Στον γεωγραφικό χώρο όπου ζουν οι Παλαιστίνιοι και οι Εβραίοι του Ισραήλ, συνυπάρχουν σήμερα δύο αντίθετες πραγματικότητες:
Η διεθνής νομιμότητα, με αναγνώριση του Κράτους του Ισραήλ στα σύνορα του 1967 και παράλληλη αναγνώριση της Δυτικής Όχθης, της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Γάζας ως Κατεχόμενων Παλαιστινιακών Εδαφών. Πρόσφατα το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης επιβεβαίωσε [1] ότι η ισραηλινή κατοχή των συγκεκριμένων εδαφών είναι παράνομη, με βάση το Διεθνές Δίκαιο, και οφείλει να τερματιστεί το συντομότερο δυνατόν.
Η κατάσταση στο έδαφος, όπως έχει διαμορφωθεί από 57 χρόνια ισραηλινής στρατιωτικής κατοχής και συστηματικών εποικισμών. Ισραήλ και Παλαιστινιακά Εδάφη ελέγχονται πλήρως από το Κράτος του Ισραήλ, που έχει διαμορφώσει μια «πραγματικότητα του ενός κράτους». [2]
Λύση Δύο Κρατών, και Πραγματικότητα Ενός Κράτους
Γιάννης Παρασκευόπουλος*
Η διεθνής διπλωματική συζήτηση εστιάζει σταθερά σε Λύση Δύο Κρατών: δίπλα στο Ισραήλ θα δημιουργηθεί και ένα Παλαιστινιακό Κράτος με βάση τα σύνορα του 1967, στα εδάφη από όπου θα αποσυρθεί το Ισραήλ. Οι συμφωνίες του Όσλο παρέπεμπαν τη λύση αυτή σε διάλογο και τελική συμφωνία του Ισραήλ με τους Παλαιστινίους. Από το 2008, όταν έγινε η τελευταία σοβαρή διαπραγμάτευση [3], το Ισραήλ έχει σταματήσει τη διαδικασία.
Για τους Παλαιστίνιους, η λύση των Δύο Κρατών ήταν ένας συμβιβασμός: αποδέχονταν το Ισραήλ στα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα του 1967 που κάλυπταν το 77% της ιστορικής Παλαιστίνης, για να αποκτήσουν δικό τους κράτος στο υπόλοιπο 23%. Το πλεονέκτημα ήταν ότι μια τέτοια λύση φαινόταν τότε άμεσα εφικτή, υποστηριζόταν 100% από το Διεθνές Δίκαιο, ενώ βιωνόταν ως νίκη της πρώτης Ιντιφάντα [4], αλλά και ως ρεαλιστική συμφιλίωση με την αδυναμία πλήρους νίκης επί του Ισραήλ. Για τους Παλαιστίνιους, πάντως, ο συμβιβασμός αυτός ήταν η έσχατη δυνατή υποχώρηση, καθώς από τη Μεσόγειο μέχρι τον Ιορδάνη ζουν συνολικά περίπου 7 εκ. Ισραηλινών Εβραίων και άλλα 7 εκ. Παλαιστινίων [5]. Δύο εκατομμύρια από τους τελευταίους είναι πολίτες του Ισραήλ, με μειωμένα πάντως δικαιώματα. [6]
30 χρόνια μετά το Όσλο, και 15 χρόνια μετά την τελευταία διαπραγμάτευση του 2008, μια τέτοια προοπτική δικού τους κράτους δεν είναι πια ορατή για τους περισσότερους Παλαιστίνιους. Πολύ περισσότερο, η κατάσταση στο έδαφος φαίνεται να αποκλείει την επιστροφή στα σύνορα του 1967:
Προσαρτήσεις, διαχωριστικά τείχη [7], στρατιωτικές ζώνες, χωριστά οδικά δίκτυα μόνο για Ισραηλινούς [8], κατασχέσεις Παλαιστινιακής γης [9], κατεδαφίσεις Παλαιστινιακών σπιτιών και εκδιώξεις ολόκληρων χωριών [10] επιτρέπουν στους Ισραηλινούς να ζουν και να κινούνται ανεμπόδιστα στο 61% της Δυτικής Όχθης υπό ισραηλινή νομοθεσία και διοίκηση, σαν να βρίσκονταν σε ισραηλινό έδαφος.
