Στις 18 Οκτωβρίου 2021 η Ρωσία δημοσιοποίησε την απόφασή της να κλείσει τα γραφεία του ΝΑΤΟ στη Μόσχα και να ανακαλέσει τους διπλωμάτες της που την εκπροσωπούσαν στον οργανισμό αυτό στις Βρυξέλλες διακόπτοντας την 1η Νοεμβρίου τις σχέσεις της με την Ατλαντική Συμμαχία.
Δημήτρης Κώνστας*
Το ερώτημα που τίθεται στον τίτλο μπορεί να ξενίζει, είναι όμως ρεαλιστικό. Η διάρκεια ζωής διεθνών οργανισμών όπως το ΝΑΤΟ είναι συνάρτηση των ωφελημάτων που παρέχουν στα κράτη-μέλη που τους συγκροτούν. Οταν αυτά εξαντληθούν, μπορεί να δείχνουν ενεργοί να διατηρούν κτίρια, γραφειοκρατικούς μηχανισμούς ή ακόμη και συνόδους κορυφής ως ευκαιρίες διμερών επαφών αλλά περιθωριοποιούνται οι ουσιαστικές παρεμβάσεις τους στα διεθνή δρώμενα. Από εκεί και πέρα η επισημοποίηση του τέλους τους μπορεί να καθυστερήσει αλλά αυτό είναι αναπόφευκτο.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Κοινωνία των Εθνών, που δημιουργήθηκε μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για να προασπίσει τη διεθνή ειρήνη και συνέχισε να (υπο)λειτουργεί ενώ μαινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μέχρι τη λήξη του το 1945, ή η Δυτικο-ευρωπαϊκή Ενωση, ο αρχαιότερος (1948) οργανισμός ασφάλειας της Δυτικής Ευρώπης, που δέχτηκε καίριο πλήγμα παύοντας και επίσημα τη λειτουργία της (2011) όταν η Ευρωπαϊκή Ενωση «απέκτησε» δική της αμυντική και εξωτερική πολιτική. Υπάρχουν βέβαια και παραδείγματα αιφνίδιων θανάτων όπως του Συμφώνου της Βαρσοβίας και της COMECON που διαλύθηκαν και επίσημα αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και του Ανατολικού Συνασπισμού.
Εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί ταυτίζονται αυτές οι περιπτώσεις με μια κίνηση εντυπωσιασμού της ρωσικής ηγεσίας εναντίον ενός οργανισμού που εκπροσωπεί κράτη-αντιπάλους της. Η απάντηση είναι ότι η ρωσική διπλωματία υποβάθμισης και περιφρόνησης βρίσκει έρεισμα στη διαρκή εξασθένηση και υποβάθμιση του ίδιου του ΝΑΤΟ. Ολες οι διεθνείς κρίσεις της μεταψυχροπολεμικής εποχής εξελίχθηκαν χωρίς την παραμικρή ανάμιξη της Ατλαντικής Συμμαχίας επειδή διαδραματίστηκαν πέραν της χωρικής της αρμοδιότητας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ένα κράτος-μέλος της μπορεί να είχε αναμιχθεί ενεργά σε αυτές.
Η εγκάρδια συνεννόηση ενός επίλεκτου μέλους της Συμμαχίας, της Τουρκίας, με τον ΝΑΤΟϊκό «εχθρό» της, τη Ρωσία, για την εξόντωση των Κούρδων της Συρίας εξελίχθηκε και ολοκληρώθηκε σαν να είχε συμβεί σε άλλον πλανήτη. Παράλληλα, η αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας προκάλεσε τις κυρώσεις της Ουάσινγκτον, αγνοήθηκε όμως από τα θεσμικά όργανα του ΝΑΤΟ που θεωρούν πρωταρχικό καθήκον της Συμμαχίας την αποξένωση της Ρωσίας από την υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι αυτή η αποξένωση που εδραίωσε, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, την εξουσία του Πούτιν.
Η «ήπια ισχύς» της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει τη σημασία της στη διεθνή πολιτική. Ομως η αδυναμία της να αναπτύξει, παρά τις ρητές πρόνοιες της Συνθήκης της Λισαβόνας, δική της πολιτική ασφάλειας υποβάθμισε τον ρόλο της σε όλες τις κρίσεις της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Η συγκαταβατική αποστασιοποίηση από τα ευρω-ΝΑΤΟϊκά δρώμενα δύο Αμερικανών προέδρων, προερχόμενων από αντίθετους πολιτικούς χώρους, σε συνδυασμό με την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. κορυφώθηκε πριν από λίγες εβδομάδες με την ανακήρυξη του AUKUS, του Αμερικανο-βρετανο-αυστραλιανού Συμφώνου Ασφάλειας. Ενα σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση της Κίνας, το οποίο ταυτόχρονα απομακρύνει ακόμη περισσότερο τις ΗΠΑ από την Ευρώπη και τη ΝΑΤΟϊκή Συμμαχία.
Η Ελλάδα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα έχει αισθανθεί μια άλλη πτυχή της «ΝΑΤΟϊκής παραδοξότητας»: το παράλογο μιας συμμαχίας που προστατεύει από αόρατους εξωτερικούς εχθρούς αλλά όχι από απειλητικά άλλα μέλη. Γνωρίζουμε καλά ότι μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1974, η τότε κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, το οποίο «δεν μπορεί να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο συνεστήθη, αφού δεν μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο μεταξύ δύο μελών του». Μπορεί έξι χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 1980, παραμονές της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση η Ελλάδα να επέστρεψε αλλά το τραύμα παρέμεινε στη θεσμική μνήμη του οργανισμού.
Η ελληνική αποχώρηση δεν ήταν η πρώτη. Οκτώ χρόνια νωρίτερα, το 1966, άλλη μία χώρα, η Γαλλία, είχε αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ για να επιστρέψει 43 χρόνια αργότερα, το 2009. Ο χώρος δεν επαρκεί για εκτενή ανάλυση των λόγων αποχώρησης και επιστροφής. Εκείνο που πρέπει να συγκρατήσει ο αναγνώστης είναι ότι αυτές οι δύο χώρες είναι οι ίδιες που πριν από λίγες ημέρες συνομολόγησαν «Σύμφωνο Αμοιβαίας Αμυντικής Συνδρομής» έναντι οποιουδήποτε επιτιθέμενου «συμμάχου» στο ΝΑΤΟ ή τρίτου. Προηγήθηκε η ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια από ελληνικές κυβερνήσεις, προερχόμενες από διαφορετικά κόμματα, ενός δικτύου επαφών και συμφωνιών που διευρύνουν και ενισχύουν το πολιτικό και αμυντικό εκτόπισμα της χώρας στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Εξελίξεις που δείχνουν παράλληλα στην Ατλαντική Συμμαχία ότι ο δρόμος προς το «χρονοντούλαπο της Ιστορίας» μπορεί να είναι ακόμη μακρύς αλλά η κατάληξή του βέβαιη.
* Πανεπιστήμιο Dalhousie, Χάλιφαξ, Καναδάς
.efsyn.gr/