Οι φετινές εκλογές κρίνονται και από το άλλο μεγάλο ζήτημα: τον πόλεμο στην Παλαιστίνη: Ανταπόκριση της Ελένης Γουργού από την κρίσιμη πολιτεία του Μίσιγκαν, εν όψει των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου, στις ΗΠΑ
Ανταπόκριση από το Μισιγκαν
Όσο πλησιάζουν οι εκλογές της 5ης Νοεμβρίου τόσο φουντώνουν οι ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις, σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ και όχι μόνο εδώ, στην αμφίρροπη Πολιτεία του Μίσιγκαν. Όλοι μιλάνε για τις επιπτώσεις της μιας ή της άλλης επιλογής, για τα φοβερά διακυβεύματα, τα φαντάσματα του παρελθόντος και τις απειλές του μέλλοντος. Συχνά προβάλλεται η άποψη ότι ο Τραμπ είναι ο παράγοντας που θα κρίνει τις εκλογές και όλα (πρέπει να) μετρώνται με βάση αυτόν και σε σύγκριση με αυτόν. Ωστόσο, οι φετινές εκλογές κρίνονται και από το άλλο μεγάλο ζήτημα: τον πόλεμο στην Παλαιστίνη.
Σε κουβέντες με έμπιστους φίλους, μπορεί να ακούσει κανείς τα προσωπικά διλήμματα μπροστά στα οποία βρίσκονται οι σημερινοί ψηφοφόροι, εκείνοι τουλάχιστον που αυτοπροσδιορίζονται στα αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος. Κι ενώ τα διλήμματα είναι μέσες-άκρες τα ίδια και συμπυκνώνονται στο ερώτημα «να ψηφίσω τελικά Χάρις ή όχι», οι απαντήσεις που δίνονται έχουν μεγάλες διαφορές, και στην πολιτική τους λογική και στο τελικό τους δια ταύτα.
Ελένη Γουργού
Η υποβάθμιση του Παλαιστινιακού
Ακούγοντας το προοδευτικό ραδιοφωνικό δίκτυο NPR και διαβάζοντας New York Times μπορεί να σχηματίσει κανείς την εντύπωση ότι ο πόλεμος του Ισραήλ στην Παλαιστίνη και το Λίβανο είναι μεν ένα θέμα που βαραίνει στη σκέψη πολλών διστακτικών ψηφοφόρων, αλλά αφορά κυρίως πολίτες αραβικής καταγωγής ή μουσουλμάνους και περιορίζεται σε κρίσιμες, αμφίρροπες Πολιτείες όπως το Μίσιγκαν. Ακόμα περισσότερο, ότι αφορά συγκεκριμένες περιοχές, όπως το Ντήαρμπορν του Μίσιγκαν, μικρή πόλη στα προάστια του Ντητρόιτ με 30% αραβικό και αραβοαμερικανικό πληθυσμό. Αν και λίγες αριθμητικά, οι ψήφοι αυτές είναι αποφασιστικής σημασίας λόγω του εκλογικού συστήματος, και ως τέτοιες απασχολούν τα Μέσα. Η ανησυχία των πολιτών αυτών θεωρείται δικαιολογημένη λόγω προσωπικής σύνδεσης με τις εμπόλεμες ζώνες και ο δισταγμός τους να ψηφίσουν Δημοκρατικούς τείνει να ερμηνεύεται ως δίλημμα εθνοτικής και όχι πολιτικής απόχρωσης. Με αυτή την έννοια το Παλαιστινιακό αποπολιτικοποιείται και η πολιτική του σημασία υποβαθμίζεται, ενώ συρρικνώνεται σε ένα ζήτημα που δεν αφορά το σύνολο των Αμερικανών, αλλά μια μειοψηφία που δεν συμμερίζεται τα μεγάλα επίδικα των καιρών μας.
Όμως οι άνθρωποι αυτοί, αραβικής, παλαιστινιακής, λιβανέζικης καταγωγής, θέτουν το ζήτημα εντελώς πολιτικά όταν λένε ότι οι φωνές τους δε ακούγονται, ότι νιώθουν αόρατοι και πολίτες τρίτης κατηγορίας. Παραδέχονται τη λαίλαπα που θα φέρει μια διακυβέρνηση Τραμπ, δηλώνουν ότι βρίσκονται σε τρομερά δύσκολη θέση, αλλά θυμώνουν με τη Χάρις που αρνήθηκε να μιλήσει στους εκπροσώπους τους στο συνέδριο των Δημοκρατικών ή να συζητήσει έστω την πιθανότητα περιορισμού ή παγώματος πώλησης όπλων στο Ισραήλ. Οι πολίτες αυτοί αρνούνται να ψηφίσουν Χάρις, αναρωτιούνται μέχρι πότε θα τους θεωρεί δεδομένους το Δημοκρατικό Κόμμα και είτε στρέφονται οργανωμένα προς τους Πράσινους και τη Τζιλ Στάιν είτε απλώς δεν θα ψηφίσουν για Πρόεδρο.
