Δανείζομαι σήμερα τον τίτλο, προσθέτοντας ένα ερωτηματικό, από μια πρόσφατη σχετικά επιφυλλίδα ενός ανθρώπου, που εκτιμώ ιδιαίτερα, του Οδυσσέα Ιωάννου. Γράφει ο Ιωάννου: «Είναι αρκετά χρόνια που πιστεύω πως το ζητούμενο και ο ρεαλιστικός στόχος μιας σύγχρονης Αριστεράς είναι να υπερασπιστεί τα αυτονόητα του Διαφωτισμού, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να υπερασπιστεί τα αυτονόητα της Αστικής Δημοκρατίας. Εκεί είμαστε. Με έναν κόσμο να μετακινείται ραγδαία προς την ακροδεξιά, οι γραμμές της άμυνάς μας έχουν αναγκαστικά μετακινηθεί. Επαναστατικό είναι να μιλάς σήμερα στη σύγχρονη Αμερική για δημόσιο σύστημα υγείας. Για την Ευρώπη -μέχρι πριν λίγα χρόνια- ήταν μια light διεκδίκηση, γιατί ήταν σχεδόν κερδισμένο».
Χρήστος Λάσκος
Μεταφέρω αυτές τις γραμμές γιατί νομίζω πως εκφράζουν τις αγωνίες πολλών αριστερών ανθρώπων, ανένταχτων σε οργανώσεις ως επί το πλείστον. Οπως είναι ο περισσότερος κόσμος εδώ και πολύ καιρό. Ακόμη και την περίοδο της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ τα μέλη του δεν ήταν πάνω από 60.000 – στην πραγματικότητα, αρκετά λιγότερα από 20.000. Λιγότερα από το 0,2% του πληθυσμού!
Ενας από τους βασικούς λόγους που το πράγμα πήγε όπως πήγε ήταν και αυτό. Η δυνατότητα αυτονόμησης της κυβερνητικής φράξιας προέκυψε και γι’ αυτόν τον λόγο. Σε έναν πολιτικό σχηματισμό ο οποίος δεν ήταν ανυποψίαστος για τα κακά της εξουσίας, με μια καθόλου ευκαταφρόνητη αριστερή συνείδηση προώθησης της εσωτερικής δημοκρατίας και της συμμετοχής, η λειψανδρία και η «λειψογυναικία» αποδείχτηκαν μοιραίες. Γι’ αυτό είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι σε φωνές «απέξω», στάσεις που αποφεύγουν την εμπλοκή στα «κομματικά», λες και είναι δυνατό να συμβούν σοβαρές αλλαγές στη ζωή χωρίς κόμματα. Λες και μπορεί να νικήσει η δημοκρατία και η εργατική τάξη με το κόμμα που τα ’φερε η ζωή να ηγείται να βασίζεται στο 0,2% του πληθυσμού.
Ας επιστρέψω όμως στον Ιωάννου. Για να πω ότι διαφωνώ. Για να πω δηλαδή ότι το γεγονός πως μας φαίνονται επαναστατικά αυτά που δεν είναι ίσως να οφείλεται όχι στην ευθυκρισία και στην καθαρή ματιά μας, αλλά στην απελπισία μας και στη σύστοιχη ανάγκη να πιαστούμε από κάπου.
Να υπερασπίζεσαι το κράτος πρόνοιας, για παράδειγμα, είναι σωστό. Να πιστεύεις ωστόσο πως θα το σώσεις επειδή περιόρισες τα αιτούμενα δεν είναι, νομίζω, σωστό.
Καταρχάς αυτό και μόνο κάνει η Αριστερά, από το ’80 τουλάχιστον, και τα πράγματα πάνε όλο και χειρότερα. Αμέτρητες φορές ψηφίστηκαν κυβερνήσεις με μοναδική προσδοκία τη διατήρηση κάποιων ιστορικών κατακτήσεων και πάντα -μα πάντα- το πράγμα πήγε έτσι που στο επόμενο βήμα οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις έβρισκαν ακόμη ευκολότερο πεδίο εφαρμογής. Θέλω να πω ότι «η ζωή έχει δείξει» πως ο αγώνας για να μας μείνουν απλώς κάποια από «τα παλιά καλά» μάλλον δίνει τη δυνατότητα στους ταξικούς κανίβαλους να μας πάρουν περισσότερα. Με τον ραγδαίο εκφασισμό μάλιστα ίσως να τα πάρουν σύντομα όλα.
Να το ξαναπώ. Ολα αυτά συμβαίνουν όχι ενόσω η Αριστερά είναι «επαναστατική», αλλά ενώ είναι -και στις πιο «ακραίες» εκδοχές της- εξαιρετικά μεταρρυθμιστική ως προς το πρόγραμμά της.
Τα δεδομένα της αστικής δημοκρατίας υπερασπίζεται. Δεν στήνει εναλλακτικούς θεσμούς απέναντι στους αστικούς. Πολύ περισσότερο δεν προωθεί εργατικά συμβούλια.
Ο λόγος που τα πράγματα πηγαίνουν τόσο άσχημα επομένως δεν είναι ο υπερβολικός ριζοσπαστισμός. Κι αν δεν είναι ο υπερβολικός ριζοσπαστισμός, μήπως είναι ο μηδενικός ριζοσπαστισμός; Μήπως, με άλλα λόγια, σε μια περίοδο στην οποία η κυρίαρχη τάξη ριζοσπαστικοποιείται όλο και περισσότερο το να είσαι εσύ η συντηρητική δύναμη είναι η κύρια αιτία της παρατεταμένης ήττας; Εκτός από την εμπειρία, δεν είναι και η λογική που το υποστηρίζει;
Οι μεταπολεμικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης δεν οφείλονταν στη μετριοπαθή προσέγγιση της πολιτικής. Είναι κοινή αίσθηση και επιστημονικά πως υπήρξαν περισσότερο γεννήματα των μεγάλων επαναστάσεων παρά του «συνεπούς» μεταρρυθμισμού. Για να το πω αλλιώς, η δημοκρατική εμβάθυνση -όπου και όσο- και το κράτος πρόνοιας οφείλουν περισσότερα στον Λένιν παρά στον Μπερνστάιν ή στον Βίλι Μπραντ.
Το κράτος πρόνοιας δεν θα επιστρέψει. Ή θα επισυμβούν πολύ ριζοσπαστικότερες μεταβολές -επαναστατικές- ή δεν έχουμε τύχη. Κανένας ρεαλισμός δεν μας σώζει. Αλλωστε στην πραγματικότητα, όπως προείπα, η πάλη για τη «διατήρηση» είναι εντελώς μη ρεαλιστική.
Γι’ αυτό αστοχεί η όμορφη διατύπωση του Ιωάννου ότι «όλη η διαδρομή είναι μέρος του ονείρου, άρα μην ενοχοποιείς την υπεράσπιση των αξιών του Δυτικού Διαφωτισμού όταν ονειρεύεσαι προλεταριακή επανάσταση». Δυστυχώς κανείς δεν ονειρεύεται σήμερα την επανάσταση – εκτός του ότι οι καλύτεροι από τους διαφωτιστές δεν ένιωθαν «δυτικοί».
Αυτό που έχουμε να κάνουμε, νομίζω, είναι να δουλέψουμε πάνω σε ένα πρόγραμμα ριζικού μετασχηματισμού. Να δημιουργήσουμε οργανώσεις που μπορούν να το υποστηρίξουν. Να βοηθήσουμε τα κινήματα που του αντιστοιχούν. Η ζωή δεν αλλάζει προσπαθώντας να κρατηθεί σε όσα κέρδισε στο παρελθόν. Η ζωή αλλάζει βλέποντας σε ένα μέλλον εντελώς διαφορετικό ακόμη και από το «καλό παρελθόν».
Για να γυρίσω στον τίτλο. Μήπως κι εμείς αφήνουμε μόνη την Αριστερά;
https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/495788_i-aristera-mas-afinei-monoys









Σχόλια (0)