Διλήμματα: Καρέζη ή Βουγιουκλάκη; Του Θανάση Σκαμνάκη

Διλήμματα: Καρέζη ή Βουγιουκλάκη; Του Θανάση Σκαμνάκη

  • |

Και, μιας και ξανοιχτήκαμε στην περιπέτεια (και στο πέλαγος) των διλημμάτων, ας το προχωρήσουμε ως τις …έσχατες συνέπειες! Όπως μας τις παρέδωσε το παρελθόν όχι για να μας στοιχειώσουν αλλά για να μας ειρωνευτεί!

 

Κάθε εποχή θέτει λοιπόν τα δικά της πολύ φλογερά και …κρίσιμα ερωτήματα, διλημματικού τύπου. Οπότε κάθε ένας άνθρωπος της κοινωνίας, ζωντανός, σύγχρονος και εύελπις, οφείλει – ή νομίζει ότι οφείλει ή του επιβάλλουν οι περιβάλλουσες συνθήκες να νομίζει – να τοποθετηθεί με σαφήνεια και ενάργεια.

Τα διλήμματα κουβάλησαν μεγάλο φορτίο στην ιστορία. Ουσιαστικά συμπορεύτηκαν με την ιστορία, μη δε και προηγήθηκαν.

 

Φερ’ ειπείν, το περίφημο εκείνο των αρχών του 20ου αιώνα με την καθαρεύουσα ή με τη δημοτική γλώσσα. Και λίγο αργότερα, με το βασιλιά ή όχι, και στην εξέλιξή του, λαϊκοί ή φιλελεύθεροι, ώσπου ήρθε μια κατοχή και μια αντίσταση και τους σάρωσε για να επιστρέψουν έπειτα αδελφωμένοι, λαϊκοί και φιλελεύθεροι, απέναντι στους αντάρτες που ήθελαν να ανατρέψουν την αμετάκλητη και συνεχή ροή μετέωρων διλημμάτων.

 

Καθώς ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει, και ο μεγάλος διχασμός, ο βαθύς και ανυπέρβλητος, είχε τραυματίσει στο βάθος την ευαισθησία των νέων καταναλωτών των σχεδίων Μάρσαλ και της προετοιμαζόμενης πλήξης, τα διλήμματα που θα έκαναν τη ζωή (ξανά και πιο) ενδιαφέρουσα, ανταγωνιστική μεν αλλά όχι ταξική, επέστρεψαν με νέους τρόπους.

 

Ήταν εκείνη η δεκαετία του εξήντα, τότε που η ανερχόμενη ελληνική κοινωνία προετοίμαζε με πάθος τη δικτατορία της και την μεταπολιτευτική της ευεξία, πιθανόν και ευμάρεια, και χρειαζόταν την εισαγωγή πιο επίκαιρων διλημμάτων, αντάξιων ενός θαύματος, τα οποία θα μας επέτρεπαν (και  μας επέτρεψαν!..) να επιλέγουμε διαρκώς και να «παίρνουμε θέση», ώστε να απολαμβάνουμε την εκχυλίζουσα από στόματα πολιτευτών και από οθόνες μεγάλου μεγέθους, ασπρόμαυρες αρχικά αλλά με υποσχέσεις πολύχρωμες, τόσο επί του πανιού όσο και επί της ζωής, αισιοδοξία. Και ως τρέχουσα διασκέδαση και ως προετοιμασία των επερχομένων. Τα οποία, διλήμματα, απαιτούσαν τη δική τους μονοσήμαντη απάντηση, μη επιδεχόμενη παρεκκλίσεων πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα. Οι ταλαντευόμενοι και οι σκεπτικιστές κρίνονταν με αμετάκλητες κοινωνικές αποφάσεις ως εκτός τόπου.

