Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Εξοδος στις αγορές δεν σημαίνει τέλος εποπτείας, ούτε τέλος της λιτότητας

Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Εξοδος στις αγορές δεν σημαίνει τέλος εποπτείας, ούτε τέλος της λιτότητας

  • |

Τις ενθαρρυντικές ενδείξεις της οικονομίας αναγνωρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην Έκθεση του για το τρίμηνο Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2017. Ωστόσο προειδοποιεί ότι η έξοδος από το Μνημόνιο τον ερχόμενο Άυγουστο αλλά και η έξοδος στις αγορές δεν σηματοδοτούν ούτε το τέλος της εποπτείας ούτε το τέλος της λιτότητας. 

«Ενθαρυντικές ενδείξεις»…

«Προς το παρόν, διαπιστώνουμε ότι το 2017 η οικονομία επί τέλους ανακάμπτει, μολονότι ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι συγκριτικά μικρότερος σε σχέση με τον μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης, αλλά και με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί. Έχει προηγηθεί μια διετία ήπιας ύφε- σης, που επηρεάστηκε από τις πολιτικές εξελίξεις το πρώτο εξάμηνο του 2015 και από την καθυστέρηση της πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης το 2016. Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης στις 15 Ιουνίου 2017, δημιούργησε, παρά τις καθυστερήσεις, προϋποθέσεις για τη μείωση της αβεβαιότητας και τη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας», αναγνωρίζει στην Έκθεση του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

Υπό αυτό το θετικό πρίσμα στην Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για το τρίμηνο Οκτώβριος-Δεκέμβριος σημειώνεται πως «οι περισσότερες ενδείξεις του τελευταίου τριμήνου του 2017 και του πρώτου μήνα του νέου έτους είναι ενθαρρυντικές, π.χ. οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, παρουσίασαν σημαντική αύξηση τον Δεκέμβριο του 2017 κατά € 2,54 δισ. Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος, βάσει των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Δεκέμβριο 2017 ανέκαμψε εκ νέου πάνω από τις 100 μονάδες (101 μονάδες), μετά τον Σεπτέμβριο (100,6 μονάδες). Ο Γενικός Δείκτης (ΓΔ) Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθη- νών κατέγραψε σημαντική άνοδο έως το τέλος του τελευταίου τριμήνου του 2017, κλείνοντας το έτος στις 802 μονάδες, ενώ υπήρξε σημαντική περαιτέρω άνοδος και τον πρώτο μήνα του 2018.

Η απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, σημείωσε σημαντική υποχώρηση, κα- θώς από το 5,56% τον Σεπτέμβριο, διαμορφώθηκε στο 4,44% τον Δεκέμβριο, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, λόγω και της εξαιρετικά ευνοϊκής ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας. Σημειώνεται επίσης, ότι και τον Ιανουάριο του 2018 συνεχίστηκε η κα- θοδική πορεία και διαμορφώθηκε κάτω από το 4%».

… «“τρόικα’ οι αγορές»

Όπως αναφέρουν οι συντάκτες της Έκθεσης η έξοδος στις αγορές δεν σηματοδοτεί το τέλος της διαδρομής. Τονίζουν μάλιστα ότι «ο γενικός στόχος της κυβέρνησης, όπως έχει εκφραστεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό είναι να πετύχει «καθαρή έξοδο στις αγορές», δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της χώρας χωρίς τη διακρατική βοήθεια του ΕΜΣ (και οριακά του ΔΝΤ).9 Πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος επιτήρησης που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους».

Ωστόσο, προειδοποιούν ότι η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς και καταγράφουν τους εξής τρεις λόγους:

Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ει- δικά της Ευρωζώνης. Η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ και ακόμη περισσότερο της Ευ- ρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) περιορίζει γενικά και σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της.10 Συγκροτεί ένα περιβάλλον αυξημένης (αμοιβαίας) ε- ποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Π.χ. η εισροή πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία θα εξαρτάται από την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων. Εκτός τούτου, οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να α- ποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης.
Επίσης και συναφώς, η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ΕΜΣ προ- βλέπεται να είναι ενισχυμένη. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 472/2013 για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στην Ζώνη του Ευρώ προ- βλέπει στο άρθρο 14 ότι «Τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ. Το Συμ- βούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους μέλους. Η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ει- δική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επι- τροπή».
Τέλος, τον ρόλο της «τρόικας» αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι —αγορές. Στο βαθμό που η οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με τους στόχους της (π.χ. δημοσιονομική σταθερότητα), οι αγορές θα ανταμείβουν τη χώρα με αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Αν όμως οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. εφαρμόζουν πελατειακές πρακτικές για την εξα- σφάλιση πολιτικού οφέλους), θέτοντας σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα, οι αγορές θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή/και ακυρώ- νοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια.
Επισημαίνουν επίσης ότι η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας καθώς η χώρα, όπως αναφέρουν, αφενός «έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευ- χθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022». Και αφετέρου «θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη Έκθεση αποτελεί την τελευταία που συντάσσεται υπό την εποπτεία του Παναγιώτη Λιαργόβα, ο οποίος συμπλήρωσε την πενταετή θητεία του στο Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και θα αντικατασταθεί το επόμενο διάστημα.

topontiki.gr