Η περιθωριοποίηση κοινωνικών ομάδων δεν βοήθησε ποτέ το Δημοκρατικό Κόμμα ούτε προήγαγε την κοινωνική ισότητα. Παράλληλα, ελλοχεύει ο κίνδυνος οι ψηφοφόροι αυτοί να κατηγορηθούν στο μέλλον – ρητά ή άρρητα- ότι εξαιτίας τους έχασε η Δημοκρατική υποψήφια, κέρδισε ο Τραμπ και απειλείται η ευημερία της αμερικανικής δημοκρατίας. Αν και πολλοί υποστηρικτές των Δημοκρατικών εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για την έντονη πόλωση στην αμερικανική κοινωνία, τους διαφεύγει ίσως ότι μια τέτοια στάση δημιουργεί μια νέα διαχωριστική γραμμή.
Η υπαναχώρηση μπροστά στον τραμπικό Αρμαγεδδώνα
Πολλοί Αμερικανοί που στο παρελθόν ψήφισαν Δημοκρατικούς με λιγότερο η περισσότερο ενθουσιασμό έχουν σοβαρά κλονιστεί από τη βαρβαρότητα της γενοκτονίας στην Παλαιστίνη και τις ευθύνες των ΗΠΑ. Αρκετοί από αυτούς δε συμφωνούν με τη στάση του Προέδρου Μπάιντεν ούτε με αυτή της Χάρις, και καταδικάζουν τις ισραηλινές κτηνωδίες και την ισραηλινή κατοχή. Ωστόσο, δηλώνουν τρομαγμένοι από τις εξαγγελίες Τραμπ και τα πεπραγμένα της προηγούμενης προεδρίας του. Φοβούνται, μεταξύ άλλων, και απολύτως δικαιολογημένα, σαρωτικές αλλαγές στα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών (ήδη έχουν πεθάνει γυναίκες στις οποίες ο νόμος εμπόδιζε την παροχή ιατρικής βοήθειας σχετικής με έκτρωση), λεηλασία των θεσμών, σύγκρουση των ΗΠΑ με παραδοσιακούς συμμάχους και αποδυνάμωση του διεθνούς τους ρόλου, απίσχναση του κράτους δικαίου και επικράτηση της διαπλοκής, συντηρητικοποίηση των πανεπιστημίων, περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης, αύξηση των φυλετικών ανισοτήτων και διαγραφή μακροχρόνιων προσπαθειών για τον περιορισμό τους, κλονισμό της εθνικής οικονομίας, ενίσχυση της περιβαλλοντικής κρίσης και επικράτηση ενός δημόσιου λόγου μίσους. Μπροστά σε αυτόν τον μακρύ κατάλογο τοποθετούν το ανάχωμα της Χάρις και των Δημοκρατικών, που ακόμα μια φορά καλούνται να ανασχέσουν την επέλαση του «χειρότερου Προέδρου όλων των εποχών», ενός πραγματικού «κινδύνου για την αμερικανική δημοκρατία».
Το αφήγημα έχουν προσεταιριστεί και πολίτες που δεν είχαν ποτέ στο παρελθόν ψηφίσει Δημοκρατικούς, και μάλιστα ορισμένοι τους απεχθάνονταν, με την κριτική τους να έρχεται από πολύ αριστερά και από πολύ παλιά. Σφοδροί επικριτές της Χάρις στηλιτεύουν τη διαφαινόμενη ή εξαγγελθείσα απομάκρυνσή της από τις δυο πολιτικές Μπάιντεν που θεωρήθηκαν οι πιο προοδευτικές του, δηλαδή την επιβολή προστίμων σε Google και Apple και τη νομοθέτηση υπέρ των εργατικών συνδικάτων. Όμως τώρα διατείνονται ότι θα ψηφίσουν Χάρις, σε μια προσπάθεια να συγκροτηθεί ένα αντι-τραμπ μέτωπο για να σωθεί, όπως διακηρύσσουν, η αμερικανική δημοκρατία.
Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Δείχνει, από τη μια, πόσο συμπαγής μπορεί τελικά να εμφανιστεί μια προοδευτική κοινωνική συμμαχία – με την πολύ διευρυμένη της έννοια – και πόσο αποτελεσματικά ανασυντάσσεται προκειμένου να αμυνθεί όσων θεωρεί κοινωνικά και πολιτικά της κεκτημένα. Σημαίνει επίσης ότι αυτά τα κεκτημένα δεν εκλαμβάνονται ως τέτοια από την άλλη πλευρά, από όσους δηλαδή θα ψηφίσουν Τραμπ, ακόμα κι από αυτούς που δεν θα ψηφίσουν κανέναν από τους δύο, και οι οποίοι δεν αισθάνονται ότι πρέπει να υπερασπιστούν κάποιον από αυτούς τους θεσμούς, και ίσως ότι κανένας θεσμός δεν είναι κεκτημένος ή δικός τους ή προς το συμφέρον τους. Από την άλλη, το στοιχείο αυτό καταδεικνύει πόσο ο τραμπισμός εκλαμβάνεται ως – και είναι- ένας πραγματικός κίνδυνος για αυτό που γνωρίζουμε ως σύγχρονο αμερικανικό κράτος. Δείχνει επίσης ότι νέες διαιρετικές γραμμές χαράσσονται ή έχουν ήδη χαραχθεί στην αμερικανική κοινωνία, οι οποίες δεν είναι ξεκάθαρο πώς θα εκδηλωθούν μετά τις εκλογές.
Αν και ο φόβος εκφράζεται συνήθως για ταραχές προερχόμενες από το στρατόπεδο του Τραμπ σε ενδεχόμενη ήττα του, είναι πιθανό το ποιος τοποθετείται πλέον «από ‘δω» και ποιος «από ‘κει» να σημαδέψει την αμερικανική πολιτική ζωή με πολλούς τρόπους.
Φυσικά, μπορεί άνετα κάποιος να αντιστρέψει το επιχείρημα και να πει ότι για να βάλει κανείς σε δεύτερη μοίρα τα δικαιώματα τόσων κοινωνικών ομάδων ρισκάροντας μια επανεκλογή Τραμπ, θα πρέπει να είναι ο ίδιος/η ίδια τόσο βολεμένος/η και σε τόσο ασφαλή και προνομιούχα θέση κοινωνικά, που έχει την πολυτέλεια να αγνοήσει τους κινδύνους και να στρέψει το ενδιαφέρον του/της σε όσα συμβαίνουν στο εξωτερικό της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, εδώ το δίλημμα κάποιων πολιτών να στηρίξουν ή όχι τη Χάρις απαντιέται θετικά, με το βάρος τελικά να πέφτει στην υπεράσπιση των προοδευτικών κεκτημένων της αμερικανικής δημοκρατίας και όχι στην δια της ψήφου απόρριψη της πολιτικής των ΗΠΑ και των Δημοκρατικών, που στηρίζουν ακλόνητα και εξοπλίζουν αδιάλειπτα το κράτος του Ισραήλ.
Η αναβολή του προβλήματος στη μετεκλογική Χάρις
Η άλλη προσέγγιση είναι η μετατόπιση του προβλήματος για μετά τις εκλογές. Έτσι, κάποιοι ψηφοφόροι συμμερίζονται την άποψη του γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς και πολλών άλλων, που λέει ότι αν εκλεγεί ο Τραμπ δεν υπάρχει περίπτωση να τοποθετηθεί η κυβέρνηση των ΗΠΑ ευνοϊκά απέναντι στους Παλαιστινίους. Προς επίρρωση του ισχυρισμού θυμίζουν την ανεκδιήγητη αναγνώριση από τον Τραμπ της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και την απαγόρευση εισόδου μουσουλμάνων στη χώρα, κίνηση που έφερε τα πάνω κάτω στις διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ κατά τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης Τραμπ.
