Η διαχρονικότητα και το ανέφικτο του «σοσιαλδημοκρατικού ονείρου»

Η διαχρονικότητα και το ανέφικτο του «σοσιαλδημοκρατικού ονείρου»

  • |

Άρθρο του Ανέστη Ταρπάγκου
Η απαλλαγή από την εφαρμογή συντηρητικών κυβερνητικών πολιτικών και η μετάβαση στην υλοποίηση σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών, υπήρξε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής πολιτικής ιστορίας των ευρωπαϊκών κρατών. Κατά καιρούς μάλιστα προβλήθηκαν και ορισμένα σοσιαλδημοκρατικά πρότυπα χωρών, από την Σουηδία του Ο. Πάλμε μέχρι τη Γερμανία του Β. Μπραντ, και από τη Γαλλία του Φ. Μιτεράν μέχρι την Ελλάδα του Α. Παπανδρέου. Η εφαρμογή αυτών των πολιτικών δεν ήταν αποτέλεσμα βολονταριστικών πολιτικών φαινομένων και επιλογών των σοσιαλιστικών ευρωπαϊκών κομμάτων, αλλά ήταν προϊόν δύο θεμελιωδών παραγόντων :

Από τη μια πλευρά μιας εκτατικής καπιταλιστικής ανάπτυξης των αντίστοιχων οικονομιών των ευρωπαϊκών αυτών χωρών, η ύπαρξη δηλαδή σημαντικών ρυθμών ανάπτυξης του ΑΕΠ και μιας μεγέθυνσης της «εισοδηματικής πίτας», που καθιστούσαν εφικτή μια ορισμένη αναδιανεμητική πολιτική, είτε στο άμεσο επίπεδο των μισθών, είτε στο επίπεδο του έμμεσου μισθού (κοινωνικών υπηρεσιών).

Από την άλλη πλευρά ενός ταξικού συσχετισμού δυνάμεων όπου η θέση των μισθωτών εργαζομένων είχε μια ορισμένη συνδικαλιστική ισχύ, σοσιαλδημοκρατικής και κομμουνιστικής επιρροής, που να μπορεί να επιβάλει μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης, που χωρίς να αλλάζουν προφανώς το αστικό οικονομικό καθεστώς, επέφεραν μιαν ορισμένη βελτίωση του κοινωνικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων.

Όσο αυτοί οι δύο όροι λειτουργούσαν, η σοσιαλδημοκρατική πολιτική έβρισκε πρόσφορο έδαφος, και τα κόμματά της κατακτούσαν σημαντικές πλειοψηφίες, υπερσκελίζοντας συνήθως τους αριστερούς σχηματισμούς. Το πρόβλημα ιστορικά προέκυψε με την ανάδειξη των κρίσεων υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, όπου η επιχειρηματική κερδοφορία και τζίρος παρουσίαζαν κατακόρυφη πτώση, και η αποδοτικότητα του κεφαλαίου βρίσκονταν σχεδόν σε αρνητικά επίπεδα. Αυτό απαιτούσε την εφαρμογή πολιτικών καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης (τεχνολογικός εκσυγχρονισμός, παραγωγική αυτοματοποίηση κλπ.), και παράλληλα απαρχή της αποψίλωσης των εργατικών μισθών και δικαιωμάτων, προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάκαμψη της κερδοφορίας και συσσώρευσης του κεφαλαίου. Μ’ αυτό τον τρόπο άρχισε να αποδομείται σταδιακά το «κοινωνικό κράτος» και η σοσιαλδημοκρατική αναδιανεμητική πολιτική.

Η απαρχή εφαρμογής αυτής της πολιτικής (νεοφιλελευθερισμός) έγινε με τον θατσερισμό στη Βρετανία και τον ρηγκανισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες, επιτυγχάνοντας σε σημαντικό βαθμό την καπιταλιστική ανάκαμψη από την κρίση, επιφέροντας σημαντική κοινωνική καταστροφή, αλλά και κλονισμό της επιρροής των αντίστοιχων συντηρητικών κομμάτων. Έτσι, η σκυτάλη πέρασε στα χέρια των σοσιαλδημοκρατών, που τοποθετήθηκαν στην πρώτη γραμμή εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού, πράγμα που στην ελληνική περίπτωση ξεκίνησε ανοιχτά και απροσχημάτιστα το 1996, με την ανάληψη της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ από τον Κ. Σημίτη. Αυτή η συνέχιση του κυβερνητικού νεοφιλελευθερισμού επέτεινε την κοινωνική παραφθορά των λαϊκών τάξεων, περιόρισε τις λειτουργίες του «κράτους πρόνοιας», και προκάλεσε μια σοβαρή καπιταλιστική ανάκαμψη και συσσώρευση.

