Το Γεφύρι της Πλάκας είναι μονότοξη πέτρινη γέφυρα επί του ποταμού Αράχθου, στα σύνορα των νομών Άρτας και Ιωαννίνων. Με άνοιγμα τόξου 40,20 μέτρα, ύψος 21 μέτρα και πλάτος καταστρώματος 3,20 μέτρα, είναι το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων και αποτελεί έξοχο δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Κτίστηκε το 1863 από μαστόρους και πελεκάνους της πέτρας από την Πυρσόγιαννη της Κόνιτσας, με έξοδα του Κωνσταντίνου Αρβανιτογιάννη, που πρόσφερε 30.000 γρόσια για την κατασκευή του και χρησιμοποιήθηκε ως δρόμος εμπορίου, καθώς ένωνε τα Τζουμέρκα με την υπόλοιπη Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Όταν τελείωσε το έργο κι έγιναν τα εγκαίνια, έπεσε η καμάρα και μετά από λίγο καιρό οι Τζουμερκιώτες έφεραν τον αρχιμάστορα Κώστα Μπέκα από τα Πράμαντα και το γεφύρι ξαναχτίστηκε το 1866 με έξοδα των Ιωάννη Λούλη από Αετορράχη, Αναγνώστη Λύτρα και Ιωάννη Ρήγκα από τα Πράμαντα και του Αναγνώστη Μάρου από τους Μελισσουργούς, ενώ η κοινότητα Αγνάντων προσέφερε την ξυλεία για τις σκαλωσιές του οικοδομήματος.
Σύμφωνα με τον θρύλο, για το χτίσιμο του γεφυριού χρησιμοποιήθηκαν χιλιάδες αυγά από την περιοχή και μαζί με ασβέστη «έγινε πορσελάνη, η συνδετική ουσία της πέτρας». Θρυλείται, επίσης ότι στέριωσαν έναν άνθρωπο στα θεμέλιά του. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι έβαλαν έναν Τούρκο κι άλλοι μια επιληπτική κοπέλα από το χωριό Μονολίθι.
Γεφύρι με ιστορικό φορτίο, καθώς εκεί λειτούργησε το τελωνείο από την ελεύθερη Ελλάδα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο το 1881 και αποτέλεσε το σύνορο ανάμεσα στις δύο χώρες μέχρι την απελευθέρωση της περιοχής το 1913. Σύμβολο ενότητας και ομοψυχίας των αντιστασιακών δυνάμεων στη διάρκεια της Κατοχής, καθώς εκεί, στις 29 Φεβρουαρίου 1944, υπογράφηκε η συμφωνία της Πλάκας – Μυρόφυλλου για την κοινή δράση του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ κατά των Γερμανών κατακτητών της χώρας.
© SanSimera.gr