Και οι κρατούντες της κοινωνίας κάνουν σα να μη συμβαίνει τίποτε προσπαθώντας μόνο να διατηρήσουν τα κέρδη των ολίγων.
Ζούμε ξανά τις πυρκαγιές. Ζούμε τη λειψυδρία. Θα ζήσουμε και πλημμύρες; Ζήσαμε τον πρωτοφανή καύσωνα. Ποτέ ξανά δεν είχε τόσο υψηλές θερμοκρασίες που να διαρκούν για τόσες πολλές μέρες, αδιάκοπα. Τέλειωσα τη δουλειά μου, έκλεισα τις εκκρεμότητες και έφυγα τρέχοντας, σα να λέμε, για τα ορεινά, στα βόρεια της χώρας, να δροσιστώ.
Νίκος Αλεξάτος
Λέω τρέχοντας: κάναμε 500 χιλιόμετρα χωρίς καμία στάση, μόνο μία για κατούρημα, κι αυτή λίγο πριν από τον προορισμό μας. Μόνο να φύγουμε, μακριά από το καζάνι, μακριά από τον πυρωμένο δηλητηριώδη αέρα με τα καυσαέρια, μακριά από τη λαύρα του τσιμέντου και της ασφάλτου.
Βρέθηκα στα ορεινά. Τυχερός εγώ που μπορώ να είμαι εδώ, σκεφτόμουν όλους τους άλλους και τις άλλες που δεν μπορούν γιατί δε φτάνουν τα χρήματα, γιατί το αφεντικό δε δίνει άδεια. Στις κεκαυμένες λαγκαδιές που έφτιαξε ο άνθρωπος με πολυκατοικίες, στα Πατήσια, στα Σεπόλια, στα Καμίνια. Δεν μπορούσα βέβαια να φανταστώ ότι αυτοί οι δρόμοι λίγο πιο πέρα θα καιγόταν λίγες μέρες μετά. Από δασική πυρκαγιά. Κι όμως. Η δασική πυρκαγιά, που την ονομάζουν megafire, μπήκε στο λεκανοπέδιο. Κι ο καπνός έπνιξε την πρωτεύουσα του κράτους ξανά όπως πέρσι όταν κάηκε η Φυλή κι η Πάρνηθα. Τώρα κάηκε η άλλη μεριά. Το 2021 ξανά και το 2018 το Μάτι. Με τους αδικαίωτους νεκρούς. Μνημείο ανυποληψίας κράτους και θεσμών.
Βρέθηκα στα ορεινά κι όμως εκεί, που μέχρι πέρσι θα σου έλεγε κάποιος, θες ζακέτα το βράδυ, θες κουβέρτα τη νύχτα, ήμουν δέκα η ώρα το βράδυ χωρίς μπλούζα, χωρίς φανέλα. Μια υπόνοια αέρα δρόσιζε, αλλά έκανε ζέστη, πρωτοφανή ζέστη. Δεν ταίριαζε με το τοπίο, δεν κάλυπτε τις προσδοκίες. Δε συγκρίνεται βέβαια με αυτό που επικρατεί στις πόλεις, ειδικά στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αλλά παρόλα αυτά: έχει πολλή ζέστη, εκεί που δε θα έπρεπε.
Ρώτησα τους ντόπιους πως ήταν ο χειμώνας. Χιόνισε; Φέτος όχι, μου είπαν. Το ’στρωσε δυο μέρες κι μετά έλιωσε. Εδώ, που συνήθως έχει χιόνι για βδομάδες, ίσως για μήνες. Το ποτάμι ίσα ίσα που κατέβαζε νερό.
Κάποιοι κερδίζουν χρήματα αυτές τις μέρες. Τα κλιματιστικά δουλεύουν φουλ στη χώρα, σε πολλές χώρες. Οι τιμές του ρεύματος ανέβηκαν κατακόρυφα. Ουδεμία έκπληξη. Πότε, δηλαδή, θα αύξαναν τις τιμές οι άνθρωποι που μας πουλάν το ρεύμα; Τώρα το κάνουν, τώρα που καταναλώνουμε πολύ, τώρα που δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Από την κάψα μας βγάζουν λεφτά, πολλά λεφτά. Πάντα συνέβαινε αυτό σε δύσκολες περιόδους. Αυτούς που βγάζουν λεφτά από την ανάγκη σε μια δύσκολη ή και καταστροφική περίοδο, τους λένε στα ελληνικά «μαυραγορίτες».
Θυμήθηκα ένα βιβλίο, τους «Υπνοβάτες» του Αυστριακού Χέρμαν Μπροχ, μια τριλογία που δείχνει πως η κοινωνία βαδίζει σαν υπνοβάτης στον όλεθρο που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου.
Έτσι κι εμείς. Βαδίζουμε σαν υπνοβάτες σε μια καταστροφή που δεν έχει προηγούμενο. Με την κλιματική κρίση σε πλήρη εξέλιξη να δείχνει τα δόντια της, τη ζέστη και τις ακραίες βροχές που οδηγούν σε πρωτοφανείς πλημμύρες, η κοινωνία μας κινείται σα να μη συμβαίνει τίποτε. Να εξηγηθώ για να μην παρεξηγηθώ: οι κρατούντες της κοινωνίας κάνουν σα να μη συμβαίνει τίποτε προσπαθώντας μόνο να διατηρήσουν τα κέρδη των ολίγων.
Δεν έχει κηρυχθεί κατάσταση γενικού συναγερμού και δράσης. Η Ελλάδα έχει σήμερα τα πιο πολλά οχήματα που καίνε βενζίνη και πετρέλαιο από ποτέ. Η δημόσια συγκοινωνία είναι κατά κανόνα άθλια, με κάτι σταγόνες εξαιρέσεων. Ό,τι ελεύθερη επιφάνεια υπάρχει στις πόλεις κατά κανόνα χτίζεται με τσιμέντα και ατσάλι, σαν να μη χρειάζεται το πράσινο και τα δέντρα. Κόβουν δέντρα οι εργολάβοι και οι δήμοι σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Και ρίχνουν μπετά σαν να μην ξέρουν πως το μπετόν αυξάνει τη θερμοκρασία. Κι ότι δέντρο δεν κόβεται, καίγεται.
Καίγονται δάση και δεν έχει φτιαχτεί στρατιά δασοφυλάκων, να φροντίζουν τα δάση το χειμώνα, να φυτεύουν και να ορμάνε στη μάχη το καλοκαίρι. Και να ζουν με υγεία στη φύση και να ζωντανεύουν την επαρχία. Κι όμως εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι ζουν στη μιζέρια χωρίς προοπτική. Και εκατοντάδες χιλιάδες πάνε στον τουρισμό να σερβίρουν κατεψυγμένα κρέατα και εισαγόμενες ντομάτες.
Ντομάτες είπα; Να δούμε την Κρήτη. Νούμερο ένα υποψήφια περιφέρεια για ερημοποίηση εξακολουθεί και φέτος να σπαταλά νερό για τις τουριστικές επιχειρήσεις και για μια τεραστίων διαστάσεων αγροτική παραγωγή όπου το νερό μετατρέπεται σε λαχανικά τα οποία εξάγονται. Η Κρήτη αντιμέτωπη με τη λειψυδρία και το στέγνωμα κάνει αυτό που έμαθε σαράντα χρόνια τώρα: εξάγει νερό. Η Μεσαρά όμως έχει λειψυδρία πλέον. Τα γήπεδα του γκολφ όμως ποτίζονται. Όπως και στη Μεσσηνία. Που έρχεται η σειρά της να στεγνώσει.
Διάβαζα εξάλλου τις προάλλες για τη Νάξο και το πρόβλημα λειψυδρίας που αντιμετωπίζει. Με αφελή απλότητα έγραφε το δελτίο τύπου πως το νερό από την αφαλάτωση κατά προτεραιότητα θα πηγαίνει στα τουριστικά καταλύματα και τις πισίνες -ναι, ρητά, στις πισίνες- και όχι στους αγρότες. Η πισίνα έχει πιο μεγάλη αξία, λοιπόν, από την πατάτα. Να μη σχολιάσουμε εδώ το τι μυαλό μπορεί να έχει μια κοινωνία που περιβάλλεται από το απέραντο γαλάζιο, που φέτος και θα το γευτούν κατά κανόνα οι τουρίστες αρχόντοι, ξένοι και Έλληνες, και αυτό το απέραντο γαλάζιο να το φτύνει ο τάδες από την Ευρώπη ή την Ελλάδα και να θέλει πισίνα και ο Γραικός επιχειρηματίας να του τη δίνει σπαταλώντας το νερό. Να γινόταν μια κουβέντα να απαγορευτούν οι πισίνες; Ουτοπίες, λέω.
Κι άλλοι δήμοι, νησιωτικοί έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης λόγω λειψυδρίας. Η Λέρος κι η Σίκινος. Η Σάμη στην Κεφαλονιά. Τις προάλλες μάθαμε δε πως περιοχές του Λουτρακίου δεν έχουν νερό. Ναι, του Λουτρακίου με τα πολλά νερά!
Δε θα αναφερθώ σε μέτρα δραστικά και ριζοσπαστικά και θεμελιώδη για την προστασία μας και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των συνεπειών. Θα με έλεγαν ρομαντικό ονειροπόλο. Για αλλαγή συνηθειών, για μείωση του καταναλωτισμού, για ευρείες κρατικές δράσεις π.χ. στη Θεσσαλία που πνίγηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο. Όλα, μα όλα, θα σκοντάψουν πάνω στην δικαιολογία της εύρυθμης λειτουργία της οικονομίας.
Της εκμετάλλευσης των φυσικών και ανθρωπίνων πόρων για την παραγωγή κέρδους, για να κυκλοφορούν πιο μεγάλα αυτοκίνητα και οι έχοντες να ζουν σε πιο μεγάλα σπίτια και να έχουν πιο πολλά λεφτά. Μια οικονομία που δεν εξασφαλίζει τη συντήρηση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού που θα προστατεύει τη φύση κι εμάς, μια οικονομία που κρατά τους μισούς κατοίκους αυτής της χώρας χωρίς διακοπές, αλλά δεν έχει τανκς να σβήνουνε φωτιές. Κι εμείς να βγάζουμε τη μπέμπελη στην Αθήνα (το λένε στεικέισον/staycation) ή να μη χρειαζόμαστε πια ζακέτα στο βουνό. Να βλέπουμε να καίγονται οι δρόμοι στις βορειοανατολικές συνοικίες της Αθήνας. Να θρηνούμε μια νεκρή εργάτρια καμένη στο Χαλάνδρι. Και να βαδίζουμε υπνοβάτες στην καταστροφή της ζέστης, της φωτιάς, της πλημμύρας και της δίψας.
Σχόλια (0)