Εισήγηση του ομότιμου καθηγητή πολιτικής οικονομίας και συντονιστή της Κεντρικής Επιτροπής του ΜέΡΑ25, Νίκου Θεοχαράκη, στο Διήμερο Εκδηλώσεων για τα 30 χρόνια χωρίς τον Ερνέστ Μαντέλ, που διοργανώθηκε από την ΟΚΔΕ στις 31 Μαΐου και 01 Ιουνίου στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο:
Ο Ernest Mandel (1923-1995) και η θεωρία των μακρών κυμάτων
Άκουσα για πρώτη φορά τον Mandel πριν από 46 χρόνια την πρώτη μου χρονιά στο πανεπιστήμιο του Cambridge όταν ήταν καλεσμένος από τη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών (Faculty of Economics and Politics) να δώσει την διάλεξη στη μνήμη του Alfred Marshall. Το αντικείμενο της διάλεξης ήταν τα μακρά κύματα. Η διάλεξη αυτή, τροποποιημένη και επαυξημένη δημοσιεύτηκε το 1980 από τον πανεπιστημιακό εκδοτικό οίκο του Cambridge [1]. Οι διαλέξεις σε ένα κεντρικό αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου (Lady Mitchell Hall) με πολυπληθές ακροατήριο ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1930 λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Marshall το 1924 και οι ομιλητές είναι πολύ σημαντικοί οικονομολόγοι και ιστορικοί και οι διαλέξεις προαναγγέλλουν μείζονες θεωρητικές συνεισφορές από τους ομιλητές. Τις επόμενες χρονιές μίλησαν οι E.J. Hobsbawm, Michio Morishima, Stephen A. Marglin, Robert E. Lucas, Charles P. Kindleberger, Lance Taylor και ο Amartya K. Sen. Οι διαλέξεις συνεχίζονται ακόμα και σήμερα μόνο που δίνονται κυρίως από κατόχους Nobel στα οικονομικά στο πλαίσιο της θεωρητικής ξηρασίας των νεοκλασικών οικονομικών που με τόση ενάργεια περιέγραφε ο Mandel. Περιττό να πω ότι δεν κατάλαβα τίποτε. Στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, από το οποίο είχα πρόσφατα αποφοιτήσει, «η εργασιακή θεωρία της αξίας από μεν της έδρας δεν διδάσκεται, στους δε διαδρόμους διασύρεται» όπως προσφυώς και ευφυώς είχε παρατηρήσει ο αλησμόνητος φίλος Ζαχαρίας Δεμαθάς.
Πως λοιπόν η Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών αποφάσισε να καλέσει για το κορυφαίο δημόσιο γεγονός έναν άνθρωπο που δεν ήταν καν καθηγητής και είχε πάρει το διδακτορικό του έξι χρόνια πριν; Ο Mandel ήταν ένας καταξιωμένος μαρξιστής στοχαστής και ακτιβιστής. Η διδακτορική του διατριβή στα γερμανικά από το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης το 1972, «Ο ύστερος καπιταλισμός» [2] ήταν, σύμφωνα με τον Bob Rowthorn, στην βιβλιοκρισία του στη New Left Review, ως «Ένα από τα δύο σημαντικότερα έργα της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας που έχουν εκδοθεί στα αγγλικά την τελευταία δεκαετία, το άλλο είναι το Labor and Monopoly Capital του Harry Braverman» (“one of the two most important works of Marxist political economy to have appeared in English during the past decade, the other being Harry Braverman’s Labor and Monopoly Capita”) [3]. Ο Ύστερος καπιταλισμός είχε προβλέψει την επικείμενη στροφή από την καπιταλιστική επέκταση στην ύφεση, ενώ ο ίδιος ο Mandel ήδη από το 1964, στην ακμή της καπιταλιστικής επέκτασης, τοποθετούσε αυτή τη στροφή στα τέλη της δεκαετίας του 1960 [4]. Η σύντομη εισαγωγή του στην μαρξιστική θεωρία [5] είχε πουλήσει μισό εκατομμύριο αντίτυπα σε τριάντα γλώσσες, ενώ η πραγματεία της μαρξιστικής θεωρίας, η οποία δημοσιεύτηκε στα γαλλικά το 1962 [6] και μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1968 [7], χαρακτηρίστηκε από το εβδομαδιαίο βρετανικό περιοδικό The Economist ως «μακράν η καλύτερη εκλαΐκευση της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ που έχει εμφανιστεί τα τελευταία σαράντα ή πενήντα χρόνια» (“by far the best popularisation of Marx’s economic theory that has appeared for forty or fifty years”) [8]. Είχε ήδη γράψει ένα βιβλίο για τον Σχηματισμό της οικονομικής θεωρίας του Marx από το 1843 έως τη συγγραφή του Κεφαλαίου [9] και ένα βιβλίο για την αλλοτρίωση [10]. Η αγγλική έκδοση των τριών τόμων της στάνταρ πλέον έκδοσης του Κεφαλαίου του Marx είχε την τύχη να την επιμεληθεί ο Mandel με εκτενείς και σημαντικές εισαγωγές [11]. Είχαν προηγηθεί πολλά βιβλία και άρθρα. Ψάχνοντας στη βιβλιογραφική βάση WorldCat για τον Mandel (Author/Creator) υπήρχαν 3500 τεκμήρια σε διάφορες γλώσσες και εκδόσεις. Στα αγγλικά τα έργα του έχουν μεταφραστεί από τις εκδόσεις Verso της New Left Review και στα ελληνικά από την Εργατική Πάλη.
Ο Mandel ήταν ένας γνήσιος μαρξιστής στοχαστής. Η θεωρία του φιλοδοξούσε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά φρόντιζε ταυτόχρονα να έχει μία έντονη πολιτική δράση, αφού η θεωρία από μόνη της δεν αρκεί. Τη φιλοδοξία να αλλάξουν τον κόσμο με τη θεωρία τους την είχαν οι περισσότεροι μεγάλοι οικονομολόγοι – αστοί και μαρξιστές – αλλά στον συνδυασμό θεωρίας και ενεργού πολιτικής δράσης ο Mandel ήταν πιο κοντά στον Marx, στον Τρότσκι και στον Λένιν, λιγότερο στον Keynes και καθόλου στον Adam Smith ή τον Schumpeter. Η σχέση του με το έργο του Marx ήταν στενή, αλλά καθόλου δουλική. Δεν αντιμετώπιζε τον Marx ως ερμηνευτής – τι εννοούσε πραγματικά ο μεγάλος διανοητής – αλλά σαν κάποιος που οπλισμένος με τη μαρξιστική μέθοδο ενδιαφερόταν να εξηγήσει και να αλλάξει την κοινωνία. Χαίρεται όταν παραθέτει χωρία από το Κεφάλαιο που θεωρεί ότι συμφωνούν με την ανάλυσή του, αλλά γνωρίζει ταυτόχρονα ότι ενώ οι νόμοι κίνησης του κεφαλαίου μπορεί να είναι οι ίδιοι, η οικονομία και η κοινωνία που τον απασχολούν είναι διαφορετικές από εκείνες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Για τον λόγο αυτό περιγράφει τον ύστερο καπιταλισμό και τις αλλαγές που έχει επιφέρει. Ποτέ δεν εφαρμόζει τον μαρξισμό μηχανιστικά ή οικονομίστικα, αλλά έχει επίγνωση ότι η μαρξιστική μέθοδος – αυτήν που χρησιμοποιούσε ο ίδιος ο Μαρξ – κινείται σε πολλαπλά επίπεδα αφαίρεσης και παίρνει υπόψη της παράγοντες που δεν ξαπλώνουν στο κρεβάτι ενός θεωρητικού Προκρούστη. Για αυτό το έργο του είναι τόσο σημαντικό και πρωτότυπο με μεγάλη ικανότητα να εξηγεί – και συχνά να προβλέπει – τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα.
Αυτό φαίνεται στη θεωρία των μακρών κυμάτων. Δεν είναι ασφαλώς ο πρώτος που τα μελέτησε. Ο ίδιος στο 4ο κεφάλαιο του Ύστερου Καπιταλισμού μας εξιστορεί τις πρώτες προσπάθειες να περιγραφούν και να αναλυθούν από τον λαμπρό αλλά αμφιλεγόμενο Alexander Parvus (Helphand) στα τέλη του 19ου αιώνα, τον Van Gelderen έως τον Kondratieff τη δεκαετία του 1920, τον Τρότσκι και τον Schumpeter. Στην Πραγματεία Μαρξιστικής Οικονομίας ήδη από το 1962 ασχολείται με τις περιοδικές κρίσεις στον καπιταλισμό (Κεφάλαιο 11) συζητώντας κριτικά τις δύο κυρίαρχες απόψεις ανάμεσα στους μαρξιστές: τη θεωρία της υπερπαραγωγής/ υποκατανάλωσης και της δυσανάλογης ανάπτυξης των τομέων της οικονομίας (Ι και ΙΙ).
Η αλήθεια είναι ότι η μαρξιστική θεωρία είναι από γεννησιμιού της σε πολύ καλύτερη θεωρητική θέση για να αναλύσει τις κρίσεις από ό,τι η εναλλακτική νεοκλασική θεωρία που η βαριά της σκιά έχει γίνει η μοναδική εναλλακτική εξήγηση του σύμπαντος κόσμου στα πανεπιστήμια και στην κυρίαρχη ιδεολογία. Η νεοκλασική θεωρία γεννημένη το 1870 με την οριακή επανάσταση αφαίρεσε από την κοινωνική επιστήμη το ταξικό της – ακόμα και το κοινωνικό της – στοιχείο και έδωσε έμφαση στην ισορροπία, στην βέλτιστη και «δίκαιη» κατανομή των πόρων και μετέτρεψε την οικονομική επιστήμη σε στατική επιστήμη εξαφανίζοντας το δυναμικό στοιχείο της εξέλιξης. Ήταν παράδοξο ότι η εμφάνισή της και η θεωρητική της συγκρότηση συνέπεσε με την κρίση του 1872-1893, αλλά όχι παράδοξο ότι η επικράτησή της συνέπεσε με το επόμενο κύμα επέκτασης. Όταν το κραχ του 1929 δοκίμασε τα παραμύθια της αρμονίας και του αόρατου χεριού – που υπήρχαν από τα τέλη του 18ου αρχές 19ου αιώνα – η θεωρία δέχτηκε ένα πλήγμα που οδήγησε αφενός σε μια αναβίωση του μαρξισμού – βοηθούσης της Οχτωβριανής Επανάστασης και των εργατικών κινημάτων – αφετέρου στη δημιουργία της μακροοικονομικής θεωρίας και του Κεϋνσιανισμού. Ένας τρίτος δρόμος – αυτός της απόλυτης ομφαλοσκοπίας – οδήγησε σε μία θεωρία της αξίας βασισμένη σε μαθηματικά αξιώματα, μαθηματικά αυστηρή και κομψή, αλλά στερημένη από κάθε έννοια συνάφειας με τον εξωτερικό κόσμο. Στον μεσοπόλεμο και ειδικά μετά το 1929, ακριβώς επειδή υπήρχε το παράδοξο να πρέπει να εξηγηθούν οι κρίσεις από μια θεωρία που τις απορρίπτει, υπήρχε ένα νέο ενδιαφέρον για τις λεγόμενες «έρευνες συγκυρίας» (Konjunkturforschung), με εξειδικευμένα ινστιτούτα, με την Κοινωνία των Εθνών να ασχολείται με αυτά, ενώ από το Harvard o Joseph A. Schumpeter – ο αστός Μαρξ – βασισμένος σε μια θεωρία που είχε ήδη αναπτύξει από το 1911 [12] προσπαθεί να εξηγήσει του οικονομικούς κύκλους στο βαρύ και δίτομο έργο του Business Cycles (1939) [13] και αργότερα στο δημοφιλέστατο Capitalism, Socialism and Democracy [14] τρία χρόνια αργότερα, όπου καταδικάζει μετ’ επαίνων τον Κάρολο Μαρξ. Με ήρωα τον επιχειρηματία-Προμηθέα της δημιουργικής καταστροφής, αντί για τον μίζερο μαγαζάτορα του μηδενικού κέρδους της Βαλρασιανής φαντασίωσης, ο Schumpeter επιθέτει τρεις κύκλους διαφορετικών χρονικών περιόδων: Clement Juglar, Joseph Kitchin και Nikolai D. Kondratieff για να συνθέσει την παρατηρούμενη περιοδικότητα. Στον μεσοπόλεμο επίσης ο Wesley Mitchell στις ΗΠΑ πρωταγωνιστεί στην ίδρυση του National Bureau of Economic Research όπου ο βασικός ρόλος του ήταν να διερευνήσει δείκτες – πρόδρομους (leading) και επόμενους (lagging) – της οικονομικής συγκυρίας (Θυμίζω ότι η δημιουργία του ΑΕΠ έγινε μετέπειτα). Ειδικά για τα μακρά κύματα ο ρόλος του Κοντράτιεφ ήταν καθοριστικός. O Schumpeter ονόμασε τα μακρά κύματα, κύματα Κοντράτιεφ (K-waves) και υπάρχει μια σχετικά μεγάλη βιβλιογραφία, ακόμα και το αν υπάρχουν, και για τους λόγους της ύπαρξής τους.
Ο Mandel αναλύει τα μακρά κύματα από μαρξιστική σκοπιά. Όπως προανέφερα, έχει ένα εκτενές κεφάλαιο στον Ύστερο Καπιταλισμό αφιερωμένο στην ανάλυσή τους. Το 1980 δημοσιεύεται από τον εκδοτικό οίκο του Πανεπιστημίου του Cambridge ένα δοκίμιο-μονογραφία βασισμένο στην Marshall Lecture του 1978/9. Μια δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση δημοσιεύεται τη χρονιά του θανάτου του από τις εκδόσεις Verso της New Left Review, αν και οφείλω να ομολογήσω ότι τμήματα του κειμένου παραμένουν στο 1980. Στα ελληνικά μεταφράζεται το 2003 από την Εργατική Πάλη (βλ. υποσημείωση 1).
Στο έργο αυτό καταρχήν τεκμηριώνει εμπειρικά την ύπαρξη μακρών κυμάτων που ξεκινούν από τη δεκαετία του 1820 και προσφέρει τη δική του περιοδολόγηση: 1826-47, 1848-73, 1874-93, 1894-1913, 1940(48)-1967 και 1968-? χρησιμοποιώντας δείκτες της αξίας βιομηχανικού προϊόντος και των διεθνών εξαγωγών. Τα μακρά κύματα στη μαρξιστική ανάλυση έχουν θεωρητικό ενδιαφέρον διότι συνήθως οι αναλύσεις αφορούν δύο διαφορετικές περιόδους: η μία – η πιο βραχυχρόνια – σχετίζεται με τους βιομηχανικούς οικονομικούς κύκλους που οφείλονται στη λειτουργία του παγίου κεφαλαίου και που περιέγραψε ο ίδιος ο Μαρξ και μπορούν να αποδοθούν σε καθαρά οικονομικούς λόγους και η άλλη – η πλέον μακροχρόνια – σχετίζεται με τη διάρκεια ζωής του καπιταλιστικού συστήματος μέχρι την κατάρρευσή του. Ο Mandel αποδεικνύει την ύπαρξη μακρών κυμάτων μέσα στην ίδια τη ζωή του καπιταλιστικού συστήματος, ακόμα και αν αυτό μετασχηματίζεται σε έναν ύστερο ή νέο καπιταλισμό. Πολλοί οικονομολόγοι παρανοούν τον Mandel ότι έχει μια τεχνολογική θεωρία μακρών κυμάτων α λα Κοντράτιεφ. Η ανάλυσή του όμως είναι καθαρά μαρξιστική. Ακόμα και η τεχνολογία δεν πέφτει από τον ουρανό αλλά είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Εδράζεται πάνω σε μία θεωρία συσσώρευσης του κεφαλαίου, στην κερδοφορία του κεφαλαίου, στο ρόλο της παραγωγής αξιών και στην αξιοποίησή τους (realization), στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, στον χρόνο «γυρίσματος» (turnover) του κεφαλαίου, στην ταξική πάλη, σε εξωτερικά πολιτικά και άλλα γεγονότα. Υπερασπίζεται την σχετική αυτονομία κάποιων μεταβλητών. Δεν θεωρεί ότι ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους λειτουργεί μηχανιστικά. Ο ίδιος θέτει το ερώτημα: «Είναι δυνατόν, με τα εννοιολογικά εργαλεία της μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης, να εξηγηθούν οι μακροπρόθεσμες εξάρσεις του μέσου ποσοστού κέρδους σε ορισμένα ιστορικά σημεία καμπής, παρά την κυκλική ύφεση του ίδιου ποσοστού κέρδους στο τέλος κάθε βιομηχανικού κύκλου και παρά τη μακροπρόθεσμη πτώση που υποδηλώνει το ιστορικό όριο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής;» [“Is it possible, with the conceptual tools of Marxist economic analysis, to explain long-term upsurges in the average rate of profit at certain historical turning points, in spite of the cyclic downturn of that same rate of profit at the end of each industrial cycle, and in spite of the secular decline pointing to the historical limit of the capitalist mode of production?”] (Mandel 1995, σ. 9). Και απαντάει κατηγορηματικά «Ναι!». Ο Mandel θεωρεί ότι οικονομικές εξηγήσεις έχουν μεγαλύτερη σημασία στην ανοδική φάση του κύκλου που ενδογενώς θα οδηγήσουν στην πτωτική φάση. Εκεί που θεωρεί ότι οικονομικές και ενδογενείς εξηγήσεις παίζουν σαφώς μικρότερο ρόλο είναι από τη μετάβαση στο ναδίρ του κύκλου στη νέα επέκτασή του. Εκεί πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλες μεταβλητές όπως το επίπεδο της ταξικής πάλης, πόλεμοι, ιμπεριαλιστικές κατακτήσεις αγορών, κλπ. Υπάρχει δηλ., μια ασυμμετρία. Για αυτό και η ανάλυσή του δεν είναι μηχανιστική ενώ παραμένει αυστηρά – αν και με πρωτοτυπία – στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας. Δεν φοβάται την αντιπαράθεση: συζητά και διαφωνεί με στενούς προσωπικούς και θεωρητικούς του φίλους όπως ο David Gordon και ο Anwar Shaikh ενώ χρησιμοποιείκριτικά και αντιπαρατίθεται με σοβαρούς ορθόδοξους οικονομολόγους στο θεωρητικό και εμπειρικό επίπεδο. Η κριτική που ασκεί στον Κοντράτιεφ είναι κοντά σε αυτήν που άσκησε νωρίς ο Λέων Τρότσκι και αφορά την μηχανιστική και οικονομίστικη λογική του μεγάλου οικονομολόγου που εκτελέστηκε στις διώξεις του Στάλιν. Ο ίδιος είναι ιδιαίτερα σεμνός για την συνεισφορά του. Γράφει για παράδειγμα για τον Πορτογάλο οικονομολόγο Francisco Louçã: «Εν τω μεταξύ, ο Louçã έχει γράψει ένα νέο βιβλίο (Turbulence in Economics: the long historical perspective of the long waves of capitalist development) που, από τη βιβλιογραφία του, τον πλούτο και την πληρότητα της ανάλυσής του, την εκτενή χρήση μαθηματικών μεθόδων επαλήθευσης και απόδειξης, είναι μακράν το καλύτερο βιβλίο που έχει γραφτεί μέχρι σήμερα για το πρόβλημα των μακρών κυμάτων. Είναι αρκετά ανώτερο από το δικό μου έργο. Ωστόσο, ακριβώς λόγω της εξαιρετικής πολυπλοκότητας και του μήκους του, πιθανώς δεν είναι προσβάσιμο σε όλους όσους ενδιαφέρονται για τη συζήτηση σχετικά με τα μακρά κύματα. Επίσης, οι συμπεράσματά του είναι λιγότερο σαφή από αυτά του παρόντος βιβλίου» (“In the meantime, Louçã has written a new book (Turbulence in Economics: the long historical perspective of the long waves of capitalist development) [15] that, by its bibliography, the richness and diversity of its analysis, the extensive use of mathematical methods of verification and proof, is by far the best book up till now on the long waves problematic. It is quite superior to my own work. However, precisely because of its extreme sophistication and its length, it is probably not accessible to all those interested in the long waves discussion. It is also less clear in its conclusions than this book.”].
Ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο στα μακρά κύματα αφορά τον ρόλο της οικονομικής θεωρίας και πως το εποικοδόμημα ακολουθεί την βάση. Σε ένα κείμενο που θυμίζει το περίφημο επίμετρο στην δεύτερη γερμανική έκδοση του κεφαλαίου του Μαρξ το 1873, εξηγεί πως ο Κεϋνσιανισμός και ο μονεταρισμός είναι απότοκα των μακρών κυμάτων και δεν οφείλονται στη δύναμη της θεωρίας τους.
Ο Mandel υπήρξε ένας ξεχωριστός στοχαστής, πολιτικός ακτιβιστής, λόγιος και μαρξιστής οικονομολόγος. Δικαίως η Guardian στη νεκρολογία του τον χαρακτήρισε ως «έναν από τους πλέον δημιουργικούς και ανεξάρτητους επαναστατικούς Μαρξιστές στοχαστές του μεταπολεμικού κόσμου» [“one of the most creative and independent minded revolutionary Marxist thinkers of the post-war world”]. Άλλοι σε αυτό το συνέδριο θα αναλύσουν τις υπόλοιπες συνεισφορές του. Ως πολιτικός οικονομολόγος παρακολουθώντας τη σκέψη του και αντιπαραβάλλοντάς την με το τι γράφεται σήμερα – και όχι μόνο από την αποξηραμένη και άχρηστη ορθοδοξία και τα μαθηματικά μοντέλα της εξωγενούς και ενδογενούς μεγέθυνσης και επιχειρηματικών κύκλων – με κάνει να εκτιμήσω το μέγεθος του ανδρός και τη συμβολή του στην οικονομική σκέψη.
[1] Long Waves of Capitalist Development: A Marxist Interpretation, Cambridge: Cambridge University Press, 1980. Μια δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση εκδόθηκε τη χρονιά του θανάτου του, το 1995, από το Verso τον εκδοτικό οίκο της New Left Review. Ελλ. έκδ.: Τα μακρά κύματα της καπιταλιστικής εξέλιξης, Αθήνα: Εργατική Πάλη, 2003. [2] