Η ιστορία προσφέρει πολλά παραδείγματα για το πώς οι πανδημίες συνέβαλαν στο να διαμορφωθούν το σύγχρονο κράτος και οι μηχανισμοί του. Οι ιταλικές πόλεις-κράτη δημιούργησαν τα πρώτα συμβούλια υγείας και ανέπτυξαν λεπτομερή πρωτόκολλα δημόσιας υγείας. Οι ναυτικές μεταφορές επέβαλαν τη διαδικασία της καραντίνας. Από τον 16ο αιώνα οι επιδημικές ασθένειες επηρέασαν τόσο τον τρόπο οργάνωσης όσο και τον τρόπο δράσης των ηγεσιών, προκειμένου να περιορίσουν τους υγειονομικούς κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι πληθυσμοί τους από υγειονομικές απειλές.
Γιάννης Σιώτος*
Ο Μαρκ Χάρισον στο βιβλίο του «Η ασθένεια και ο σύγχρονος κόσμος: 1500 έως σήμερα» καταδεικνύει τη σχέση μεταξύ της ευρωπαϊκής επέκτασης και των μεταβαλλόμενων επιδημιολογικών προτύπων, εξερευνώντας το πώς η άνοδος των σύγχρονων εθνικών κρατών συνδέθηκε στενά με την απειλή που συνιστούσαν οι ασθένειες και ιδιαίτερα οι μολυσματικές και οι επιδημικές. Ο Χάρισον επισημαίνει ότι η φτώχεια και η εκπαίδευση και όχι η γεωγραφία έγιναν οι κύριοι παράγοντες στην κατανομή των ασθενειών. Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγει και ο Φρανκ Σνόουντεν στο βιβλίο του «Επιδημίες και κοινωνία: από τον Μαύρο Θάνατο μέχρι σήμερα», στο οποίο αναλύει τον τρόπο με τον οποίο οι μαζικές μολυσματικές επιδημίες έχουν διαμορφώσει την κοινωνία, από τον Μαύρο Θάνατο μέχρι σήμερα.
Σε άρθρο που δημοσίευσαν οι Tόμας Τζ. Μπολίκι, Σόγιερ Κρόσμπι και Σαμάνθα Κίρναν γράφουν μεταξύ άλλων:
«Κάποιος δεν χρειάζεται να επιστρέψει στα μεσαιωνικά χρόνια για να βρει παραδείγματα καταρρεύσεων της κυβερνητικής εμπιστοσύνης που βοήθησαν να εξαπλωθούν οι λοιμώξεις. Οι θεωρίες συνωμοσίας και η έντονη απέχθεια για τις κυβερνητικές εντολές εμπόδισαν τις προσπάθειες για τον έλεγχο του ιού του Εμπολα κατά τους πρώτους μήνες της επιδημίας στη Δυτική Αφρική το 2014» και συμπληρώνουν: «Στην πανδημία γρίπης H1N1 το 2009, έρευνες στην Ιταλία, την Ολλανδία και την Ελβετία διαπίστωσαν ότι η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση συνδεόταν με την ευρύτερη υιοθέτηση προτεινόμενων συμπεριφορών, όπως το πλύσιμο των χεριών, η κοινωνική αποστασιοποίηση και ο εμβολιασμός. Το ίδιο συνέβη και στο Χονγκ Κονγκ κατά τη διάρκεια της επιδημίας του οξέος αναπνευστικού συνδρόμου του 2003 (SARS)».
Ερευνα (έγινε αποδεκτή από τη «Psychological Medicine» και δημοσιεύτηκε διαδικτυακά στις 26 Μαρτίου 2021) που εστιάζεται στη συμπεριφορά των ανθρώπων στην αντιμετώπιση του Covid-19 σε σχέση με την εμπιστοσύνη που έχουν στην κυβέρνησή τους αποκαλύπτει ότι: «Η περιορισμένη εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση θα μπορούσε να κάνει τον έλεγχο του Covid-19 πιο δύσκολο, ειδικά σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Η μειωμένη αποδοχή των επίσημων πληροφοριών, που προκαλείται από τη δυσπιστία προς την κυβέρνηση, ενθαρρύνει τη διάδοση ψευδών ειδήσεων και παραπληροφόρησης, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν ουσιαστικά τη διαμόρφωση των συμπεριφορών υγείας των ανθρώπων».
Η ίδια έρευνα αναφέρει ότι η σχέση εμπιστοσύνης μιας κυβέρνησης με τους πολίτες εξαρτάται από τις σαφείς πληροφορίες που δίνει για τον αριθμό των κρουσμάτων και την ικανότητα του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης. Επίσης, στους παράγοντες που επηρεάζουν τον βαθμό εμπιστοσύνης συγκαταλέγει την αίσθηση της δικαιοσύνης και την αντίληψη για την κοινωνική ανισότητα. Τονίζει μάλιστα ότι το αίσθημα της κοινωνικής ανισότητας που υπάρχει σε μια κοινωνία επηρεάζει αρνητικά την εμπιστοσύνη τόσο σε κυβερνήσεις όσο και σε ινστιτούτα δημόσιας υγείας.
Με απλά λόγια, η αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας υγειονομικής κρίσης σαν και αυτήν της πανδημίας του Covid-19 εξαρτάται από την εμπιστοσύνη μεταξύ της κυβέρνησης και των πολιτών. Η κυβέρνηση όμως απέτυχε να αντιληφθεί τη σημασία της, καθώς στα χρόνια της πανδημίας έκανε ελάχιστα για να αμβλύνει τους αρνητικούς παράγοντες που επηρεάζουν τον βαθμό εμπιστοσύνης. Αντίθετα, με τις πράξεις της ενίσχυσε όλους τους παράγοντες που συμβάλλουν στον κλονισμό της. Με τις πολιτικές της ενίσχυσε την εντύπωση που είχαν μεγάλες ομάδες πληθυσμού ότι αντί να περιορίζει την ανισότητα τη διευρύνει.
Οι αντιφατικές δηλώσεις προκάλεσαν προβληματισμό. Οι ανακοινώσεις που διαψεύδονταν από την πραγματικότητα τροφοδότησαν την καχυποψία. Η στοχοποίηση ομάδων πληθυσμού καλλιέργησε την οργή. Η δημοσιοποίηση στατιστικών που έδιναν την εντύπωση ότι προσαρμόζονται σε επιλεγμένους στόχους και σκοπιμότητες προκάλεσε σκεπτικισμό. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και την απαξιωτική συμπεριφορά ΜΜΕ, τότε έχει μπροστά του όλες τις παραμέτρους που συντελούν στην αποδυνάμωση της εμπιστοσύνης.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος το 1942, σε μια συγκέντρωση της ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας, είχε πει: «Μόνο οι αδύνατοι ή οι ένοχοι δεν θέλουν να λογοδοτούν». Μήπως ήλθε η ώρα η κυβέρνηση να λάβει στα σοβαρά υπόψη αυτό το μήνυμα και να αναθεωρήσει τη μέχρι τώρα στάση της;
* δημοσιογράφος, συγγραφέας
efsyn.g