Απολογισμός, γιατί μετά τη νίκη στις δημοτικές εκλογές του 2014 και την άσκηση δημοτικής εξουσίας από την παράταξή μας, ένας κύκλος έκλεισε. Απολογισμός σε πρώτο πρόσωπο, γιατί ο κύκλος που άνοιξαν στις αρχές του ΄80 η «Στροφή» και η «Ακροβασία» έδωσε την ευκαιρία να διανυθούν πολλές και διαφορετικές διαδρομές, να δοκιμαστούν αντίθετες απόψεις και πρακτικές.
Προσωπικά λοιπόν στα κοινά του Χαλανδρίου άρχισα να συμμετέχω ενεργά με τη συγκρότηση της «Αυτόνομης Αριστερής Συσπείρωσης στο Χαλάνδρι». Στο ιδρυτικό κείμενο της «Συσπείρωσης» («Να συναντηθούμε, συζητήσουμε, παρέμβουμε στο Χαλάνδρι και πέρα από αυτό»), το οποίο ήταν αποτέλεσμα συζητήσεων που κράτησαν ένα χρόνο και συνέταξε ο Θ. Αλεξίου, υποστηρίζαμε ότι «Η Τοπική Αυτοδιοίκηση αποτελεί πλέον τμήμα του κρατικού μηχανισμού και οργανικό στοιχείο λειτουργιών του», τονίζαμε την «ανάγκη μιας αντίπαλης κίνησης με εξωτερική σχέση προς το κράτος» και προσθέταμε: «Παραμένουμε εκτός του Κράτους και των θεσμών του. Όχι μόνο, γιατί η συμμετοχή σε συνδιαχειριστικά ή συνδιοικητικά όργανα γίνεται ‘κεκλεισμένων των θυρών’, όχι μόνο γιατί μια τέτοια κίνηση πρέπει να είναι ανταγωνιστική προς το κράτος, αλλά και γιατί στον ιδιαίτερα αρνητικό τωρινό συσχετισμό, η οποιαδήποτε συμμετοχή οδηγεί στην ενσωμάτωση ή τη διάλυση».
Η «Συσπείρωση» καλούσε σε «ένα κίνημα, που αρνούμενο το διαχωρισμό σε πολίτες ψηφοφόρους και επαγγελματίες πολιτικούς, θα αναζητήσει την πραγματική σύνδεση των κοινωνικών αντιστάσεων με την πολιτική, έξω από το κράτος και τους θεσμούς του».
Με αυτές τις απόψεις ασκήσαμε πολιτική για πάνω από μια δεκαετία. Να θυμίσω ότι το 2006 η «Αντίσταση με τους πολίτες του Χαλανδρίου» υποστήριζε ότι: «…Για μας η παρέμβαση στους θεσμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης υπαγορεύεται αποκλειστικά από τις ανάγκες και τη δυναμική της ανάπτυξης και της πολιτικοποίησης των κινημάτων της πόλης. Η δική μας συμμετοχή στις εκλογές έχει ακριβώς αυτό το στόχο».
Ακόμα και το 2006, δεν δηλώναμε απλώς την αντίθεσή μας «με το μοντέλο που κυριαρχεί σήμερα στην τοπική αυτοδιοίκηση, αυτό της παντοδυναμίας του δημάρχου», αλλά νιώθαμε την ανάγκη να απολογηθούμε για την επιλογή επικεφαλής (υποψήφιου δημάρχου) αναφέροντας ότι είναι υποχρεωτική από το νόμο. Η ιδέα μάλιστα του συμμετοχικού προϋπολογισμού απορρίφθηκε ως συνδιαχειριστική από την πλευρά της «Συσπείρωσης» και έτσι δεν περιελήφθηκε στο πρόγραμμα της δημοτικής συνεργασίας.
Όλα αυτά δεν μαλλιοτραβιούνται με τη διεκδίκηση και την ανάληψη της δημοτικής αρχής; Στην πραγματικότητα, το ζήτημα είναι τι ακριβώς εννοούμε «πολιτική έξω από το κράτος και τους θεσμούς του». Με αυτή την «αντιθεσμική» τοποθέτηση ερχόμαστε να αποδώσουμε προτεραιότητα στο κοινωνικό, στην παρέμβαση από τα κάτω, να δηλώσουμε την ασυμβίβαστη εναντίωσή μας στην εξουσία της πολιτείας, τη βούλησή μας να ασκήσουμε πάνω στην πολιτεία την εξουσία των πολιτών. Προφανώς και δεν αγνοούμε ότι κάθε πολιτική και κοινωνική πρακτική αναγκαστικά βρίσκεται σε μια σχέση με την πολιτεία και πολύ περισσότερο ότι όσον αφορά το βιοπολιτικό κράτος, το κράτος με την ευρύτερη έννοια (κράτος= ιδιωτική + πολιτική κοινωνία), δεν υπάρχει έξω, αλλά μόνο σχέσεις αποκλεισμού/συμπερίληψης. Αρνητικά, την ορθότητα της «αντιθεσμικής» άποψης αποδεικνύει η παραγωγή «φυσικώ τω τρόπω» και σε όλα τα επίπεδα της ανικανότητας από τη σημερινή κυβερνώσα αριστερά. Επί δεκαετίες φυτοζωούσε στο περιθώριο των κρατικών θεσμών, αντί να κρατήσει τις αποστάσεις της από το κράτος, προκειμένου να επιδοθεί σε πρακτικές κοινωνικής οικοδόμησης (στις οποίες και αποκτούνται οι κοινωνικές δεξιότητες). Δυστυχώς, η άποψη της «Συσπείρωσης» ήταν εξαιρετικά μειοψηφική σε μια αριστερά που σε όλες της τις εκδοχές ετεροκαθοριζόταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από την πολιτική εξουσία. Η «Συσπείρωση» δεν απέκλειε το ζήτημα της δημοτικής εξουσίας, προσπαθούσε –όχι πάντα με επιτυχία– να το δει υπό την οπτική του κοινωνικού, των κινημάτων.
Το κλειδί είναι λοιπόν τα κοινωνικά κινήματα, οι κινήσεις των πολιτών, η αυτό-οργάνωση από τα κάτω, αλλά και από την άλλη ένας ευρύτερος κοινωνικός συσχετισμός δυνάμεων που δίνει κάθε φορά τα όρια των συγκεκριμένων πολιτικών παρεμβάσεων και τη (σωστή) σχέση εντός/εκτός θεσμών. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον τελευταίο λόγο, η «Συσπείρωση» στις διακηρύξεις και προπάντων στην πρακτική της δεν ήταν ποτέ μια δημοτική, αλλά μια ανεξάρτητη κοινωνικό-πολιτική συλλογικότητα. (Γράφαμε στο ιδρυτικό μας κείμενο: «Είμαστε αντίθετοι στα αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα, αλλά και σε αυτά της ρεφορμιστικής αριστεράς. Το πρόγραμμά τους συνοψίζεται σε αλλαγές που δεν θίγουν την ουσία του κοινωνικού συστήματος. Η πολιτικήτους,τυπικά κοινοβουλευτική, βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τα μαζικά κοινωνικά κινήματα»).
Η «Συσπείρωση» αναδείχθηκε σε ένα μικρό, αλλά υπολογίσιμο κοινωνικό δρώντα μέσα από τις κινητοποιήσεις εναντίον των μεγάλων έργων, οι οποίες στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 έδωσαν λαϊκές συνελεύσεις, επιτροπές αγώνα, συλλόγους γειτονιάς, παντού σε ολόκληρο το Χαλάνδρι, σε μια ένταση που ποτέ δεν ξεπεράστηκε έκτοτε. Μέσα από τα ίδια κινήματα, όμως, ένας άλλος συνδυασμός εκείνος του Γρηγόρη Γυφτόπουλου –ΚΚΕ έφτασε σε απόσταση αναπνοής από τη δημοτική εξουσία. Η παράταξή μας (ο συνδυασμός «Αντίσταση στο Χαλάνδρι») αφού (σωστά) πήρε μέρος στον πρώτο γύρο των εκλογών, όφειλε στο δεύτερο να στηρίξει με όλες της τις δυνάμεις το συνδυασμό Γυφτόπουλου-ΚΚΕ δηλώνοντας μάλιστα εκ των προτέρων – για να μείνει συνεπής με τις τότε διακηρύξεις της – ότι δε θα έπαιρνε μέρος στη διοίκηση Γυφτόπουλου. Δεν το έκανε, η «Αντίσταση» άσκησε διμέτωπη πολεμική με επιχειρήματα εναντίον του Γυφτόπουλου που σήμερα πάντως έχουν ένα νέο ενδιαφέρον («αρνούμαστε την εκχώρηση της πάλης μας σε υποψήφιους δημάρχους-σωτήρες, γι’ αυτό αρνούμαστε την προσωποκεντρική προεκλογική εκστρατεία», από την εκλογική διακήρυξη του 2002). Πρόκειται αναμφίβολα για το προπατορικό μας αμάρτημα, την «αριστερίστικη» παρέκκλιση που προετοίμασε τη «δεξιά» στροφή τα επόμενα χρόνια.
Η «Αντίσταση με τους πολίτες του Χαλανδρίου», στην οποία διασώθηκε για κάμποσο καιρό το πολιτικό κεκτημένο της «Συσπείρωσης», ήταν πρώτα απ΄όλα μια επανασύνδεση συντρόφων που είχαν μια κοινή διαδρομή τη δεκαετία του ’80 (περιοδικό «Ακροβασία» κ.ά.) και έγινε δυνατή, χάρη στο νέο τοπίο που δημιούργησε στην αριστερά η εμπνευσμένη ηγεσία Αλαβάνου. Η νέα παράταξη αναπτύχθηκε στο κενό που άφησε ο θάνατος του Γ. Γυφτόπουλου με δεδομένη την αδυναμία των τοπικών στελεχών του ΚΚΕ να το καλύψουν, λόγω των περιορισμών στις κινήσεις που τους επέβαλε η σεχταριστική αναδίπλωση του ΚΚΕ. Τα επόμενα χρόνια η παράταξη έγινε πιο «δημοτική», το παλαιότερο «αριστερίστικο» ύφος άρχισε να σπανίζει, οι συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες επεξεργασίες πολλαπλασιάστηκαν και δεν αρκούμασταν πλέον σε επιμέρους διεκδικήσεις ή προτάσεις στο τοπικό κράτος, αλλά αρχίσαμε να μιλάμε για ένα «διαφορετικό δήμο» και να περιγράφουμε το «τι είδους δήμο χρειαζόμαστε».Ταυτόχρονα, όμως, πήραμε μέρος στο πλευρό της «κατάληψης Πραπόπουλου» στον Δεκέμβρη του 2008 και παίξαμε πρωταγωνιστικό ρόλο στο να έρθει το κίνημα των πλατειών στο Χαλάνδρι.
Το σύνθημα «να πάρουμε το Δήμο», που τέθηκε στα τέλη του 2013-αρχές του 2014 δεν έβγαινε ούτε από τη δυναμική των κινημάτων των κατοίκων (όπως την εποχή του Γυφτόπουλου), ούτε καν από τη δυναμική της παράταξης. Επρόκειτο για μια ευκαιρία που έδινε η πολυδιάσπαση των άλλων παρατάξεων, η χρόνια κακοδιοίκηση που είχε ως αποτέλεσμα μια αισθητή απόκλιση της κατάστασης του Δήμου Χαλανδρίου από εκείνες των γύρω του Δήμων και προπάντων για το κλίμα που υπήρχε μέσα στην κοινωνία μετά τη θηριώδη καταστολή της διαδήλωσης της 12ης Φεβρουαρίου 2012: τα κινήματα έχουν νικηθεί και περιέλθει σε αδιέξοδο, χρειάζεται μια κυβέρνηση της αριστεράς. Έτσι λοιπόν η παράταξη, μπαίνοντας σε τροχιά διεκδίκησης του Δήμου, είχε συνδέσει τις τύχες της με εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ και το χρίσμα ήρθε να επισφραγίσει μια σχέση που είχε ήδη βάθος και δυστυχώς πλέον αναγκαιότητα. Το διακύβευμα ήταν όχι μόνο η αυτονομία, αλλά η ίδια η υπόσταση της παράταξης. Τα πρώτα σημάδια φάνηκαν ήδη από την προεκλογική εκστρατεία και με την ανάληψη της διοίκησης, η παράταξη φάνηκε ανίκανη να διαχειριστεί τον αναπόφευκτο έτσι ή αλλιώς για ένα διάστημα διχασμό ανάμεσα στα επαγγελματικά πλέον στελέχη της και τα υπόλοιπα μέλη. Μέσα από σφοδρότατες συγκρούσεις που ξεκίνησαν πριν την εκλογική νίκη, σήμερα πλέον η παράταξη τείνει να ταυτιστεί με τη διοίκηση του Δήμου, ενώ είναι δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στη διοίκηση του Δήμου και εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ. Έκλεισε λοιπόν ο κύκλος που άνοιξε στις αρχές της δεκαετίας του 1980; Στην απάντηση νομίζω ότι πρέπει να πάρουμε υπόψη τα εξής σημεία:
- Ανεξάρτητα από τα πρόσωπα, το χάσμα ανάμεσα στα επαγγελματικά στελέχη και τα μέλη της παράταξης θα υφίστατο σε κάθε περίπτωση και μάλιστα τόσο μεγαλύτερο όσο πιο αποδιοργανωμένοι είναι οι δημοτικοί μηχανισμοί – η άμεση δημοκρατία μπορεί να εφαρμοστεί πολύ ευκολότερα στους γερμανικούς δήμους, που είναι μικρών διαστάσεων και λειτουργικοί, παρά στους ελληνικούς. Μόνο σε καλά οργανωμένους δήμους, ο εντεταλμένος (από τη συνέλευση, από τους εκλογείς) πολίτης μπορεί να ασκήσει τον έλεγχο στον ελεύθερό του χρόνο, χωρίς να χρειάζεται να είναι ο ίδιος επαγγελματίας. Η αυτό-υπέρβαση της δημοτικής αρχής σε ένα κινηματικό και ανοικτό εργαστήρι παρεμβάσεων και θεσμικών δημιουργιών είναι μια μακρινή και δύσκολη προοπτική. Κινούμαστε όμως σε μια τέτοια κατεύθυνση; Εντάξει, σύμφωνοι, δεν ξεκινήσαμε με τον καλύτερο τρόπο – απουσία κινήματος, η ανάληψη της διοίκησης δεν είχε ωριμάσει εσωτερικά μέσα στην παράταξη, η παράταξη δεν ήταν έτοιμη να την αναλάβει με τον δικό της τρόπο. Τι όμως επικρατεί σήμερα, δυο χρόνια μετά στο Δήμο, η τάση να μοιράζεται η εξουσία προς τα κάτω ή να συγκεντρώνεται προς τα πάνω; Εάν ο στόχος μας είναι ο κάθε μάγειρας ή καθαρίστρια να είναι σε θέση να κυβερνήσει το κράτος, πώς συνάδει αυτό με την επίκληση του διευθυντικού δικαιώματος σε εργαζόμενους ή μέλη της παράταξης;
- Η σημερινή διοίκηση του Δήμου, επειδή αποτελείται από ανθρώπους που προέρχονται από τα κινήματα, είναι πιο αποτελεσματική από τους προκατόχους της και φαίνεται ότι έχει κερδίσει την επιδοκιμασία των κατοίκων. Κινούμενη μέσα στο ίδιο ρεύμα άρπαξε την ευκαιρία – όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ τη δική του – αλλά αποδείχθηκε πολύ πιο έτοιμη να διαχειριστεί το δήμο απ’ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τη χώρα. Έχοντας την αμέριστη υποστήριξη της κυβέρνησης, όχι μόνο μπορεί να υλοποιήσει ένα μεγάλο μέρος των αιτημάτων ή των προτάσεων που είχαμε διατυπώσει τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και να δρομολογήσει την επίλυση ζητημάτων που ταλανίζουν το Χαλάνδρι εδώ και πολλές δεκαετίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία –με τα τρέχοντα κριτήρια–είναι μια πολύ επιτυχημένη διοίκηση.
Αφού λάβουμε υπόψη μας τα προηγούμενα, ώστε να έχουμε το συνολικό κάδρο μπροστά στα μάτια μας, μπορούμε ναπούμε με βεβαιότητα ότι μια ολόκληρη εποχή –εκείνη της «Ακροβασίας», της «Κοκκινοσκουφίτσας», της «Συσπείρωσης» και του «Χώρου Διαλόγου Αβέρωφ 7Α»– έχει τελειώσει. Δεν αρνιέμαι ότι μετά το κίνημα των πλατειών και στο Χαλάνδρι επίσης η κατάσταση έχει περιέλθει σε αδιέξοδο. Σε τέτοιες περιστάσεις, πράγματι, μια μικρή ομάδα αποφασισμένων και ικανών ανθρώπων, δρώντας έξω από τους κανόνες, μπορεί να βρει διεξόδους εκεί που φαίνεται ότι δεν υπάρχουν. Κάναμε μια συμφωνία με το διάβολο. Κερδίσαμε, αλλά το τίμημα της επιτυχίας (ποιών άραγε;) είναι να ρουφήξει το δίκτυο εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ την παράταξη. Ποιος είναι η οργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ στο Χαλάνδρι; Η πραγματική οργάνωση, όχι η τυπική, που έχει υποβιβαστεί σε λέσχη φίλων του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν ο Τσίπρας είχε σεβαστεί την απόφαση του λαού στο δημοψήφισμα, ίσως το στοίχημα της αριστερής δημαρχίας στο Χαλάνδρι είχε πάρει διαφορετική τροπή τροφοδοτούμενο από την αγωνιστική έξαρση και τον λαϊκό ενθουσιασμό, ίσως μπορούσαμε να συνεχίσουμε να είμαστε ο εαυτός μας. Δεν την σεβάστηκε όμως και εδώ και ενάμισι χρόνο η κυβέρνησή του εφαρμόζει όσα οι προηγούμενοι δεν είχαν τολμήσει ή δεν είχαν καν διανοηθεί να εφαρμόσουν.
Σύντροφοι, το νήμα έχει κοπεί, αλλά ίσως προλαβαίνουμε ακόμη να το ξαναπιάσουμε. Προϋπόθεση αναγκαία, αν και όχι ικανή, είναι να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο με το ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα, καθώς κλείνει ο κύκλος –για τη χώρα, την αριστερά ή σ’ εμάς στο Χαλάνδρι– μετά από μια συντριπτική ήττα με ανυπολόγιστες ακόμα συνέπειες, φαίνεται ότι γυρίζουμε πάλι πίσω στην αρχή. Καλούμαστε να πάρουμε μέρος με μια μακροχρόνια περίοδο κοινωνικής ανασυγκρότησης που συντελείται κατά βάση «εξωθεσμικά» σε απόσταση από την πολιτεία και τους θεσμούς της. Το ιδρυτικό κείμενο της «Συσπείρωσης» («στον ιδιαίτερα αρνητικό τωρινό συσχετισμό δύναμης η οποιαδήποτε συμμετοχή οδηγεί στην ενσωμάτωση ή στη διάλυση») γίνεται λοιπόν ξανά επίκαιρο!
Μπορούμε να επινοήσουμε ένα ρόλο σ΄αυτό το εγχείρημα, που ίσως κρατήσει πάνω από μια γενιά, για την αριστερή δημαρχία στο Χαλάνδρι; Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που θα άξιζε να το συζητήσουμε.
Προηγείται να κοπούν οι γέφυρες με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλιώς η όποια συζήτηση θα είναι απάτη.
Όσο με αφορά, δεν υπάρχει κανένας δισταγμός ως προς την απάντησή μου στο δίλημμα:
μια πόλη με άψογες υποδομές / μια ελεύθερη χώρα.
28-10-2016