση στην Κωνσταντινούπολη και την Ανατολία δεν απέχει πολύ μακριά.
Ακολούθως μερικοί από τους συντρόφους μας εκτελέστηκαν με εντολές τόσο της κυβέρνησης της Άγκυρας όσο και αυτών στα Ανατολικά Βιλαέτια.21 Ακόμη και τώρα που μιλάμε μερικοί από τους ηρωικούς συντρόφους μας έχουν παραπεμφθεί σε δίκες από τα έκτακτα δικαστήρια και έχουν ριχθεί στις φυλακές.
Παρόλο που καμιά νόμιμη κομμουνιστική δράση δεν είναι τώρα δυνατή στην Ανατολία, αυτά τα αντιδραστικά μέτρα το μόνο που κατάφεραν ήταν να ενισχύσουν το επαναστατικό πνεύμα και την διάθεση των χωρικών και των εργατών της Ανατολίας. Από μέρα σε μέρα θα πυκνώσουν τις γραμμές μας για τον επαναστατικό αγώνα από τις όχθες του Ουράλη και του Βόλγα, μέχρι το Καζάν, την Ούφα, την Σαμάρα, το Σαρατόφ, το Ορένμπουργκ και μέχρι την Μόσχα. Και από εκεί στην Ουκρανία, την Κριμαία, το Τουρκεστάν και τον Καύκασο.
Σουλεϊμάν Μουρά
Σολίκχ Ζοκί Κουσέροφ
neaprooptiki.gr