Στην αρχή ήταν ένα μικρό πικάπ, μπεζ νομίζω, όχι μεγαλύτερο από τον τόμο μιας εγκυκλοπαίδειας, το είχε πάρει η εξαδέλφη Λ., φοιτήτρια τότε, κι ήταν μια αγαπημένη συνήθεια, όταν βρισκόμουν στο σπίτι της θείας Ε., στο Κερατσίνι, να ανοίγω το καπάκι του μικρού πικάπ και να διαλέξω ένα 45άρι, αλλά κυρίως έναν μεγάλο δίσκο, που όταν τον έβαζες στο περιστρεφόμενο «ταψί» του πικάπ εξείχε σχεδόν ο μισός από το πλαίσιο της συσκευής. Αλλά τη δουλειά του την έκανε, και μόλις έβαζες τη βελόνα στις γυαλιστερές αυλακιές του βινυλίου, ο ήχος σού φαινόταν μαγικός, κι ας έβγαινε από το ελάχιστο ηχειάκι του πλαστικού πικάπ.
ΚΙΜΠΙ
Ο μεγάλος δίσκος είχε και τη γοητεία του. Ηταν πολύ πιο υλικός, υπήρχε το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο με όλες τις πληροφορίες, καμιά φορά και τους στίχους των τραγουδιών και μικρά κείμενα των συντελεστών. Δύο θυμάμαι πως μου έκαναν εντύπωση από τη μικρή συλλογή της Λ.: τα «12+1 τραγούδια του Χατζιδάκι από την Αρλέτα», που είχε εικονογραφήσει η ίδια όλο τον δίσκο με κείνες τις αέρινες φιγούρες της, και το «Φορτηγό» του Σαββόπουλου, με το εξώφυλλο του Κυριτσόπουλου, μαύρο και χακί, να παίζει απλώς με τον τίτλο, το όνομα και μια αδρή καρικατούρα του συνθέτη. Ο οποίος, στις «300 λέξεις για το φορτηγό μου» που συνόδευε το οπισθόφυλλο του δίσκου, έλεγε κάτι ακατάληπτα για έναν 9χρονο ή 10χρονο που ήμουν τότε, και κατέληγε σε ένα υστερόγραφο όλο αυτοσαρκασμό: «Ο παληός μου εαυτός πάει κι’ ο καινούργιος πούντος; Αυτά που θ’ ακούσετε εδώ μέσα, δεν είναι ακριβώς τραγούδια, είναι μάλλον μια σειρά ασκήσεις φυσικής αναπνοής». Δεν είχε κι άδικο. Ολη η μουσική που βασίζεται στην ανθρώπινη φωνή ή στην ανθρώπινη εκπνοή (πνευστά) είναι μια άσκηση φυσικής αναπνοής από τα προϊστορικά χρόνια.
Μετά το πικάπ, ήρθε ένα κασετοφωνάκι, πλαστικό πάλι, από Ουγγαρία, μάλλον ο αδερφός μου το είχε πάρει, μαύρο, με πέντε-έξι κουμπιά, το ένα νομίζω ήταν πορτοκαλί. Η κασέτα δεν είχε τη γοητεία του μεγάλου δίσκου, με το εξώφυλλό του κι ένα σωρό πληροφορίες για τους συντελεστές των κατά κανόνα 12 τραγουδιών κάθε συλλογής, ενώ το αντίστοιχο με τις γρατζουνιές στο βινύλιο μειονέκτημα της φτηνότερης κασέτας ήταν το μάγκωμα και μάσημα της ταινίας από το κασετόφωνο. Τέλος πάντων, κι αυτό το κασετόφωνο την έκανε τη δουλειά του, απ’ αυτό έφηβος πια άκουσα το «Περιβόλι του Τρελλού», τον «Μπάλλο», το «Βρώμικο Ψωμί», φυσικά και τα «10 χρόνια κομμάτια». Οχι πως έλειπε ο Σαββόπουλος από τα ραδιοφωνικά μας ακούσματα, αλλά από το κρατικό ραδιόφωνο, χουντικό και μεταπολιτευτικό, κάποια τραγούδια του τα κράταγε η κρησάρα της λογοκρισίας. Το να ακούσεις το όλον ήταν άλλου είδους εμπειρία, κάτι σαν μύηση τελετουργική.
