Υπάρχει άραγε, λογοτεχνική αφήγηση, υπάρχει περιγραφή της προσωπικής ζωής των ανθρώπων μακριά και έξω από την όσμωση – είτε των χαρακτήρων ενός μυθιστορήματος, είτε των αισθητικών στοιχείων, που συνθέτουν ένα έργο τέχνης- με τα μεγάλα ή μικρά ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα, που χώρεσαν μέσα τους τις ζωές εκείνων των ανθρώπων που τα έζησαν, είτε με την ενεργή είτε με την παθητική συμμετοχή τους σ’ αυτά;
- του Λευτέρη Τηλιγάδα |
| red line
«Η λογοτεχνία είναι η μνήμη μας», διάβασα πρόσφατα κάπου. Μια μνήμη που μας αφορά όλους είτε σε συλλογικό είτε σε ατομικό επίπεδο. Ποια μνήμη όμως; Η μνήμη των ιστορικών και κοινωνικών γεγονότων, η μνήμη των πολέμων και των συνθηκολογήσεων, η μνήμη των επαναστάσεων και της επικράτησής τους ή του εκφυλισμού των οραμάτων τους, έτσι όπως τα περιγραφεί η ιστορία; Σε καμία περίπτωση. Λογοτεχνία είναι η μνήμη του πάθους και της συγκίνησης των ανθρώπων. Όλα όσα ερωτευτήκαν ή μίσησαν, είδαν ή ονειρεύτηκαν έζησαν ή οραματίστηκαν μέσα στους απόλυτα ορισμένους χρόνους και χώρους, που καθόρισε η όποια διαδρομή τους μέσα στην απειροελάχιστη γεωγραφία του χώρου , η οποία εκτείνεται από τη γέννηση έως το θάνατό τους.
Θα αποτολμήσω να το αποδώσω με όρους φυσικής. Αν η καταγραφή της ταλάντωσης είναι η ιστορία του κόσμου μας, η λογοτεχνία είναι η διασταλτική περιγραφή κάθε μοναδικού σημείου της περιόδου αυτής της ταλάντωσης.
Αντιλαμβάνομαι τη χρησιμότητα της κατηγοροποίησης: ιστορικό μυθιστόρημα, κοινωνικό μυθιστόρημα, ερωτικό μυθιστόρημα… και ούτω καθ’ εξής. Σίγουρα εξυπηρετεί τη μεθοδολογική προσέγγιση, όσων ασχολούνται επαγγελματικά με τη λογοτεχνία, καθόλου όμως, τους λογοτέχνες και τους αναγνώστες. Το μόνο που θέλουν αυτοί είναι το έργο. Είναι «τα χρόνια ανάμεσα» και τα πρόσωπα που ζούνε το δικό τους μυθολογικό «σήμερα». Ο τρόπος με τον οποίο κινούνται μέσα στην καθημερινή τους ζωή. Ο τρόπος που βγάζουν το μεροκάματο, που φτιάχνουν τους φίλους και τους εχθρούς, που δρομολογούν τους στόχους και τις αγωνίες τους. Μόνο οι επιλογές τους κι ο χαρακτήρας τους ό,τι διαμορφώνει τη στάση τους μπροστά και μέσα στα ιστορικά γεγονότα του καιρού τους.
Δεν ξεκινήσαμε καλά όμως. Και δεν ξεκινήσαμε καλά, γιατί δεν ξεκινήσαμε από την αφήγηση, πάει να πει, από την ιστορία:
«[…] Ο Νικήτας άνοιξε το βήμα του στον χωμάτινο δρόμο που οδηγούσε στο Ντεπό, πίσω του η Καλαμαριά έρημη και μουντή, μια στήλη καπνού λικνιζόταν πάνω από το λοιμοκαθαρτήριο του Μικρού Καραμπουρνού και ένα μαύρο σύννεφο λοξοκοιτούσε απειλητικά προς τους εγγλέζικους συμμαχικούς θαλάμους, στο διάβα του συναντούσε απομεινάρια σιδηροδρομικών γραμμών, λείψανα πυροβόλων, σκασμένα λάστιχα αυτοκινήτων και τσαλακωμένα φτερά αεροπλάνων, προσπερνούσε μισογκρεμισμένα χαρακώματα και κομμένα συρματοπλέγματα, μια οσμή από ψοφίμι έφτασε στα ρουθούνια του, ένα σμήνος κοράκια σκύλευε το άψυχο σώμα ενός αλόγου και μια αγέλη αδέσποτων σκύλων πλησίαζε να διεκδικήσει το μερτικό της, πήρε τα μάτια του, μα το βλέμμα του δεν προχώρησε πέρα από σκουροπράσινα βαλτόνερα, καλαμιώνες και βούρλα, με το μυαλό του μόνο μπορούσε να ξεφύγει, πήρε τα πράγματα με τη σειρά, από την αρχή τους.

»Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις εικοσιδυό του Αυγούστου του ’82, την ίδια μέρα με τον καλύτερο παιδικό του φίλο, τον Δημήτρη, τον γιο του Γληνού του κρασέμπορα που είχε την ταβέρνα στην Μπέλα Βίστα, μεγάλωσαν μαζί παίζοντας ξυλίκι στα Γυαλάδικα και τσερνέκια στο Παραλλέλι και στο δημοτικό κάθονταν πάντα στο ίδιο θρανίο, αχώριστοι φίλοι στην εφηβεία τους επισκέπτονταν παρέα τα κακόφημα Χιώτικα και στα δεκαοκτώ τους αποφοίτησαν και οι δύο με άριστα από την Ευαγγελική Σχολή, μετά ο καθένας πήρε τον δρόμο του, ο Νικήτας στο Παρίσι, ο Δημήτρης στην Αθήνα, κάπου άκουσε πως πρόκοψε στα γράμματα, πως έγινε μεγάλος και τρανός.
»Με την επιστροφή του από την πόλη του φωτός τον περίμενε η επιχείρηση του πατέρα του, η σαπωνοποιία »Μουράτογλου και Υιός» και η Πολυάνθη, η ομορφότερη ελληνίδα νύφη της Σμύρνης, κόρη του ελαιοπαραγωγού Παρασκευόπουλου, από το λάδι βγαίνει το σαπούνι, έτσι ο Νικήτας έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά στο εργοστάσιο και στο κρεβάτι, διπλασίασε τις πωλήσεις και έσπειρε πέντε παιδιά, οι δύο πρώτες κόρες και εκεί που στην τρίτη εγκυμοσύνη ανέμενε τον διάδοχο, ήρθαν οι δίδυμες, μα ο Νικήτας δεν το έβαλε κάτω, το πέμπτο γεννήθηκε αγόρι, Θεόδωρος, Θεού δώρο, από τότε ούτε θυμάται τα βαφτιστικά των θυγατέρων του, μόνο της πρωτότοκης, Δάφνη, το όνομα της μάνας του.
»Κι έπειτα αποβιβάστηκαν τα ελληνικά στρατά, χαρά και περηφάνια, για τον Νικήτα κουμπωμένη, δεν τις πίστευε τις απότομες αλλαγές, τις επαναστάσεις που ξεφύτρωναν η μια μετά την άλλη σαν μόδα τελευταία, αγάλι αγάλι και φασούλι το φασούλι, με επιμονή και υπομονή έλεγε να προχωράς, όταν κατέρρευσε το μέτωπο και έφτασαν οι πρώτοι ρακένδυτοι και πεινασμένοι φαντάροι έδωσε τον οβολόν του, μα όταν κάποιοι από δαύτους τού πρόσφεραν προστασία στο εργοστάσιο για κάμποσες χρυσές λίρες – οι τούρκοι, λέει, θα του το κάψουν – τους κυνήγησε και ενημέρωσε το φρουραρχείο, τζάμπα κόπος, ο μοναδικός που πήρε το μέρος του ένας κουλοχέρης δεκανέας, θεσσαλονικιός. […]»
Λέγαμε προηγουμένως, ότι η λογοτεχνία είναι η μνήμη του κόσμου. Είναι μια μνήμη όμως που έχει το δικό της κώδικα έκφρασης. Κι αυτός ο κώδικας είναι ο λόγος. Η γλώσσα και η τέχνη της.
Μια πρόταση στο «Χρόνια ανάμεσα» είναι σχεδόν πάντα μία παράγραφος. Και μια παράγραφος μπορεί να είναι μία ή και μιάμιση σελίδα. Θέλει τέχνη, για να το κάνεις αυτό κι αυτή την τέχνη, ο Τσιράκης, αποδεικνύει ότι την γνωρίζει πολύ καλά.
Ο Βασίλης γράφει εικόνες, εικόνες γεμάτες, ξέχειλες από χρώματα, αναπνοές και ζωές ανθρώπων, χωρισμένες μεταξύ τους με κόμματα μόνο. Κανένα άλλο σημείο στίξης. Ένα συνεχές και αδιάσπαστο μοντάζ, των πλάνων μιας συνεχόμενης γραφής της κίνησης, το οποίο επιχειρεί και πετυχαίνει να δώσει στον γραπτό λόγο το ρυθμό του προφορικού. Ένας κινηματογραφικός λόγος που επιστρατεύει κάθε του δυνατότητα για να επικοινωνήσει την αδιάλειπτη ροή της πραγματικότητας των ηρώων του.

Τίποτα στην αφήγηση της ιστορίας δεν σου επιτρέπει την αμφισβήτησή της. Κι αυτό δεν είναι μόνο αποτέλεσμα αυτής της εξαιρετικά δουλεμένης ροής. Είναι ταυτόχρονα, και η αλληλουχία της διαλεκτικής των συγκρούσεων, που παράγει η καθημερινότητα των χαρακτήρων του μυθιστορήματος κάθε φορά που αυτή συναντά την αναγκαιότητα των καιρών και των καταστάσεων που αυτοί οι καιροί διαμορφώνουν. Ο Βασίλης παρακολουθεί και καταγράφει την πορεία των ηρώων του από την μικρασιατική καταστροφή μέχρι τον μεγάλο διωγμό των εβραίων το 1943 στη Θεσσαλονίκη, ζώντας και ο ίδιος την αγωνία του δικού τους κόσμου, όχι έξω από αυτόν, αλλά μέσα σ΄αυτόν.
Η βίαιη αλλαγή των συνόρων και η μετακίνηση πληθυσμών. Η συγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και η ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, η άνοδος του φασισμού, η δράση των εθνικιστικών συμμοριών και οι επιθέσεις τους στην εβραϊκή κοινότητα… Όλα αυτά δεν είναι απλά και μόνο στο φόντο της μυθοπλασίας του. Είναι αποκρυσταλωμένες πραγματικότητες μέσα στη συγγραφική του συνείδηση. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό μάλιστα, που σε καμία περίπτωση ο ίδιος, δεν μπορεί, ούτε τις χειραγωγήσει, ούτε να τις στοιχίσει μέσα σε μια ικανοποιητική για τον ίδιο διαδρομή ή ερμηνεία. Σε τόσο αξιόπιστα άλλωστε δομημένους χαρακτήρες, οι όποιες χειριστικές τεχνικές που μπορεί να εφεύρει ένας δημιουργός, για να οδηγήσει την ιστορία εκεί που ο ίδιος θέλει δεν μπορούν να τελεσφορήσουν.
Οι ήρωες του Τσιράκη ζουν τις δικές τους ζωές. Το μόνο που κάνει ο Βασίλης είναι να ακολουθεί τα ίχνη τους και να τις καταγράφει. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί οι ζωές των ηρώων του είναι γειωμένες στον κόπο και την αγωνία των γεγονότων της εποχής τους. Βρίσκονται καλά προστατευμένες κάτω από την πατίνα του χρόνου. ενός χρόνου, που έχει ακουμπήσει πάνω στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία μιας πόλης, που το πολιτιστικό και οικονομικό της μωσαϊκό κουβαλάει και μεταφέρει τις αναζητήσεις και την εμπειρία των ανθρώπων που την δημιούργησαν, την κατοίκησαν, την ανέτρεψαν ή την ταξίδεψαν.
Τα χρόνια ανάμεσα όμως, δεν είναι μόνο η Θεσσαλονίκη Είναι η Αθήνα, η Βαρκελώνη, η Οδησσός, η Μόσχα και η Σμύρνη. Είναι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο ισπανικός Εμφύλιος, η Οκτωβριανή Επανάσταση, το κραχ του ’29, η άνοδος του ναζισμού, η προσφυγιά…
Είναι επίσης η φτώχια, η σχέση της εξουσίας με τον πλούτο, η σχέση του έρωτα με την ομορφιά, η σχέση της ταπείνωσης με την ελπίδα… Είναι τελικά αυτό το απόλυτα ισορροπημένο fade (in και out) με το οποίο επιτυγχάνεται η όσμωση των προσώπων του μύθου με τα πρόσωπα της ιστορίας. Ο Γληνός, ο Βάρναλης, ο Χεμινγουέι, ο Καζαντζάκης, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πασαλίδης, ο Ζαχαριάδης, ο Κεμάλ Ατατούρκ… κι άλλοι πολλοί.
Δεν έψαξα ούτε μια στιγμή, κατά την ανάγνωση, να διερευνήσω, αν τα πραγματικά γεγονότα αυτού του μυθιστορήματος, έγιναν με τον τρόπο που τα περιγράφει ο Βασίλης στο μυθιστόρημα του. Δεν ήταν άλλωστε αυτό που με ενδιέφερε. Ξέρω όμως πολύ καλά, πως, αν δεν έγιναν έτσι, τότε ο τρόπος με τον οποίο έγιναν είναι λάθος.
«Ένα μυθιστόρημα δεν είναι ιστορία, είναι η ΑΛΗΘΙΝΗ ιστορία» είχε πει κάποτε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Αυτή την αληθινή ιστορία λοιπόν, του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα σας καλώ να διαβάσετε.