Ασυμβατότητα αστικής ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης σήμερα

Έτσι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αποποιήθηκε την ιστορική της ταυτότητα, στο μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών χωρών ( Τ. Μπλερ στη Βρετανία, Φ. Ολάντ στη Γαλλία, Ρ. Πρόντι και Μ. Ρέντσι στην Ιταλία, Γκ. Σρέντερ στη Γερμανία κλπ.), και υπέστη βέβαια την σχετική αποψίλωση της λαϊκής εκλογικής της επιρροής. Στην Ελλάδα, στην περίοδο 2009 – 2015, οι σοσιαλιστές, έχοντας μετατραπεί σε «πρωτοπορία» του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και των μνημονιακών πολιτικών, υπέστησαν μια άνευ προηγουμένου πολιτική καθίζηση, χωρίς δυνατότητα πλέον ανάταξής τους. Το ζήτημα είναι ότι στην τελευταία διετία, ο πολιτικός σχηματισμός που πήρε τα ηνία από το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, συσπειρώνοντας εκλογικά την μεγάλη πλειοψηφία της λαϊκής του βάσης, ακολούθησε ακριβώς την ίδια διαδρομή της σοσιαλδημοκρατικής χρεοκοπίας.

Το εγχείρημα επανάληψης της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής βασίζονταν στην αμφίσημη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ : Από τη μια πλευρά ικανοποίηση των μνημονιακών απαιτήσεων για την κερδοφόρα ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού. – Από την άλλη πλευρά, φροντίδα για την λήψη μέτρων κοινωνικής προστασίας από τις καταστρεπτικές οικονομικές συνέπειες της κρίσης και των μνημονίων. Είναι γεγονός ότι τόσο με τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 όσο και με το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, καταγράφονταν η μία από τις δύο βασικές προϋποθέσεις του σοσιαλδημοκρατικού μεταρρυθμισμού : Ένας ισχυρός συσχετισμός δυνάμεων υπέρ του λαϊκού παράγοντα και σε βάρος της αστικής πολιτικής. Εντούτοις το πρόβλημα εντοπίζονταν στην δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή στη δυνατότητα εντατικής καπιταλιστικής ανάπτυξης και μεγιστοποίησης της εισοδηματικής πίτας.

Κι’ αυτό γιατί η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου προκάλεσε μια μεγάλη καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων (κεφαλαίων και εργασίας). Τα μνημόνια που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης από τη σκοπιά των συμφερόντων της αστικής τάξης, επέτειναν το φαινόμενο της παραγωγικής και κοινωνικής καταστροφής. Έτσι ξεκίνησε μεν να πραγματοποιείται η ανάκαμψη της αποδοτικότητας και κερδοφορίας του κεφαλαίου, ενώ από την άλλη πλευρά αυτό γινόταν χάρις στα μέτρα γενικευμένης αποψίλωσης εργατικών εισοδημάτων και ελευθεριών. Το αποτέλεσμα είναι να έχει περάσει η πλειονότητα των επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας στην κερδοφορία, χωρίς ιδιαίτερη ανάκαμψη του κύκλου εργασιών και των παγίων επενδύσεων, και άρα αυτή η επιχειρηματική ανάκαμψη να μην συνοδεύεται από την αύξηση του ΑΕΠ και της συνολικής παραγόμενης προστιθέμενης αξίας.

Κατά συνέπεια η επιχειρηματική κερδοφορία ανακάμπτει, χάρις σε μια εργατική δύναμη που έχει γίνει «φθηνότερη, απορρυθμισμένη, πειθήνια», χωρίς να επέρχεται αύξηση της εισοδηματικής πίτας. Άρα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ο δεύτερος όρος της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, και προφανώς να υπάρξει μια στοιχειώδης έστω αναδιανεμητική πολιτική προς όφελος των λαϊκών τάξεων. Γι’ αυτό το λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατώντας να λειτουργήσει ως δύναμη σοσιαλδημοκρατικής σύγκλισης λαϊκών και αστικών συμφερόντων, κινείται εκ των πραγμάτων αποκλειστικά στο πεδίο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Πρόκειται άρα για μια ανέφικτη πολιτική που είναι αδύνατο να λειτουργήσει στην σημερινή περίοδο.

Αυτό το γεγονός καταδεικνύει και το ότι πολιτικές που επιχειρούν να ξεπεράσουν την χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ από τα αριστερά, στο μέτρο που δίνουν προτεραιότητα στον οικονομισμό, δηλαδή στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, παραπέμποντας τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής στο μέλλον, που προσβλέπουν κυρίαρχα στην «αναπτυξιολογία», ουσιαστικά καταλήγουν να αναπαράγουν τις πολιτικές σταθερές του ΣΥΡΙΖΑ. Κι’ αυτό γιατί η σημερινή (καπιταλιστική) ανάπτυξη δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά με την διαρκή και έντονη εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών. Αν τώρα επιδιωχθεί αυτή η οικονομική ανάπτυξη με υποτιθέμενες «παραγωγικές» επενδύσεις με χρηματοδότηση των δημόσιων τραπεζών, αν διασφαλιστεί η ρευστότητα με ένα εθνικό νόμισμα, αν στηριχθούν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αν προαχθεί η ανασυγκρότηση της (κεφαλαιοκρατικής) παραγωγής, και αν ταυτόχρονα καταργηθούν οι εφαρμοστικοί νόμοι όλων των μνημονίων (αποκατάσταση μισθών, συντάξεων, επιδομάτων ανεργίας κ.ά.) τότε εκείνο που θα προκύψει, εφόσον συνεχίζουμε να κινούμαστε μέσα στο αστικό οικονομικό πλαίσιο, θα είναι ουσιαστικά η αφαίρεση από το επιχειρηματικό κεφάλαιο όλων εκείνων των όρων που συνέβαλαν στην ανάκαμψη της κερδοφορίας του.

Θα προκύψει δηλαδή μία κατάσταση που θα επιφέρει σοβαρή ύφεση, εφόσον οι ιδιωτικές επιχειρήσεις θα οδηγηθούν σε σημαντικό βαθμό εκ νέου σε μια ζημιογόνα δραστηριότητα, θα αναζωπυρωθεί η ούτως ή άλλως παρούσα κρίση, θα συνεχιστεί το κλείσιμο επιχειρήσεων και εργοστασίων. Είναι τέτοιο το βάθος της κρίσης που ο ελληνικός καπιταλισμός δεν μπορεί να αναπτύξει την παραγωγική δραστηριότητα, παρά με την άτεγκτη εφαρμογή συνεχών μνημονίων. Συνεπώς, ακόμη και αν υπάρξουν ευνοϊκοί ταξικοί συσχετισμοί για τον κόσμο της εργασίας, η πολιτική λαϊκών βελτιώσεων και ταυτόχρονης οικονομικής (αστικής) ανάπτυξης δεν μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα. Ένα τέτοιο εγχείρημα, που αναπαράγει οικονομικές σταθερές του ιστορικού ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί στον ρόλο του, να διασφαλίσει δηλαδή και την κατάργηση των μνημονίων και την στήριξη και ενίσχυση της (καπιταλιστικής) ανάπτυξης. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε ποια εναλλακτική λύση απομένει στον ορίζοντα, που και την οικονομική μεγέθυνση να μπορεί να υπηρετήσει, και τα εργατικά συμφέροντα να ικανοποιήσει ;

Η κατάργηση των μνημονίων συνεπάγεται σοσιαλιστική αναδιοργάνωση

Η πολιτική επιμονή έτσι στην σύγχρονη καπιταλιστική ανάπτυξη (τράπεζες με δημόσιο έλεγχο και πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων δεν αλλάζουν τον χαρακτήρα της οικονομίας), δεν μπορεί παρά να εξουδετερώνει κάθε εγχείρημα ακύρωσης των μνημονίων. Απεναντίας η πολιτική βούληση κατάργησης των μνημονίων (αποκατάσταση μισθών, συντάξεων, κοινωνικών δαπανών κλπ.) εφόσον εφαρμοστεί αταλάντευτα, αναιρεί τα θεμέλια της ίδιας της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθιστώντας την στο μεγαλύτερο μέρος της ζημιογόνα και άρα προορισμένη για εκκαθάριση. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί αν δεν τεθεί ζήτημα χαρακτήρα των ίδιων των παραγωγικών σχέσεων εκμετάλλευσης, κυριαρχίας και αλλοτρίωσης.

Γίνεται φανερό ότι η κατάργηση των ρυθμίσεων των τριών μνημονίων δεν είναι ένα ζήτημα που μπορεί να συμβαδίσει με μια απρόσκοπτη ανάπτυξη της ελληνικής (κεφαλαιοκρατικής) οικονομίας, και κατ’ αυτό τον τρόπο η ίδια η θεραπεία των πληγμάτων που υπέστησαν οι λαϊκές τάξεις δεν μπορεί να υλοποιηθεί αναμένοντας την αύξηση της πίτας, που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να επέλθει : Η ακύρωση των μνημονίων με επαναφορά μισθών, συντάξεων, επιδομάτων ανεργίας, κοινωνικών υπηρεσιών, κατάργηση της υπερφορολόγησης των εργαζομένων κλπ. είναι ασύμβατη με την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού. Συνεπώς ένας τέτοιος μείζον λαϊκός στόχος, ο οποίος για να πραγματοποιηθεί απαιτεί μια ριζική αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των «από κάτω» και σε βάρος της κερδοφορίας του επιχειρηματικού κεφαλαίου, δεν μπορεί να έχει συνέχεια αν ευθύς εξαρχής δεν μπουν σε άμεση τροχιά αντικαπιταλιστικές τομές σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας.

Μια τέτοια ριζοσπαστική πολιτική, που υπερβαίνει την ιστορική χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατίας, πέραν της ριζικής αναδιανομής εισοδήματος για την θεραπεία των μνημονιακών λαϊκών πληγών, και συμπληρωματικών οικονομικών μέτρων ( παύση πληρωμών, διαγραφή χρέους, εθνικοποίηση τραπεζικού συστήματος, ισχυρό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων κλπ.), δεν μπορεί παρά να παρέμβει στο «άβατο» των ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων με πολλαπλούς τρόπους, όπως μεταξύ των άλλων :

Α) Την επιβολή ενός δραστικού εργατικού ελέγχου στο σύνολο των επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας (και όχι μόνον στις λιγοστές δημόσιες επιχειρήσεις), προκειμένου να λειτουργήσει ένας άμεσος κοινωνικός έλεγχος του διευθυντικού δικαιώματος, και όλων των πλευρών της πραγματοποιούμενης παραγωγής.

Β) Την επαναλειτουργία όλων των βιομηχανικών κλπ. επιχειρήσεων που έχουν εκκαθαριστεί, με δημόσια κυριότητα και μικτή επιχειρηματική διαχείριση (εργαζόμενοι + κράτος + χρήστες), που να διαθέτουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους μέσα από κοινωνικά δίκτυα διανομής, πέραν του ελεύθερου ανταγωνισμού της αγοράς.

Γ) Την κοινωνικοποίηση νευραλγικής σημασίας επιχειρηματικών μονάδων, προκειμένου να αναδειχθεί ένας ισχυρός κοινωνικός τομέας της οικονομίας, τέτοιος που να μπορεί να στηρίξει μια ανάπτυξη βασισμένη στην κοινωνική ιδιοκτησία και την εργατική διαχείριση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη λαϊκά αγαθά.

Δ) Την σταδιακή γενίκευση της πανεπιστημιακής γνώσης για το σύνολο του εργαζόμενου κόσμου, καταργώντας εισαγωγικούς διαγωνισμούς και numerus clausus κάθε είδους, την εισαγωγή του οριζόντιου κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, έτσι ώστε να ανατραπεί η ιεραρχική σχέση μικροαστικής τεχνοκρατικής εξουσίας και εκτελεστικής – χειρωνακτικής εργασίας.

Ε) Την εφαρμογή ενός συνολικού πανεθνικού δημοκρατικού προγραμματισμού, τόσο στο πεδίο των παραγωγικών δραστηριοτήτων όσο και στο εμπόριο, στην τραπεζική πίστη κλπ., είναι σε θέση να συμβάλει στον προσανατολισμό της οικονομικής δραστηριότητας στην ικανοποίηση των ζωτικών λαϊκών αναγκών, μέσα από διαδικασίες δημοκρατικής και κοινωνικοποιημένης διαχείρισης.

Μόνον μια τέτοια διαδικασία είναι σε θέση να απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις και να οδηγήσει στην δημιουργική τους ανάπτυξη, στη βάση δηλαδή των διαμορφούμενων σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική συνδυασμού και των δύο παραμέτρων (καπιταλιστική ανάπτυξη + κοινωνική δικαιοσύνη) στη σημερινή συγκυρία της κρίσης είναι ιστορικά και τελεσίδικα χρεοκοπημένη. Αν θέλουμε άρα να αποφύγουμε την επιστροφή της συντηρητικής παράταξης στην εξουσία, αν επιθυμούμε να εξουδετερώσουμε τον ευρωπαϊκό νεοφασισμό που εξαπλώνεται στην ήπειρο, τότε ο δρόμος αυτός είναι μονόδρομος, είναι αναγκαστική πορεία, και όχι μια «ευγενής» επιθυμία, μια προοπτική που αναζητείται κάπου εκεί στο βάθος του 21ου αιώνα, και αφού προφανώς ο καπιταλισμός κατορθώσει να σταθεί εκ νέου ισχυρός στα πόδια του, συνεχίζοντας το καταστρεπτικό κοινωνικό του έργο.

http://newreport.gr