50 χρόνια μετά: Το ιταλικό «Καυτό Φθινόπωρο»

50 χρόνια μετά: Το ιταλικό «Καυτό Φθινόπωρο»

  • |

Πριν από 50 χρόνια ξέσπασε στην Ιταλία το μεγάλο κύμα εργατικών και λαϊκών αγώνων, που έμεινε στην ιστορία σαν το ιταλικό «Καυτό Φθινόπωρο». Ήταν το βαθύτερο και πιο ουσιαστικό κύμα του διεθνούς κινήματος του «Μάη 1968», που συντάραξε την Ιταλία για περίπου μία δεκαετία και έγινε το σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη γενιά ριζοσπαστικοποίησης και πολιτικοποίησης διεθνώς.

Αντώνης Νταβανέλος

Στο κέ­ντρο του βρι­σκό­ταν μια πρω­το­φα­νής σε διάρ­κεια, επι­μο­νή και ρι­ζο­σπα­στι­σμό ερ­γα­τι­κή απερ­για­κή δράση, που συ­σπεί­ρω­σε γύρω της όλους τους κα­τα­πιε­σμέ­νους: οι εσω­τε­ρι­κοί με­τα­νά­στες (οι «τε­ρό­νι» από τον φτωχό αγρο­τι­κό Νότο), η νε­ο­λαία, οι γυ­ναί­κες (σε μια χώρα όπου η δύ­να­μη της Κα­θο­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας απα­γό­ρευε το δια­ζύ­γιο), οι φτω­χοί των ερ­γα­το­γει­το­νιών στο Μι­λά­νο και το Το­ρί­νο, έχτι­σαν ένα εκ­πλη­κτι­κό μα­ζι­κό κί­νη­μα που έβαλε δυ­να­μι­κά το ζή­τη­μα της ανα­τρο­πής του κα­θε­στώ­τος, για πρώτη φορά στην Ιτα­λία μετά το 1945. Την άνοι­ξη του ’69, σε μια τε­ρά­στια δια­δή­λω­ση έξω από το ερ­γο­στά­σιο της FIAT στο Το­ρί­νο με αί­τη­μα να μειω­θούν τα ενοί­κια στις ερ­γα­τι­κές κα­τοι­κί­ες, όλοι αυτοί οι «ξε­βρά­κω­τοι», όταν ρω­τή­θη­καν γιατί πα­λεύ­ουν, έδω­σαν την πε­ρή­φα­νη απά­ντη­ση: «Τα θέ­λου­με όλα!». Μια απά­ντη­ση που έγινε σήμα κα­τα­τε­θέν ενός κι­νή­μα­τος, μιας επο­χής, μιας νέας πο­λι­τι­κο­ποί­η­σης, μιας Νέας Αρι­στε­ράς.

Αυτά συ­νέ­βη­σαν στη χώρα με το με­γα­λύ­τε­ρο Κο­μου­νι­στι­κό Κόμμα στον κόσμο –πέρα από τη Ρωσία και την Κίνα. Το PCI, υπό την ηγε­σία του Το­λιά­τι, είχε πρω­το­στα­τή­σει στη διά­σω­ση του κα­πι­τα­λι­σμού στην Ιτα­λία το 1945-1947, με τη γραμ­μή της «Εθνι­κής Ενό­τη­τας» που εκ­φρά­στη­κε με τη συ­γκυ­βέρ­νη­ση με τη χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κή Δεξιά. Το PCI κρά­τη­σε τις δυ­νά­μεις του και τις αυ­γά­τι­σε: τα εκα­τομ­μύ­ρια των μελών του και οι ισχυ­ρές ορ­γα­νώ­σεις του τέ­θη­καν στην υπη­ρε­σία ενός μα­κρού «δη­μο­κρα­τι­κού δρό­μου», που είχε ως προ­τε­ραιό­τη­τα την «ανά­πτυ­ξη» της ιτα­λι­κής πα­τρί­δας και, τάχα, ως προ­ο­πτι­κή αρ­γό­τε­ρα την «ει­ρη­νι­κή με­τά­βα­ση» σε έναν κά­ποιο σο­σια­λι­σμό. Όμως η Δεξιά δεν συμ­με­ρι­ζό­ταν αυτές τις αυ­τα­πά­τες: Με­τα­ξύ του 1948 και του 1956 η αστυ­νο­μία είχε δο­λο­φο­νή­σει πάνω από 80 ερ­γά­τες σε συ­μπλο­κές και δια­δη­λώ­σεις, το 1960 η Χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τία επι­χεί­ρη­σε να κυ­βερ­νή­σει μαζί με το φα­σι­στι­κό κόμμα MSI, τα στε­λέ­χη του μη­χα­νι­σμού του Μου­σο­λί­νι είχαν πα­ρα­μεί­νει ισχυ­ρά μέσα στη δομή του στρα­τού, της αστυ­νο­μί­ας, των μυ­στι­κών υπη­ρε­σιών. Το ιτα­λι­κό «οι­κο­νο­μι­κό θαύμα» είχε ως προ­ϋ­πό­θε­ση τη συ­ντρι­βή του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και τη μεί­ω­ση της ου­σια­στι­κής δύ­να­μης της Αρι­στε­ράς. Στα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 τα συν­δι­κά­τα είχαν πε­ριο­ρι­στεί και ει­δι­κό­τε­ρα στα με­γά­λα ερ­γο­στά­σια είχαν εξου­δε­τε­ρω­θεί.

