50 χρόνια μετά: Το Πολυτεχνείο και η εποχή του// του Αντώνη Νταβανέλου

50 χρόνια μετά: Το Πολυτεχνείο και η εποχή του// του Αντώνη Νταβανέλου

  • |

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 εγκατέστησε τη χούντα των συνταγματαρχών στην πολιτική εξουσία.

Ήταν η (προ­σω­ρι­νή) κα­τά­λη­ξη μιας οξύ­τα­της πο­λι­τι­κής κρί­σης που συ­ντά­ρα­ξε τον ελ­λη­νι­κό κα­πι­τα­λι­σμό σε όλη τη δε­κα­ε­τία του 1960. Στα βάση της βρί­σκο­νταν η τα­χύ­τα­τη ανα­σύ­ντα­ξη του μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος και της Αρι­στε­ράς από την ήττα στον Εμ­φύ­λιο, η αμ­φι­σβή­τη­ση του «κρά­τους των εθνι­κο­φρό­νων» που είχαν χτί­σει οι νι­κη­τές του 1949, τόσο οι ντό­πιοι όσο και οι διε­θνείς σύμ­μα­χοί τους. Κο­ρυ­φώ­σεις αυτής της κρί­σης δεν ήταν τα εκλο­γι­κά «επει­σό­δια» στα οποία στρέ­φει σή­με­ρα την προ­σο­χή ένα πα­γω­μέ­νο ακα­δη­μαϊ­κό ρεύμα ιστο­ρι­κών, αλλά η ανά­δυ­ση ενός μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος της νε­ο­λαί­ας, η ανα­συ­γκρό­τη­ση ενός μα­ζι­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος (με κε­ντρι­κή «φι­γού­ρα» τους οι­κο­δό­μους) και το πά­ντρε­μα με­τα­ξύ τους, που οδή­γη­σε σε έναν ιστο­ρι­κό μα­ζι­κό ξε­ση­κω­μό, στα Ιου­λια­νά του 1965. Σε αυτήν την πο­ρεία τέ­θη­καν στο στό­χα­στρο τα θε­με­λιώ­δη δόγ­μα­τα της αστι­κής πο­λι­τι­κής, τόσο της Δε­ξιάς αλλά και του Κέ­ντρου («Πα­παν­δρέ­ου – πα­πα­τζή»), όπως και τέ­θη­κε προ­δρο­μι­κά η ανά­γκη να ξε­πε­ρα­στούν κά­ποια «τα­μπού» στην πο­λι­τι­κή της Αρι­στε­ράς, που έρ­χο­νταν από μα­κριά. Από το ανα­πά­ντη­το ερώ­τη­μα: Γιατί ητ­τη­θή­κα­με στη με­γά­λη δε­κα­ε­τία του 1940;

Αυτή η δια­πί­στω­ση έχει τε­ρά­στια πο­λι­τι­κή ση­μα­σία. Αφε­νός, γιατί η Χού­ντα δεν ήταν μια «τρέλα», μιας απο­μο­νω­μέ­νης «δρά­κας αξιω­μα­τι­κών», ούτε (απο­κλει­στι­κά) το απο­τέ­λε­σμα της πα­ρέμ­βα­σης του «ξένου δα­κτύ­λου». Απα­ντού­σε στην ανά­γκη της κυ­ρί­αρ­χης τάξης να ελέγ­ξει τις πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις και γι’ αυτό οι Έλ­λη­νες κα­πι­τα­λι­στές (προ­φα­νώς μαζί με τους να­τοϊ­κούς συμ­μά­χους τους) στή­ρι­ξαν τη χού­ντα, έκα­ναν μαζί της «χρυ­σές δου­λειές» και έδω­σαν μάχη για να πα­ρα­τεί­νουν στο μά­ξι­μουμ την πα­ρα­μο­νή της στην εξου­σία. Αφε­τέ­ρου, γιατί η ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση της επο­χής του Πο­λυ­τε­χνεί­ου δεν ήταν μια παρ­θε­νο­γέ­νε­ση, δεν ξε­φύ­τρω­σε από το που­θε­νά. Πα­ρό­τι το πρα­ξι­κό­πη­μα και η επι­βο­λή του «γύψου» γε­νι­κευ­μέ­νης ανε­λευ­θε­ρί­ας διέ­κο­ψε επι­φα­νεια­κά τα νή­μα­τα της συ­νέ­χειας με το 1960, αυτή η «τομή» ήταν προ­σω­ρι­νή. Με αυ­θόρ­μη­το και υπό­γειο τρόπο τα νή­μα­τα ανα­πα­ρά­γο­νταν και ανα­ζη­τού­σαν τους τρό­πους και τις ρωγ­μές για να εκ­φρα­στούν.

Η αντί­στα­ση

Η αντί­στα­ση στη δι­κτα­το­ρία άρ­χι­σε από την πρώτη στιγ­μή της. Σε πεί­σμα ποι­κί­λων ση­με­ρι­νών τζι­τζι­φιό­γκων που προ­σπα­θούν να υπο­τι­μή­σουν την ση­μα­σία των ορ­γα­νώ­σε­ων της πρώ­ι­μης πε­ριό­δου της αντί­στα­σης, ο ρόλος τους ήταν ιδιαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κός: Κρα­τού­σε αναμ­μέ­νο το κερί που έδει­χνε ότι μπο­ρεί και πρέ­πει να υπάρ­ξει αντί­στα­ση, με στόχο την ανα­τρο­πή της δι­κτα­το­ρί­ας. Αντι­κει­με­νι­κά, στην πρώ­ι­μη φάση, οι ορ­γα­νώ­σεις της αντί­στα­σης κα­θο­ρί­ζο­νταν από το κα­θε­στώς της βα­θιάς πα­ρα­νο­μί­ας, έμε­ναν απο­μο­νω­μέ­νες και οι πρά­ξεις τους συ­γκε­ντρώ­νο­νταν σε «υπο­δειγ­μα­τι­κές ενέρ­γειες», λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο «δυ­να­μι­κές». Στις διερ­γα­σί­ες στο εσω­τε­ρι­κό αυτού του κύ­κλου αγω­νι­στών-στριών -στην Ελ­λά­δα και στο εξω­τε­ρι­κό- το παλιό ερώ­τη­μα για τη στρα­τη­γι­κή και τις ηγε­σί­ες μέσα στην Αρι­στε­ρά, συν­δυα­ζό­ταν με ένα και­νούρ­γιο: Πώς και γιατί πια­στή­κα­με με τις πι­ζά­μες τη νύχτα της 21ης Απρι­λί­ου; Πώς και γιατί το με­γά­λο κί­νη­μα της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 οδη­γή­θη­κε στην πο­λι­τι­κή ήττα; Οι απα­ντή­σεις που ιχνη­λα­τού­νταν θα είχαν κα­θο­ρι­στι­κή ση­μα­σία για την πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση στον επό­με­νο πιο μα­ζι­κό κύκλο αντί­στα­σης.

