Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Διεργασίες και κινήσεις προς έναν «ιστορικό συμβιβασμό» κορυφής για να διασωθεί το ευρωπαϊκό project και να επιβιώσουν πολιτικά… όλοι Παρά τις περί του αντιθέτου εντυπώσεις, οι περισσότεροι από τους Ευρωπαίους ηγέτες και αξιωματούχους δεν είναι και τόσο χαρούμενοι για την πολιτικά δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει η Μέρκελ και το κόμμα της στη Γερμανία.
Τα αποτελέσματα των εκλογών στο Μεκλεμβούργο- Δ. Πομερανία, στα οποία οι Χριστιανοδημοκράτες βρέθηκαν τρίτοι, πίσω από το ακροδεξιό και αντιμεταναστευτικό κόμμα AfD και το ενδεχόμενο επανάληψης του σκηνικού στις εκλογές της Κυριακής στο Βερολίνο δίνουν την αίσθηση ότι έρχεται η αρχή του τέλους για τη σιδηρά κυρία της Ευρωζώνης και τον άλλοτε καταγγελλόμενο «μερκελισμό» της.
Θεωρητικά, αυτό θα έπρεπε να χαροποιεί τους κυβερνητικούς εταίρους της σοσιαλδημοκράτες ή αρκετούς σοσιαλιστές ηγέτες άλλων χωρών της Ε.Ε. Αλλά κανείς δεν τολμά να πανηγυρίσει γι’ αυτό. Κι αυτό γιατί αυτό που απειλεί τη Μέρκελ λίγο πολύ απειλεί κι αυτούς.
Σίγουρα τους Ρέντσι και Ολάντ, σε μεγάλο βαθμό και τους ίδιους τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες που δεν κερδίζουν ό,τι χάνει η Μέρκελ. Ποιος θα καλύψει το κενό ηγεμονίας στην Ε.Ε.; Το Brexit μοιάζει να απελευθέρωσε δυνάμεις απρόβλεπτες σε όλη την έκταση της Ε.Ε.
Δημιούργησε συνθήκες πολιτικής αστάθειας σε πολλές χώρες και αποτέλεσε την πιο συμπυκνωμένη αμφισβήτηση της γερμανικής ηγεμονίας στη Γηραιά Ήπειρο.
Ωστόσο, το κενό ηγεμονίας που ενδέχεται να δημιουργηθεί προκαλεί ανομολόγητο δέος στις ευρωπαϊκές ελίτ.
Ποιος θα το καλύψει, ποιες δυνάμεις ή ποιες χώρες είναι έτοιμες να αναλάβουν την ηγεμονία;
Σ’ αυτό κανείς δεν έχει στέρεη απάντηση. Και βεβαίως κανείς δεν πιστεύει ότι οι διεργασίες σύγκλισης σοσιαλιστών και αριστεράς, στις οποίες πρωτοστατεί η ελληνική κυβέρνηση (χωρίς να την ακολουθούν πρόθυμα άλλες αριστερές ευρωπαϊκές δυνάμεις), είναι επαρκείς για να διαμορφώσουν έναν καθοριστικό συσχετισμό στην ηγεσία της Ε.Ε.
Όλοι όσοι συμμετέχουν στις διεργασίες αυτές αντιλαμβάνονται ότι, προς το παρόν, η Γερμανία είναι μέρος της λύσης, κι ας ήταν μέχρι τώρα το πρόβλημα για την απειλούμενη αποσύνθεση της Ε.Ε. Κατά βάθος, ελπίζουν να διασωθεί πολιτικά η Μέρκελ.
Και, κατά κάποιο τρόπο, δουλεύουν γι’ αυτό. Από Αθήνα Μπρατισλάβα μέσω Βρυξελλών και Φρανκφούρτης Ας δούμε μερικές ενδείξεις: – Η Ευρωμεσογειακή Διάσκεψη της Αθήνας προέβαλε μιαν ατζέντα κοινών θέσεων προς την άτυπη Σύνοδο της Μπρατισλάβα στην οποία η γερμανική ηγεσία δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει.
Η προβολή των προτεραιοτήτων της ασφάλειας και της διαχείρισης του μεταναστευτικού με όρους στρατιωτικοποίησης της Ε.Ε. και με υπεράσπιση της ευρωτουρκικής συμφωνίας προσφέρει στη Μέρκελ επιχειρήματα απόκρουσης της πίεσης που δέχεται για το προσφυγικό.
– Ο διπλασιασμός του επενδυτικού σχεδίου Γιούνκερ, που βρέθηκε κι αυτό στο επίκεντρο της Διακήρυξης της Αθήνας, είναι μια διαχειρίσιμη για τη γερμανική ηγεσία πρόταση, αφού δεν συνεπάγεται κόστη για τον γερμανικό προϋπολογισμό.
Μάλιστα, το γεγονός ότι η Κομισιόν ετοιμάζεται να την παρουσιάσει η ίδια ως πρόταση στη σύνοδο της Μπρατισλάβα αποκαλύπτει ότι έχει προηγηθεί παρασκήνιο συνεννόησης, που πιθανότατα ξεκίνησε στο Παρίσι, στη σύνοδο των Σοσιαλιστών, όπου ο Αλ. Τσίπρας είχε προτείνει «τριπλασιασμό του πακέτου».
– Αυτή η πρόταση αντισταθμίζει την ιδέα που προωθούσε η σλοβακική προεδρία για δημιουργία ενός «ευρωπαϊκού ΔΝΤ», ενός ταμείου διαχείρισης οικονομικών σοκ της Ευρωζώνης, η οποία απερρίφθη άνευ επαίνων στη χθεσινή συνεδρίαση του Eurogroup –Ecofin, γιατί απλούστατα συνεπάγεται κόστη και μεταφορά πόρων από τις πλεονασματικές στις ελλειμματικές χώρες, πράγμα που προκαλεί φλύκταινες στη Γερμανία.
– Σ’ αυτή την ιδιότυπη συμμαχία νουθέτησης και πολιτικής διάσωσης της Μέρκελ πρόσθεσε προ ημερών το βάρος της και η ΕΚΤ, όταν ο Μάριο Ντράγκι υπέδειξε στις χώρες με δημοσιονομικό περιθώριο και ευθέως στην ίδια τη Γερμανία να διευκολύνουν αυξήσεις μισθών, ώστε να τονωθεί η ζήτηση στην Ευρωζώνη.
Ουσιαστικά, ο Ντράγκι υποδεικνύει στη Μέρκελ μια εναλλακτική ανάκτησης του χαμένου πολιτικού εδάφους εντός Γερμανίας, που μπορεί να ικανοποιήσει πολλούς και εκτός αυτής.
– Συν τοις άλλοις, το γεγονός ότι η ΕΚΤ απογοήτευσε τις αγορές μιας και δεν ανακοίνωσε επέκταση ή παράταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης εξελίχθηκε σε ένα ακόμη μικρό «δώρο» για τη Γερμανία.
Οι αποδόσεις των επταετών γερμανικών ομολόγων ανέβηκαν πάνω από το επίπεδο του επιτοκίου της ΕΚΤ και καθίστανται ξανά επιλέξιμα για ένταξη στο QE κι αν η τάση αυτή συνεχιστεί και με τις άλλες κατηγορίες γερμανικών ομολόγων, αφενός το πρόγραμμα της ΕΚΤ δεν θα πέσει στα βράχια, αφετέρου η γερμανική ηγεσία δεν θα έχει λόγους να «αντιπολιτεύεται» την ΕΚΤ.
Σε τελική ανάλυση, αυτό που προτείνεται από διάφορες πλευρές της ευρωπαϊκής ηγεσίας προς τη Μέρκελ είναι ένας «ιστορικός συμβιβασμός» για να διασωθεί το ευρωπαϊκό project με λίγα ψίχουλα… ευελιξίας στο Σύμφωνο Σταθερότητας και στα άλλα αξεσουάρ του δημοσιονομικού ζουρλομανδύα. Είναι ένα ατελές σχέδιο αμοιβαίας πολιτικής επιβίωσης, μιας και η εναλλακτική είναι απλώς η διάλυση της Ε.Ε. μέσα από μια σειρά ασύμμετρων πολιτικών ή οικονομικών σοκ.
Φυσικά, ακόμη κι αν το σχέδιο γίνει αποδεκτό από τη γερμανική ηγεσία δεν σημαίνει ότι το project σώζεται.