Ενώ είναι δύσκολο κανείς να διαφωνήσει με τα παραπάνω, η συνέχεια αυτού του επιχειρήματος είναι σαφώς λιγότερο πειστική. Το επιχείρημα λέει ότι αυτή τη στιγμή η Χάρις δεν μπορεί να εκφραστεί περισσότερο υποστηρικτικά υπέρ των Παλαιστινίων αλλά αφότου εκλεγεί θα υποστεί ισχυρές πιέσεις από φιλοπαλαιστινιακές δυνάμεις, το πολιτικό σκηνικό θα τις ευνοήσει, θα έχουν αποτέλεσμα και θα στρίψουν το τιμόνι της Χάρις σε πιο φιλοπαλαιστινιακή κατεύθυνση. Οι θιασώτες αυτής της άποψης δεν εξηγούν γιατί ο πραγματικός κίνδυνος να χάσει η Χάρις κρίσιμες ψήφους και να μην εκλεγεί καν δεν αποτελεί αρκετά ισχυρή πίεση εδώ και τώρα ενώ θα είναι πιο πιεστικά τα πράγματα όταν εκείνη θα κάθεται ήδη μέσα στο οβάλ γραφείο, με άγνωστες τότε διεθνείς συγκυρίες.
Επίσης, το επιχείρημα αυτό αναγνωρίζει και θεωρεί δεδομένο το να «μην μπορεί» η Χάρις «αυτή τη στιγμή» να ανακοινώσει πιο σκληρή στάση έναντι του Ισραήλ (ενώ ίσως θα ήθελε;), υπονοώντας έτσι ότι το ισραηλινό λόμπι και η άποψη εκατομμυρίων σκληροπυρηνικών βαραίνει περισσότερο από τις φωνές του αραβικού λόμπι, της αραβικής κοινότητας και μετριοπαθών πολιτών. Δηλαδή έχει ήδη διαλέξει πλευρά η Χάρις και το φιλοπαλαιστινιακό ρεύμα θα πρέπει καταρχάς να την ψηφίσει και κατόπιν να περιμένει τις καλένδες για να πιέσει με κάποια ελπίδα. Στο μεταξύ, η γενοκτονία και οι σφαγές συνεχίζονται και οι κάτοικοι της Γάζας, της Δυτικής Όχθης και του Λιβάνου θα πρέπει απλώς να κάνουν υπομονή. Αυτό κάνουν άλλωστε τόσα χρόνια που το Παλαιστινιακό ζήτημα παίζει συνεχώς στο background των ειδήσεων ενώ η ζωή ημών των υπόλοιπων κουτσά-στραβά συνεχίζει να κυλάει.
Η υπεράσπιση της αυτοκρατορίας
Η ιδέα ότι πρέπει να συνταχθούμε όλοι πίσω από τη Χάρις και να υπερασπιστούμε «τη δημοκρατία μας» καθρεφτίζει μια ενδιαφέρουσα – και πάντως όχι ενιαία- άποψη για το τι είναι αυτό που πρέπει να υπερασπιστούμε. Έτσι, οι αριστερότεροι του Δημοκρατικού κόμματος, επικριτικοί απέναντι στον αμερικανικό καπιταλισμό άνθρωποι που όμως αποφασίζουν να ψηφίσουν Χάρις για να αποφευχθεί ο Τραμπ, εστιάζουν στα ατομικά δικαιώματα, τα δικαιώματα των φυλετικών, έμφυλων και θρησκευτικών μειονοτήτων και σε φιλελεύθερα κεκτημένα όπως η ελευθερία της έκφρασης, η (έστω και θεωρητική) ισότητα απέναντι στο νόμο και η λογοδοσία των θεσμών. Δεν αισθάνονται ότι υπερασπίζονται το κυρίαρχο υπόδειγμα μιας αστικής republic, της πιο εμβληματικής του καιρού μας, που λειτουργεί στα πλαίσια ενός φιλελεύθερου καπιταλισμού. Αλλά νιώθουν ότι πρέπει να θωρακίσουν και να διατηρήσουν τα θετικά στοιχεία του συστήματος, όσα έχουν τελοσπάντων κατακτηθεί μέσα από πολύχρονα και συχνά αιματηρά κοινωνικά και πολιτικά κινήματα, όσα αποτελούν τους λόγους για τους οποίους συνεχίζουν να συρρέουν στον τόπο αυτό άνθρωποι που ψάχνουν μια καλύτερη προοπτική για τη ζωή τους.
Εδώ αντιπαραβάλλεται κάπως εμπρηστικά το επιχείρημα ότι η αυτοκρατορία λοιπόν ήδη κλονίζεται, ότι όλα αυτά είναι ιστορικά τα σημάδια των αυτοκρατοριών που καταρρέουν από μέσα. Όταν οι υπάρχοντες θεσμοί χάνουν το κοινωνικό τους έρεισμα, δεν υπηρετούν πια το συλλογικό φαντασιακό, όταν δε σημαίνει τίποτα το Καπιτώλιο και το Ανώτατο Δικαστήριο για τη μισή χώρα, τότε αυτό κάτι λέει. Ίσως φανερώνει ότι η φθορά επέρχεται γοργά και συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις είναι οι πιο προνομιούχοι αυτοί που τείνουν να υπερασπιστούν το στάτους κβο, όπως η άνω μεσαία τάξη, οι πανεπιστημιακοί, οι διανοούμενοι. Ας αφήσουμε την αυτοκρατορία να καταρρεύσει ή ας τη βοηθήσουμε κιόλας, λένε εδώ ορισμένοι, επικαλούμενοι τις πάντα ευπρόσδεκτες συγκρίσεις του αμερικανικού imperium με την αρχαία Ρώμη. Και αν ο διεθνής ρόλος των ΗΠΑ πρόκειται να αποδυναμωθεί με τον Τραμπ στο Λευκό Οίκο, τόσο το καλύτερο.
Στη συλλογιστική πάντως των υπερασπιστών της αμερικανικής δημοκρατίας, το Παλαιστινιακό ζήτημα είναι μειωμένης προτεραιότητας, αφού προέχει η επιβίωση των αμερικανικών θεσμών.
Η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων
Αυτό ακριβώς το στοιχείο βλέπουμε τελικά να διατρέχει το σύνολο σχεδόν των σκέψεων που καταλήγουν, έστω και μετά από σοβαρούς δισταγμούς, στο συμπέρασμα ότι πρέπει να στηριχθεί η Χάρρις με κάθε τρόπο. Η ψήφος χρησιμοποιείται από πάρα πολλούς για να την προάσπιση των αμερικανικών θεσμών και της φιλελεύθερης αμερικανικής κοινωνίας, ακόμα και αν δεν συμφωνούν πλήρως με τις προαλειφόμενες πολιτικές της αντίστοιχης υποψήφιας. Δεν χρησιμοποιείται όμως μαζικά ως εργαλείο πίεσης για τη μοναδική κυβέρνηση της Δύσης που μπορεί να επηρεάσει και να συγκρατήσει το Ισραήλ εμποδίζοντας μια σειρά από εγκλήματα. Με λίγα λόγια, όταν ζυγίζονται από τη μια μεριά τα κεκτημένα και οι θεσμοί της αμερικανικής δημοκρατίας και από την άλλη η πιθανότητα να σταματήσει η γενοκτονία στην Παλαιστίνη, ο ζυγός των περισσότερων Αμερικανών (και μάλλον όχι μόνο) προοδευτικών γέρνει ξεκάθαρα προς την πρώτη πλευρά. Οι πολίτες αυτοί μπορεί να θλίβονται βαθιά και ειλικρινά όταν βλέπουν στις ειδήσεις εικόνες από την ασταμάτητη σφαγή στη Γάζα και να υποστηρίζουν μια κατάπαυση πυρός και την εξεύρεση πολιτικής λύσης. Το πιο ηχηρό πολιτικό εργαλείο όμως που έχει απομείνει στη ζωή του σημερινού πολίτη της Αυτοκρατορίας, την ψήφο για την εκλογή Προέδρου, δεν θα τη χαλαλίσουν για έναν λαό στην άλλη άκρη της γης, πολύ διαφορετικό από τους ίδιους, που είναι εξάλλου συνηθισμένος να πεθαίνει, ακόμα και με όπλα χρηματοδοτημένα από τους φόρους μας.
Το είπε άλλωστε και ο Σάντερς, «υπάρχουν κι άλλα επίδικα εκτός από τη Γάζα σε αυτές τις εκλογές, τις πιο κρίσιμες του καιρού μας». Και έτσι για άλλη μια φορά οι αμερικανικές εκλογές αφορούν τελικά το εσωτερικό των ΗΠΑ – όπως ίσως συμβαίνει σε κάθε κοινωνία- και όχι την εξωτερική πολιτική τους, επιβεβαιώνοντας αυτό που (θα έπρεπε να) γνωρίζουμε εδώ και χρόνια: δεν πρόκειται η Αυτοκρατορία να πάρει ποτέ το μέρος του αδύναμου, ούτε και πρόκειται οι εκλογές να αλλάξουνε τον κόσμο.
https://thepressproject.gr/i-kamala-charris-i-palaistini-kai-ta-dilimmata/
Σχόλια (0)