Απέ­να­ντι σε όλους αυ­τούς τους συ­ντρό­φους και συ­ντρό­φισ­σες των ορ­γα­νώ­σε­ων της πρώ­ι­μης αντί­στα­σης της Αρι­στε­ράς, αξί­ζει ο πιο απε­ριό­ρι­στος σε­βα­σμός. Όσοι από εμάς ανα­φε­ρό­μα­στε ει­δι­κό­τε­ρα στην πα­ρά­δο­ση του τρο­τσκι­σμού, μπο­ρού­με να εί­μα­στε υπε­ρή­φα­νοι για τις πρά­ξεις των βε­τε­ρά­νων μας, μέσω της πρω­το­βου­λί­ας τους για τις Δη­μο­κρα­τι­κές Επι­τρο­πές Αντί­στα­σης. Έκα­ναν πολλά και πρω­το­πό­ρα πράγ­μα­τα, χτυ­πή­θη­καν άγρια από το κα­θε­στώς και κρά­τη­σαν άψογη στάση μπρο­στά σε ορια­κές δο­κι­μα­σί­ες.

Οι ση­με­ρι­νοί ακρο­δε­ξιοί και οι φα­σί­στες, προ­σπα­θώ­ντας να χτί­σουν μα­ζι­κά ακρο­α­τή­ρια, προ­βά­λουν τον ισχυ­ρι­σμό ότι αν έρ­θουν στην εξου­σία θα οδη­γή­σουν την κοι­νω­νία σε μια κα­τά­στα­ση κα­λύ­τε­ρη για όλους (τους Έλ­λη­νες). Αυτός ο ισχυ­ρι­σμός δεν αντέ­χει το τεστ της σύ­γκρι­σης με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της χού­ντας. Το κα­θε­στώς της 7ε­τί­ας ήταν ένα κα­θε­στώς σκλη­ρής ανε­λευ­θε­ρί­ας. Ήταν όμως και ένα κα­θε­στώς επι­βο­λής φτώ­χειας στις λαϊ­κές τά­ξεις: το πά­γω­μα των μι­σθών και των συ­ντά­ξε­ων οδή­γη­σε σε ένα με­τα­νά­στευ­ση ση­μα­ντι­κά τμή­μα­τα των ερ­γα­τών και των φτω­χών αγρο­τών που δεν μπο­ρού­σαν πλέον να επι­βιώ­νουν εδώ. Επί­σης όμως ήταν ένα κα­θε­στώς από­λυ­της ασυ­δο­σί­ας για τους βιο­μή­χα­νους, τους εφο­πλι­στές και τους τρα­πε­ζί­τες. Μετά το 1974, η κυ­βέρ­νη­ση Κα­ρα­μαν­λή, παρά τις προ­θέ­σεις της, δεν μπό­ρε­σε να απο­φύ­γει τη δι­κα­στι­κή διε­ρεύ­νη­ση σχε­τι­κά με τον Ωνάση, το Νιάρ­χο, το Λάτση κ.ά. για το πλιά­τσι­κο που έστη­σαν στην 7ετία. Ασφα­λώς δεν επέ­τρε­ψε την κα­τα­δί­κη των «ολι­γαρ­χών», αλλά δεν μπό­ρε­σε και να απο­φύ­γει τη δι­κα­στι­κή έρευ­να για τις με­γά­λες απαλ­λο­τριώ­σεις γης, για τα θα­λασ­σο­δά­νεια μέσω της ΕΤΒΑ και το γε­νι­κό­τε­ρο «πάρτι» του κε­φα­λαί­ου κάτω από τις προ­στα­τευ­τι­κές φτε­ρού­γες των στρα­το­κρα­τών. Το ιδε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο της χού­ντας, το «Πα­τρίς-Θρη­σκεία-Οι­κο­γέ­νεια» ήταν άμεσα οπι­σθο­δρο­μι­κό μπρο­στά στα ρεύ­μα­τα που δη­μιουρ­γού­σε η μα­ζι­κο­ποί­η­ση της εκ­παί­δευ­σης και ο τε­χνο­λο­γι­κός εκ­συγ­χρο­νι­σμός, αλλά κυ­ρί­ως άμεσα αντι­δρα­στι­κό μπρο­στά στις νέες ιδέες που ωρί­μα­ζαν μέσα στη με­γά­λη πλειο­ψη­φία της νε­ο­λαί­ας κάτω από την επιρ­ροή των πα­γκό­σμιων κι­νη­μά­των για την ελευ­θε­ρία, στην επαύ­ριο του Μάη του ’68, μέσα στις μέρες της νίκης στο Βιετ­νάμ κ.ο.κ.