Στο τέλος της πε­ριό­δου του «Καυ­τού Φθι­νο­πώ­ρου» η ει­κό­να είχε αντι­στρα­φεί: ένα και­νούρ­γιο, αρ­κε­τά δια­φο­ρε­τι­κό και πολύ πιο ρι­ζο­σπα­στι­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό κί­νη­μα είχε γίνει πα­νί­σχυ­ρο μέσα στους χώ­ρους ερ­γα­σί­ας και ει­δι­κά στα με­γά­λα ερ­γο­στά­σια, ακόμα και μέσα στις ερ­γα­το­γει­το­νιές. Αυτή η δύ­να­μη είναι ο πα­ρά­γο­ντας-κλει­δί για να κα­τα­νο­ή­σει κα­νείς όλες τις με­τέ­πει­τα εξε­λί­ξεις στην Ιτα­λία (π.χ. οι νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ροι ανα­λυ­τές απο­δί­δουν όλες τις «κα­θυ­στε­ρή­σεις» και τις αστά­θειες του ιτα­λι­κού κα­πι­τα­λι­σμού στη δύ­να­μη που απέ­κτη­σε ο κό­σμος μας εκεί­νη την εποχή). Μια νέα πα­ρα­τε­τα­μέ­νη στρα­τη­γι­κή αντε­πί­θε­σης του κε­φα­λαί­ου, η «ανα­διάρ­θρω­ση» (όπως στην Ελ­λά­δα, μετά τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση, ο «εκ­συγ­χρο­νι­σμός»…) έγινε ανα­γκαία και απο­τέ­λε­σε το κέ­ντρο της προ­σο­χής των κα­πι­τα­λι­στών και του κρά­τους για μια ολό­κλη­ρη μακρά πε­ρί­ο­δο.

Επί­σης άλ­λα­ξε η ει­κό­να μέσα στην Αρι­στε­ρά. Οι «ομά­δες» της Νέας Αρι­στε­ράς –η Avanguardia Operaia (Ερ­γα­τι­κή Πρω­το­πο­ρία), η Lotta Continua (Ο Αγώ­νας Συ­νε­χί­ζε­ται), η Pottere Operaio (Ερ­γα­τι­κή Εξου­σία)– με­τα­τρά­πη­καν σε μα­ζι­κές πο­λι­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις στα αρι­στε­ρά του ΚΚ Ιτα­λί­ας, με δε­κά­δες χι­λιά­δες μέλη, με κα­θη­με­ρι­νές εφη­με­ρί­δες και πραγ­μα­τι­κές ρίζες μέσα στα ερ­γο­στά­σια. Η ίδρυ­ση του PdUP (Κόμμα Ερ­γα­τι­κής Ενό­τη­τας) –πιο γνω­στού από την εφη­με­ρί­δα του «Il Manifesto»– ση­μα­το­δό­τη­σε την επι­κοι­νω­νία ανά­με­σα στην επα­να­στα­τι­κή Αρι­στε­ρά και τα στε­λέ­χη και τα μέλη της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας του PCI.

