Η αστική δημοκρατία, όπως πραγματικά είναι
Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, μέσω της ΕΥΠ και των συνεργαζόμενων με αυτήν ιδιωτικών εταιρειών «ασφαλείας», είναι ένα μεγάλο γεγονός που θα έχει σοβαρές πολιτικές συνέπειες. Θα έχει ακόμα και ιδεολογικές συνέπειες, μιας και είναι μια ιδιαίτερα αποκαλυπτική ιστορία μπροστά στα μάτια πλατιών λαϊκών μαζών, για τις πραγματικότητες που συσσωρεύονται πίσω από τον παραπλανητικό προσδιορισμό του καθεστώτος ως αστικής-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το πρόβλημα είναι διεθνές και δεν είναι καινούργιο. Οι δυτικές «δημοκρατίες» του ΝΑΤΟ αρέσκονται να καταγγέλουν τους αντιπάλους τους στην παγκόσμια σκακιέρα των ανταγωνισμών ως «ολοκληρωτικά καθεστώτα». Η Ρωσία του Πούτιν τους δίνει αρκετά επιχειρήματα, αφού η «κυριαρχική δημοκρατία» (όπως βάφτισε το εκεί πολιτικό σύστημα ο γκουρού του Πούτιν και επί χρόνια αντιπρόεδρός του, Στάνισλαβ Σούρκοφ) είναι φανερό ότι έχει ως απόλυτη προτεραιότητα τη διασφάλιση της «κυριαρχίας», ενώ η «δημοκρατία» περιορίζεται μόνο σε εικονικούς ρόλους, και όσο αυτοί είναι χρήσιμοι προς τη χειραγώγηση των εργατικών και λαϊκών μαζών. Το ζήτημα είναι ότι ακριβώς προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται με ταχύτητα και οι δυτικές «δημοκρατίες». Οι ΗΠΑ επί Τραμπ, η Βραζιλία του Μπολσονάρο, η Ινδία του Μόντι, η Ουγγαρία του Ορμπάν κ.ο.κ. είναι διδακτικά παραδείγματα. Η Ευρώπη που καμώνεται για σταθερότερη προσήλωση στις «δημοκρατικές αρχές», δεν αποτελεί εξαίρεση. Στη Γαλλία του Μακρόν όλο και περισσότεροι ριζοσπάστες διανοούμενοι και δημοσιογράφοι, αναλύουν το πολιτικό σύστημα ως «αντιφιλελεύθερη δημοκρατία». Στην Ιταλία, στη χώρα-«πατρίδα» της ευρωπαϊκής μεγάλης Αριστεράς, οι ακροδεξιοί και οι νεοφασίστες απειλούν να αναδειχθούν σε καθοριστική πολιτική δύναμη στις επερχόμενες εκλογές. Σε αυτήν την κατρακύλα, που επιταχύνθηκε μετά την πολεμική εξόρμηση των ΗΠΑ των συμμάχων τους στο Ιράκ, ξεχωρίζει η στενή σύνδεση του πεδίου των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών με τις σκοπιμότητες της «ασφάλειας», που αποχαλίνωσε τους πιο σκοτεινούς κρατικούς μηχανισμούς, αλλά και επέτρεψε την ταχύτατη είσοδο του ιδιωτικού τομέα στις «δράσεις» κατασκοπείας-αντικατασκοπείας και επιτήρησης.
