Στη προχθεσινή του ομιλία για την Κατάσταση της Ένωσης, ο Μπάιντεν απέκρυψε την πλήρη εταιρική σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών σε όσα συνέβησαν και συμβαίνουν, στον γενοκτόνο πόλεμο κατά του λαού μας. Εξέφρασε τη θλίψη του για τα θύματα και μίλησε για τη ρίψη ανθρωπιστικής βοήθειας από τον αέρα. Μίλησε και για την προσωρινή αποβάθρα. Είναι περίεργο που η αμερικανική διοίκηση έπεισε το κατοχικό κράτος να δεχθεί κάτι τέτοιο, ενώ δεν μπόρεσε να το πείσει να ανοίξει τις χερσαίες διαβάσεις για τη μεταφορά βοήθειας. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δίνει το πράσινο φως για τη συνέχιση της βάρβαρης επίθεσης κατά της Ράφα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αναγκαστικό εκτοπισμό.
Του Μαρουάν Εμίλ Τουμπάσι*
Με την ουκρανική κρίση, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν σε μια φάση σοβαρής κλιμάκωσης της επιθετικής τους πολιτικής, που βασίζεται στην περικύκλωση και την αποφασιστική αντιπαράθεση με τη Ρωσία, αντίστοιχη της οποίας δεν είχαμε δει χρόνια τώρα. Πέρα από αυτό, και η γενοκτονική επίθεση που συντελείται σήμερα, εις βάρος του λαού μας στην Παλαιστίνη, έχει υποστηρικτή και, μάλιστα, πρωταρχικό εταίρο την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Κι αυτό συμβαίνει εξαρχής. Η στρατηγική συμμαχία ΗΠΑ- Ισραήλ συνεχίζεται αδιατάρακτη, γιατί περιλαμβάνεται στο αμερικάνικο όραμα για μία «νέα Μέση Ανατολή», για την οποία έχω μιλήσει σε προηγούμενα άρθρα μου. Οι όποιες συνεχιζόμενες διαμάχες μεταξύ της σημερινής κατοχικής κυβέρνησης [Νετανιάχου] και του Λευκού Οίκου, δεν εκφράζουν κανενός είδους στρατηγικές διαφορές ως προς αυτή τη στρατηγική συμμαχία.
Στη προχθεσινή του ομιλία για την Κατάσταση της Ένωσης (State of the Union) ενώπιον του Κογκρέσου, ο Μπάιντεν απέκρυψε την πλήρη εταιρική σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών σε όσα συνέβησαν και συμβαίνουν, στον γενοκτόνο πόλεμο κατά του λαού μας. Εξέφρασε τη θλίψη του για τα θύματα του λαού μας και μίλησε για τη ρίψη ανθρωπιστικής βοήθειας από τον αέρα, η οποία, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί ένα ακόμη άχθος για τους ανθρώπους μας εκεί. Μίλησε και για την προσωρινή αποβάθρα. Είναι περίεργο που η αμερικανική διοίκηση έπεισε το κατοχικό κράτος να δεχθεί κάτι τέτοιο, ενώ δεν μπόρεσε να το πείσει να ανοίξει τις χερσαίες διαβάσεις για τη μεταφορά βοήθειας. Κατά τη γνώμη μου, αυτό που γίνεται, δίνει το πράσινο φως για τη συνέχιση της βάρβαρης επίθεσης κατά της Ράφα, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αναγκαστικό εκτοπισμό.
Οι ΗΠΑ δεν θέλουν να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση του Ισραήλ, αλλά μάλλον να ασκήσουν πίεση στον παλαιστινιακό λαό, και δουλεύουν με αεροπορικές ρίψεις για το κοινό των μέσων ενημέρωσης, ενώ με τις αναφορές τους στις απώλειες αμάχων στη Γάζα, στοχεύουν να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ των διαφόρων τάσεων στο Δημοκρατικό Κόμμα, λόγω του υψηλού βαθμού πίεσης από τους αντιπάλους της τρέχουσας πολιτικής του Ισραήλ. Με αυτά, αφενός ελπίζει να προσελκύσει κόσμο στην προεκλογική του εκστρατεία, η οποία, κατά τη γνώμη μου, ξεκίνησε προχθές [με την ομιλία αυτή], εναντίον του αντιπάλου του Τραμπ και, αφετέρου, προσπαθεί να απορροφήσει την ευρεία διεθνή κριτική, μεταξύ άλλων και από μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών, που αισθάνονται ηθικά προσβεβλημένες από τα εγκλήματα που συντελούνται, αν και εν γένει υποστήριζαν το Ισραήλ. Αλλά αυτή η παράσταση για χάρη των μέσων ενημέρωσης δεν συνοδεύεται από λογοδοσία ή τιμωρητικά μέτρα κατά του Ισραήλ, ώστε να σταματήσει να εγκληματεί.
Ως εκ τούτου, όλα γίνονται χωρίς η κυβέρνηση Μπάιντεν να ασκήσει σοβαρή πίεση στο σύμμαχό της, το Ισραήλ, χωρίς να απαιτήσει να σταματήσει αμέσως την επιθετικότητα ενόψει της διευρυνόμενης οργής στους ίδιους τους δρόμους των ΗΠΑ, για τη συνέχισή της. Τα κίνητρα του Μπάιντεν, ο οποίος διακήρυξε ανοιχτά τον σιωνισμό του, είναι απολύτως ανήθικα πολιτικά. Ειδικά η συνεχιζόμενη προμήθεια όπλων καταστροφής στο Ισραήλ και η προστασία του στους διεθνείς θεσμούς, κάτι που βρίσκει σύμφωνα και τα δύο κόμματα στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι στιγμής, βλάπτει το κύρος της αμερικανικής κυβέρνησης. Ειδικά όσο οι υποσχέσεις του Μπάιντεν ή οι προβλέψεις του για συμφωνία για προσωρινή εκεχειρία, που ανακοίνωσε τρώγοντας παγωτό, δεν υλοποιούνται. Δεν είναι σε θέση να περιορίσει τον Νετανιάχου, παρότι υποδέχθηκε τον Μπένι Γκαντζ, ώστε να επηρεάσει τις ισραηλινές τάσεις, και να εξυπηρετήσει την αμερικανική εξωτερική πολιτική στην περιοχή μας, και τίποτα άλλο: ο Γκαντς είναι κοντύτερα στο αμερικανικό όραμα για την περιοχή και τις αναπτυξιακές της τάσεις.
Όσο για τη ομιλία Μπάιντεν περί της επίθεσης της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, την οποία θεωρεί απειλή για τη δημοκρατία στη Δύση, φαίνεται ότι έχει ξεχάσει τον ρόλο που έπαιξε η CIA, σε συνεργασία με τους Μπαντερικούς ναζί, στην υλοποίηση του πραξικοπήματος, κατά της λαϊκής δημοκρατίας και της εκλεγμένης κυβέρνησης το 2014. Ο Μπαντέρα, τον οποίο τίμησε ο Ζελένσκι παρά τον θάνατό του το 1956, είναι Ουκρανός ναζί εγκληματίας πολέμου που ευθύνεται για την σφαγή 130.000 ανθρώπων, οι περισσότεροι Πολωνοί και Ουκρανοί, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι νεοναζί στην Ουκρανία και σε ορισμένες χώρες της πρώην Ανατολικής και ακόμη και της Δυτικής Ευρώπης αυξάνουν την παρουσία τους στην εξουσία και απολαμβάνουν την υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης όσο και του Ισραήλ, παρά το παράδοξο του αντισημιτισμού τους, που αποτελεί δικαιολογία για το Ισραήλ ώστε με κρατικά εργαλεία να καταστέλλει τους αντιπάλους του στην Ευρώπη. Ο σιωνισμός καταπολεμά τον αντισημιτισμό, αφού ο τελευταίος είναι ουσιαστικά ευρωπαϊκό φαινόμενο, με συγκεκριμένες θρησκευτικές και κοινωνικοοικονομικές του πηγές. Η Ευρώπη χρησιμοποιεί τον αντισημιτισμό για να απαλλαγεί από το σύμπλεγμα της ενοχής, μεταφέροντας αυτή την ενοχή στον Άραβα της Ανατολής και τους Παλαιστίνιους .
Οι αρχές και η ηθική δεν ήταν ποτέ πρότυπο στην εξωτερική πολιτική. Οι πολιτικές του Μπάιντεν, και ακόμη και όλων των αμερικανικών κυβερνήσεων, δεν εξαρτώνται από αυτό που ορισμένοι αποκαλούν “δύο μέτρα και μέτρα”. Το μόνο κριτήριο είναι τα συμφέροντα. Αυτή η πολιτική περιλαμβάνει τον στενό έλεγχο των «συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών» επιβάλλοντας συνθήκες και, αν είναι δυνατόν, ελέγχοντας ολόκληρο το πολιτικό φάσμα σε αυτές τις συμμαχικές τους χώρες για να εξυπηρετηθούν τα βασικά στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως συμβαίνει τώρα με την προσπάθεια ελέγχου στις πολιτικές συνιστώσες του κατοχικού κράτους [του Ισραήλ], και, αφετέρου, με διαρκείς, σκληρές πιέσεις σε πολιτικές δυνάμεις των κρατών της περιοχής, αλλά και του παλαιστινιακού πολιτικού μας συστήματος για την αναγκαιότητα “ανανέωσης” των εθνικών αρχών, σχηματισμό τεχνοκρατικής κυβέρνησης ξένης προς τις πολιτικές δυνάμεις της ίδιας της Παλαιστίνης. Όμως η διακυβέρνησή της θα έπρεπε να αφορά μόνο την Παλαιστίνη και κανέναν άλλον.
Έχουμε τέτοια παραδείγματα, στο παρελθόν, σε κάποιες αραβικές χώρες στις οποίες υποβλήθηκαν οι αμερικάνικοι όροι, και ήταν συνδεδεμένες με την Παγκόσμια Τράπεζα ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δύο χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υπό αμερικανικό έλεγχο, στις πολιτικές τους διαστάσεις. Αποτέλεσμα, οι σημερινές μορφές εξάρτησης, εκ των οικονομικών δανείων. Στόχος, να ελεγχθούν όσο το δυνατόν πιο άμεσα τόσο οι κυβερνώντες όσο και οι δυνάμεις της «αντιπολίτευσης», ώστε να υιοθετήσουν πολιτικές σαφώς επιζήμιες για τους λαούς τους, κάτι που απαιτεί τον έλεγχο του βαθέος κράτους σε αυτές τις χώρες. Αρκεί να θυμηθούμε τη σχέση που συνέδεε τις ΗΠΑ και τις μυστικές υπηρεσίες τους, με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, που υπήρξε κόμμα αντιπολίτευσης σε ορισμένα αραβικά καθεστώτα, συνδεδεμένα με τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών, και υπέβαλαν αυτό που θα ονομαζόταν αραβική Άνοιξη, για την ανατροπή της έννοιας του εθνικού κράτους προς όφελος της ανωτερότητας του Ισραήλ στην περιοχή.
Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες δηλώνουν απροθυμία να επέμβουν στρατιωτικά στην περιοχή, μετά την αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν, σήμερα διατηρούν περισσότερες από 850 στρατιωτικές βάσεις σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής, που αποτελεί στρατηγικό σημείο. Τις διατηρεί και επεκτείνει, αφού πραγματοποίησε πραξικοπήματα διαφόρων ειδών σε όλες τις ηπείρους και διέπραξε σφαγές και πολέμους εξόντωσης με στόχο να επιβάλλει τις πολιτικές της στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Η ίδια πολιτική επιστρέφει σήμερα, με οικονομικές και άλλες ήπιες μεθόδους, χωρίς να παραμελεί τη στρατιωτική πτυχή, που εξακολουθούν να υιοθετούν οι Ηνωμένες Πολιτείες για να διατηρήσουν την ηγεμονία τους υπό το πρίσμα του σημερινού διεθνούς συστήματος, το οποίο οδεύει προς αλλαγή.
Η δημιουργία μιας στρατιάς πολλά υποσχόμενων «νεαρών ηγετών» που θα δημιουργηθούν σε ελίτ αμερικανικά πανεπιστήμια, αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες, διάφορες δεξαμενές σκέψης ή ακόμα και ΜΚΟ, είναι ένα από τα κύρια όπλα της μαλακής ισχύος. Είναι αυτονόητο ότι η μεταφορά αυτού του «ανανεωτικού υλικού» πραγματοποιείται σε συνεννόηση με κυρίαρχους τομείς των τοπικών χρηματοπιστωτικών και οικονομικών δυνάμεων σε αυτές τις χώρες, κάτι που μερικές φορές πραγματοποιείται υπό το όνομα μιας τεχνοκρατικής κυβέρνησης. Αυτό συνέβη στη Γαλλία, την Ελλάδα και την Κύπρο για να διασφαλιστεί ο έλεγχος των αμερικανικών οικονομικών δυνάμεων και των πολιτικών τους υπαλλήλων. Κάποιες από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες χρηματοδότησης και τραπεζών όπως η Golden Sachs, η Rothschild και άλλες παρόμοιες, αναλαμβάνουν τα ηνία της πολιτικής διακυβέρνησης σε αυτές και σε άλλες χώρες. Τώρα, όπως είπε κάποτε ένας από τους παλαιότερους έλληνες πολιτικούς, δεν υπάρχουν πολιτικοί ηγέτες στην Ευρώπη, υπάρχουν ανώτεροι εταιρικοί υπάλληλοι….
Οι αμερικανικές ανακοινώσεις συνήθως αντιφάσκουν, πάντα σε σχέση με τις πολιτικές συνιστώσες των κρατών που προσελκύουν το ενδιαφέρον τους. Σε μια εποχή που η αμερικανική κυβέρνηση ή το Κογκρέσο ανακοινώνουν μέτρα που σχετίζονται είτε με τις κυβερνήσεις είτε με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, υποβάλλοντας τους μεν ή τους δε σε καθεστώς κυρώσεων, παράλληλα διεξάγουν και διάλογο μαζί τους, υιοθετώντας τη μέθοδο του καρότου και του ραβδιού, για να επιβάλλουν την εφαρμογή των πολιτικών τους. Και, το στρατηγικό τους όραμα σε πολλές περιοχές του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής μας στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, έχει ως στόχο να τους επιτρέψει να κυβερνήσουν.
*πρώην πρέσβυς του Κράτους της Παλαιστίνης στην Αθήνα, συνιδρυτής του Προοδευτικού Φόρουμ για την Ελληνοπαλαιστινιακή Αλληλεγγύη