Στο βιβλίο του «Δικαιοσύνη, τι είναι το σωστό;», ο καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, Michael Sandel, μας λέει λίγα λόγια για το φαινόμενο της ξαπλώστρας στη Μύκονο. Βέβαια αντί για την ξαπλώστρα της Μυκόνου και το εμφιαλωμένο νερό των 7 ευρώ, μας περιγράφει κάποιο άλλο περιστατικό, λίγο πιο ακραίο, το οποίο διέπεται όμως από την ίδια ακριβώς φιλοσοφία του ελεύθερου καθορισμού των τιμών.
- Του Κώστα Λιανίδη | by: kollectinfo
To καλοκαίρι του 2004, μας υπενθυμίζει ο καθηγητής Sandel, o τυφώνας Charley σάρωσε τη Φλόριντα προκαλώντας τεράστια καταστροφή και στοιχίζοντας τη ζωή σε 22 ανθρώπους. Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι ζημιές που προκλήθηκαν άγγιξαν τα 11 εκατομμύρια δολάρια. Μέσα στο χάος που προκλήθηκε η ζήτηση για συγκεκριμένα προϊόντα και υπηρεσίες αυξήθηκε δραματικά οπότε .. σύμφωνα με το νόμο της ζήτησης και τις προσφοράς.. ένα πρατήριο καυσίμων στο Ορλάντο άρχισε να πουλάει icebags των δύο δολαρίων για δέκα δολάρια. Μια εταιρία επισκευών ζητούσε 23.000 δολάρια για να μετακινήσει δύο δέντρα από μια οροφή. Καταστήματα που πουλούσαν γεννήτριες των 250 δολαρίων, πλέον ζητούσαν 2.000 δολάρια για μια γεννήτρια. Μια ηλικιωμένη κυρία που προσπάθησε να αποφύγει τον τυφώνα αναζητώντας κατάλυμα σε ένα μοτέλ αναγκάστηκε να πληρώσει 160 δολάρια τη βραδιά για ένα δωμάτιο των 40 δολαρίων.
Πολλοί Αμερικανοί πολίτες εξοργίστηκαν τότε με τις αυξήσεις των τιμών. Την ίδια ώρα, οικονομολόγοι της «ελεύθερης αγοράς» έλεγαν πως δεν είχαμε να κάνουμε με κάτι περίεργο καθώς οι τιμές οι οποίες προέκυψαν απλά αντικατόπτριζαν τα επίπεδα στα οποία ήταν διατεθειμένοι να συμφωνήσουν αγοραστές και πωλητές ώστε να γίνει η ανταλλαγή. Δεν υπήρχε λοιπόν τίποτα το άδικο στις τιμές αυτές. Επρόκειτο απλά για ένα τυπικό μηχανισμό της αγοράς ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή. Πολλοί όμως έμειναν να αναρωτιούνται αν αυτός είναι ο σωστός τρόπος για να προσεγγίζει κανείς τέτοια φαινόμενα αισχροκέρδειας.
Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα που προκύπτουν όταν συναντάμε τέτοια περιστατικά, ο Michael Sandel θεωρεί πως πρέπει πρώτα να απαντήσουμε στο ερώτημα που αφορά τη Δικαιοσύνη. Η βασική θέση όσων υποστηρίζουν την «ελευθερία» της αγοράς έχει να κάνει με δύο πράγματα: (1) Με το επιχείρημα ότι οι αγορές προωθούν την ευημερία στις κοινωνίες. Η βασική αιτιολογία για το επιχείρημα αυτό έχει να κάνει με το ότι η «ελευθερία» των αγορών προσφέρει τα κίνητρα στους ανθρώπους να εργαστούν σκληρά έτσι ώστε να παρέχουν τα αγαθά που οι άλλοι έχουν ανάγκη. Κάτι τέτοιο έχει ως αποτέλεσμα την ευημερία της κοινωνίας συνολικά. (2) Οι αγορές σέβονται την ατομική ελευθερία. Αντί να θέτει δηλαδή κάποιος (το κράτος προφανώς) συγκεκριμένες αξίες για αγαθά και υπηρεσίες, αφήνει τους ίδιους τους πολίτες να αποφασίσουν τι αξία θα έχουν τα αγαθά και οι υπηρεσίες αυτές.
Τα αντεπιχειρήματα των κοινοτιστών (της σχολής σκέψης της οποίας ένας από τους εκπροσώπους είναι και ο Michael Sandel. Θα εξηγηθεί παρακάτω..) σε αυτές τις θέσεις είναι τα εξής: (1) H ευημερία της κοινωνίας δεν προωθείται με τέτοια φαινόμενα αισχροκέρδειας ειδικά σε συνθήκες ανάγκης. Ακόμα κι αν οι υψηλές τιμές παρέχουν .. κίνητρα για προσφορά αγαθών, κάτι τέτοιο θα πρέπει να σταθμιστεί με το βάρος το οποίο οι υψηλές τιμές φορτώνουν στους ώμους εκείνων που δε μπορούν να ανταποκριθούν. (2) Η «ελεύθερη» αγορά δεν είναι και τόσο «ελεύθερη». Δύο πλευρές που διαπραγματεύονται θα πρέπει να είναι ισότιμες για να χαρακτηριστεί η συμφωνία τους «ελεύθερη». Σε περιπτώσεις ανάγκης ή σε περιπτώσεις όπου η μία πλευρά δε διαθέτει εναλλακτικές, τότε δε μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία αλλά για εκβιασμό. Μέχρι εδώ δυσκολευόμαστε να δούμε κάποιο πρόβλημα με τις ξαπλώστρες στην Ψαρού, καθώς δε θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει είδος πρώτης ανάγκης σε περίπτωση κρίσης. Βέβαια το πρόβλημα δεν είναι η Μύκονος αλλά το γενικότερο σκεπτικό και αυτό φαίνεται από το τελευταίο αντεπιχείρημα του Sandel και των communitarians. Oτι (3) μεγάλη μερίδα της κοινωνικής κατακραυγής όσον αφορά τα φαινόμενα αισχροκέρδειας και εκμετάλλευσης τα οποία επιτρέπει η «ελεύθερη» αγορά, δεν οφείλεται σε προβληματισμούς γύρω από την Ευημερία και την Ελευθερία αλλά έχει να κάνει με το συναίσθημα οργής απέναντι σε ανθρώπους που περιμένουν σαν τα κοράκια για να πλουτίσουν μέσα από την απόγνωση και την εκμετάλλευση των συνανθρώπων τους. Αντί οι άνθρωποι αυτοί να τιμωρηθούν, καταλήγουν να ανταμείβονται και κάτι τέτοιο, το οποίο εκτός από κατάφωρα άδικο είναι κι επικίνδυνο για την κοινωνία.
Το ντιμπέιτ μεταξύ φιλελεύθερων και κοινοτιστών είναι ίσως το πιο «μοδάτο» στις πολιτικές επιστήμες αυτή τη στιγμή, ειδικά στις ΗΠΑ. Σε μεγάλο βαθμό αυτό βέβαια οφείλεται στην πτώση του κομμουνισμού και στην αποδοχή του καπιταλιστικού συστήματος ως μονοδρόμου, οπότε η συζήτηση μοιραία, τα τελευταία χρόνια, μετατοπίστηκε στο «ως που επιτρέπεται να φτάνουν οι αγορές». Όπως είδαμε, οι φιλελεύθεροι εμμένουν στην ατομική ελευθερία ενώ οι κοινοτιστές, σαφώς επηρεασμένοι από την Αριστοτελική σκέψη, και με κύριους εκπροσώπους στοχαστές όπως οι Michael Sandel, Alisdair MacIntyre, Michael Walzer και Charles Taylor, υποστηρίζουν πως αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι οι ηθικές αξίες μιας κοινωνίας και η τελεολογία της όσον αφορά την αναζήτηση του «αγαθού». Οι φιλελεύθεροι θεωρούν πως κανένα κράτος δεν έχει δικαίωμα να ορίζει ποιο είναι το αγαθό αυτό και πως το κάθε άτομο θα πρέπει να είναι ελεύθερο να επιλέξει για τον εαυτό του. Η άλλη πλευρά με τη σειρά της υποστηρίζει πως με το να το κάνουν αυτό οι φιλελεύθεροι, αυτομάτως υποχρεώνουν τους πάντες να δεχτούν τη φιλελεύθερη περί αγαθού αντίληψη. Το να επιλέγει κανείς τους ηθικούς κανόνες με τους οποίους επιθυμεί να πορευθεί, καθιστά την ελευθερία αυτή, επιλογή που αφορά μια συγκεκριμένη άποψη.
H ξαπλώστρα στην Ψαρού της Μυκόνου λοιπόν δεν είναι πρόβλημα που πρέπει να διορθωθεί αλλά αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης αντίληψης σχετικά με τον τρόπο που μπορεί να λειτουργεί η αγορά και οι κοινωνίες των ανθρώπων. Και φυσικά πρόκειται για ένα από τα ακίνδυνα «αποτελέσματα» αυτής της αντίληψης καθώς το να λιαστεί κανείς στη συγκεκριμένη παραλία του συγκεκριμένου νησιού δεν είναι ούτε απαραίτητο, ούτε καν επιθυμητό από όλους. Ας φανταστούμε όμως αυτή την ωραία ελευθερία αύριο στις υπηρεσίες ύδρευσης, στην ενέργεια, την υγεία και γενικά στα ανελαστικά αγαθά τα οποία είναι απαραίτητα για όλους. Εκεί δεν πρέπει να μιλήσουμε για κοινή ωφέλεια; Δεν οφείλουμε να επικαλεστούμε το σκοπό της παροχής των αγαθών αυτών και την αναγκαιότητά τους; Δεν είναι σημαντική η ηθική διάσταση;
Ή μήπως πρέπει να αφήσουμε την «αγορά» να «αυτορρυθμιστεί», παράγοντας υπερκέρδη για τον ιδιώτη του οποίου τις ελευθερίες φοβόμαστε να μην παραβιάσουμε την ώρα που ουσιαστικά αποδεχόμαστε τη δική του περί αγαθού αντίληψη που –όπως πολύ εύστοχα περιέγραψε η Ρόζα Λούξεμπουργκ- αφορά την «ελευθερία της ελεύθερης αλεπούς στο κοτέτσι»;