Μπο­ρού­σε να ανα­τρα­πεί;

Η τότε πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση «πέ­ρα­σε» μέσα από το ερώ­τη­μα τι εί­δους κα­θε­στώς ήταν η χού­ντα. Ας δα­νει­στού­με τον τίτλο του διά­ση­μου βι­βλί­ου του Που­λαν­τζά: Φα­σι­σμός ή δι­κτα­το­ρία; Δεν επρό­κει­το για θε­ο­λο­γι­κή ενα­σχό­λη­ση με το φύλο των αγ­γέ­λων, γιατί «έσπα­σε» σε δύο υπο-ερω­τή­μα­τα με άμε­σες πο­λι­τι­κές συ­νέ­πειες: α) Είχε απο­κτή­σει το κα­θε­στώς μα­ζι­κή πο­λι­τι­κή βάση, είχε «ρι­ζώ­σει» μέσα στις λαϊ­κές τά­ξεις; Η απά­ντη­ση ήταν αρ­νη­τι­κή. Παρά τις προ­σπά­θειες της χού­ντας να χτί­σει μα­ζι­κές ακρο­δε­ξιές ορ­γα­νώ­σεις πα­ντού, αυτό δεν έγινε εφι­κτό σε αξιο­ση­μεί­ω­το βαθμό που­θε­νά (αγρό­τες, ερ­γά­τες, νε­ο­λαία, «κλα­δι­κές» μι­κρο­με­σαί­ων και επι­στη­μό­νων κ.ά.) Και κατά συ­νέ­πεια: β) Ήταν η χού­ντα ένα κα­θε­στώς στα­θε­ρό και με μα­κρο­πρό­θε­σμες προ­ο­πτι­κές, ή ήταν μια κα­τά­στα­ση ευά­λω­τη που μπο­ρού­σε να ανα­τρα­πεί κάτω από τα χτυ­πή­μα­τα του κι­νή­μα­τος; Σε αυτό το ερώ­τη­μα η Αρι­στε­ρά δι­χά­στη­κε: το ΚΚΕ εσ. ευ­θέ­ως, αλλά και το ΚΚΕ εμ­μέ­σως, ήταν δύ­σπι­στα σχε­τι­κά με τις δυ­να­τό­τη­τες και το «ρε­α­λι­σμό» της ανα­τρο­πής της δι­κτα­το­ρί­ας και γι’ αυτό μπή­καν στην πο­λι­τι­κή αξιο­ποί­η­σης των δια­δι­κα­σιών της «φι­λε­λευ­θε­ρο­ποί­η­σης» της χού­ντας, που είχαν ως προ­ο­πτι­κή μια στα­δια­κή με­τά­βα­ση σε μια ελεγ­χό­με­νη και αυ­ταρ­χι­κή «δη­μο­κρα­τία», μέσω της ενό­τη­τας με τις αστι­κές πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις και με την εγ­γύ­η­ση μιας πο­λι­τι­κής επι­βί­ω­σης των στρα­το­κρα­τι­κών δυ­νά­με­ων που θα με­ταμ­φιέ­ζο­νταν πλέον σε ένα ακρο-συ­ντη­ρη­τι­κό πο­λι­τι­κό «κόμμα». Σε αυτή την εκτί­μη­ση για το εφι­κτό της ανα­τρο­πής της δι­κτα­το­ρί­ας, λο­γο­δο­τού­σε η τα­κτι­κή τους για γοργή πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση του αγώνα -με το «Κάτω η χού­ντα!» στην πρώτη γραμ­μή των συν­θη­μά­των- αλλά και η γοργή ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση των μορ­φών πάλης, με την προ­σπά­θεια για το «πέ­ρα­σμα» στο δρόμο και από εκεί στις πο­λυ­ή­με­ρες κι­νη­το­ποι­ή­σεις και στις κα­τα­λή­ψεις δη­μό­σιων κτι­ρί­ων. Αυτά αρ­χι­κά έμοια­ζαν ανέ­φι­κτα, αλλά μόνο πριν το «φο­βε­ρό έτος» 1972. Γιατί η ανά­πτυ­ξη του μα­ζι­κού φοι­τη­τι­κού κι­νή­μα­τος λει­τούρ­γη­σε ως «κα­τα­λύ­της» για να εκ­φρα­στεί η γε­νι­κό­τε­ρη ερ­γα­τι­κή και λαϊκή οργή.

Στα πλαί­σια της «φι­λε­λευ­θε­ρο­ποί­η­σης», η χού­ντα επι­χεί­ρη­σε να ανα­βαθ­μί­σει τον έλεγ­χο, χα­λα­ρώ­νο­ντας την άμεση στή­ρι­ξή της στο Συν­δι­κα­λι­στι­κό και στο Σπου­δα­στι­κό της Ασφά­λειας.

Η συ­νέ­πεια ήταν να ανα­πτυ­χθούν διερ­γα­σί­ες, αδιό­ρα­τες αρ­χι­κά, που όμως λίγο αρ­γό­τε­ρα θα απο­δεί­κνυαν την κο­λοσ­σιαία ση­μα­σία τους μέσα σε ένα «άκαμ­πτο» στρα­το­κρα­τι­κό κα­θε­στώς. Σε μα­ζι­κούς ερ­γα­τι­κούς χώ­ρους άρ­χι­σαν προ­σπά­θειες διεκ­δί­κη­σης και συν­δι­κα­λι­στι­κής έκ­φρα­σης (συ­γκοι­νω­νί­ες, τρα­πε­ζο­ϋ­πάλ­λη­λοι, λι­θο­γρά­φοι, οι­κο­δό­μοι). Οι άν­θρω­ποι που πρω­το­στά­τη­σαν απο­δεί­χθη­καν ανα­ντι­κα­τά­στα­της αξίας όταν ήρθε η ώρα του Νο­έμ­βρη.