Από τα χιλιάδες κείμενα και αναρτήσεις στα σόσιαλ που έγιναν με την είδηση του θανάτου του Σαββόπουλου, σε ένα ιδιότυπο δημοψήφισμα με «υπέρ, κατά, λευκό, άκυρο και αποχή», κατάλαβα ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που ένιωσαν την ανάγκη «να πάρουν θέση» για τον Νιόνιο, τον ευφυή τραγουδοποιό, τον ευφάνταστο περφόρμερ, τον νεαρό αναρχικό, τον ώριμο αποστάτη, τον γηραιό δεξιό, θέλησαν να μιλήσουν κυρίως για τον εαυτό τους, τον ατομικό ή συλλογικό εαυτό, και τη σχέση τους με τα τραγούδια και τον δημιουργό που τους συνόδευσε από τη νιότη μέχρι τα γεράματά τους.
Κι εγώ δεν ξεφεύγω από τον κανόνα. Γι’ αυτό θυμήθηκα το παιδικό πικάπ, το εφηβικό κασετόφωνο, τις νεανικές συναυλίες της μεταπολίτευσης, τον τρόπο που ο Σαββόπουλος διεμβόλιζε την ήδη διασπασμένη Αριστερά, αλλά ταυτόχρονα την ένωνε με όλο το ριζοσπαστικό, αν και μελαγχολικό φορτίο της δεκαετίας του ’60, της παρανομίας και της νομιμότητας, που έφερε με τη μουσική και την ποίησή του. Γι’ αυτό θυμάμαι με τρυφερότητα τον τρόπο που οι φίλοι με δούλευαν τραγουδώντας μου το «Για τα παιδιά που ’ναι στο κόμμα» και κάπου πρέπει να έχω ακόμη εκείνο τον πορσελάνινο λευκό και γαλάζιο ποντικό που μου είχε χαρίσει η Λένα, για να θυμάμαι πάντα ότι θα με περίμενε χωρίς πολιτικούρες και των μανιφέστων τις κλεισούρες, αν και Κνίτης, το τραγούδι έγινε από τα αγαπημένα μου του Σαββόπουλου, με τη Λένα χαθήκαμε, έχει πεθάνει πρόωρα κι άδικα, το αύριο το αλάνι έχει και για μένα προ πολλού παρέλθει, η ουρά μου έχει πέσει, το φτερό μου έχει σπάσει, και σε τίποτα δεν θυμίζω πια τον λευκογάλαζο ποντικό των έιτις.
Για 34 χρόνια ο Σαββόπουλος έγραφε το σάουντρακ και το λιμπρέτο μιας εποχής μεγάλων προσδοκιών και μεγάλων διαψεύσεων. Ηταν η μουσική υπόκρουση ενός τεράστιου μετασχηματισμού της χώρας, πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού, ήταν το ηχόχρωμα της συντριβής των οραμάτων μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής μετά την πτώση της χούντας, έγινε ο σαρκασμός κάθε νεαρού επαναστάτη που «ήθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός», όπως έγραψε στο «Κούρεμα», το 1989. Είναι παράξενο που ο Σαββόπουλος στην «Αποτυχία της Αριστεράς», ένα σκληροπυρηνικό πολιτικό τραγούδι που εξομοιώνει την περίοδο διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ με τη στρατιωτική χούντα, και σε άλλα παρεμφερή, δεν λέει κουβέντα για τα συγκλονιστικά που συντελούνται εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη, με την κατάρρευση των καθεστώτων που διακυβερνούσαν τις κοινωνίες στο όνομα του σοσιαλισμού.
Από το υπαινικτικό «Φορτηγό», στο λυρικό «Περιβόλι» και στον εκρηκτικό «Μπάλλο», από το αριστουργηματικό «Βρώμικο Ψωμί» στα εξεγερτικά «10 χρόνια κομμάτια», από την επιθετικά πολιτική «Ρεζέρβα» μέχρι τα διονυσιακά «Τραπεζάκια» και το «Κούρεμα», ως υστερόγραφη δήλωση μετανοίας, ο Σαββόπουλος της ουσίας και της προδοσίας, της αποκοτιάς και της κοινοτοπίας, του αντιεξουσιασμού και του καθεστωτισμού, της εκρηκτικής δημιουργικότητας και της βαρετής ανακύκλωσης του εαυτού του, ο διαρκώς μεταλλασσόμενος Σαββόπουλος υπήρξε η συνεκδοχή της μεταλλασσόμενης ελληνικής κοινωνίας, που διέτρεξε το πολιτικό φάσμα από αριστερά προς τα δεξιά, εντελώς αντίστροφα από την υλική της διαδρομή, από τον νεοπλουτισμό στη φτωχοποίηση.
https://www.efsyn.gr/stiles/ypografoyn/488841_sabbopoyleiada-no-44657581









Σχόλια (0)