Την ίδια στιγμή, 90% των Παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης ζουν στους 165 περίκλειστους θύλακες [11] που διοικούνται από την Παλαιστινιακή Αρχή, καλύπτουν το 39% της έκτασης και επικοινωνούν μόνο μέσω ισραηλινών σημείων ελέγχου.
Το υπόλοιπο 10%, περίπου 300.000 Παλαιστίνιοι [12], ζει υπό ισραηλινό Στρατιωτικό Νόμο (αποκλειστικά γι’ αυτούς) στη λεγόμενη Ζώνη C: η τελευταία καλύπτει το 61% της Δυτικής Όχθης [13], εκτείνεται γύρω από όλους τους θύλακες της Παλαιστινιακής Αρχής, και ελέγχεται πλήρως από το Ισραήλ. 70% της Ζώνης C (45% όλης της Δυτικής Όχθης) είναι δεσμευμένο για τον στρατό και τους 500.000 ισραηλινούς εποίκους. [14] H Ζώνη C περιλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της αγροτικής γης, των βοσκοτόπων, αλλά και των υδάτινων πόρων. [15] Σημαντικό μέρος του εκεί Παλαιστινιακού πληθυσμού, ιδίως στην Κοιλάδα του Ιορδάνη, είχε εκδιωχθεί από το Ισραήλ στην Ιορδανία αμέσως μετά την κατάληψη το 1967, και δεν τους επιτράπηκε να επιστρέψουν. [16]
Ήδη πριν την 7η Οκτωβρίου, το Ισραήλ εγκαθιστούσε όλο και περισσότερους εποίκους, ενώ προχωρούσε και η βίαιη εκδίωξη Παλαιστινίων από τη γη τους, με έμφαση στις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές. Σχεδόν 10% της εβραϊκής πλειοψηφίας του Ισραήλ (700.000 άτομα) ζουν σήμερα ως έποικοι πέρα από τα σύνορα του 1967 [17], στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και στη Δυτική Όχθη: η τελευταία αποτελεί το 90% των Παλαιστινιακών Εδαφών. Πρακτικά προωθείται συστηματικά μια πολιτική αθόρυβης προσάρτησης στο Ισραήλ του 55% της έκτασης των Παλαιστινιακών Εδαφών, κατακερματίζοντας και περικυκλώνοντας το υπόλοιπο 45% που αφήνεται για τα 5 εκ. των Παλαιστινίων. 49% της εβραϊκής πλειοψηφίας θεωρούν τους εποικισμούς αυτούς «σημαντικούς για την ασφάλεια του Ισραήλ» [18]. Με τα δεδομένα αυτά, μόλις 10% των Παλαιστινίων (από 56% το 2015) θεωρούσαν το 2020 ρεαλιστικό να δεχτεί το Ισραήλ ειρηνική επάνοδο στα νόμιμα σύνορα του 1967 για Λύση Δύο Κρατών. [19]
Τι άλλες δυνατότητες υπάρχουν;
Η «Πραγματικότητα του Ενός Κράτους» οδηγεί εκ των πραγμάτων σε αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων:
Αν παγιωθεί ένα μόνο κράτος, τότε οφείλει να δίνει εγγυήσεις για πλήρη πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα σε όλους τους πληθυσμούς της έκτασης που ελέγχει. Σε ένα τέτοιο Κοινό Δημοκρατικό Κράτος [20], τα Παλαιστινιακά Εδάφη θα συγκροτούσαν κοινό κράτος με το Ισραήλ, με τη συγκατάθεση των 5-5,5 εκατ. Παλαιστινίων που τα κατοικούν: Οι τελευταίοι θα γίνονταν ισότιμοι πολίτες του κοινού κράτους, που θα καταργούσε κάθε θεσμική διάκριση σε βάρος των μη εβραϊκών πληθυσμών. Το Ισραήλ θα μετασχηματιζόταν έτσι σε κοινό «Κράτος Δύο Λαών», όπου Ισραηλινοί Εβραίοι και Παλαιστίνιοι θα είχαν περίπου ίσο δημογραφικό και πολιτικό βάρος, με ρυθμιστή τους σημερινούς Παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ. Ενδεχόμενες ομοσπονδιακές δομές, θα έδιναν στους δύο λαούς την ευελιξία να διατηρήσουν κάποια μορφή αυτονομίας, αν το ήθελαν. Θα μπορούσε επίσης να συνδυαστεί με Λύση των Δύο Κρατών, σε συνομοσπονδία [21]. Το μοντέλο αυτό του κοινού κράτους, εμπνέεται και από την κατάργηση του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική.