Στις σχο­λές η χού­ντα προ­σπά­θη­σε να ανα­βαθ­μί­σει τα διο­ρι­σμέ­να ΔΣ των χα­φιέ­δων σε «εκλεγ­μέ­να» όρ­γα­να που, όμως, θα όφει­λαν να έχουν ως με­γά­λη πλειο­ψη­φία τους ίδιους χα­φιέ­δες και φα­σί­στες της νε­ο­λαί­ας του «κόμ­μα­τος» 4η Αυ­γού­στου, του Πλεύ­ρη-πα­τρός. Έχα­σαν τε­λεί­ως τον έλεγ­χο και είδαν έντρο­μοι να ανα­πτύσ­σο­νται συ­νε­λεύ­σεις, να αρ­χί­ζουν φοι­τη­τι­κές δια­δη­λώ­σεις, να συ­γκρο­τού­νται επι­τρο­πές αγώνα, όπου η δύ­να­μη της εν γένει Αρι­στε­ράς δεν ήταν δυ­να­τό να υπο­τι­μη­θεί. Σε αυτή την τα­πει­νή και επι­φα­νεια­κά «ει­ρη­νιά­ρι­κη» δια­δι­κα­σία είχε σε σπέρ­μα την αρχή της η πο­ρεία προς μια με­γά­λη λαϊκή εξέ­γερ­ση. Και αυτό είναι ένα μά­θη­μα για πολ­λούς ση­με­ρι­νούς αγω­νι­στές που οφεί­λουν να κά­νουν τη δου­λειά «πρώ­της γραμ­μής» μέσα στους κοι­νω­νι­κούς χώ­ρους, σκά­βο­ντας σε ένα έδα­φος που, από πρώτη ματιά, μπο­ρεί να μοιά­ζει άγονο.

Η χού­ντα προ­σπά­θη­σε να αντι­δρά­σει επι­στρέ­φο­ντας στην κα­τα­στο­λή, με την επι­στρά­τευ­ση δε­κά­δων φοι­τη­τών που είχαν ξε­χω­ρί­σει στην προη­γού­με­νη πε­ρί­ο­δο. Θα ήταν άγνω­στη η εξέ­λι­ξη αν το χτύ­πη­μα πέρ­να­γε ανα­πά­ντη­το. Όμως δεν πέ­ρα­σε. Οι δύο κα­τα­λή­ψεις της Νο­μι­κής, στην άνοι­ξη του 1972, ήταν μια απο­φα­σι­στι­κή κλι­μά­κω­ση: Με την ίδια τη μορφή πάλης που επι­λέ­χθη­κε -κα­τά­λη­ψη ενός κε­ντρι­κού κτι­ρί­ου μέσα σε μια στρα­το­κρα­τού­με­νη πόλη! Με το πέ­ρα­σμα στα πο­λι­τι­κά συν­θή­μα­τα, με το «Κάτω η χού­ντα» που βρο­ντο­φώ­να­ξε η τα­ρά­τσα, ξε­περ­νώ­ντας με καλ­πα­σμό τα «φοι­τη­τι­κά αι­τή­μα­τα» που μέχρι τότε ήταν ένας φε­ρε­τζές για την ανά­πτυ­ξη του κι­νή­μα­τος. Με την απεύ­θυν­ση προς τα «έξω», με τη διεκ­δί­κη­ση συ­μπα­ρά­στα­σης από τον κόσμο και -κυ­ρί­ως!- με την άφιξη αυτής της συ­μπα­ρά­στα­σης, με τη μορφή των χι­λιά­δων δια­δη­λω­τών στους δρό­μους γύρω από το κα­τει­λημ­μέ­νο κτί­ριο, παρά το άγριο κυ­νη­γη­τό της Αστυ­νο­μί­ας. Η Νο­μι­κή ήταν η πρόβα τζε­νε­ρά­λε για το Πο­λυ­τε­χνείο.

Όλοι όσοι δρού­σαν συ­στη­μα­τι­κά τότε, άρ­χι­σαν να έχουν τη συ­ναί­σθη­ση ότι «έρ­χε­ται κάτι με­γά­λο». Και αυτό οδη­γού­σε στην αύ­ξη­ση των προ­σπα­θειών και στον πολ­λα­πλα­σια­σμό των δρώ­ντων. Η εί­σο­δος του μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος σε ορ­μη­τι­κό ανο­δι­κό κύκλο, ποτέ δεν είναι κάτι μυ­στη­ρια­κό. Στη­ρί­ζε­ται στην ενερ­γο­ποί­η­ση και στη δράση των απλών αν­θρώ­πων, χι­λιά­δων κο­ρι­τσιών και αγο­ριών στη φοι­τη­τι­κή ηλι­κία, χι­λιά­δων νε­ό­τε­ρων που ενερ­γο­ποι­ή­θη­καν στα σχο­λεία, στα φρο­ντι­στή­ρια και στα (αξέ­χα­στα) νυ­χτε­ρι­νά, πρω­το­πό­ρων ερ­γα­τών και ερ­γα­τριών που δια­τή­ρη­σαν ζω­ντα­νή την «τε­χνο­γνω­σία» του τι ση­μαί­νει να κι­νη­το­ποιείς τις πιά­τσες των οι­κο­δό­μων ή να κα­λείς σε απερ­γία και δια­δή­λω­ση στα ερ­γο­στά­σια και στις υπη­ρε­σί­ες, αγω­νι­στών της Αρι­στε­ράς που δεν ξέ­χα­σαν τι ση­μαί­νει «κι­νη­το­ποιώ τη συ­νοι­κία μου», ή κα­τέ­βα­ζαν τους αγρό­τες από τα Μέ­γα­ρα στην Πα­τη­σί­ων. Όταν οι συν­θή­κες επι­τρέ­πουν (και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο επι­βά­λουν) αυτόν το «συ­ντο­νι­σμό», τότε μπο­ρού­με να εί­μα­στε σί­γου­ροι ότι θα πα­ρου­σια­στεί στο δρόμο μια ακα­τα­μά­χη­τη δύ­να­μη.