Η γενιά του ’68 ση­μα­δεύ­ε­ται από μια βα­σι­κή θέση: τη δυ­να­τό­τη­τα της ενό­τη­τας στη δράση με­τα­ξύ του ρι­ζο­σπα­στι­κού φοι­τη­τι­κού και νε­ο­λαι­ί­στι­κου κι­νή­μα­τος και του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, με στόχο τη σο­σια­λι­στι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση. Η θέση αυτή εκ­φρά­στη­κε με κε­ντρι­κά συν­θή­μα­τα σε όλες τις γλώσ­σες, όπως το ηρω­ι­κό «Ερ­γά­τες-φοι­τη­τές! Ενω­μέ­νοι-νι­κη­τές!» ή το πιο με­λαγ­χο­λι­κό «Η ερ­γα­τι­κή τάξη θα πάρει τη ση­μαία της επα­νά­στα­σης από τα αδύ­να­μα χέρια των φοι­τη­τών» του πα­ρι­σι­νού Μάη. Δεν ήταν μόνο προ­ϊ­όν πο­λι­τι­κής ανά­λυ­σης, αλλά και προ­ϊ­όν πρα­κτι­κής πο­λι­τι­κής πεί­ρας.

Κο­ρυ­φαίο ση­μείο αυτής της πο­λι­τι­κής πεί­ρας είναι ο ιτα­λι­κός «μα­κρύς Μάης».

Το κί­νη­μα άρ­χι­σε, όπως στη Γαλ­λία, στα πα­νε­πι­στή­μια στο Μι­λά­νο, στο Το­ρί­νο, στη Ρώμη. Όμως το 1968 κύ­λη­σε χωρίς με­γά­λα ξε­σπά­σμα­τα και κλι­μα­κώ­σεις. Αντί­θε­τα, το 1969 ήταν ο χρό­νος αρχής της διαρ­κούς ερ­γα­τι­κής δρά­σης. Υπήρ­χαν οι πα­ρά­γο­ντες που έσπρω­ξαν «αυ­θόρ­μη­τα» σε αυτό το φαι­νό­με­νο. Στις με­γά­λες φά­μπρι­κες της επο­χής, η ζωή και η δου­λειά ήταν κάθε άλλο παρά ευ­χά­ρι­στη: στα βα­φεία της FIAT ή στα χυ­τή­ρια της Pirelli οι νέοι ερ­γά­τες δεν είχαν καμιά ελ­πί­δα να φτά­σουν στο γε­νι­κό προσ­δό­κι­μο ζωής του πλη­θυ­σμού, στις ερ­γα­το­γει­το­νιές τα υψηλά ενοί­κια και το κό­στος με­τα­κί­νη­σης ρο­κά­νι­ζαν τά­χι­στα το μισθό, οι νέοι ερ­γά­τες, που κατά πλειο­ψη­φία προ­έρ­χο­νταν από το Νότο, αντι­με­τω­πί­ζο­νταν με ρα­τσι­σμό από την ψη­λο­μύ­τι­κη πα­ρά­δο­ση του Βορρά.

Όμως τί­πο­τα δεν υπήρ­ξε ποτέ ως από­λυ­τα αυ­θόρ­μη­το κί­νη­μα. Στο Μι­λά­νο, με κέ­ντρο την Pirelli, η Avanguardia Operaia ξε­κί­νη­σε τον «πει­ρα­μα­τι­σμό» με τις Ενω­τι­κές Επι­τρο­πές Βάσης (CUB). Στο Το­ρί­νο, με κέ­ντρο το γι­γά­ντιο ερ­γο­στά­σιο της FIAT, η Lotta Continua και η Pottere Operaio ξε­κί­νη­σαν τις προ­σπά­θειες για τις συ­νε­λεύ­σεις βάσης, για την άμεση εκλο­γή «αντι­προ­σώ­πων» στα τμή­μα­τα («Εί­μα­στε όλοι αντι­πρό­σω­ποι!»), για μια λει­τουρ­γία πα­ρέμ­βα­σης που έθετε τις βά­σεις για την και­νούρ­για μορφή των Ερ­γο­στα­σια­κών Συμ­βου­λί­ων.