 

Ας ήταν ο νεανικός πληθυσμός σε αβεβαιότητες και πολλοί, πάμπολλοι, σε μεταναστευτικούς προορισμούς (τότε ακόμη δεν είχαν διαδοθεί οι τουριστικοί τοιαύτοι), ας ήταν ακόμη τα τραύματα χαίνοντα (και τα νησιά δεν είχαν ακόμη γίνει τόποι παραθερισμού), ίσα-ίσα και γι’ αυτά, το έθνος απαντούσε με σπουδαιοφάνεια και εμβρίθεια στα ερωτήματα που αργότερα θα θεωρούσαν οι επίγονοι ως ελαφρότητες (αλλά δεν ήσαν;).

 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν η δεκαετία τακτοποιούσε ή ίσως και εκτόνωνε τις μεροληψίες της, και νόμιζε έτσι ότι είχε λιγότερα να νοιάζεται.

 

Βυσσοδομούσαν βέβαια μανιώδεις θλίψεις και τέρατα κάτω από τα χαμόγελα.

Οπότε η λειτουργική των διλημμάτων παρέκαμπτε τις κύριες αρτηρίες και ενδημούσε στα θυμικά. Τροφοδοτώντας φανατικές ομαδοποιήσεις, οι οποίες δεν αφίσταντο της πραγματικότητας, στο βάθος, αλλά επιχρίονταν με ανέμελες χρυσώσεις – θέλω να πω ότι μιλούσαν με υπαινιγμούς, τους ίδιους με τους οποίους μιλούσε η εποχή, καθώς η σαφήνεια δεν επιδεχόταν επιείκειας και πάντα σε κάποιο αστυνομικό τμήμα κατέληγε ο φορέας της.

 

Έχω στο νου μου, ας πούμε, το θρυλικό διχασμό (λιγότερο βίαιο από τον βασιλιάς ή όχι, ο οποίος όμως έχανε σε λάμψη) ανάμεσα σε Καρέζη-Βουγιουκλάκη (με αχνά τα ίχνη πολιτικοποίησης) ή ανάμεσα σε Θεοδωράκη-Χατζηδάκι (τα ίχνη της πολιτικοποίησης ήταν προφανή) ή Ολυμπιακό-Παναθηναϊκό (με εμφανή τα ίχνη των κοινωνικών διαφοροποιήσεων).

 

Η απάντηση δεν επιδεχόταν αμφισημίες, ούτε και αυτό και εκείνο.  Όπως δεν μπορούσες (και δεν μπορείς ακόμη, έστω και αν οι κοινωνικές αναφορές έχουν χαθεί στα μολυσμένα θολά νερά του λιμανιού) να είσαι και Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός, έτσι και δεν μπορεί να ήσουν και με τη Βουγιουκλάκη και με την Καρέζη, και με τον Θεοδωράκη και με τον Χατζηδάκι. Μπορούσες, επιτρεπόταν, με κανέναν, αλλά όχι και με τους δυο.

 

Κι έτσι έχανες και από τις δυο εκδοχές. Από τη μια οπωσδήποτε και σχεδόν εξ ολοκλήρου, αλλά και την άλλη, την οποία υπερασπιζόσουν, την έχανες έστω μερικώς, που σήμαινε, στην περίπτωση των μουσικών, πολύ σημαντικά πράγματα. Γιατί χωρίς τον έναν ο άλλος ήταν λιγότερος. Μπορεί, βέβαια, στην περίπτωση των πρωταγωνιστριών τα διλήμματα και το διασκεδαστικό θέαμα που παρουσίαζαν να μην προσφερόταν για βαθύτερους διχασμούς, άρα η απώλεια να ήταν εμφανώς μικρότερη, αλλά τροφοδοτούσαν την ατμόσφαιρα των διλημμάτων, ούτως ώστε να κατανοείται η ζωή ως σύστημα διπόλων. Ένας ακρωτηριασμός ούτως ή άλλως.

 

Κι έτσι, πορεύεται η ζωή μας μέχρι σήμερα ανάμεσα σε συμπληγάδες και σε συντρίμμια παρόμοιων διχασμών, με διάφορες αφορμές και μορφές.

 

Ψάχνοντας ακόμη, ή τώρα πιο πολύ ισορροπώντας μεταξύ ζωής και θανάτου στην κυριολεξία, την ιδέα της διαλεκτικής υπέρβασης!

.kommon.gr