Μια αυ­θε­ντι­κή λαϊκή εξέ­γερ­ση

Ο Νο­έμ­βρης του ’73 ήταν μια αυ­θε­ντι­κή, μια με­γά­λη λαϊκή εξέ­γερ­ση που ανέ­τρε­ψε τη δι­κτα­το­ρία και δη­μιούρ­γη­σε μια πο­λι­τι­κή πα­ρά­δο­ση που άλ­λα­ξε την Ελ­λά­δα, έζησε για δε­κα­ε­τί­ες και πα­ρα­μέ­νει απει­λη­τι­κή ενά­ντια στις κοι­νω­νι­κές/πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις που ορ­γα­νώ­νουν το κα­θε­στώς κα­τα­πί­ε­σης και εκ­με­τάλ­λευ­σης:

-Ο Νο­έμ­βρης του ’73 «ητ­τή­θη­κε» στρα­τιω­τι­κά, με την κα­τα­στο­λή, με την επι­στρο­φή του κα­θε­στώ­τος στη γυμνή στή­ρι­ξη στα τανκς και στις ει­δι­κές δυ­νά­μεις του στρα­τού μέσα στις πό­λεις. Όμως αναμ­φι­σβή­τη­τα νί­κη­σε πο­λι­τι­κά: το κα­θε­στώς της 21ης Απρι­λί­ου ήταν ήδη κλι­νι­κά νεκρό από το βράδυ της 17 Νο­έμ­βρη. Τί­πο­τα δεν μπο­ρού­σε να λει­τουρ­γή­σει ξανά όπως πριν.

Οι ποι­κί­λοι αρ­νη­τές της ση­μα­σί­ας και της αξίας των εξε­γέρ­σε­ων προ­σπα­θούν να υπο­βαθ­μί­σουν αυτό το γε­γο­νός με τον ισχυ­ρι­σμό ότι η χού­ντα έπεσε «λόγω της προ­δο­σί­ας στην Κύπρο». Είναι ένα ψέμα, χει­ρό­τε­ρο από τις μισές αλή­θειες. Οι προ­ε­τοι­μα­σί­ες της χού­ντας για ανα­τρο­πή του Μα­κα­ρί­ου, και την προ­σπά­θεια για μια «Ένωση» με την Κύπρο, είχαν αρ­χί­σει πριν το 1973. Το κα­θε­στώς Ιω­αν­νί­δη τις επι­τά­χυ­νε, προ­σπα­θώ­ντας πλέον να σώσει το κα­θε­στώς στην Αθήνα. Όταν άρ­χι­σε η τουρ­κι­κή ει­σβο­λή, η χού­ντα επι­χεί­ρη­σε να απα­ντή­σει με πό­λε­μο: Κά­λε­σε σε γε­νι­κή επι­στρά­τευ­ση, έθεσε την αε­ρο­πο­ρία σε «κόκ­κι­νη» ετοι­μό­τη­τα, έβγα­λε το στόλο από τους ναυ­στάθ­μους. Όμως στην επι­στρά­τευ­ση προ­σήλ­θαν οι «άγριοι» νέοι που είχαν ζήσει το Νο­έμ­βρη. Η πει­θαρ­χία στο στρα­τό κλο­νί­στη­κε επι­κίν­δυ­να και τα επι­τε­λεία των ανώ­τε­ρων αξιω­μα­τι­κών κα­τά­λα­βαν ότι δεν μπο­ρού­σαν να κα­θο­δη­γή­σουν με ασφά­λεια μια πο­λε­μι­κή εξόρ­μη­ση. Το Πο­λυ­τε­χνείο όχι μόνο ανέ­τρε­ψε τη χού­ντα, αλλά και έσωσε την ερ­γα­τι­κή τάξη στην Ελ­λά­δα και στην Τουρ­κία από μια μεί­ζο­να κα­τα­στρο­φή, από έναν ελ­λη­νο­τουρ­κι­κό πό­λε­μο.

Αυτή η αί­σθη­ση, η βα­σι­σμέ­νη στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ότι «οι εξε­γέρ­σεις απο­δί­δουν», μπό­λια­σε μια γενιά ερ­γα­τών και νε­ο­λαί­ας, με­τα­λα­μπα­δεύ­τη­κε στα συ­νέ­χεια και ανά­βλη­σε ξανά σε με­γά­λες «στιγ­μές» της τα­ξι­κής και πο­λι­τι­κής πάλης στην Ελ­λά­δα (Με­τα­πο­λί­τευ­ση, 1985, 1992, 2010-13 κ.ά.). Αυτή η νο­μι­μο­ποί­η­ση του «επα­να­στα­τι­κού δρό­μου» στα μάτια και στις ψυχές της ερ­γα­ζό­με­νης πλειο­ψη­φί­ας, είναι ένας πυ­λώ­νας του ισχυ­ρι­σμού ότι «το Πο­λυ­τε­χνείο ζει!» στα 50 χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν.

-Το υπο­κεί­με­νο του Νο­έμ­βρη ήταν η κλασ­σι­κή κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία κάθε εξε­γερ­σια­κής διερ­γα­σί­ας: «Ερ­γά­τες – αγρό­τες και φοι­τη­τές, ενω­μέ­νοι νι­κη­τές!».

Το Πο­λυ­τε­χνείο ξε­κί­νη­σε από το φοι­τη­τι­κό κί­νη­μα, αλλά δεν έμει­νε ένα «φοι­τη­τι­κό» γε­γο­νός. Η Ερ­γα­τι­κή Συ­νέ­λευ­ση ήταν μια πρω­το­βου­λία που, όχι τυ­χαία, έχει υπο­τι­μη­θεί και συ­κο­φα­ντη­θεί. Οι σύ­ντρο­φοι που πρω­τα­γω­νί­στη­σαν έκα­ναν μια υπο­δειγ­μα­τι­κή δου­λειά: οι προ­κη­ρύ­ξεις τους, τα «συ­νερ­γεία» προς τις οι­κο­δο­μι­κές πιά­τσες και τα ερ­γο­στά­σια, το κά­λε­σμα για απερ­γία ήταν ένα βήμα απο­φα­σι­στι­κής κλι­μά­κω­σης. Και η αντα­πό­κρι­ση υπήρ­ξε συ­γκλο­νι­στι­κή: στις δια­δη­λώ­σεις γύρω από το Πο­λυ­τε­χνείο, στις συ­γκρού­σεις με την Αστυ­νο­μία σε όλο το κέ­ντρο της Αθή­νας, στις δια­δη­λώ­σεις της μέρας μετά την «πτώση» του Πο­λυ­τε­χνεί­ου, το κα­θο­ρι­στι­κό υπο­κεί­με­νο ήταν οι ερ­γα­ζό­με­νοι απλοί άν­θρω­ποι, που έμπαι­ναν πλέον ορ­μη­τι­κά στο προ­σκή­νιο. Αυτή η ενερ­γός συμ­με­το­χή, η τάση επέ­κτα­σης στις άλλες πό­λεις (με τις ηρω­ι­κές προ­σπά­θειες στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, στην Πάτρα και στα Γιάν­νε­να), η ακόμα πλα­τύ­τε­ρη λαϊκή συ­μπα­ρά­στα­ση που ανά­βλυ­ζε από πα­ντού, έδω­σαν στο Νο­έμ­βρη το χα­ρα­κτή­ρα της γνή­σιας λαϊ­κής εξέ­γερ­σης, που πα­νι­κό­βα­λε τη χού­ντα.

Η ανα­φο­ρά στη δύ­να­μη αυτής της κοι­νω­νι­κής συμ­μα­χί­ας, η ανα­φο­ρά στη στενή σχέση των νε­ο­λαι­ί­στι­κων κι­νη­μά­των με την ερ­γα­τι­κή τάξη, με τις δρά­σεις της (μι­κρές ή με­γά­λες) και τις ιστο­ρι­κές προ­ο­πτι­κές της, ήταν ένα κα­θο­ρι­στι­κό ση­μείο της πο­λι­τι­κο­ποί­η­σης που δη­μιούρ­γη­σε ο Νο­έμ­βρης. Που με­τα­λα­μπα­δεύ­τη­κε επί­σης στις επό­με­νες γε­νιές και έδωσε στις δε­κα­ε­τί­ες που ακο­λού­θη­σαν πολλά συ­γκλο­νι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα της αμ­φί­δρο­μης σχέ­σης: Είτε με τους φοι­τη­τές και τις φοι­τή­τριες στις πύλες των αγω­νι­ζό­με­νων ερ­γο­στα­σί­ων της μα­κράς Με­τα­πο­λί­τευ­σης, είτε με την κα­θο­ρι­στι­κή υπο­στή­ρι­ξη της ερ­γα­τι­κής/λαϊ­κής πλειο­ψη­φί­ας σε με­γά­λες μάχες της σπου­δα­στι­κής νε­ο­λαί­ας ακόμα και πολ­λά-πολ­λά χρό­νια μετά.

Με ποια πο­λι­τι­κή;

-Ποια ήταν η «πο­λι­τι­κή» του Νο­έμ­βρη; Εδώ η πα­ρα­χά­ρα­ξη χτυ­πά­ει κόκ­κι­νο. Κά­ποιοι στέ­κο­νται στο «Κάτω η χού­ντα» για να βγά­λουν το συ­μπέ­ρα­σμα ότι κυ­ρί­ως ήταν μια δη­μο­κρα­τι­κή απαί­τη­ση. Άλλοι, συ­μπλη­ρώ­νουν το «Έξω οι Αμε­ρι­κά­νοι», για να βγά­λουν το συ­μπέ­ρα­σμα ότι ήταν μια δη­μο­κρα­τι­κή αλλά και αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κή απαί­τη­ση, με στόχο τη δη­μο­κρα­τία και την εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία. Με αυτή τη ψυχρή μέ­θο­δο του νε­κρο­α­να­τό­μου ανα­πτύσ­σο­νται «σχο­λές» που συ­νι­στούν το συ­μπέ­ρα­σμα ότι ο Νο­έμ­βρης «δι­καιώ­θη­κε», είτε το 1974, είτε το 1981.

Ο Νο­έμ­βρης είχε και την απαί­τη­ση της δη­μο­κρα­τί­ας και την απαί­τη­ση της αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κής ρήξης, αλλά όχι μόνο. Και δεν ανα­φε­ρό­μα­στε κυ­ρί­ως στο γε­γο­νός ότι υπήρ­χαν και άλλα συν­θή­μα­τα (Απερ­γία Γε­νι­κή, Κάτω το Κε­φά­λαιο, Λαϊκή Εξου­σία κλπ) που φω­νά­χτη­καν μα­ζι­κά και με πάθος. Πώς να χω­ρέ­σει κα­νείς σε ένα «πλαί­σιο» την οργή που εξέ­φρα­ζαν συν­θή­μα­τα όπως το «Απόψε θα γίνει Ταϊ­λάν­δη!» (ανα­φο­ρά σε μια εξέ­γερ­ση της επο­χής, που είχε κα­τα­λή­ξει σε μα­ζι­κή σφαγή των εξε­γερ­μέ­νων!) ή το απει­λη­τι­κό και κα­θό­λου χρι­στια­νι­κό πανώ στα χέρια των «άγριων» δια­δη­λω­τών της Πα­τη­σί­ων -«Ουαί υμίν γραμ­μα­τείς και φα­ρι­σαί­οι!». Κατά τη γνώμη μου την «αλή­θεια» δεί­χνει μια εμ­βλη­μα­τι­κή φράση της επο­χής: Απο­φα­σι­στι­κή πάλη για την ανα­τρο­πή της χού­ντας και των κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών δυ­νά­με­ων που την έφε­ραν, την ανέ­χτη­καν και την στη­ρί­ζουν. Ο Νο­έμ­βρης δη­μιούρ­γη­σε μια «κόκ­κι­νη» πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση, που στρε­φό­ταν μα­ζι­κά και με τα­χύ­τη­τα προς τα αρι­στε­ρά. Γι’ αυτό και αυτή η πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση κρά­τη­σε για δε­κα­ε­τί­ες. Ακόμα και τμή­μα­τά της που στρά­φη­καν προς τη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία, δεν είχαν καμιά σχέση με το ση­με­ρι­νό σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρο εκ­φυ­λι­σμό και η σχέση τους με το ΠΑΣΟΚ υπήρ­ξε ιδιαί­τε­ρα πε­ρι­πε­τειώ­δης (διά­σπα­ση ΠΑΣΚΕ το 1985, ανταρ­σί­ες συν­δι­κα­λι­στών επί Ση­μί­τη κλπ).