Η πολιτική του Μητσοτάκη υπήρξε μια μεγάλη επιτάχυνση σε αυτόν τον τομέα. Κανείς μας δεν δικαιούται να ξεχάσει ούτε μία από τις πτυχές της πραγματικότητας που έρχονται σταδιακά στο φως:
Η κυβέρνηση της ΝΔ ανέθεσε την ηγεσία της ΕΥΠ σε έναν «αστέρα» του ιδιωτικού τομέα των επιχειρήσεων security, ενώ την εποπτεία του κ. Κοντολέοντα ανέλαβε ο πρωθυπουργικός ανιψιός, κ. Δημητριάδης, ένας «νέος λύκος» της αγοράς, που είχε προλάβει να αποδείξει στο σκάνδαλο-ληστεία της Energa-Hellas Power πόσο «ευέλικτος κι αποτελεσματικός» μπορούσε να γίνει. Ο αριθμός των «εγκρίσεων» παρακολούθησης ανθρώπων για λόγους εθνικής ασφαλείας, εκτινάχθηκε στις περισσότερες από 17.000 ετησίως! Οι άνθρωποι αυτοί έπεφταν απότομα σε ένα σκοτεινό τόπο, όπου δεν ισχύει κανένα δημοκρατικό δικαίωμα και καμιά συνταγματική προστασία. Δυστυχώς, εδώ χρειάζεται να ανοίξουμε μια παρένθεση: τα στοιχεία, που υποχρεωτικά έρχονται πλέον στη δημοσιότητα, δείχνουν ότι η πρώτη εκτίναξη προς τα πάνω του αριθμού παρακολουθήσεων από την ΕΥΠ έγινε νωρίτερα, το 2016, όταν η κυβέρνηση Τσίπρα είχε να επιβάλει το τρίτο μνημόνιο και να διαχειριστεί τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ…
Επιστρέφοντας στα πεπραγμένα του Μητσοτάκη, πέρα από το ποσοτικό των παρακολουθήσεων, υπάρχει μια ποιοτική κλιμάκωση: Η παρακολούθηση του Ανδρουλάκη, του υποψήφιου τότε αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, είναι μια προφανής πολιτική πρόκληση. Και τόσο ο νέος διοικητής της ΕΥΠ όσο και ο Μητσοτάκης έδειξαν ότι δεν προτίθενται εύκολα να υποχωρήσουν από αυτό το «κεκτημένο». «Δεν εξαιρείται κανείς!» έκραξε ο Μητσοτάκης μιλώντας μέσα στη… Βουλή! Αυτό το ντεκλαρέ δεν πρέπει να υποτιμηθεί: Αν έχει γίνει τόσο εύκολο να γίνονται κουρέλι τα δικαιώματα ενός αρχηγού κοινοβουλευτικής ομάδας, τι ισχύει πλέον για μαχητικούς συνδικαλιστές, για τους ακτιβιστές των κοινωνικών κινημάτων, για τα στελέχη της οργανωμένης Αριστεράς; Τι απομένει όρθιο από τις «αρχές» της δημοκρατικής πολιτικής συγκρότησης και της συνταγματικής τάξης, που θυμίζουν τώρα διάφοροι Βενιζέλοι αφού ξύπνησαν νύχτα μπροστά στις «υπερβάσεις» του Μητσοτάκη (τον οποίο νωρίτερα στήριζαν συστηματικά…);
Έχει σημασία να υπογραμμίσουμε τους πολιτικούς υπαινιγμούς που έκανε ο Μητσοτάκης για να παρουσιάσει ως αναγκαίες και τελικά νόμιμες τις «υπερβάσεις» των παρακολουθήσεων. Κάνοντας λόγο για «εισβολή μεταναστών» και «υβριδικές απειλές» στα ελληνοτουρκικά, έθεσε τις νομιμότητες της πολιτικής ζωής στον περιοριστικό κορσέ μιας τάχα πολεμικής κατάστασης. Όσοι (ακόμα και μέσα στην Αριστερά) έχουν υιοθετήσει μια «ευέλικτη» γραμμή και στάση απέναντι στα αντιρατσιστικά καθήκοντα, απέναντι στην υποχρέωση της αντιπαράθεσης με τον εθνικισμό και το μιλιταρισμό, θα πρέπει να είναι έτοιμοι να πληρώσουν το αντίτιμο της υποχώρησης και στα δημοκρατικά δικαιώματα.
Ίσως το πιο επικίνδυνο στοιχείο στην πολιτική του Μητσοτάκη είναι η… ιδιωτικοποίηση του πιο σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους, της κατασκοπείας-αντικατασκοπείας και της «αντιτρομοκρατίας». Το Predator και τα υπόλοιπα ανάλογα κατασκοπευτικά λογισμικά απογειώνουν τις δυνατότητες παρακολούθησης σε 24ωρη καταγραφή εικόνας και ήχου των δραστηριοτήτων του παρακολουθούμενου.
Σύμφωνα με τον Τύπο, πέρα από την ΕΥΠ, την ΚΕΤΥΑΚ της ΕΥΠ και την ΔΙΔΑΠ της αντιτρομοκρατικής της ΕΛΑΣ, υπάρχουν μερικές ακόμα δεκάδες (!) «πελάτες» του Predator στη χώρα. Που σημαίνει ότι όμιλοι καπιταλιστών, τράπεζες ή funds έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν (και να εκβιάζουν) ανταγωνιστές, αντιπάλους, πολιτικούς και κρατικούς υπαλλήλους κ.ο.κ. Οι εταιρίες εμπορίας αυτών των λογισμικών διατηρούν τη βάση εξόρμησής τους στο Κράτος του Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Που σημαίνει ότι οι «παρακολουθήσεις» είναι πλέον ολοφάνερα εργαλείο για διακρατικούς εκβιασμούς και πιέσεις στα διαβόητα γεωπολιτικά πεδία. Εν ολίγοις ο τομέας της κατασκοπείας-αντικατασκοπείας, ο τομέας της αντιτρομοκρατίας και της «ασφάλειας», έχει γίνει ένα σουρωτήρι, όπου παίζουν κλωτσοσκούφι ανταγωνιζόμενοι καπιταλιστές, οι κυβερνήσεις και τα κράτη τους.
Οι δυνατότητες του κράτους για καταγραφή στοιχείων και δεδομένων όλων των δραστηριοτήτων των ανθρώπων, ενισχύεται με κάθε ευκαιρία και κάθε αφορμή (ακόμα και την πανδημία). Η επεξεργασία και η αξιοποίηση αυτού του «θησαυρού» πληροφοριών, επαφίεται ως αποκλειστική δυνατότητα στις πιο «κλειστές» κρατικές υπηρεσίες, αλλά και στους μεγάλους καπιταλιστές που αντέχουν να ναυλώνουν λογισμικά σαν το Predator. Είναι «ο καπιταλισμός της παρακολούθησης» που έδειξε με το δάχτυλο ο Γ. Βαρουφάκης μέσα στη Βουλή, ή το «γενικότερο πλαίσιο» που πρέπει να ανατρέψουμε, όπως (σωστά) δήλωσε ο Δ. Κουτσούμπας μιλώντας εκ μέρους του ΚΚΕ στη Βουλή.
Δυστυχώς εδώ πρέπει να ανοίξουμε ξανά μια παρένθεση. Οι διαδικασίες διαπραγμάτευσης για την απόκτηση κατασκοπευτικών λογισμικών όπως το Predator, μεταξύ του ελληνικού κράτους και των ισραηλινών εταιρειών, άρχισε το 2016 από την κυβέρνηση Τσίπρα-Καμένου, για να έρθει στη συνέχεια ο κ. Δημητριάδης και να ολοκληρώσει τη δουλειά, με τον «ευέλικτο και αποτελεσματικό» τρόπο που δείχνουν οι σχέσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη με την Intellexa κ.ά. «παρόχους» υπηρεσιών κατασκοπείας.
Γιατί όμως βγήκε στην επιφάνεια τώρα το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων; Γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι λιγότερο ισχυρή και βιώσιμη απ’ ό,τι ισχυρίζονται οι δημοσκοπήσεις. Η γενικότερη αντεργατική-αντιλαϊκή πολιτική έχει υπονομεύσει την επιρροή της. Ισχυροί όμιλοι καπιταλιστών αμφιβάλουν, όλο και πιο ανοιχτά, ότι ο Μητσοτάκης θα κατορθώσει να ολοκληρώσει τη «μοιρασιά» των ευρωπαϊκών κονδυλίων αποκλειστικά προς τους ίδιους, ενώ τα όργανα της Κομισιόν αρχίζουν να δυσφορούν με το μονομερές πάρτι προς τους πρωθυπουργικούς φίλους, που παραβιάζει κάθε κριτήριο συνολικής-συστημικής αξιοποίησης των ενισχύσεων. Άλλωστε, οι φωνές που προειδοποιούσαν για την ανάγκη επεξεργασίας συναινέσεων και ευρύτερων συνεργασιών έχουν ακουστεί από νωρίτερα μέσα στον συστημικό και φιλοκυβερνητικό Τύπο.
Συνέπειες
Όπως αρχικά ισχυριστήκαμε, η αποκάλυψη των παρακολουθήσεων είναι ένα μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο, που θα έχει αναπόφευκτα βαριές πολιτικές συνέπειες. Αντικειμενικά, θα μπορούσε πράγματι να είναι η αρχή του τέλους του Μητσοτάκη.
Το σκάνδαλο δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Το ερώτημα ποιοι είναι οι 7-8 ακόμα γνωστοί πολιτικοί που παρακολουθούνται από την ΕΥΠ παραμένει αναπάντητο. Το γεγονός ότι η σχετική αποκάλυψη έγινε από την «Καθημερινή» και η αγωνιώδης κυβερνητική προσπάθεια να στεγανοποιήσει την ΕΥΠ, δείχνουν ότι γύρω από το ερώτημα αυτό μπορεί να προκύψουν ακόμα πιο διαλυτικές ειδήσεις για το κυβερνητικό στρατόπεδο.
Όμως οι πολιτικές εξελίξεις δεν καθορίζονται συνήθως μόνο στο αντικειμενικό επίπεδο. Για να πέσει η κυβέρνηση, κάποιοι θα πρέπει να επιχειρήσουν στα σοβαρά να τη ρίξουν. Και εδώ, στον υποκειμενικό παράγοντα, στη γραμμή και στην τακτική της αντιπολίτευσης όπου κυριαρχεί η θεσμική-εκλογοκεντρική στρατηγική, βρίσκονται οι ελπίδες επιβίωσης και ανασύνταξης του Μητσοτάκη. Κάθε σύγκριση ανάμεσα στις σημερινές πολιτικές συνθήκες και εκείνες που προκάλεσαν την πτώση του πατρός Μητσοτάκη το 1993, ή ακόμα και την πτώση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου και την «μετάβαση» στην κυβέρνηση Παπαδήμου, είναι απολύτως ενδεικτική. Είτε από τα αριστερά, είτε από τα δεξιά, οι κυβερνήσεις πέφτουν όταν κάποιοι επιχειρούν σοβαρά.
Προς το παρόν ο Κυρ. Μητσοτάκης επιμένει ότι θα πάει σε εκλογές στο τέλος της άνοιξης του 2023, αναζητώντας στους μήνες που έρχονται τα περιθώρια για να ρεφάρει. Ο ελιγμός είναι, αναγκαστικά, εξαιρετικά δύσκολος. Το χειμώνα που έρχεται θα ζήσουμε τις συνθήκες «τέλους της αφθονίας και της ανεμελιάς», όπως χαρακτηριστικά προειδοποίησε ο Μακρόν. Οι εργατικές και λαϊκές μάζες στην Ελλάδα θα μπουν σε αυτήν τη δοκιμασία, ξεκινώντας από εξαιρετικά δύσκολη θέση. Με τον πληθωρισμό σε διψήφια ποσοστά, με το 35% των νοικοκυριών να διαθέτουν πάνω από το 40% του μηνιαίο εισοδήματος μόνο για τις δαπάνες κατοικίας, με την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου να μειώνονται ήδη κατά 12% σε σύγκριση με το περσινό καλοκαίρι, με τους μισθούς και τις συντάξεις παγωμένους σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα, είναι φανερό ότι το «σφίξιμο του ζωναριού» δεν αρκεί πλέον για να περιγράψει την πραγματική κατάσταση μεγάλου τμήματος του εργαζόμενου πληθυσμού.
Όμως στην άλλη όψη του νομίσματος, στην κυρίαρχη τάξη και το καθεστωτικό στρατόπεδο, η κατάσταση είναι διαφορετική: οι εισπράξεις στον κομβικό τομέα του τουρισμού πήγαν για ένα ακόμα καλοκαίρι καλά, οι εισηγμένες ΑΕ στο χρηματιστήριο ανακοινώνουν κέρδη υψηλότερα της προ-Covid περιόδου χάρη στην «απελευθέρωση» των τιμών, τα φορολογικά έσοδα ξεπέρασαν τις προβλέψεις του προϋπολογισμού κατά 4,2 δισ. ευρώ χάρη στο ΦΠΑ και τους ειδικούς φόρους πάνω στις αναβαθμισμένες τιμές. Για αυτό το τμήμα της κοινωνίας, η ακρίβεια, η διάβρωση των εργασιακών σχέσεων και η ύφεση του εργατικού κινήματος δημιουργούν ευκαιρίες πλουτισμού και συσσώρευσης. Σε αυτό το «καύσιμο» ελπίζει ο Μητσοτάκης για να περάσει τον κάβο.
Παρόλα αυτά μια μορφή σοβαρής πολιτικής κρίσης προβάλει απειλητική για το καθεστώς. Τα δεδομένα, σε όλες τις μετρήσεις, δείχνουν μια σύνθετη και αδιέξοδη πολιτική εικόνα, με τις εξής παραμέτρους:
α) Δεν υπάρχει πλέον προοπτική αυτοδυναμίας της ΝΔ υπό την ηγεσία του Κυρ. Μητσοτάκη.
β) Δεν υπάρχει πλέον το σενάριο συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, ακόμα και μετά από διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, για λόγους πολιτικούς και όχι για λόγους εκλογικής αριθμητικής. Αντίθετα, ακυρώνεται η πορεία προσανατολισμού προς τη ΝΔ ακόμα και του «ακραίου κέντρου» σοσιαλδημοκατικής προέλευσης (Βενιζέλος, Διαμαντοπούλου κ.ά.).
γ) Η εναλλακτική κυβερνητική λύση που είναι εφικτή μέσα στην εκλογική αριθμητική της απλής αναλογικής, μια συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, έχει ακόμα αξεπέραστα πολιτικά προβλήματα. Η φράση του Ν. Ανδρουλάκη για μια κυβέρνηση χωρίς «ούτε Μητσοτάκη – ούτε Τσίπρα» είναι ενδεικτική και αντανακλά εκτιμήσεις καθεστωτικών δυνάμεων που βλέπουν την προοπτική μιας τέτοιας κυβέρνησης ως ιδιαίτερα ασταθή και αντιφατική.
δ) Οι απομένουσες εναλλακτικές, για «λύσεις» ιταλικού τύπου, είτε με τη μορφή κυβέρνησης μεγάλων συνασπισμών με νέα «άφθαρτη» ηγεσία, είτε κυβερνήσεων τεχνοκρατών κ.ο.κ., παραμένουν στο επίπεδο των νεφελωδών ιδεών, χωρίς να έχουν γίνει πραγματικά βήματα προετοιμασίας του εδάφους για αυτές.
Αυτό το αδιέξοδο εμφανίζεται πλέον στις αναλύσεις του συστημικού Τύπου, που «συζητά» σχεδόν έντρομος τις προοπτικές. Φιλοκυβερνητικές εφημερίδες που καλούσαν τον Μητσοτάκη να εξαντλήσει την 4ετία, εκτιμούν σήμερα ότι πιθανότητα θα χρειαστεί «επίσπευση των εκλογών», ότι θα χρειαστεί μια μεγάλη πολιτική παρέμβαση για να σπάσει το αδιέξοδο που διαμορφώνεται, ενώ την ίδια στιγμή ομολογούν ότι δεν είναι διαθέσιμα τα «μεγάλα εργαλεία» που είναι απαραίτητα για μια ανάλογη παρέμβαση.
