Μετά τις απανωτές εκλογικές νίκες της Ν.Δ. και την άνοδο της Ακροδεξιάς τα τελευταία χρόνια, αλλά και με δείκτη τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις εν όψει των ευρωεκλογών, έχει θεμελιωθεί ακόμη και στην Αριστερά η πεποίθηση περί της πολιτικής κυριαρχίας της Δεξιάς στην ελληνική κοινωνία. Εξ ου και τα άτυπα σχέδια και επιμέρους πρωτοβουλίες περί μετεκλογικής συνεργασίας των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς για να υπερνικηθεί η δεξιά κυριαρχία, σε πείσμα της πρόσφατης σχετικής πρωτοβουλίας του ΣΥΡΙΖΑ, πριν από τις εθνικές εκλογές του 2023 που κατέληξε σε αποτυχία.
Αυτό που μέχρι πρότινος τουλάχιστον αμφισβητούνταν από την Αριστερά ήταν η ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς, δηλαδή το αν ο ελληνικός λαός είναι σταθερά προσηλωμένος στις δεξιές αξίες της οικονομικής ελευθερίας, της σταθερότητας και ασφάλειας ή και της πατριωτικής υπερηφάνειας ως προϋπόθεση της ανάπτυξης και θεμέλιο της ευημερίας. Γιατί μολονότι η πολιτική κυριαρχία βασίστηκε ώς τώρα (α) στα επιδόματα και τις επιχορηγήσεις που αθρόα προσφέρθηκαν από την κυβέρνηση μετά την πανδημία, με συνέπεια να πετυχαίνει η οικονομία υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από την Ε.Ε., και (β) στην αίσθηση ασφάλειας που προκάλεσε η ομπρέλα των εξοπλισμών απέναντι στην «τουρκική απειλή», την ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς αμφισβητούν τρία αδιαμφισβήτητα γεγονότα, με κοινό παρονομαστή την αύξηση της ανασφάλειας: το κύμα ακρίβειας που πλήττει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, η κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας και η επαίσχυντη ολιγωρία της πολιτείας στη διασφάλιση των δημόσιων υποδομών (βλ. ανθρώπινες και φυσικές καταστροφές σε Τέμπη, Θεσσαλία, Βόρεια Εύβοια κ.α.) και του κοινωνικού κράτους (π.χ. διάλυση ΕΣΥ) ως συνέπεια της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων και του λιγότερου κράτους.
Παρά τα νέα αυτά δεδομένα, φαίνεται πως η αμφισβήτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας της Δεξιάς από την Αριστερά υποχωρεί υπό το κράτος της αναπτυξιολογίας, δηλαδή της επιτυχούς κυβερνητικής προπαγάνδας για τις αναπτυξιακές επιτυχίες της οικονομίας, στις οποίες συνηγορεί και ο διεθνής Τύπος. Κάποιοι, μάλιστα, θεωρούν πως δεν πρέπει να συνεχίσουμε με το ύφος και το περιεχόμενο της εποχής του αντι-μνημονίου, γιατί οι συνθήκες έχουν μεταβληθεί και δεν ζούμε πια σε μια συγκυρία συνολικής κατάρρευσης της οικονομίας. Γιατί σήμερα σημειώνονται θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ, αν και τα οφέλη αυτής της ανάπτυξης επιμερίζονται με ακραία άδικο τρόπο. Επικεντρώνονται, δηλαδή, στο ζήτημα της εισοδηματικής ανακατανομής, θεωρώντας δεδομένη την ανάπτυξη της οικονομίας.
Η άποψη περί ανάπτυξης της οικονομίας, όμως, έρχεται σε καταφανή αντίφαση τόσο με τη θέση της Αριστεράς, ότι δεν έχει αλλάξει το προβληματικό παραγωγικό και καταναλωτικό πρότυπο της οικονομίας, όσο και με τη διαπίστωση περί μη συμμετοχής μεγάλου μέρους της κοινωνίας στα οφέλη της περιβόητης αυτής ανάπτυξης. Μπορούμε να μιλάμε για «ανάπτυξη», όταν το μόνο που αναπτύσσεται είναι ο «πληθωρισμός της απληστίας» και η κερδοφορία των μονοπωλίων;
Ακόμη και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, αντιλαμβανόμενος πως η ακρίβεια δεν πάει άλλο, δηλώνει: «Οπως προκύπτει από μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, έχουμε ολιγοπώλια στα τρόφιμα, στα καύσιμα, στις τράπεζες και στην ιδιωτική νοσοκομειακή περίθαλψη». Διαπίστωση που ακυρώνει την νεοφιλελεύθερη θεωρία περί ελεύθερης και ανταγωνιστικής λειτουργίας των αγορών ως προϋπόθεση μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Κι αυτό με ευθύνη της κυβέρνησης της Ν.Δ., η οποία επιδοτεί τα ολιγοπώλια (π.χ. με τον αναβαλλόμενο φόρο στις τράπεζες και τη μη φορολόγηση των υπερκερδών), συμβάλλοντας στη δημιουργία καρτέλ.
Συνεπώς, όταν η Αριστερά ισχυρίζεται πως η οικονομία αναπτύσσεται και δεν κινδυνεύει να καταρρεύσει, μολονότι παραμένει υπερχρεωμένη και υποχρεωμένη σε συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα για 3,5 ακόμη δεκαετίες, μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων, υιοθετώντας το αναπτυξιακό ιδεολόγημα της Δεξιάς. Αδυνατεί, δε, να αντιληφθεί ότι η ίδια η παγκόσμια οικονομία κινδυνεύει να καταρρεύσει με τον προστατευτισμό και τον πόλεμο, ότι το μόνο που τη συγκρατεί ακόμη είναι η χρηματοπιστωτική «φούσκα» των αγορών και η αντίστοιχη υπερχρέωση -για πόσο ακόμη άραγε;-,ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είναι στάσιμη και ότι η ελληνική οικονομία είναι ήδη σε αποδρομή όπως έχουμε καταδείξει**.
Πρόσφατη απόδειξη είναι η φθίνουσα πορεία του ρυθμού επέκτασης του ΑΕΠ σε τριμηνιαία βάση (Διάγραμμα 1) και ο αρνητικός ρυθμός εξέλιξης των λιανικών πωλήσεων σε ετήσια βάση μετά το 2022 (Διάγραμμα 2).
Βεβαίως, οι αριστεροί θιασώτες της τρέχουσας ανάπτυξης ορθά τονίζουν πως, για να νικήσει η Αριστερά, χρειάζεται ένα λειτουργικό και ισορροπημένο μοντέλο ανάπτυξης, αναδιανομής του πλούτου, κοινωνικής δικαιοσύνης, προστασίας του περιβάλλοντος και περιφρούρησης της ειρήνης. Πριν απ’ όλα, ωστόσο, χρειάζεται να αντιληφθούν τη σοβούσα κρίση, πίσω από την αναπτυξιακή βιτρίνα του καπιταλισμού, και να αμφισβητήσουν ευθέως την κοινωνική ποιότητα και οικολογική βιωσιμότητα της υποσχόμενης από αυτόν οικονομικής ανάπτυξης.
*Οικονομολόγος
https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/433529_i-aristeri-pseydaisthisi-tis-anaptyxis