Χωρίς σύντομη λύση ούτε Δύο Κρατών ούτε Κράτους Δύο Λαών, πιθανότερη θα είναι μια μακροχρόνια αδυσώπητη κλιμάκωση. Το Ισραήλ θα εντείνει την πίεση στα Παλαιστινιακά Εδάφη, προσπαθώντας να υποτάξει πλήρως τους Παλαιστινίους [22] ή και να τους εκδιώξει. [23] Από την πλευρά τους, όσο το Ισραήλ προβάλλει ως «πυρήνα της ασφάλειάς του» τη ματαίωση κάθε δικής τους αυτοδιάθεσης, οι Παλαιστίνιοι και τα κινήματα αλληλεγγύης θα οδηγούνται στην πλήρη αμφισβήτηση του Ισραήλ με κάθε διαθέσιμο τρόπο. [24]. Πρότυπο τότε δεν θα είναι η ειρηνική μετάβαση της Νότιας Αφρικής, αλλά ο αιματηρός αγώνας ανεξαρτησίας της Αλγερίας και η ολική αποχώρηση των Γάλλων αποίκων.
Πόσο ρεαλιστικό είναι ένα Κοινό Δημοκρατικό Κράτος;
Δημοκρατικό Κοινό Κράτος Δύο Λαών με πλήρη ισότητα [25] θα ήταν θεωρητικά η καλύτερη δυνατή λύση, καθώς μάλιστα τα στοιχεία δείχνουν και συγγένεια των δύο λαών. [26] Στην πράξη, όμως, η υποστήριξή του στις δύο κοινωνίες είναι περιορισμένη: 8% στους Παλαιστίνιους και 10% στους Ισραηλινούς Εβραίους, το 2022. [27] Αναλυτικότερη ματιά, δείχνει σειρά επιπλέον σοβαρών προβλημάτων:
Με δεδομένη την κατακόρυφη επιδείνωση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, μια τέτοια προοπτική θα χρειαστεί δεκαετίες για να ωριμάσει στις δύο κοινωνίες: στο μεταξύ, η σύγκρουση θα κλιμακώνεται παράλληλα, συχνά εξανεμίζοντας την όποια πρόοδο.
Στον «εθνικό κορμό» του Ισραήλ, πλειοψηφεί σταθερά η επιθετική, εθνικιστική Δεξιά: δύσκολα μπορεί να τη φανταστεί κανείς, να μοιράζεται με τους Παλαιστίνιους την στρατιωτική ισχύ και τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας.
Αν το Ισραήλ πιεστεί πολύ, έχει και την επιλογή να προσαρτήσει μόνο τη Δυτική Όχθη, [28] αφήνοντας εκτός τα 2 εκ. της Γάζας, ώστε να διατηρήσει καθαρή εβραϊκή πλειοψηφία (και κυριαρχία). Κάτι τέτοιο ταιριάζει και με τις εθνικιστικές διεκδικήσεις της ισραηλινής Δεξιάς. Επιλογές «προαιρετικής» πολιτογράφησης των Παλαιστίνιων της Δυτ. Όχθης, ως τρόπος να περιοριστεί ακόμη περισσότερο το πολιτικό τους βάρος σε ένα τέτοιο σενάριο, συζητιούνται ήδη στο Ισραήλ. [29]
Σε κοινό κράτος Δύο Λαών, πολίτες θα είναι και οι Ισραηλινοί έποικοι: χωρίς ριζική ανατροπή συσχετισμών, είναι μεγάλη η πιθανότητα να νομιμοποιηθεί τελικά η αρπαγή γης στη Δυτική Όχθη, έναντι χρηματικών αποζημιώσεων προς τους Παλαιστίνιους που θα χάσουν οριστικά τη γη τους.
H διαφορά οικονομικής ισχύος κάνει πιθανή τη συνέχιση της κυριαρχίας της μιας πλευράς με άλλα μέσα, αλλά και την εμφάνιση έντονων κοινωνικών/εθνοτικών τριβών από τα πρώτα βήματα.
Σε περίπτωση που το Κοινό Κράτος επιβληθεί στις δύο κοινωνίες με διεθνείς πιέσεις, ενδεχόμενο εσωτερικών συγκρούσεων και εμφύλιου δεν μπορεί να αποκλειστεί. Μια τέτοια σύγκρουση, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα κατέληγε υπέρ των Παλαιστινίων.
Τι γίνεται χωρίς λύση;
Το σενάριο της διαιώνισης της σύγκρουσης, είναι πιθανόν το χειρότερο από όλα:
Το Ισραήλ επιδιώκει να επικρατήσει με την ισχύ. Όμως δεν υπολογίζει ότι οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν κανένα λόγο να βλέπουν μόνο τους άμεσους συσχετισμούς: αν δεν τους δίνεται άλλη λύση, μπορούν να θυμούνται ότι οι Σταυροφόροι έμειναν στην Παλαιστίνη 190 χρόνια και οι Γάλλοι στην Αλγερία 130 χρόνια, αλλά τελικά ηττήθηκαν και εκδιώχθηκαν. Οι ίδιοι οι Εβραίοι, διατήρησαν την αναφορά τους στην Παλαιστίνη, για σχεδόν 1.900 χρόνια. Συγκριτικά, το Ισραήλ έχει πίσω του λιγότερα από 80 χρόνια ζωής: χωρίς συμβιβασμό για ειρήνη, δεν μπορεί να επικρατεί για πάντα μόνο με τη στρατιωτική ισχύ.
Σε βάθος χρόνου, η θέση του Ισραήλ δεν φαίνεται πιθανόν να ενισχυθεί, ακόμη κι αν «εξαφάνιζε» οριστικά τη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ και το ισλαμικό καθεστώς στο Ιράν. Οι νεότερες γενιές μορφωμένων της Δύσης (αλλά και μεγάλου μέρους της Εβραϊκής Διασποράς) διαπιστώνουν ότι οι ισραηλινές πολιτικές προσβάλλουν αφόρητα όσα διακηρύσσονται ως Δυτικές αξίες [22], η πλειοψηφία της ισραηλινής κοινωνίας αισθάνεται όλο και λιγότερο την ανάγκη να τηρεί στοιχειώδη προσχήματα και να μην αποξενώνει τις Δυτικές κοινωνίες, η παγκόσμια επιρροή της Δύσης σταδιακά υποχωρεί προς όφελος χωρών που βλέπουν τον αγώνα των Παλαιστινίων ως συνέχεια της δικής τους απο-αποικιοποίησης: οι διεθνείς συσχετισμοί, φαίνεται ότι σε 20 χρόνια θα είναι ευνοϊκότεροι για τους Παλαιστίνιους. Αν στο μεταξύ το Ισραήλ αναζητήσει «τελική λύση» και στη Δυτική Όχθη, τα 500 χλμ συνόρων του με την Ιορδανία [30] κινδυνεύουν να γίνουν νέος Λίβανος: η πλειοψηφία των Ιορδανών έχει Παλαιστινιακή καταγωγή, ενώ κατά 50% Παλαιστίνιοι είναι και η επόμενη γενιά της ιορδανικής μοναρχίας. [31] Στο ίδιο το Ισραήλ, η εσωτερική σύγκρουση μεταξύ αυταρχικών/θρησκευόμενων και φιλελεύθερων [32] απειλεί συνολικά τις προοπτικές του, καθώς η οικονομική ισχύς της χώρας και οι δεσμοί με τη Δύση στηρίζονται κυρίως στους δεύτερους, που βρίσκονται πλέον σε υποχώρηση. Από τον Ισραηλινό αντισιωνιστή Ιλάν Παππέ [33] μέχρι ένθερμους υποστηρικτές του Ισραήλ όπως ο δημοσιογράφος και αναλυτής Νταν Πέρρυ [34], παρατηρητές συγκλίνουν ότι η επικράτηση του αυταρχισμού και της ακραίας εθνικιστικής ατζέντας μπορεί να απειλήσει ακόμη και την ίδια την επιβίωση του Ισραήλ στις επόμενες δεκαετίες.
Αυτό δεν σημαίνει, απαραίτητα, καλά νέα για τους Παλαιστίνιους. Το Ισραήλ κατέχει πυρηνικά όπλα [35] και δεν θα διστάσει να τα χρησιμοποιήσει, αν βρεθεί σε κίνδυνο ολικής και οριστικής στρατιωτικής ήττας. Αντίθετα με τη γενική εντύπωση, πάνω από 50% της εβραϊκής πλειοψηφίας του Ισραήλ [36] κατάγεται από χώρες της Μέσης Ανατολής και του μουσουλμανικού κόσμου. Διωγμένοι σε αντίποινα για την εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων το 1948 [37], είναι κατά κανόνα οι πιο φανατικοί εθνικιστές, καθώς αισθάνονται ότι «δεν έχουν πού αλλού να πάνε»: τόσο οι ίδιοι όσο και οι πρόγονοί τους, δεν έχουν ζήσει ποτέ έξω από τη Μ. Ανατολή. Ακόμη και αν με κάποιο τρόπο η εβραϊκή πλειοψηφία υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει την ιστορική Παλαιστίνη, πιθανότατα θα ενεργοποιούσε τη γνωστή ως «επιλογή του Σαμψών» [38] με μαζικά πυρηνικά πλήγματα στην περιοχή, ώστε το τέλος του σιωνιστικού Ισραήλ να συνδυαστεί με Ολοκαύτωμα των Παλαιστινίων και η Παλαιστίνη να μη μπορέσει να κατοικηθεί ξανά.
Είναι πια ρεαλιστική, μια Λύση Δύο Κρατών;
Στις συνθήκες αυτές η επιλογή της Λύσης των Δύο Κρατών φαίνεται να είναι, τελικά, η λιγότερο προβληματική. Δεν αποδίδει πλήρη δικαιοσύνη, κάθε άλλη όμως επιλογή απειλεί να φέρει ακόμη χειρότερες αδικίες και ατελείωτες συγκρούσεις.
Κύριο εμπόδιο είναι εδώ η άρνηση της ισραηλινής πολιτικής να την αποδεχτεί [39], και να αποσύρει τα παράνομα δεδομένα που έχει δημιουργήσει στα κατεχόμενα εδάφη. Η σταθερή στήριξη μιας αυξανόμενης πλειοψηφίας της ισραηλινής κοινωνίας σε αυτές τις πολιτικές, φαίνεται να δυσκολεύει τη λύση ακόμη περισσότερο.
Όμως η στρατιωτική ισχύς του Ισραήλ στηρίζεται σε ετήσια στρατιωτική βοήθεια 3,5 δις δολαρίων και απεριόριστη ροή των πιο ισχυρών όπλων από τις ΗΠΑ [40] μαζί με άμεση εμπλοκή τους σε οριακές περιστάσεις [41], η οικονομική του ισχύς σε προνομιακή Συμφωνία Σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση [42], η διπλωματική του ισχύς στο αμερικανικό βέτο στον ΟΗΕ. [43] Το αδιέξοδο στο Παλαιστινιακό τροφοδοτείται από μια ισραηλινή «ψευδαίσθηση απόλυτης ισχύος», με περιορισμένο όμως αντίκρισμα.
Οι Δυτικές λοιπόν κυβερνήσεις έχουν κάθε πρακτική δυνατότητα να θέσουν στο Ισραήλ ουσιαστικούς όρους για τη συνέχιση της στήριξής τους: σεβασμό της διεθνούς νομιμότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με κύριο βήμα ένα συμβιβασμό με τους Παλαιστίνιους με βάση τα σύνορα του 1967. Κάτι τέτοιο δεν αφορά μόνο ηθικές και νομικές αρχές, αλλά και πολύ απτά Δυτικά συμφέροντα για περιφερειακή σταθερότητα και ασφάλεια. Γι’ αυτό ακριβώς, κλειδί για μια Λύση Δύο Κρατών μπορεί να είναι μόνο μια αναίμακτη, αλλά συντριπτική πολιτική και διπλωματική ήττα του Ισραήλ [44], που να υποχρεώσει την κοινωνία του να επιλέξει ανάμεσα στις εθνικιστικές της φιλοδοξίες και στα βασικά της συμφέροντα για διεθνή ένταξη και ασφάλεια.
Στοιχεία μιας τέτοιας στρατηγικής μπορούν να είναι η άμεση διπλωματική αναγνώριση της Παλαιστίνης από όλο και περισσότερες χώρες [45], η έμπρακτη πολιτική στήριξη προς τα Διεθνή Δικαστήρια και τις αποφάσεις τους [46], καθώς και ένας επείγων διεθνής διάλογος με την Παλαιστινιακή Αρχή για το τελικό περίγραμμα λύσης. Ειδικά η Ε.Ε. μπορεί να προχωρήσει σε πάγωμα της Συμφωνίας Σύνδεσης με το Ισραήλ [47], σε εμπάργκο όπλων, καθώς και σε επιπλέον πολιτικές και οικονομικές κυρώσεις. Ο συντονισμός με τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό άλλων ενδιαφερόμενων χωρών, μπορεί να πολλαπλασιάσει την ισχύ μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, δυνητικά οδηγώντας και σε Διεθνή Διάσκεψη.
Εκτός Δύσης, οι χώρες των BRICS+ είναι σημαντικό να αναθεωρήσουν κρίσιμες ενεργειακές ή και εξοπλιστικές συνεργασίες που εξακολουθούν να διατηρούν με το Ισραήλ [48], ακόμη και όταν καταδικάζουν τις πολιτικές του. Το πρόσφατο ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ [49], σε εφαρμογή της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης που έκρινε αντίθετη στο Διεθνές Δίκαιο τη συνέχιση της κατοχής [1], προσφέρει σημαντικά εργαλεία στην κατεύθυνση αυτή: διακοπή συνεργασιών που τροφοδοτούν την ισραηλινή ισχύ και επιθετικότητα, δεν αποτελεί πια (αυθαίρετες) μονομερείς κυρώσεις αλλά νόμιμη ανταπόκριση σε συλλογικές αποφάσεις του ΟΗΕ.
Λογικότερη αφετηρία διαλόγου για το Παλαιστινιακό Κράτος, είναι το σημείο όπου είχε σταματήσει την τελευταία φορά: οι συμβιβαστικές προτάσεις του 2007-8 [3] έδιναν την απαραίτητη ελαστικότητα και για αμοιβαίες ανταλλαγές εδαφών χωρίς να θίγεται η εδαφική συνέχεια της Δυτικής Όχθης, ώστε να περιοριστεί σε ρεαλιστικότερα επίπεδα (περίπου 100.000 άτομα, σήμερα) η αναγκαία αποχώρηση Ισραηλινών εποίκων. Με την ολοκλήρωση του διαλόγου και τη ρύθμιση των αναγκαίων εγγυήσεων ασφαλείας, και για τις δύο πλευρές, τα δύο κράτη θα κληθούν να αναγνωριστούν αμοιβαία.
Η πόρτα του διαλόγου θα είναι φυσικά ανοικτή και για το Ισραήλ, όποτε θελήσει να συμμετέχει. Πρέπει όμως να αποσαφηνιστεί εξαρχής ότι ο διάλογος θα προχωρήσει έστω και μόνο με την Παλαιστινιακή Αρχή, και ότι η διεθνής κοινότητα δεν αναγνωρίζει στο Ισραήλ κανένα βέτο στην αυτοδιάθεση ενός λαού που ζει έξω από τα νόμιμα ισραηλινά σύνορα του 1967 και κανένα «δικαίωμα» υπονόμευσης της περιφερειακής σταθερότητας.
Καταλήγοντας….
Μια τέτοια λύση δεν είναι φυσικά εύκολη. Είναι όμως εφικτό να δρομολογηθεί άμεσα, και αρκετά πιθανό να αποδώσει καρπούς στα επόμενα χρόνια. Σε κάθε περίπτωση είναι ρεαλιστικότερη από το Κοινό Κράτος (που θα απαιτούσε σύμφωνη γνώμη του Ισραήλ και της κοινωνίας του), και λιγότερο καταστροφική από μια μακροχρόνια διαιώνιση της σύγκρουσης. Το κρίσιμο είναι ότι τα χρονικά περιθώρια είναι πια εξαιρετικά στενά: αν αφήσουμε να χαθεί κι άλλος χρόνος, οδηγούμαστε κατευθείαν σε αδιέξοδη διαιώνιση.
Η σαφής καταδίκη της πολιτικής και των εγκλημάτων της ισραηλινής εξουσίας και του ισραηλινού εθνικισμού, είναι σημαντικό να συνδυαστεί και με την πράσινη αντίληψη, που αναγνωρίζει ανθρώπινη υπόσταση και ανθρώπινα δικαιώματα σε όλες και όλους. Καμιά χώρα δεν αποτελεί το Απόλυτο Κακό, και καμιά κοινωνία δεν είναι εχθρός μας: ζητούμενο είναι η ειρήνη με δικαιοσύνη.
Η κινητοποίηση των πολιτών για την ειρήνη και την Παλαιστίνη, έχει σήμερα τη δυναμική να αλλάξει συσχετισμούς και να ανοίξει νέες δυνατότητες.
*Νομικός, στέλεχος του Πράσινου χώρου
Παραπομπές και τεκμηρίωση:
https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/449809_10-epilogos-koino-dimokratiko-kratos-i-lysi-dyo-kraton
Σχόλια (0)