Οι εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη 2015 πέρασαν στην Ιστορία ως ένα ορόσημο που κλείνει έναν πολιτικό κύκλο και ανοίγει έναν καινούργιο. Επισφράγισαν την μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την «επιτυχία» του να εγκλωβίσει εκλογικά την κοινωνία εντός του «μνημονιακού κάδρου». Νίκησε η «μνημονιακή Αριστερά» την «μνημονιακή Δεξιά» σε μια προεκλογική περίοδο όπου η πολιτική συζήτηση αφορούσε σε οτιδήποτε εκτός του ….μνημονίου.
- του Γιώργου Σαπουνά
-
Οι εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη 2015 πέρασαν στην Ιστορία ως ένα ορόσημο που κλείνει έναν πολιτικό κύκλο και ανοίγει έναν καινούργιο. Επισφράγισαν την μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την «επιτυχία» του να εγκλωβίσει εκλογικά την κοινωνία εντός του «μνημονιακού κάδρου». Νίκησε η «μνημονιακή Αριστερά» την «μνημονιακή Δεξιά» σε μια προεκλογική περίοδο όπου η πολιτική συζήτηση αφορούσε σε οτιδήποτε εκτός του ….μνημονίου. Αυτή εξάλλου ήταν η σκοπιμότητα του Α. Τσίπρα όταν έκανε την επιλογή για εκλογές αμέσως μετά τη ψήφιση του 3ου μνημονίου ανατρέποντας την κοινωνική δυναμική του ΟΧΙ, ανασταίνοντας το πολιτικό σύστημα, επιβεβαιώνοντας το νεοφιλελεύθερο «μονόδρομο», βυθίζοντας τη κοινωνική πλειοψηφία σε αμηχανία και σοκ. Απ’ αυτή την άποψη ο Α. Τσίπρας (και όσοι/ες απ’ τα στελέχη του παλιού ΣΥΡΙΖΑ έμειναν μαζί του) θριάμβευσε εκλογικά την ώρα που συντρίφτηκε πολιτικά και πολύ περισσότερο ιδεολογικά.
-
Το συμπέρασμα ότι η κοινωνική πλειοψηφία ενέκρινε την εφαρμογή του μνημονίου και της λιτότητας είναι αυθαίρετη και επιφανειακή. Το αποτέλεσμα των εκλογών έδωσε μεγάλη μνημονιακή πλειοψηφία στην Βουλή με ταυτόχρονη διατήρηση της δύναμης των φασιστών και περιορισμό της αριστεράς και είναι ένα αποτέλεσμα που αναμφισβήτητα παίζει αρνητικό ρόλο στην εξέλιξη της ταξικής και πολιτικής πάλης. Ωστόσο η σπουδή για την ανακήρυξη της κοινωνικής συνθηκολόγησης με τη συνεχιζόμενη νεοφιλελεύθερη στρατηγική υποτίμησης της εργασίας και ταξικής λιτότητας, αποτελεί συστημική προσδοκία και μένει να αποδειχτεί στο επόμενο διάστημα, όταν το 3ο μνημόνιο θα αρχίσει να παίρνει «σάρκα και οστά».
Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να προεξοφλείται η κοινωνική ήττα (αλλαγή περιόδου) από στελέχη της Αριστεράς θεωρώντας την ήττα της Αριστεράς αυτόματα ως ήττα του κινήματος και πτώση της ταξικής πάλης. Αυτή η αντίληψη που συνάγει τα συμπεράσματα για την κοινωνία άμεσα και αποκλειστικά από τις επιδόσεις της πολιτικής Αριστεράς έχει οδηγήσει σε άστοχα συμπεράσματα πολλές φορές ιστορικά καθώς δεν κατανοεί και υποτιμά την κοινωνική κίνηση. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα αυτής της αντίληψης υπήρξε η υποτίμηση της σημασίας του φαινομένου της «αραβικής Άνοιξης» και η αδυναμία της αξιολόγησής του επειδή η απουσία ή η αδυναμία του πολιτικού υποκειμενικού παράγοντα της Αριστεράς οδήγησε στην τρέχουσα κατάσταση. Παραβλέποντας έτσι την λειτουργία του κοινωνικού φαινομένου ως έμπνευση για το κίνημα των πλατειών στην Ευρώπη και το κίνημα occupy Wall street στις ΗΠΑ.