-Ο Νο­έμ­βρης εγκα­τέ­στη­σε στην Ελ­λά­δα την πα­ρά­δο­ση της δη­μο­κρα­τι­κής και από τα κάτω ορ­γά­νω­σης των αγώ­νων, του­λά­χι­στον στις «με­γά­λες» στιγ­μές τους.

Έχο­ντας την εμπει­ρία της Νο­μι­κής, όπου η κρί­σι­μη από­φα­ση της οι­κειο­θε­λούς εκ­κέ­νω­σης της κα­τά­λη­ψης πάρ­θη­κε μέσω της «ανά­θε­σης» στα κα­τα­ξιω­μέ­να συν­δι­κα­λι­στι­κά στε­λέ­χη, στο Πο­λυ­τε­χνείο υιο­θε­τή­θη­κε η υπο­χρέ­ω­ση να πε­ρά­σει κάθε ση­μα­ντι­κή από­φα­ση της Συ­ντο­νι­στι­κής Επι­τρο­πής της κα­τά­λη­ψης μέσα από τις Γε­νι­κές Συ­νε­λεύ­σεις των σχο­λών που συμ­με­τεί­χαν, τη Γε­νι­κή Συ­νέ­λευ­ση των ερ­γα­τών και τη Γε­νι­κή Συ­νέ­λευ­ση των μα­θη­τών που είχαν προ­σέλ­θει. Ήταν μια από­φα­ση που συ­νέ­βα­λε κα­θο­ρι­στι­κά στη συ­νο­χή της κα­τά­λη­ψης μπρο­στά σε με­γά­λες δο­κι­μα­σί­ες. Που απέ­τρε­ψε, επί­σης, τα σχέ­δια «απα­γκί­στρω­σης» από το κα­τει­λημ­μέ­νο Πο­λυ­τε­χνείο που, στην πράξη, σή­μαι­νε απο­φυ­γή της τε­λι­κής σύ­γκρου­σης. Ήταν μια από­φα­ση ευ­ερ­γε­τι­κή και για τα μέλη των κομ­μά­των που οι ηγε­σί­ες τους προ­σα­να­το­λί­ζο­νταν στην εγκα­τά­λει­ψη του Πο­λυ­τε­χνεί­ου: μέσα στη φωτιά των ΓΣ εκ­δη­λώ­θη­καν όλες οι δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις μέσα από τις γραμ­μές του Ρήγα Φε­ραί­ου και της Αντι-ΕΦΕΕ, που επέ­τρε­ψαν τις ισχυ­ρές πλειο­ψη­φί­ες για συ­νέ­χεια της κα­τά­λη­ψης «μέχρι τέ­λους» και απέ­κλει­σαν κάθε δια­σπα­στι­κό σχέ­διο απο­δυ­νά­μω­σής της.

Αυτό το στοι­χείο της δη­μο­κρα­τι­κής και από τα κάτω ορ­γά­νω­σης των αγώ­νων είχε, επί­σης, δια­χρο­νι­κή συ­νέ­χεια. Ήταν ιδιαί­τε­ρα ορατό στους με­γά­λους ερ­γα­τι­κούς αγώ­νες της Με­τα­πο­λί­τευ­σης και ιδιαί­τε­ρα στα ερ­γο­στα­σια­κά σω­μα­τεία. Επα­νήλ­θε σε πολ­λές με­τέ­πει­τα κρί­σι­μες στιγ­μές (κα­τα­λή­ψεις 1979, κί­νη­μα για το Άρθρο 16, Πλα­τεί­ες κ.ο.κ.). Και αντί­στρο­φα, η υπο­τί­μη­σή του, η γρα­φειο­κρα­τι­κο­ποί­η­ση ερ­γα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων και η λο­γι­κή της «ανά­θε­σης» ήταν και είναι πα­ρά­γο­ντες που ερ­μη­νεύ­ουν κά­ποιες ση­μα­ντι­κές ήττες του κό­σμου μας.

-Μέσα στο Πο­λυ­τε­χνείο, υπήρ­ξε «εσω­τε­ρι­κός αγώ­νας». Αφο­ρού­σε την πο­λι­τι­κή γραμ­μή. Απορ­ρί­φθη­κε η πρό­τα­ση για έκ­κλη­ση στις «δη­μο­κρα­τι­κές δυ­νά­μεις του τόπου», απορ­ρί­φθη­κε η πρό­τα­ση για έντα­ξη του Νο­έμ­βρη στη διεκ­δί­κη­ση μιας «κυ­βέρ­νη­σης εθνι­κής ενό­τη­τας» που θα αντι­κα­θι­στού­σε τη χού­ντα. Αφο­ρού­σε, επί­σης, την τα­κτι­κή. Απορ­ρί­φθη­κε η πρό­τα­ση για «απα­γκί­στρω­ση» από το Πο­λυ­τε­χνείο, που ήρθε ξανά και ξανά με δια­φο­ρε­τι­κά προ­σχή­μα­τα. Και πριν από αυτά τα «με­γά­λα» ζη­τή­μα­τα, υπήρ­ξε η προη­γού­με­νη σύ­γκρου­ση για το εάν ή όχι θα ξε­κι­νού­σε καν η κα­τά­λη­ψη του Πο­λυ­τε­χνεί­ου (με τις ενέρ­γειες εκεί­νων που, αρ­γό­τε­ρα, κα­τη­γο­ρή­θη­καν ως οι «300 προ­βο­κά­το­ρες της ΕΥΠ του Ρου­φο­γά­λη»).

