Δεν είναι καθόλου εύκολο για ένα κόμμα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς να συνηθίσει με την ιδέα πως σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις θα λάμβανε ποσοστά που θα το έθεταν εκτός Κοινοβουλίου. Πόσο μάλλον αν πρόκειται για κόμμα που προέρχεται από την –πάλαι ποτέ– αριστερή αξιωματική αντιπολίτευση και την κυβερνώσα Αριστερά. Το «ψυχολογικό όριο» του 3% είναι αυτό που μετράει, όχι αν βρίσκεται στη δέκατη ή στην ενδέκατη θέση. Νέα Αριστερά: κόμμα με κοινοβουλευτική ομάδα 11 εδρών, που οι δημοσκοπήσεις το «βγάζουν εκτός Βουλής». Με απασχολεί από πλευράς πολιτικής πρακτικής το ζήτημα της «αναντιστοιχίας» μεταξύ δημοσκοπικής απήχησης και κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.
Κύρκος Δοξιάδης
Για κάποιους από εμάς, να παραμείνουμε έστω και για λίγες μέρες σε κόμμα με πρόεδρο τον Κασσελάκη ήταν τόσο αδιανόητο, που είχαμε αποφασίσει να φύγουμε από την πρώτη στιγμή. Χωρίς καν να το συζητάμε – το μόνο που συζητούσαμε ήταν το πώς και με ποια ευκαιρία. Η απόφασή μας ήταν τραγική αλλά αμετάκλητη – όπως άμα καεί το σπίτι σου: το αφήνεις όσο κι αν το αγαπάς. Δεν έχουμε μετανιώσει ούτε στο ελάχιστο για αυτή μας τη στάση (μιλάω για τον εαυτό μου, εννοείται). Φαίνεται όμως πως δεν τα έβλεπαν έτσι ακριβώς τα πράγματα κάποιοι από τους συντρόφους που επίσης έφυγαν πέρσι τον Νοέμβριο και συμμετείχαν στη συγκρότηση της Νέας Αριστεράς. Οχι ότι για εκείνους δεν ήταν τραγική η απόφαση της αποχώρησης – με μία έννοια ήταν ίσως και πιο τραγική. Για εκείνους μετρούσε περισσότερο –αρνητικά, εννοείται– η ανάληψη της ευθύνης της διάσπασης. Είχαν τεράστιο δισταγμό να κριθούν υπεύθυνοι για τις πιθανότατα ολέθριες εκλογικές/δημοσκοπικές συνέπειες που θα επέφερε μια διάσπαση στην οργανωμένη Αριστερά γενικότερα – στους πολιτικούς φορείς τόσο εκείνων που μένουν όσο και εκείνων που φεύγουν.
Η διάκριση μεταξύ των «αμετάκλητων και αμετανόητων» αφ’ ενός και των «όχι και τόσο» αφ’ ετέρου προφανώς δεν ήταν τότε, ούτε είναι τώρα, τόσο ρητή και ξεκάθαρη. Αλλωστε αναμενόμενο είναι οι μεν να επηρεάζονται από τους δε – στο ίδιο κόμμα βρίσκονται. Αυτό σημαίνει πως υπάρχει ένα διάχυτο και υφέρπον κλίμα ανασφάλειας ως προς τον λόγο ύπαρξης της Νέας Αριστεράς, που επίσης αναμενόμενο είναι κατά καιρούς να επιτείνεται – με τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Η ανασφάλεια προξενεί εντάσεις, όταν δεν έχεις απόλυτη αυτοπεποίθηση ως προς τον λόγο ύπαρξης του φορέα στον οποίο ανήκεις και στου οποίου τη συγκρότηση έχεις συμβάλει, έχεις την τάση να «σου φταίνε όλοι και όλα» που έχουν να κάνουν με αυτόν.
Περνάμε στις πιο έμμεσες –και ίσως πιο σημαντικές– επιπτώσεις της αναντιστοιχίας μεταξύ κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και δημοσκοπικής απήχησης. Ο όρος «εξωκοινοβουλευτική Αριστερά» δεν χρησιμοποιείται για όποια κόμματα απλώς δεν κατορθώνουν να λάβουν το ποσοστό που χρειάζεται για να εκπροσωπηθούν στο Κοινοβούλιο. Τις φορές που δεν το είχε κατορθώσει το ΚΚΕ εσωτερικού και ο Συνασπισμός, δεν ονομάστηκαν «κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς». Ούτε ο όρος «μόνιμα εκτός Κοινοβουλίου» αρκεί για να χαρακτηρίσει την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. «Εξωκοινοβουλευτική Αριστερά» σημαίνει «εκτός Κοινοβουλίου από άποψη».
Τα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς μπορεί να κατεβαίνουν στις εκλογές για να καταγράψουν τις δυνάμεις τους, αλλά ο στόχος της εκλογής βουλευτών δεν είναι ανάμεσα στις προτεραιότητές τους. Για αυτό και επιβιώνουν ες αεί όντας μόνιμα χωρίς κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Η απαξίωση των «αστικών» κοινοβουλευτικών θεσμών είναι μέρος της ιδεολογικής τους ταυτότητας. Υπό μία έννοια, αποτελούν ιδεολογική μικρογραφία του ΚΚΕ, που ναι μεν έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση αναπόφευκτα, ως το «μεγάλο κόμμα της εργατικής τάξης», αλλά αρκείται σε αυτήν: δεν το αφορά η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας στο πλαίσιο των «αστικών» θεσμών.
Σε αντιδιαστολή με την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και το ΚΚΕ, η Νέα Αριστερά, ακόμη κι αν οι δημοσκοπήσεις τη «θέλουν» εκτός Κοινοβουλίου, ακόμη κι αν όντως μείνει εκτός Κοινοβουλίου στις επόμενες εκλογές, είναι και θα παραμείνει κοινοβουλευτική Αριστερά ακριβώς λόγω της δικής της ιδεολογικής ταυτότητας. Οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί ως πεδίο κοινωνικών-ταξικών αγώνων αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ιδεολογικο-πολιτικής της πρακτικής. Εναπόκειται βέβαια στο νέο κόμμα να μη μείνει σε αυτούς, επαναλαμβάνοντας το σφάλμα όλων των προκατόχων του στην ιστορία της ανανεωτικής Αριστεράς. Ισως είναι ευκαιρία τώρα, που «δεν τα πάει καλά» από πλευράς εκλογικής δύναμης, να ανοιχτεί στα συνδικάτα, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα κινήματα. Αλλωστε, μάλλον αυτός είναι ο μόνος τρόπος για ένα αριστερό κόμμα να ενισχυθεί ΚΑΙ εκλογικά. Η συγκυρία που εκτίναξε εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ το 2012 μπορεί να μην επαναληφθεί.
*Ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Σχόλια (0)