Μπροστά μας ανοίγεται ένα διάστημα άμεσης εφαρμογής των νέων μνημονιακών μέτρων, με σφοδρότητα μάλιστα ως τον Δεκέμβρη, όπου και μόνο μία σημαντική κοινωνική αντίσταση σε οποιοδήποτε από τα πολλά μέτωπα που ανοίγουν αρκεί για να αναζωπυρώσει την κοινωνική διάθεση και να αναδείξει τις δυνατότητες. Η Αριστερά οφείλει να προετοιμαστεί και μάλιστα ταχύτατα. Περίοδος «πένθους» και περισυλλογής, όσο κι αν δικαιολογείται, δεν πρόκειται να έχει παρά μόνο αρνητικές συνέπειες.
-
Η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμένου αποτελεί συνύπαρξη της «Αριστεράς» με την λαϊκιστική ακροδεξιά, μια πραγματική επιτομή της «μεταμοντέρνας πολιτικής» και δεν εξασφαλίζει την σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος δηλαδή την οικοδόμηση εκ νέου μηχανισμών συναίνεσης. Η οικονομική κρίση είναι σε πλήρη εξέλιξη και το 3ο μνημόνιο θα συνεχίσει να τροφοδοτεί την αποδόμηση της «ομαλότητας».
Για την φυσιογνωμία του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει περιθώριο να θεωρηθεί ως αναγέννηση του ρεφορμισμού, παρά την «φωτογραφία στιγμής» των εκλογών, καθώς η επικυριαρχία της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής καθορίζει τον σοσιαλφιλελεύθερο χαρακτήρα της μετάλλαξης και οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο να μην έλκει τις αυθόρμητες ρεφορμιστικές αυταπάτες του κόσμου της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας αλλά αντίθετα να βρεθεί σε πλήρη αντιπαράθεση με τα συμφέροντα αυτού του κόσμου άμεσα, με την υλοποίηση των μέτρων της συνεχιζόμενης λιτότητας. Ωστόσο επειδή το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων του στις πρόσφατες εκλογές τον επέλεξε ακριβώς ως διακριτή επιλογή από τη ΝΔ, μέσα στο δίπολο Αριστερά – Δεξιά, τον επέλεξε δηλαδή ως αριστερή, ρεφορμιστική διαχείριση του «αναπόδραστου» μνημονίου, σύντομα η αντίφαση θα γίνει σαφής και το πολιτικό κενό προφανές. Εν κατακλείδι οφείλουμε να συμπεράνουμε ότι η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν, ως προς την πρόθεση σημαντικού κοινωνικού τμήματος, μια αριστερόστροφη ψήφος.
-
Η άνοδος της αποχής σε επίπεδο ιστορικά ψηλό για βουλευτικές εκλογές, αποτελεί σημαντικό πολιτικό φαινόμενο, με ποιοτικά και δομικά πλέον χαρακτηριστικά στο πολιτικό σύστημα. Μαζί με την «ενεργητική» της έκφραση, την Ένωση Κεντρώων, δεν υποδηλώνει ρεύμα υποταγής και αποδοχής του «μονόδρομου» αλλά προφανή αδυναμία απάντησης στο πολιτικό αδιέξοδο. Μεγάλο μέρος της αποτελεί έκφραση της απελπισίας κοινωνικού τμήματος που ριζοσπαστικοποιήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν.
-
Για την Αριστερά και ιδιαίτερα για την ΛΑΕ, η συζήτηση οφείλει να ξεκινά από την γενναία παραδοχή ότι δεν συγκροτήθηκε εκλογικό ρεύμα στην βάση της αναγνώρισης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης – στοιχείο της απαραίτητης ταυτότητας – ιδιαίτερα στις συνθήκες σύγχυσης που προκλήθηκε από την μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η συζήτηση στο εσωτερικό της ΛΑΕ (αλλά και ευρύτερα), πρέπει να γίνει σε βάθος και με ουσιαστικούς συλλογικούς όρους. Αφορά σε πλήθος διαπιστώσεων και συμπερασμάτων που χρειάζεται να εξαχθούν, αρχίζοντας από την αναγνώριση των αντικειμενικών δυσκολιών λόγω του ελάχιστου διαθέσιμου χρόνου που υπήρχε για τη συγκρότησή της αλλά και των υποκειμενικών αδυναμιών που αφορούν στην αμηχανία εκτίμησης, στην ταλάντευση επιλογών και εν τέλει στην έλλειψη προετοιμασίας για τις εξελίξεις πριν από την προκήρυξη των εκλογών. Οφείλουν να φτάνουν στην αναγνώριση των διαδικασιών που συμβαίνουν στο «εσωτερικό» της κοινωνίας, στα χαρακτηριστικά δηλαδή των σύγχρονων όρων της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης.
-
Η επιλογή του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα ξεδίπλωσε τη κοινωνική δυναμική και μάλιστα με έντονα ταξικά χαρακτηριστικά, καθώς το μέτωπο του ΝΑΙ ανάδειξε με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη σύμπραξη των εγχώριων και των ευρωπαϊκών και διεθνών αστικών κέντρων υπό τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική της λιτότητας, σαν απάντηση στην κρίση. Ανέδειξε την μαζική κοινωνική διαθεσιμότητα για μια «μη ρεαλιστική» διεκδίκηση και ανατροπή υπό «το κόμμα και την ηγεσία της Αριστεράς». Η υπογραφή του μνημονίου δημιούργησε αμηχανία, απογοήτευση και σύγχυση κυρίως ως προς το τι είναι εφικτό και τι όχι από την κοινωνική δράση και κυρίως από μια «αριστερή» κυβέρνηση στις σύγχρονες συνθήκες.
Έχει σημασία εδώ να παρατηρήσουμε ότι το μνημόνιο δεν γίνεται αντιληπτό από την κοινωνία κυρίως ή μόνο ως «συνθήκη εξαίρεσης» που αφορά αποκλειστικά στην Ελλάδα, όσο κι αν η συστημική προπαγάνδα επιχειρεί να αναδείξει ως πρωτεύουσες αιτίες τις «παθογένειες» του ελληνικού καπιταλισμού, την διαφθορά και την διαπλοκή, το «παραγωγικό έλλειμα» κ.α. Ταυτόχρονα το μνημόνιο αποτελεί συμπύκνωση της ευρωπαϊκής αν όχι της διεθνούς εμπειρίας για την κυρίαρχη καπιταλιστική στρατηγική της ταξικής λιτότητας απέναντι στη βαθιά κρίση του συστήματος.
-
Αποκαλυπτική είναι η πρόσφατη ποιοτική μέτρηση της κοινής γνώμης όπου η ανεργία (40%) και η (άδικη) φορολογία (31%) θεωρούνται τα πιο σημαντικά προβλήματα ενώ το μνημόνιο (20%) ακολουθεί τρίτο και το μεταναστευτικό μακράν τέταρτο (7%). Ο «λογικός» συνειρμός ότι η ανεργία και η φορολογία δεν αλλάζουν εάν δεν ανατραπεί το μνημόνιο με έξοδο από το ευρώ, δεν λειτουργεί αυτόματα καθώς η ανατροπή του μνημονίου και η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, ως σαφές μήνυμα προς την κοινωνία, δεν έχει συνδεθεί άρρηκτα με την άμεση αντιμετώπιση αυτών των απολύτως ταξικών ζητημάτων.
Η απόρριψη των ιμπεριαλιστικών εκβιασμών και των ασφυκτικών μνημονιακών πλαισίων της ευρωζώνης, η απόρριψη του μνημονίου, με προτεραιότητα την άμεση ανατροπή της λιτότητας και την αναδιανομή πλούτου και ισχύος μέσα στην χώρα, δηλαδή με άμεση απάντηση στην ανεργία υπό το (αριστερό – λαϊκό) κράτος – εργοδότη μέσω εθνικοποιήσεων – κοινωνικοποιήσεων και την αναστροφή του ταξικού πρόσημου στην φορολογία ή αντίθετα με προτεραιότητα ένα εναλλακτικό σχέδιο ανάπτυξης με εθνικό νόμισμα, ως έξοδο από την καπιταλιστική κρίση, δηλαδή χωρίς άμεση απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας και χωρίς επιθετική φορολογία στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων, αποτελούν διαφορετικές στρατηγικές.
Η κοινωνία και πρώτα απ’ όλους η εργατική τάξη, αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει με θάρρος και αποφασιστικότητα το «μεγάλο» διακύβευμα δηλαδή τη σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστές και τη κυρίαρχη στρατηγική μέσα στην κρίση όταν δίνει τη μάχη, όταν εμπλέκεται άμεσα. Πότε γίνεται ατό; Όταν συγκρούεται στην ίδια της την χώρα. Με τους εργοδότες και τα πολιτικό σύστημα. Γι αυτό είναι απολύτως κρίσιμο να γνωρίζει ότι πίσω από κάθε Fraport κρύβεται ένας Κοπελούζος.
-
Η απάντηση σ’ αυτή την αντίφαση δίνει νόημα και περιεχόμενο στην εναλλακτική πρόταση και προσδιορίζει τα προνομιακά κοινωνικά και ταξικά ακροατήρια. Μεταβατικό περιεχόμενο όμως, σε πραγματική σύνδεση με τον στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού, δίνει μόνο η ταξική προσέγγιση. Μάλιστα χρειάζεται να επισημάνουμε πως η μεταβατική προσέγγιση δεν αποτελεί επουδενί σχέδιο «σταθεροποίησης» κανενός τύπου αλλά αντίθετα είναι η επιτομή της καπιταλιστικής αποσταθεροποίησης καθώς αποτελεί κινητό πλαίσιο στον δρόμο της συνεχούς αμφισβήτησης της καπιταλιστικής επικυριαρχίας, της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και των ρήξεων στις σχέσεις παραγωγής, παρά μια «νέα», έστω διακηρυγμένα φιλολαϊκή, σύλληψη για την καπιταλιστική ανάπτυξη, πολύ περισσότερο σε συνθήκες βαθιάς διεθνούς κρίσης. Πόσο πειστική μπορεί να είναι μια πρόταση διαχείρισης της κρίσης, όταν τονίζει τις «δυνατότητες» μιας διαφορετικής καπιταλιστικής ανάπτυξης – με παραγωγική ανασυγκρότηση – στα μάτια μιας ολάκερης κοινωνίας που αντιλαμβάνεται, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της ελεύθερης διακίνησης της πληροφορίας, ότι η λιτότητα είναι η διεθνής καπιταλιστική στρατηγική μέσα στην κρίση και το μνημόνιο μέσο πειθάρχησης και παραγωγής υποδείγματος.
-
Απέναντι στην απόρριψη κάθε μεταβατικής προσέγγισης και κυρίως της «κυβέρνησης της Αριστεράς», θέση που εκπροσωπεί το ΚΚΕ σήμερα διαπράττοντας το λάθος της υποτίμησης της κοινωνικής κίνησης, δεν δίνει απαντήσεις και περιεχόμενο στην μεταβατική δυνατότητα και προοπτική η αναπαλαίωση της «λαϊκομετωπικής», διαταξικής γραμμής της «εθνικής ανεξαρτησίας». Όπως δηλαδή υποστήριζε το ΚΚΕ παλιότερα και για δεκαετίες, καθορίζοντας τον βασικό «αριστερό μύθο» στην Ελλάδα και τον οποίο εξέφρασε στο παρελθόν επιτυχημένα το ΠΑΣΟΚ. Ακόμη όμως κι αν εμφανίζεται υπαινιχτικά και απολύτως αντιφατικά και ουτοπικά, ως καπιταλιστική ανάπτυξη «χωρίς τους αστούς»! Σήμερα όλες αυτές τις, όχι και τόσο νέες, ιδέες τις συντρίβει η «παγκοσμιοποίηση» απελευθερώνοντας ωστόσο ταυτόχρονα, μετά από πολλές δεκαετίες, εκ νέου την αντικαπιταλιστική προοπτική ως αποτέλεσμα της διεκδίκησης των άμεσων αιτημάτων πλατιών κοινωνικών στρωμάτων. Προκαλώντας την Αριστερά να αναγνωρίσει και να συνομιλήσει με τις εκφράσεις αυτής της κοινωνικής δυνατότητας και δυναμικής που στην εποχή του «τέλους της Ιστορίας» έχει δώσει ισχυρά δείγματα: αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, αραβική άνοιξη, αγανακτισμένοι και occupy Wall street, κινηματική και πολιτική ριζοσπαστικοποίηση στην Ελλάδα των μνημονίων… Καθόλου τυχαία ο ΣΥΡΙΖΑ που έφτασε στην κυβέρνηση τον Γενάρη του 2015, πριν την προδοσία των κοινωνικών προσδοκιών από τον Α. Τσίπρα, υπήρξε γέννημα – θρέμμα αυτής της ιστορικής διαδικασίας.
-
Παρόμοια τίθεται το ζήτημα από την σκοπιά της σχέσης Ελλάδας – Ευρώπης. Την ίδια ώρα που το σύνολο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων του πλέγματος της ευρωζώνης και ευρύτερα της ΕΕ, συγκροτούν στα μάτια της κοινωνίας την εικόνα του δυνάστη, εμφανίστηκε μια διαφορετική Ευρώπη (και ευρύτερα), μέσα από το κίνημα συμπαράστασης στις αντιστάσεις του ελληνικού λαού, στο ίδιο το δημοψήφισμα. Ακόμη και στο επίπεδο της ευρωπαϊκής Αριστεράς – που για λόγους ιστορικούς «πιέζεται» πολύ λιγότερο από τις «εθνικοανεξαρτησιακές» αφηγήσεις των ελληνικών παραδόσεων – ήδη έχει εμφανιστεί ρήγμα απέναντι στην στροφή του Α. Τσίπρα (τμήμα των Podemos καθώς και του die Linke).
Η εικόνα αυτή της «άλλης Ευρώπης» κοινωνικά και πολιτικά δεν συνάδει με την προοπτική της «ανεξαρτησίας» των εθνικών καπιταλισμών αλλά περισσότερο και αντικειμενικά (όχι απαραίτητα και αυτόματα, υποκειμενικά πολιτικά) με την αντιλιτότητα και την αντικαπιταλιστική προοπτική, νοηματοδοτώντας μ’ αυτό τον τρόπο τη σύγκρουση με τη νεοφιλελεύθερη ΟΝΕ/ΕΕ.
Έτσι λοιπόν το σύνθημα «υπάρχει ζωή εκτός ευρώ» χρειάζεται επιπλέον προσδιορισμό, της ταξικής προτεραιότητας στην συγκρότηση της εναλλακτικής λύσης και στο αντικαπιταλιστικό της περιεχόμενο, όχι τόσο δια των λεκτικών διατυπώσεων (που κι αυτές έχουν σημασία) όπως η αναφορά στην σοσιαλιστική προοπτική, όσο στην επιλογή των προγραμματικών αιχμών και συνακόλουθα των κοινωνικών και ταξικών ακροατηρίων.
-
Η εμπειρία των τελευταίων 15 ετών ανάδειξε στην Ευρώπη τα εγχειρήματα των «πλατιών κομμάτων» της Αριστεράς (broad parties) ως προσπάθεια μαζικής αριστερής πολιτικής απέναντι στο νεοφιλελεύθερο μονόδρομο. Τα εγχειρήματα αυτά ορίστηκαν ως συνάντηση διαφορετικών ρευμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς με στόχο την πάλη ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και όριο την διαχωριστική από την (νεοφιλελεύθερη) σοσιαλδημοκρατία και την κεντροαριστερά. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε τέκνο αυτής της διαδικασίας, όπως επίσης (μεταξύ άλλων) το die Linke στην Γερμανία αλλά ακόμη και το μεταγενέστερο Podemos στην Ισπανία. Στην πραγματικότητα τα κόμματα αυτά – των οποίων η εξέλιξη αντιμετωπίζει σοβαρή πρόκληση μετά την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ καθώς ο πήχης πλέον ανεβαίνει ως προς την αποσαφήνιση της φυσιογνωμίας της «Αριστεράς του 21ου αιώνα» – δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας καινοφανούς θεωρητικής προσέγγισης για «το κόμμα της Αριστεράς» (εξάλλου τέτοια «θεωρία» ποτέ δεν υπήρξε), αλλά προσπάθεια διαλόγου και ανταπόκρισης στις κοινωνικές εκφράσεις αντίστασης στο ΤΙΝΑ και πρώτ’ απ’ όλα του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης και έκτοτε (το Podemos από το «κίνημα των πλατειών» και η «επιτάχυνση» του ΣΥΡΙΖΑ από το κίνημα ενάντια στο μνημόνιο το 2010 – 2013).
-
Η αναφορά στις προσεγγίσεις της τρίτης Διεθνούς και ιδιαίτερα στο τέταρτο συνέδριό της και συνολικότερα η μοντελοποίηση του ενιαίου μετώπου ως σύμπραξη επαναστατών και ρεφορμιστών «νομιμοποιεί» τα εγχειρήματα αυτά εντούτοις όχι πλήρως και αποτελεσματικά. Διότι η σύγχρονη εμπειρία αφορά στην συνύπαρξη των ρευμάτων σε «ενιαίο» κόμμα – μέτωπο, την ώρα που χρειάζεται να επαναπροσδιοριστεί, αναγνωρίζοντας κατ’ αρχάς τη σύγχρονη ρευστότητά της, η διαχωριστική μεταξύ «επαναστατών και ρεφορμιστών» στην κίνηση του «πλατιού κόμματος» – μετώπου, σε σύγκρουση και αντιπαράθεση με κάθε μορφής κυβέρνηση που υλοποιεί τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική της λιτότητας και της υποτίμησης της εργασίας.
Η επικυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού ως η μοναδική καπιταλιστική στρατηγική εδώ και δεκαετίες, υπονόμευσε αν όχι ακύρωσε την «κλασσική» έννοια του πολιτικού ρεφορμισμού (αναφορά στον στρατηγικό στόχο ως μάξιμουμ πρόγραμμα και μεταρρυθμίσεις ως μίνιμουμ, άμεσο) οδηγώντας την σοσιαλδημοκρατία σε ιστορική ήττα. Φυσικά ο αυθόρμητος ρεφορμισμός του κόσμου της εργασίας και των υποτελών τάξεων αναζητά την πολιτική του έκφραση, πολύ περισσότερο καθώς προσπαθεί να εξέλθει του καθεστώτος της ήττας και αυτή είναι η ερμηνεία φαινομένων όπως η ανάδειξη στην ηγεσία των βρετανών εργατικών του Τζέρεμι Κόρμπιν ή η περίπτωση της υποψηφιότητας για το χρίσμα των αμερικάνων δημοκρατικών του Μπέρνι Σάντερς. Εντούτοις είναι φανερό από πλήθος εμπειριών εδώ και δεκαετίες και πολύ περισσότερο και ανελαστικά μέσα στην κρίση, ότι ρεφορμιστικές στρατηγικές «διαφεύγουσες» από τη νεοφιλελεύθερη «ορθοδοξία» που καταφέρνουν να επικοινωνήσουν μαζικά με τις κοινωνικές ανάγκες ή οδηγούνται στην ατιμωτική υποταγή (Α. Τσίπρας) ή πρέπει να γείρουν αποφασιστικά, μέσα από διαρκή ριζοσπαστικοποίηση, σε δρόμους τουλάχιστον «κεντριστικούς» που θα αφήνουν ανοιχτή την αντικαπιταλιστική προοπτική.
Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι καθώς η αντιμνημονιακή / αντινεοφιλελεύθερη στρατηγική έβρισκε κοινωνική απήχηση και ανταπόκριση η ανάγκη για εμβάθυνση και ριζοσπαστικοποίηση της γραμμής διαιρούσε το κόμμα με την μορφή δίπολου πάνω στην αντίθεση «εντός – εκτός συστήματος» ή αλλιώς «λιτότητα – αντιλιτότητα» που είναι μαζικά κατανοητή ως η κύρια νοηματοδότηση του «μνημόνιο – αντιμνημόνιο».
Η αποχώρηση της τότε «ανανεωτικής πτέρυγας» του ΣΥΝ και μετέπειτα ΔΗΜΑΡ οδήγησε στην μετακίνηση του ΣΥΡΙΖΑ προς τ’ αριστερά αλλά ταυτόχρονα και στην αναπαραγωγή του δίπολου εντός του, ριζοσπαστικοποιώντας περαιτέρω την αριστερή του πτέρυγα. Σήμερα βιώνουμε το επόμενο επεισόδιο αυτής της διαδικασίας με την διάσπαση από τον ΣΥΡΙΖΑ ομάδων και στελεχών που συγκρότησαν μαζί με ριζοσπαστικές και αντικαπιταλιστικές οργανώσεις την ΛΑΕ αλλά και άλλες που δεν εντάχθηκαν στην ΛΑΕ. Τώρα πλέον η θέση της αντιμνημονιακής Αριστεράς στο πολιτικό διάνυσμα τείνει αντικειμενικά προς τον αντικαπιταλισμό. Ωστόσο χρειάζεται να αυτοπροσδιοριστεί και να συγκροτηθεί ως τέτοια υποκειμενικά. Οτιδήποτε λιγότερο, όπως μόνο ή κυρίως ο «αντι – ΟΝΕ/ΕΕ» προσδιορισμός, δεν είναι επαρκής καθώς δεν ευνοεί, όπως εξάλλου έχει φανεί πολλές φορές μέχρι σήμερα, την σύνδεση με μαζικά κοινωνικά τμήματα και μάλιστα με τα πλέον χτυπημένα από την κρίση (μισθωτοί, άνεργοι, νεολαία) ακριβώς επειδή δεν ταυτίζεται απαραίτητα και ξεκάθαρα με το «λιτότητα – αντιλιτότητα».
Τα συμπεράσματα που πρέπει να εξάγουμε από τις εμπειρίες μας αφορούν αφενός στην ανάγκη επιμονής στο σχήμα συνύπαρξης διαφορετικών ρευμάτων και παραδόσεων της Αριστεράς ως αποτελεσματική μέθοδος συγκέντρωσης δύναμης (στην υπεράσπιση δηλαδή της διαδικασίας ριζοσπαστικοποίησης της Αριστεράς δια της «ανασυνθετικής» μεθόδου του «πλατιού κόμματος – μετώπου», σε διάλογο με την κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση) και αφετέρου στην αναγνώριση του αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα της μεταβατικής προσέγγισης και μεθοδολογίας ως δυνατότητα άσκησης μαζικής πολιτικής μέσα στην συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και πολιτική αστάθεια. Απ’ αυτή την σκοπιά χρειάζεται να «συναντήσουμε» την κοινωνική εμπειρία του δημοψηφίσματος αναγνωρίζοντας, ρητά και ξεκάθαρα, το διμέτωπο χαρακτήρα της πάλης – ενάντια στην εγχώρια αστική τάξη και τους υπηρέτες της και ταυτόχρονα ενάντια στα ευρωπαϊκά και διεθνή διευθυντήρια – και μάλιστα με προτεραιότητα στο εγχώριο μέτωπο. Κάτι που σημαίνει να υπερβούμε εμβαθύνοντας την γραμμή της εξόδου από την ΟΝΕ/ΕΕ σε γραμμή άμεσων ρήξεων στο εσωτερικό της χώρας, στο πεδίο των καπιταλιστικών σχέσεων με άμεσα αποτελέσματα ταξικής μονομέρειας πολύ πέρα από την «αστική – ρεφορμιστική» «προϋπόθεση» της επανόδου της «ανάπτυξης», εν προκειμένω με εθνικό νόμισμα.
-
Το τελευταίο σημείο αλλά όχι έσχατο είναι αυτό που αφορά στο αίτημα για Δημοκρατία. Το αίτημα αυτό αναφύεται σε κάθε εκδήλωση της κοινωνικής αντίστασης στην αυταρχική – μνημονιακή μετάλλαξη της κοινωνίας. Εμφανίζεται ως μαζικό κοινωνικό αίτημα με χαρακτηριστικά υπεράσπισης της λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στην διαρκή περιστολή των δικαιωμάτων στην «αστική δημοκρατία». Ανοίγει ως εκ τούτου την συζήτηση για την ανεπάρκειά της με ορίζοντα διαδικασίες διεύρυνσης της δημοκρατίας μέσω θεσμών εργατικού ελέγχου και κοινωνικής συμμετοχής σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής και πρώτα απ’ όλα στην οικονομία.
Εμφανίζεται ως αίτημα των κινημάτων για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας τους από την γραφειοκρατική στρέβλωση και την πολιτική εκμετάλλευση και χειραγώγηση.
Εμφανίζεται ως αίτημα των μελών των κομμάτων της Αριστεράς απέναντι σε κάθε είδους γραφειοκρατία.
Η Δημοκρατία ωστόσο είναι μια έννοια γενική και αφηρημένη που αποκτά συγκεκριμένο νόημα από το εκάστοτε πολιτικό περιεχόμενο. Γι αυτό και δεν μπορεί να εκπληρωθεί, πολύ περισσότερο στις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, εάν δεν ξεκινά από το πεδίο της οικονομίας.
Στην σύγχρονη, μεταμοντέρνα και αποϊδεολογικοποιημένη εποχή το αίτημα των «από κάτω» για Δημοκρατία αποτελεί κραυγή αναζήτησης του χαμένου στρατηγικού στόχου. Αποτελεί αίτημα απελευθέρωσης. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορεί ούτε να υποκαταστήσει, ούτε πολύ περισσότερο να ανταγωνιστεί την αναζήτηση της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής. Αλλά και αντίστροφα δεν μπορεί να αγνοηθεί από τις πολιτικές ηγεσίες στο όνομα μιας ιδεολογικής και πολιτικής διαπάλης που δεν καταφέρνει να κοινωνικοποιηθεί και να εμπλέξει μαζικά τα κοινωνικά ακροατήρια και πολύ περισσότερο τα μέλη του κόμματος. Απ’ αυτή την άποψη στο πεδίο της κομματικής συγκρότησης το αίτημα για δημοκρατική λειτουργία δεν περιορίζεται μόνο σε ρυθμίσεις και ψηφοφορίες, ούτε μπορεί να αποτελέσει διαχειριστικό τρυκ των «ευαισθησιών» αλλά αφορά στην ουσιαστική ιδεολογική και πολιτική συζήτηση, αντιπαράθεση και δράση ως μια πραγματική διαδραστική διαδικασία αναζήτησης της εναλλακτικής πρότασης και της σοσιαλιστικής προοπτικής. Η Δημοκρατία είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της μεταβατικής προσέγγισης για τον δρόμο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της απελευθέρωσης.