Το σύ­νο­λο αυτού του με­τώ­που αντι­πα­ρά­θε­σης κρά­τη­σαν, με συ­νε­κτι­κό τρόπο, κυ­ρί­ως οι ορ­γα­νώ­σεις της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς. Μιας δύ­να­μης που προ­ϋ­πήρ­χε, που τα βα­σι­κά ρεύ­μα­τά της (μα­οϊ­σμός, τρο­τσκι­σμός, «γκε­βα­ρι­σμός» κ.ά.) είχαν γίνει ορατά στο ’60 και τα Ιου­λια­νά, αλλά που με τη δράση στη γε­νι­κό­τε­ρη εποχή της αντί­στα­σης και του Νο­έμ­βρη, κα­τέ­κτη­σαν μια ανα­γνώ­ρι­ση που τους επέ­τρε­ψε από τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση και μετά να παί­ξουν έναν πολύ πιο ανα­βαθ­μι­σμέ­νο και «ορατό» πο­λι­τι­κό ρόλο.

Στην πε­ρί­ο­δο της Με­τα­πο­λί­τευ­σης οι κα­τη­γο­ρί­ες για τον «αρι­στε­ρο-χου­ντι­σμό» και για τους «προ­βο­κά­το­ρες» επα­νήλ­θαν στην επι­φά­νεια. Αφο­ρού­σαν τις ορ­γα­νώ­σεις του χώρου της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς, αλλά στό­χευαν κυ­ρί­ως στην προ­σπά­θεια πο­λι­τι­κής απο­μό­νω­σης μα­χη­τι­κών ερ­γα­τι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων (όπως η 23η Ιούνη και η 25η Μάη, η προ­σπά­θεια συ­ντο­νι­σμού από τα κάτω των ερ­γο­στα­σια­κών σω­μα­τεί­ων κ.ά.).

Δεν έχου­με κα­νέ­να λόγο να θυ­μό­μα­στε αυτές τις εν­δο-αρι­στε­ρές συ­γκρού­σεις με σε­χτα­ρι­στι­κό τρόπο. Δεν έχου­με κα­νέ­να εν­δια­φέ­ρον για τις «απο­κα­λύ­ψεις» του Μίμη Αν­δρου­λά­κη κ.ά. για την «Παν­σπου­δα­στι­κή Νο 8» (που, τότε, μας είχε «τσού­ξει» ιδιαί­τε­ρα) γιατί είναι μια φα­νε­ρή προ­σπά­θεια στρο­φής όλου του πλαι­σί­ου προς τα δεξιά, διά­λυ­σης κάθε σο­βα­ρής συ­ζή­τη­σης μέσα σε μια ηθι­κι­στι­κή και σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή σούπα. Γνω­ρί­ζου­με καλά ότι η πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση που δη­μιούρ­γη­σε ο Νο­έμ­βρης του ’73 δεν χώ­ρε­σε, τε­λι­κά, στα κα­λού­πια του με­ταρ­ρυθ­μι­σμού. Δεν είναι τυ­χαίο ότι οι νε­ο­λαί­ες τόσο του ΚΚΕ εσ. όσο και του ΚΚΕ, δια­σπά­στη­καν και μα­ζι­κά τμή­μα­τά τους στρά­φη­καν προς τα αρι­στε­ρά σε δια­φο­ρε­τι­κές πε­ριό­δους, και στή­ρι­ξαν με με­γά­λες συμ­βο­λές τον αγών για την επα­να­στα­τι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση της Αρι­στε­ράς και του κι­νή­μα­τος.

Στον δρόμο του Νο­έμ­βρη

Ο Νο­έμ­βρης άνοι­ξε το δρόμο για τη με­γά­λη ερ­γα­τι­κή Με­τα­πο­λί­τευ­ση. Την πε­ρί­ο­δο που οι αγώ­νες της τάξης μας δια­μόρ­φω­σαν όλο το πλαί­σιο των σύγ­χρο­νων ερ­γα­τι­κών κα­τα­κτή­σε­ων και δι­καιω­μά­των. Το πλαί­σιο που βρέ­θη­κε στο στό­χα­στρο των Κα­ρα­μαν­λή­δων και του Ση­μί­τη, στο στό­χα­στρο των μνη­μο­νια­κών κυ­βερ­νή­σε­ων και της πο­λι­τι­κής του Μη­τσο­τά­κη σή­με­ρα.

Η μνήμη του Νο­έμ­βρη ήταν πάντα αντι­κεί­με­νο πο­λι­τι­κού αγώνα. Σε μια από τις πιο σκο­τει­νές επε­τεί­ους, το Νο­έμ­βρη του 1980, στις πα­ρα­μο­νές της «Αλ­λα­γής» του ’81, η κυ­βέρ­νη­ση της Δε­ξιάς (με την πο­λι­τι­κή κά­λυ­ψη του Α. Πα­παν­δρέ­ου) δεν δί­στα­σε να βάψει τα χέρια της με αίμα, δο­λο­φο­νώ­ντας τους δια­δη­λω­τές Ιά­κω­βο Κουμή και Στα­μα­τί­να Κα­νελ­λο­πού­λου. Ήταν μια από­δει­ξη του φόβου που πάντα προ­κα­λεί στους «από πάνω» η υπεν­θύ­μι­ση της απε­λευ­θε­ρω­τι­κής δυ­να­μι­κής εκεί­νων των ημε­ρών του ’73.

Σή­με­ρα που η τάξη μας και η νε­ο­λαία αντι­με­τω­πί­ζει πρω­το­φα­νείς πιέ­σεις και προ­κλή­σεις, οφεί­λου­με όλοι να ξε­πε­ρά­σου­με τα όρια στις προ­σπά­θειές μας για να τους απο­δεί­ξου­με ότι ένας νέος Νο­έμ­βρης, που είναι ανα­γκαί­ος, θα γίνει και εφι­κτός. Και μέσα σε αυτές τις προ­σπά­θειες, θα ακού­γε­ται πάντα η κραυ­γή, που έχει τις ρίζες της 50 χρό­νια πριν: Το Πο­λυ­τε­χνείο ζει!

/rproject.gr/

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος