Η Δεξιά δεν ξεχνά για τι είναι ικανός ο λαός

Η Δεξιά δεν ξεχνά για τι είναι ικανός ο λαός

  • |

Η φετινή επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στις 17 του Νοέμβρη συμπίπτει με εξαιρετικά κρίσιμες και σκοτεινές ώρες για την Ελλάδα. Η χώρα πλήττεται από την πανδημία του κορονοϊού και την αναλγησία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η κοινωνία καταστρέφεται από τα τυφλά και στα κουτουρού λοκντάουν, όταν την ίδια στιγμή στοχοποιείται και βάλλεται από την κυβέρνηση που μεταθέτει τις ευθύνες διαχείρισης και αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης αποκλειστικά και μόνο στις πλάτες των πολιτών ή όσων επιμέρους ομάδων έχουν υποδειχθεί εκ των προτέρων ως “απείθαρχες” στα απαγορευτικά μέτρα και επομένως “ένοχες” για την εξάπλωση και την επιμονή του ιού στην κοινότητα – κυρίως οι νέοι έχουν ακούσει τα σχολιανά τους από τα θεωρητικώς αρμόδια και στην πράξη εντελώς ανεύθυνα και ανίκανα χείλη.

Το Πολυτεχνείο ήταν καταρχάς μια νεολαιίστικη εξέγερση, φυσική συνέχεια μα και ποιοτική έκρηξη της δυναμικής και συγκρουσιακής δεκαετίας του 1960 που είχε πυρπολήσει τον κόσμο, εξέγερση στην οποία η Δεξιά στην Ελλάδα είχε πάντα δυσανεξία και επεδείκνυε εχθρική στάση και όχι μόνο επειδή αυτή στράφηκε ενάντια σε ένα δικτατορικό καθεστώς που στα συστατικά του στοιχεία ήταν σάρκα από τη σάρκα της μετεμφυλιακής (ακρο)δεξιάς, της στρατιωτικά νικήτριας του πολέμου στον Γράμμο και το Βίτσι. Ας το θυμηθούμε: όλα τα κορυφαία στελέχη της χούντας και όχι μόνο οι “πρωταίτιοι” ήταν στρατιωτικοί με καριέρα στον Εμφύλιο – από τον Δημήτριο Ιωαννίδη που ήταν αρχιβασανιστής στη Μακρόνησο και τον Στυλιανό Παττακό που ήταν ίλαρχος στα τανκς τα οποία ανακαταλάμβαναν το Καρπενήσι από τους αντάρτες του καπετάν Γιώτη έως τον Οδυσσέα Αγγελή που ήταν ταγματάρχης στο πυροβολικό, το οποίο σφυροκοπούσε τα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και τον Γεώργιο Παπαδόπουλο που ήταν “επιτελικός”.

Η εξέγερση στο Πολυτεχνείο είχε ανοίξει χαραμάδες ελευθερίας και αμφισβήτησης σε ένα τείχος ολοκληρωτισμού, σκοταδισμού και καχεκτικών ή υπό προθεσμία και αίρεση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων που ούτε η προδικτατορική Δεξιά του Εθνικού Συναγερμού και της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης μπορούσε να ανεχθεί. “Η οκταετία του Καραμανλή, χειρότερη και από χούντα”, έλεγαν για χρόνια στα καφενεία της “άλλης” πλευράς, όταν θυμούνταν τα βάσανα και τις διώξεις από τα Τάγματα Εθνικής Ασφαλείας, τους χωροφύλακες και τους καταδότες συντάκτες των φακέλων κοινωνικών φρονημάτων.

Σε ένα μεγάλο βαθμό, την ίδια στάση θα κρατούσαν και στελέχη από το άθροισμα προυχόντων και κομματαρχών που συναποτέλεσαν την Ένωση Κέντρου κάτω από την ηγεσία του Γεώργιου Παπανδρέου. Για τη μεν ανανεωτική Αριστερά του “εσωτερικού”, ειδικά εκείνη που συνέχιζε να τρέφει φρούδες ελπίδες για μια δημοκρατική ομαλότητα που θα μπορούσε να “ταράξει στη νομιμότητα” (η φράση ανήκει στον Ηλία Ηλιού) τους αντιπάλους της, τι να πει και τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Και μόνο το γεγονός ότι προσπαθούσε να τυπώσει φύλλα της “Αυγής” με τίτλο “Γιατί στην Ελλάδα δεν θα γίνει δικτατορία” και με ημερομηνία 21 Απριλίου 1967, τα λέει όλα – και ως προς τη διορατικότητα και ως προς τη στοχοπροσήλωση και ως προς την αναλυτική της ικανότητα. Για τη δε κομμουνιστική Αριστερά του “εξωτερικού”, τα εναπομείναντα σε παλιά αρχεία φύλλα της “Πανσπουδαστικής” με αριθμό 8, που κυκλοφόρησαν παράνομα μετά το Πολυτεχνείο, αποτελούν μια διαρκή και ιστορική καταισχύνη για “τους 300 προβοκάτορες” της Νομικής και της οδού Σόλωνος και την ανήθικη επίθεση στον Διονύση Μαυρογένη.

Το Πολυτεχνείο έγινε καρφί στα μάτια πολλών αν όχι όλων των δεξιών που δεν έχαναν από τότε ευκαιρία να “αμφισβητήσουν”, να “περιγελάσουν”, να υποτιμήσουν και να ποινικοποιήσουν το γεγονός.

Αλλά, η Δεξιά ήταν εκείνη που με το Πολυτεχνείο έχασε εντελώς τη γη κάτω από τα πόδια της.

Η ίδια Δεξιά, πολιτική, οικονομική και εκδοτική, που μετά την αποστασία του καλοκαιριού του 1965, την οποία ενορχήστρωσε ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αναζητούσε “έναν πρόθυμο λοχία” για να την απαλλάξει “οριστικά” από τους Παπανδρέου – Γεώργιο και Ανδρέα. Μάλιστα απηύθυνε αυτές τις εκκλήσεις της προς τα Ανάκτορα του Κωνσταντίνου και της Φρειδερίκης από τις στήλες της “Καθημερινής”, άλλο αν μετά και επειδή το πραξικόπημα των μικρών συνταγματαρχών πρόλαβε τη χούντα των μεγάλων στρατηγών, έκλεισε η εφημερίδα, που αναζήτησε όψιμες “αντιστασιακές” δάφνες.

Αργότερα, η ίδια Δεξιά έβαζε πλάτη στις ενέργειες του Κωνσταντίνου Καραμανλή όχι να οικειοποιηθεί αλλά να αφυδατώσει και να “εξαφανίσει” το Πολυτεχνείο, προκηρύσσοντας τις πρώτες εκλογές μετά την πτώση της χούντας, ακριβώς πάνω στην πρώτη επέτειο, την Κυριακή 17 Νοεμβρίου 1974. Για να βρει και το πάγια πρόθυμο κεφάλαιο μουσικο-πολιτικής υποστήριξης που απευθύνεται μονίμως σε ένα θολό και μίζερο εθνικό ακροατήριο από τον αιώνια αδιόρθωτο Μίκη του “Καραμανλής ή τανκς”.

Με την αποχουντοποίηση που (δεν) έγινε, ο Καραμανλής κράτησε εν μέρει και ορισμένα “τανκς” ως χρήσιμες, συστημικές εφεδρείες, στον στρατό, στον κρατικό μηχανισμό, στα πανεπιστήμια, για να έχει φτάσει, για παράδειγμα, σήμερα η Ελλάδα στο σημείο ως “εθνικός γλωσσολόγος” της να εμφανίζεται ένας άνθρωπος που έχτισε καριέρα λεξικογράφου και διαφωτιστή των φαντάρων στους στρατώνες με την υποστήριξη και τα κονδύλια της χούντας. Το ίδιο, φυσικά, συνέβη και στον εκδοτικό ή δημοσιογραφικό χώρο – συντάκτες και επιφυλλιδογράφοι ακόμη και σε “αριστερές” εφημερίδες και ιστοσελίδες είναι άνθρωποι που έκαναν σπουδές στο Παρίσι ή το Λονδίνο και σταδιοδρομούσαν ως καταδότες της χούντας ανάμεσα στους Έλληνες φοιτητές και μετανάστες που τους είχαν απομονώσει και εξοβελίσει από τις συντροφιές τους.

Το Πολυτεχνείο έθαψε τις μεθοδεύσεις και τα σχέδια της Δεξιάς στην Ελλάδα για μια στρατοκρατικά ελεγχόμενη ψευδοδημοκρατία στην οποία κυρίαρχο ρόλο θα είχαν στο προσκήνιο ο στρατός, η Αστυνομία Πόλεων, η Γενική Ασφάλεια και η Χωροφυλακή και στο παρασκήνιο όλοι εκείνοι οι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες που είχαν κεφαλαιοποιήσει υπερκέρδη από την επταετία της χούντας.

Το “πείραμα” της διαβόητης φιλελευθεροποίησης με πρωθυπουργό τον “πίθηκο” (αυτό ήταν το παρατσούκλι του στα σαλόνια του Κολωνακίου) Σπύρο Μαρκεζίνη ήταν μια βασιλική οδός οριστικής διάλυσης και συντριβής της “χαμένης άνοιξης”, πολιτικής, πολιτιστικής, κοινωνικής που είχε ελάχιστα ανασάνει πριν τον Απρίλη του 1967. Άξονας των “πειραματισμών” ήταν οι περιβόητες προβλέψεις για μια “ανεκτική” προεδρία της δημοκρατίας στην οποία θα παρέμενε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος έως το 1981, όταν και αν ο εν λόγω “πρόεδρος” θα παρέδιδε τα ηνία σε μία αμιγώς πολιτική διακυβέρνηση και εφόσον οι Έλληνες αναπλάθονταν “νοητικώς” αποδεχόμενοι πλήρως πως “όστις είναι Έλλην δεν ημπορεί να πιστεύει εις τον κομμουνισμόν”.

Με άλλα λόγια, η Ελλάδα του 1973 και πριν ή χωρίς το Πολυτεχνείο, θα ήταν σε ορίζοντα περίπου δεκαετίας, η Χιλή της δεκαετίας του 1980 υπό τον Αουγκούστο Πινοτσέτ και η Τουρκία υπό τον στρατηγό Κενάν Εβρέν.

Αυτό ήταν το μέλλον της Ελλάδας πριν από το Πολυτεχνείο και ενώ, όπως έχει παραδεχτεί δημόσια από το 1975, ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο “άλλος δρόμος” που προετοίμαζε η σκληρή πτέρυγα των στρατιωτικών με επικεφαλής τον Ιωαννίδη, ήταν η εκπαραθύρωση του Παπαδόπουλου και των δικών του ανθρώπων, ώστε να μην τεθεί ζήτημα επαναφοράς μιας διακυβέρνησης από πολιτικά πρόσωπα. Η εξουσία θα έμενε στα χέρια του “σκύλου της ΕΣΑ” και των λεγόμενων “αδιάλλακτων”.

Το Πολυτεχνείο έφτυσε μέσα στη σούπα και των δύο μαγείρων – και του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη. “Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία” ζητούσαν τα εξεγερμένα νιάτα της Ελλάδας, όχι παρασκηνιακές διευθετήσεις ισχύος ανάμεσα στις διαφορετικές κλίκες των χουντικών, ούτε υπό κηδεμονία ψευδοδημοκρατικές “λύσεις” που θα έρχονταν με την ανοχή αν όχι και τη συνενοχή των τότε πολιτικών παρατάξεων, οι οποίες είχαν τεθεί στο περιθώριο (και τα ονόματα που ετοίμαζαν υπουργικά κοστούμια ραμμένα από τον Παπαδόπουλο είναι γνωστά, και στη Δεξιά και στο Κέντρο).

Για αυτό η Δεξιά ευρέος φάσματος, μίσησε το Πολυτεχνείο: της χάλασε όλα τα σχέδια. Της τσαλάκωσε τα προσωπεία. Της ξεφτίλισε τις αυθεντίες, πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές. Της ανέτρεψε τους παρασκηνιακούς προσανατολισμούς και τις εδραιωμένες βεβαιότητες. Εξάλλου, η εξέγερση ελάχιστα προήλθε από τα αυστηρά, κομματικά ακροατήρια και τις “οργανωμένες πρωτοπορίες” – άλλοι σήκωσαν τον σταυρό του μαρτυρίου και γνώρισαν τη χλεύη και τις λοιδορίες με την κατηγορία του “προβοκάτορα”.

Το Πολυτεχνείο έγινε καρφί στα μάτια πολλών αν όχι όλων των δεξιών που δεν έχαναν από τότε ευκαιρία να “αμφισβητήσουν”, να “περιγελάσουν”, να υποτιμήσουν και να ποινικοποιήσουν το γεγονός – από τη ναζιστική Χρυσή Αυγή που επανάφερε κρουστικά και μηδενιστικά το ζήτημα των νεκρών της εξέγερσης έως τους “αριστερούς” με δεξιά, αρτηριοσκληρωτική σκέψη και κοσμοθεωρία που αποπειράθηκαν ανιστόρητα και πλαστογραφικά να χρεώσουν στην εξέγερση ακόμη και την προειλημμένη μεταξύ Ουάσιγκτον, Αθηνών και Άγκυρας απόφαση για τον τεμαχισμό της Κύπρου.

Το Πολυτεχνείο ενοχλεί. Ενοχλεί τη Δεξιά, ενοχλεί τους παρακρατικούς μηχανισμούς, ενοχλεί την πρεσβεία, ενοχλεί τους κηδεμόνες και τους προστάτες μέσα και έξω από τη χώρα.

Και εδώ, ερχόμαστε στα σημερινά επίδικα: το Πολυτεχνείο μπαίνει στον γύψο των απαγορεύσεων του λοκντάουν όχι λόγω πανδημίας, αλλά λόγω… πρεσβείας και θεωρίας των δύο άκρων.

Μετά τη συντριπτική καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης στο Εφετείο, είχε προαναγγελθεί η κυβερνητική πρόθεση να “τελειώσει” και το “άλλο άκρο” με μέτρα ακραίας αστυνομικής επιβολής και καταστολής – με την ίδια ΕΛΑΣ που τμήματα της όπως τα ΜΑΤ, το 2012, ψήφιζαν κατά 50%, Χρυσή Αυγή. Το “άλλο άκρο”, είναι φυσικά, κυρίως η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και η νεολαία που εμπνέονται και οδηγούνται ακόμη (και) από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, στους δύσκολους, μνημονιακούς και πανδημικούς, καιρούς που διανύει η Ελλάδα.

Ο δε ασφυκτικός πια εναγκαλισμός με τον ευρωατλαντισμό και ειδικά με την Ουάσιγκτον, με στόχο τις ΑΟΖ, τα κοιτάσματα και τις πολεμικής προετοιμασίας περιπέτειες στην ανατολική Μεσόγειο, προαπαιτεί και το “σβήσιμο” από τη συλλογική, κοινωνική και διεκδικητική, μνήμη των μεγάλων στιγμών μιας εξέγερσης που είχε θέσει λιτά, επιθετικά και καθαρά το μεγάλο ζήτημα ανεξαρτησίας και ελευθερίας της χώρας : “Έξω αι ΗΠΑ”, έγραφε μια από τις λευκές κολώνες στην πύλη του Πολυτεχνείου και μπροστά από την πολτοποιημένη από τις ερπύστριες Μερσεντές του πρύτανη Κονοφάγου.

Για αυτό έχει μπει στο στόχαστρο, όχι συνολικά ο εορτασμός της επετείου, αλλά ειδικά η διεξαγωγή της πορείας, τάχα για λόγους υγειονομικής προστασίας. Αυτά είναι αστειότητες και αθλιότητες, αν σκεφτεί κανείς πως είναι πια κοινώς και επιστημονικά παραδεκτό (αν και μάλλον όχι στην Ελλάδα που η επιστήμη έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στις κυβερνητικές σκοπιμότητες) ότι ο ιός ελάχιστα μεταδίδεται σε ανοιχτούς, υπαίθριους και δημόσιους, χώρους και η όλη υπερμετάδοση αφορά και σχετίζεται με κλειστούς, συνωστισμένους και πολύ λίγο αεριζόμενους – από τα μέσα μεταφοράς και τα σχολεία έως τα εργοστάσια και τα γραφεία.

Το Πολυτεχνείο ενοχλεί. Ενοχλεί τη Δεξιά, ενοχλεί τους παρακρατικούς μηχανισμούς, ενοχλεί την πρεσβεία, ενοχλεί τους κηδεμόνες και τους προστάτες μέσα και έξω από τη χώρα.

Οι απαγορεύσεις στον εορτασμό και την πορεία δεν έχουν σχέση με την πανδημία και τον κορονοϊό – είναι η “σαν έτοιμη από καιρό” ρεβάνς της Δεξιάς και των προστατών της χώρας ενάντια στο κορυφαίο γεγονός λαϊκής ανάτασης και νεολαιίστικης αμφισβήτησης των συνθηκών και παραδοχών ενός ολόκληρου συστήματος εξουσίας που δεν περιοριζόταν και δεν προσδιοριζόταν μόνο στους χουντικούς στρατιωτικούς.

Το Πολυτεχνείο είναι πιο επίκαιρο από ποτέ – και αυτή η φράση δεν είναι ξύλινη ή κούφια.

Το λοκντάουν και η βάρβαρη και απάνθρωπη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη στερεί το ψωμί από τους “εξαρτημένους από τον μισθό τους”, όπως είχε παραδεχθεί κυνικά και αδιάφορα και ο πρωθυπουργός. Ψωμί δεν είναι τα ψίχουλα στα επιδόματα “στήριξης” και ουσιαστικά αποσταθεροποίησης του ατομικού και οικογενειακού εισοδήματος.

Το κλείσιμο των σχολείων, όπως έχει επιβληθεί, και η ταξική μονομέρεια και ιδιοτέλεια που διέπουν την τηλεκπαίδευση, όπως έχει υλοποιηθεί, στερεί την παιδεία από τα νέα παιδιά. Παιδεία δεν είναι η προβληματική και αντισυνταγματική εκχώρηση σε ιδιωτικές εταιρείες της τηλεκπαίδευσης και της συλλογής προσωπικών και συλλογικών δεδομένων και στοιχείων για το εκπαιδευτικό έργο και τη μόρφωση.

Η κατάρρευση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και η άρνηση ενίσχυσης του διαλύει την υγεία και τις σωματικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις ευζωΐας, ηρεμίας και ασφάλειας για κάθε εργαζόμενο και άνθρωπο. Υγεία δεν είναι το εμπόριο ελπίδας για ένα αόρατο στον ορίζοντα των γεγονότων εμβόλιο ή για μερικές κλίνες ανέτοιμες, υποστελεχωμένες και ανεπαρκώς εξοπλισμένες.

Τα απαγορευτικά και περιοριστικά μέτρα, χωρίς αιδώ και χωρίς φειδώ, αναστέλλουν πολύτιμες και ουσιαστικές ελευθερίες στην καθημερινή, κοινωνική και πολιτική ζωή των Ελλήνων. Ελευθερία δεν είναι το μήνυμα κινητής τηλεφωνίας στον προκαθορισμένο τηλεφωνικό και κρατικό αριθμό για να αδειοδοτηθούν αλλά και να καταγραφούν και να ιχνηλατηθούν οι κινήσεις, οι μεταφορές και οι προσωπικές επιλογές του κάθε ανθρώπου.

Σε αυτό το κλίμα, το Πολυτεχνείο και οι εκδηλώσεις τιμής και μνήμης του πρέπει να γίνουν, με ενσυναίσθηση των μέτρων αλληλοπροστασίας και αλληλοσεβασμού εν μέσω πανδημίας, και να αποτελέσουν έναυσμα για νέους αγώνες και περισσότερες πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις, για ψωμί, παιδεία, υγεία και ελευθερία. Για όλα αυτά, δηλαδή, που η κυβέρνηση της ΝΔ και της Δεξιάς θέλουν να στερήσουν, να ξεφτιλίσουν και να τσακίσουν με πρόσχημα τον ιό. Οι καιροί, ου μενετοί.

Αυτό θα ήθελαν και ο Διομήδης Κομνηνός, ο Μιχάλης Μυρογιάννης και ο Γιώργος Κηρύκου αν σήμερα ζούσαν ανάμεσα μας.

Σε κάθε περίπτωση, οι τελευταίοι που μπορούν να μιλούν ή και να απαγορεύσουν το Πολυτεχνείο σήμερα, είναι εκείνοι οι πρωθυπουργοί που οι πολιτικοί και οικογενειακοί τους πρόγονοι άνοιξαν την πόρτα για τη χούντα των συνταγματαρχών, συμμετέχοντας στον βιασμό της δημοκρατίας το καλοκαίρι της αποστασίας, και εκείνοι οι υπουργοί που πήραν τη θέση του γραμματέα στη νεολαία της ακροδεξιάς ΕΠΕΝ με προσωπική εντολή του Παπαδόπουλου μέσα από τη φυλακή.

kosmodromio.gr/