Τα συν­δι­κά­τα πα­ρα­τη­ρού­σαν με έκ­πλη­ξη την αλ­λα­γή των αι­τη­μά­των. Στη θέση της πα­ρα­δο­σια­κής διεκ­δί­κη­σης «λε­λο­γι­σμέ­νων» αυ­ξή­σε­ων με βάση την πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα κάθε τμή­μα­τος, άρ­χι­σαν να ξε­σπούν μα­ζι­κοί αγώ­νες που απαι­τού­σαν ενιαίο πο­σο­στό αύ­ξη­σης για όλους τους ερ­γά­τες, ενο­ποιώ­ντας τους ει­δι­κευ­μέ­νους με τους ανει­δί­κευ­τους. Νέα αι­τή­μα­τα –για τα νοί­κια, για φτη­νό­τε­ρα ει­σι­τή­ρια, για έλεγ­χο στις τιμές στα τρό­φι­μα κ.ο.κ.– «άνοι­γαν» τη φά­μπρι­κα προς την ερ­γα­το­γει­το­νιά. Όταν σε συ­μπλο­κές στο Νότο η αστυ­νο­μία δο­λο­φό­νη­σε κά­ποιους ερ­γά­τες στη Νά­πο­λη και στη Σι­κε­λία, για πρώτη φορά μετά από δε­κα­ε­τί­ες στην Ιτα­λία δό­θη­κε σκλη­ρή απά­ντη­ση με απερ­γί­ες και μα­χη­τι­κές δια­δη­λώ­σεις στο Μι­λά­νο και το Το­ρί­νο.

Ένα μα­ζι­κό, απο­φα­σι­στι­κό και σο­βα­ρό γυ­ναι­κείο κί­νη­μα τα­ρα­κού­νη­σε τα ερ­γο­στά­σια και τις συ­νοι­κί­ες, βά­ζο­ντας σε δο­κι­μα­σία ακόμα και την αν­δρο­κρα­τού­με­νη ει­κό­να που πα­ρα­δο­σια­κά κυ­ριαρ­χού­σε στα συν­δι­κά­τα, αλλά και στις ορ­γα­νώ­σεις της Αρι­στε­ράς.

Ασφα­λώς το κί­νη­μα ενι­σχυό­ταν από το γε­νι­κευ­μέ­νο κλίμα της επο­χής: δε­κά­δες χι­λιά­δες απερ­γοί της FIAT δια­δή­λω­ναν κραυ­γά­ζο­ντας επη­ρε­α­σμέ­νοι από τον αγώνα στο Βιετ­νάμ «Ανιέ­λι, η Ιν­δο­κί­να βρί­σκε­ται πια μέσα στα ερ­γο­στά­σιά σου!».

Όταν η Pirelli προ­σπά­θη­σε να σπά­σει μια απερ­γία ενά­ντια στις απο­λύ­σεις, ει­σά­γο­ντας λά­στι­χα από το ερ­γο­στά­σιό της στην Πάτρα, όλο το Μι­λά­νο συ­γκλο­νί­στη­κε από αντι­χου­ντι­κές δια­δη­λώ­σεις υπο­στή­ρι­ξης στον αγω­νι­ζό­με­νο λαό στην Ελ­λά­δα. Η απερ­γία εξα­πλώ­θη­κε στις συ­γκοι­νω­νί­ες και στα σχο­λεία και η Pirelli ανα­γκά­στη­κε να υπο­χω­ρή­σει. Λίγο αρ­γό­τε­ρα έκλει­σε το ερ­γο­στά­σιο και «δρα­πέ­τευ­σε» από το τα­ραγ­μέ­νο Μι­λά­νο, εγκαι­νιά­ζο­ντας την τα­κτι­κή της «με­τε­γκα­τά­στα­σης» που ακο­λού­θη­σε αρ­γό­τε­ρα και στην Πάτρα, όταν βρέ­θη­κε αντι­μέ­τω­πη με ένα επί­σης μα­χη­τι­κό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα.

Η κο­σμο­γο­νία πέ­ρα­σε στις μορ­φές πάλης: η «άγρια»-αιφ­νι­δια­στι­κή απερ­γία, η απερ­γία κατά τμή­μα­τα, η σχε­δια­σμέ­να δια­κε­κομ­μέ­νη κι επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη απερ­γία, έδι­ναν μα­θή­μα­τα ενός απο­φα­σι­στι­κού και πα­ρα­τε­τα­μέ­νου ερ­γα­τι­κού πο­λέ­μου. Στις με­γά­λες φά­μπρι­κες ξε­κί­νη­σαν οι «εσω­τε­ρι­κές δια­δη­λώ­σεις». Ένας βε­τε­ρά­νος αγω­νι­στής στη FIAT θυ­μά­ται: «τους άκου­σα να έρ­χο­νται, με συν­θή­μα­τα, με σφυ­ρί­χτρες, με τα­μπούρ­λα. Δεν είχα δεύ­τε­ρη σκέψη. Έβγα­λα τα γά­ντια και τους ακο­λού­θη­σα. Η απερ­γία εξα­πλω­νό­ταν από τμήμα σε τμήμα, ακο­λου­θώ­ντας τη δια­δρο­μή της εσω­τε­ρι­κής δια­δή­λω­σης. Οι επι­στά­τες και οι άν­θρω­ποι της ερ­γο­δο­σί­ας δεν τόλ­μη­σαν να αντι­στα­θούν…».

Το αί­σθη­μα της τα­ξι­κής πε­ρη­φά­νιας εξα­πλω­νό­ταν με τα­χύ­τη­τα: κόκ­κι­νο μα­ντή­λι στο λαιμό στη δου­λειά, ρούχα της δου­λειάς χωρίς ντρο­πή στο μπαρ ή στο πάρτι, ανε­ξαρ­τη­σία-αυ­θά­δεια και όλο και συ­χνό­τε­ρα απει­λη­τι­κό ύφος απέ­να­ντι στα πρό­σω­πα, στους θε­σμούς, στις συ­νή­θειες που συμ­βό­λι­ζαν το κα­θε­στώς. Όπως έγρα­ψε ένας βε­τε­ρά­νος του «ερ­γα­τι­σμού»: «Ήταν μια εποχή που οι ερ­γά­τες άρ­χι­σαν να μι­λούν, να σκέ­φτο­νται, να δρουν σαν ερ­γά­τες…».

Αυτή η δύ­να­μη συ­γκλό­νι­σε την Ιτα­λία για μια δε­κα­ε­τία. Τα συν­δι­κά­τα από ένα ση­μείο και μετά άλ­λα­ξαν τα­κτι­κή, προ­σπά­θη­σαν να επω­φε­λη­θούν από τις συν­θή­κες που δη­μιουρ­γού­σε αυτό το κί­νη­μα. Με τη γλώσ­σα της επο­χής επι­χεί­ρη­σαν να «κα­βα­λή­σουν τον τίγρη»: υιο­θέ­τη­σαν τα ερ­γο­στα­σια­κά συμ­βού­λια και μέσω της εκλο­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας προ­σπά­θη­σαν και τε­λι­κά κα­τόρ­θω­σαν να τα κα­θο­ρί­σουν. Όχι ασφα­λώς χωρίς συ­νέ­πειες: Η FIOM (η Ομο­σπον­δία των με­ταλ­λερ­γα­τών, των θρυ­λι­κών με­ταλ­με­κά­νι­τσι), κά­ποιες σο­βα­ρές συν­δι­κα­λι­στι­κές κα­τα­κτή­σεις και μια πολύ πιο βαθιά συν­δι­κα­λι­στι­κή συ­νεί­δη­ση σε σύ­γκρι­ση με τις άλλες χώρες στην Ευ­ρώ­πη, είναι απο­τε­λέ­σμα­τα αυτής της πε­ριό­δου.

Τον ελιγ­μό των συν­δι­κά­των δεν μπό­ρε­σε να αντι­με­τω­πί­σει η υπαρ­κτή ορ­γα­νω­μέ­νη Αρι­στε­ρά του κι­νή­μα­τος, ούτε στην «ερ­γα­τί­στι­κη» εκ­δο­χή της, ούτε στην ακρο­α­ρι­στε­ρή «λε­νι­νι­στι­κή» εκ­δο­χή της. Το ερώ­τη­μα μιας επα­να­στα­τι­κής τα­κτι­κής σε συν­θή­κες πιο πα­ρα­τε­τα­μέ­νες από τις αρ­χι­κές προ­βλέ­ψεις, σε συν­θή­κες που άρ­χι­ζαν να εμπε­ριέ­χουν μια σχε­τι­κή κάμψη των μα­ζι­κών αγώ­νων, έγινε βα­σα­νι­στι­κό και τε­λι­κά έμει­νε ανα­πά­ντη­το.

Σε αυτό το ση­μείο οι πο­λι­τι­κές δυ­σκο­λί­ες μέσα στο κί­νη­μα συν­δυά­στη­καν με τη με­γά­λη αντε­πί­θε­ση του κε­φα­λαί­ου και του κρά­τους. Οι επι­χει­ρή­σεις ξε­κί­νη­σαν τις «ανα­διαρ­θρώ­σεις» με αιχμή τις απο­λύ­σεις των πιο μα­χη­τι­κών στοι­χεί­ων, ακόμα και το κλεί­σι­μο «αντάρ­τι­κων» τμη­μά­των σε με­γά­λα ερ­γο­στά­σια. Η κυ­βέρ­νη­ση, οι μυ­στι­κές υπη­ρε­σί­ες, σε συ­νερ­γα­σία με τους φα­σί­στες, ξε­κί­νη­σαν τη «στρα­τη­γι­κή της έντα­σης» που πε­ρι­λάμ­βα­νε ένο­πλες δο­λο­φο­νι­κές επι­θέ­σεις και τυφλά βομ­βι­στι­κά χτυ­πή­μα­τα.

Στις εκλο­γές του 1976, αρ­χι­κά η Lotta Continua και στα­δια­κά όλη η επα­να­στα­τι­κή Αρι­στε­ρά, στρά­φη­καν προς την πο­λι­τι­κή της διεκ­δί­κη­σης μιας κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς, θε­ω­ρώ­ντας ότι το PCI στην κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία θα έδινε χώρο και χρόνο στο κί­νη­μα για να ανα­συ­ντα­χθεί και να αντι­με­τω­πί­σει την επί­θε­ση.

Κά­ποιοι, από μα­κριά, θε­ώ­ρη­σαν ότι ήταν μια «ρε­φορ­μι­στι­κή στρο­φή» της με­γά­λης ιτα­λι­κής επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς. Η κα­τη­γο­ρία ήταν άδικη και εκτός τόπου και χρό­νου: Την πο­λι­τι­κή ανα­τρο­πής της κυ­βέρ­νη­σης της Δε­ξιάς απέρ­ρι­ψε το ίδιο το… PCI! Υπό την ηγε­σία του Μπερ­λίν­γκου­ερ στρά­φη­κε στον «ιστο­ρι­κό συμ­βι­βα­σμό» με τη χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τία και έριξε το ορ­γα­νω­τι­κό και πο­λι­τι­κό βάρος του PCI υπέρ της ανο­χής απέ­να­ντι στην κα­τα­σταλ­τι­κή αντε­πί­θε­ση του κρά­τους ενά­ντια στο κί­νη­μα του ’69.

Η με­τα­τό­πι­ση του Μπερ­λιν­γκου­έρ στον «ιστο­ρι­κό συμ­βι­βα­σμό» δη­μιουρ­γού­σε ένα με­γά­λο πο­λι­τι­κό κενό. Το μού­δια­σμα της ερ­γα­τι­κής τάξης –ακόμα και με­γά­λου τμή­μα­τος των «πρω­το­πο­ριών» του ’69– απα­ντή­θη­κε με μια αυ­θαί­ρε­τη έκρη­ξη. Ομά­δες και δια­νο­ού­με­νοι, που είχαν μέχρι τότε αφιε­ρώ­σει τη ζωή τους στην ανά­λυ­ση και την υπο­στή­ρι­ξη του «ερ­γά­τη-μά­ζα», στρά­φη­καν προς την ιδέα του «κοι­νω­νι­κού προ­λε­τά­ριου». Ερ­γά­της είναι όποιος εξε­γεί­ρε­ται! Με ση­μείο αρχής τη Μπο­λό­νια, στα 1977 ξέ­σπα­σε η σύ­ντο­μη πε­ρί­ο­δος της Αυ­το­νο­μί­ας. Μέσα σε αυτή την πε­ρί­ο­δο γί­νη­καν πολλά που αξί­ζουν σε­βα­σμό: οι αγώ­νες για την κα­τοι­κία, οι αγώ­νες για τη (και στη) φυ­λα­κή, η εκτό­ξευ­ση της γυ­ναι­κεί­ας υπε­ρη­φά­νειας, οι κα­τα­λή­ψεις και οι κοι­νο­βια­κοί πει­ρα­μα­τι­σμοί, οι από­πει­ρες να απα­ντη­θεί το ζή­τη­μα της ακρί­βειας με «απαλ­λο­τριώ­σεις» σού­περ μάρ­κετ και δια­νο­μή των τρο­φί­μων κ.ο.κ. Όμως ο «κοι­νω­νι­κός προ­λε­τά­ριος» ήταν πολύ αδύ­να­μος για να κα­λύ­ψει το κενό της υπο­χώ­ρη­σης στα ερ­γο­στά­σια. Και μετά την απα­γω­γή και την εκτέ­λε­ση του Μόρο από τις Τα­ξιαρ­χί­ες, ξέ­σπα­σε η σα­ρω­τι­κή επί­θε­ση του κρά­τους, των φα­σι­στών, της Δε­ξιάς, με την ανοχή/υπο­στή­ρι­ξη της πιο μα­ζι­κής ρε­φορ­μι­στι­κής Αρι­στε­ράς στη δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη.

Μετά το σύ­ντο­μο εκρη­κτι­κό διάλ­λει­μα της «Αυ­το­νο­μί­ας», η πλειο­ψη­φία των αγω­νι­στών-στριών του «Καυ­τού Φθι­νο­πώ­ρου» βρέ­θη­κε με­τα­ξύ της Σκύλ­λας της υπο­τα­γής και της Χά­ρυ­βδης της στρο­φής προς τον «ένο­πλο αγώνα για τον κο­μου­νι­σμό» με κέ­ντρο τις Ερυ­θρές Τα­ξιαρ­χί­ες.

Με­γά­λο τμήμα πήρε το δεύ­τε­ρο δρόμο. Γι’ αυτό οι Ερυ­θρές Τα­ξιαρ­χί­ες υπήρ­ξαν το πιο μα­ζι­κό (και ίσως το πιο σο­βα­ρό) από τα ένο­πλα εγ­χει­ρή­μα­τα μετά το ’68 στην Ευ­ρώ­πη. Όμως το «ένο­πλο κόμμα» ήταν ακόμα πιο αδύ­να­μο από τον «κοι­νω­νι­κό προ­λε­τά­ριο» στην από­πει­ρα να απα­ντη­θεί η υπο­χώ­ρη­ση του πραγ­μα­τι­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος. Ο Μάριο Μο­ρέ­τι, ο πιο ου­σια­στι­κός ηγέ­της των Ερυ­θρών Τα­ξιαρ­χιών, ο «μι­λι­τα­ρι­στής» που κα­θο­δή­γη­σε την απα­γω­γή του Μόρο, ανα­γνω­ρί­ζει στην αυ­το­βιο­γρα­φία του ότι η κλι­μά­κω­ση με το «χτύ­πη­μα στην καρ­διά του κρά­τους» ήταν λάθος κι ότι η μόνη ελ­πί­δα ήταν να βρε­θεί η δύ­να­μη για μια συ­ντε­ταγ­μέ­νη υπο­χώ­ρη­ση στον αγώνα στο ερ­γο­στά­σιο (βλ. Μ. Μο­ρέ­τι, εκ­δό­σεις Διά­δο­ση). Δεν επι­χει­ρή­θη­κε και ίσως ήταν αργά για να γίνει.

Το κί­νη­μα του ’69 στην Ιτα­λία και η με­γά­λη επα­να­στα­τι­κή Αρι­στε­ρά, που αυτό δη­μιούρ­γη­σε, έφτα­σαν στην ήττα. Πρό­λα­βαν όμως να δη­μιουρ­γή­σουν μια με­γά­λη πα­ρά­δο­ση. Αργά ή γρή­γο­ρα θα βρε­θού­με ξανά μπρο­στά στο με­γά­λο ερώ­τη­μα: Τι θέ­λου­με; Και εκεί θα αντη­χεί ξανά και ξανά η απά­ντη­ση της φά­μπρι­κας και του δρό­μου, από το Μι­λά­νο και το Το­ρί­νο: Τα θέ­λου­με όλα!

rproject.gr

Εκτρωφείο Λαγων Καρφής Ευαγγελος