Η κρίση των υπαρκτών πολιτικών ηγεσιών έγινε ολοφάνερη κατά τη συζήτηση στη Βουλή για τις παρακολουθήσεις. Ο Μητσοτάκης προσπαθώντας να μαζέψει τα ασυμμάζευτα, επιδόθηκε σε τσαρλατανισμούς που μεσοπρόθεσμα δεν θα αρκούν για να συγκρατήσει ούτε το ίδιο του το κόμμα. Ο Τσίπρας απέναντί του είχε μια σπάνια ευκαιρία. Όμως είχε και δύο μεγάλους αυτοπεριορισμούς. Αφενός, τα πεπραγμένα της δικής του κυβέρνησης, που μέσα σε 4 χρόνια δεν έχει να παρουσιάσει ούτε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα (ούτε μια ΕΔΕ!) σοβαρού περιορισμού του ρόλου του μηχανισμών της ΕΥΠ, των γύρω της σκοτεινών παράκεντρων, των σχέσεών της με την πρεσβεία του Παγιάτ, με το Κράτος του Ισραήλ και άλλες άθλιες ιστορίες που συνεχίστηκαν «όπως πάντα» κατά την περίοδο της πρώτης φοράς Αριστερά. Αφετέρου, τον περιορισμό του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μέσα στα νεοσυντηρητικά πλαίσια του σοσιαλφιλελευθερισμού: το πιο «ριζοσπαστικό» αίτημά του ήταν να επανέλθει το δικαίωμα ενός θύματος παρακολούθησης να ενημερώνεται (από τις βεβαίως Ανεξάρτητες Αρχές) ότι… υπήρξε θύμα. Έτσι ο «Ανένδοτος Αγών» που κήρυξε κατά του Μητσοτάκη δεν έχει ούτε ίχνος δυναμισμού, ακόμα και σε σύγκριση με εκείνον του κεντρώου Γέρου Παπανδρέου το ’60 (που, τότε, για να γίνει αποτελεσματικός υιοθετούσε κάποια ουσιαστικά αιτήματα των μαζών).
Ο Δ. Κουτσούμπας και ο Γ. Βαρουφάκης κινήθηκαν με σαφήνεια στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, υποδεικνύοντας το «γενικότερο πλαίσιο» μέσα στο οποίο διογκώνεται η δράση των χαφιέδικων/κατασκοπευτικών μηχανισμών. Έχουν δίκιο και η ανάλυσή τους είναι κατά πολύ πιο ριζοσπαστική από του Τσίπρα. Όμως απέτυχαν να αναδείξουν (απέναντι σε μια τέτοια απροκάλυπτη πρόκληση!) ένα μέτωπο πάλης, ένα σύνολο βασικών διεκδικήσεων, πέρα από το αίτημα να ενταχθεί στη διερεύνηση και η καταγγελία για τις παρακολουθήσεις του ΚΚΕ.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να συγκεντρωθεί η προσοχή των αγωνιστών-στριών της Αριστεράς.
Η αντιμετώπιση του θηρίου που λέγεται χαδιέδικος/κατασκοπευτικός μηχανισμός του κράτους, χρειάζεται ασφαλώς μια ορισμένη «μεταβατική» αντιμετώπιση. Πχ να ενισχυθεί άμεσα ο δημόσιος-δημοκρατικός έλεγχος πάνω στην ΕΥΠ και να διαλυθούν οι ποικιλώνυμες παραοργανώσεις/στεγανά γύρω της. Να τσακιστούν οι δυνατότητες επέκτασης του ιδιωτικού τομέα στον τομέα της ασφάλειας και να απαγορευτούν οι σχετικές δραστηριότητές του. Να ελεγχθούν άμεσα οι σχέσεις αυτού του μηχανισμού με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, είτε αναπτύσσονται αυτόνομα είτε στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Να καταργηθεί το σημερινό νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει παρακολουθήσεις-σκούπα και να οριστούν με σαφήνεια τα «εγκλήματα» και οι κατηγορίες που θα επιφέρουν δυνατότητα συστηματικής παρακολούθησης. Να καταργηθούν τα διαβόητα μυστικά κονδύλια του υπουργείου Εξωτερικών, του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και του υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Να χυθεί άπλετο φως στις υποθέσεις των χιλιάδων παρακολουθήσεων, με προτεραιότητα στους ανθρώπους των κινημάτων και της Αριστεράς κ.ο.κ.
Όμως χρειάζεται μια προσοχή, μια ιδιαίτερα προσήλωση ειδικά του κόσμου της Αριστεράς. Η «μεταβατική» αντιμετώπιση μηχανισμών όπως η ΕΥΠ, μπορεί να είναι τακτικά χρήσιμη, όμως έχει σαφή αξεπέραστα όρια. Από όλους τους μηχανισμούς του κράτους, οι χαφιέδικοι-κατασκοπευτικοί μηχανισμοί είναι κατεξοχήν αυτοί που δεν μεταρρυθμίζονται, δεν αλλάζουν από τα μέσα, δεν κατακτιόνται από το κίνημα. Η μόνη πραγματικά αριστερή στρατηγική απέναντί τους παραμένει η κατάργησή τους, το «τσάκισμά τους, με τρόπου που να μην μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα» όπως θα έλεγε και ο γερο-Βλαδίμηρος. Το πόσο ρεαλιστική εμφανίζεται σήμερα αυτή η στρατηγική δεν έχει να κάνει με την ορθότητά της, αλλά κυρίως με τα όρια της εποχής (που όμως δεν μένουν απαράλλακτα…) και τα ιδεολογικοπολιτικά όρια μιας Αριστεράς που επιχειρεί ενάντια στη Λερναία Ύδρα των EYΠ και σία. Όποιος το ξεχνά αυτό, στο τέλος της ημέρας θα έχει στην πλάτη τα πεπραγμένα των Ρουμπάτηδων. Το καλύτερο παράδειγμα αναφέρθηκε κατά τη συζήτηση μέσα στη Βουλή. Το 1981, ο Α. Παπανδρέου πήρε υπό τον έλεγχο του γραφείου του την τότε ΚΥΠ. Το δήλωσε υπερήφανα, λέγοντας ότι σκοπεύει να εκκαθαρίσει την ΚΥΠ από τα στελέχη της χουντικής εθνικοφροσύνης και τους πράκτορες των ξένων υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα ήταν τελείως διαφορετικό: η «δημοκρατική» ΚΥΠ έδρασε ακόμα και κατά των ριζοσπαστικών στοιχείων του ΠΑΣΟΚ, ενισχύοντας τις εκκαθαρίσεις των «αιθεροβαμόνων», ενώ σταδιακά μέσω της θεματικής των ελληνοτουρκικών ανταγωνισμών, «εκσυγχρόνισε» τις σχέσεις της με την CIA, την MI6, τη Μοσάντ και άλλα ευαγή πρακτόρικα ιδρύματα, παραμένοντας πάντα μια απειλητική σφηκοφωλιά.
Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η ενίσχυση αυτών των μηχανισμών που προωθείται σήμερα, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις επιθέσεις στο εισόδημα, στις κοινωνικές δαπάνες, στα γενικότερα δημοκρατικά δικαιώματα της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Γι’ αυτό στους καθημερινούς αγώνες μας θα πρέπει να βρούμε τα συνθήματα και τις τακτικές που θα συνδέουν με την πάλη εναντίον τους. Με άμεσο στόχο τον καλύτερο δυνατό δημοκρατικό έλεγχό τους σήμερα και το τσάκισμα και την κατάργησή τους αύριο.
rproject.gr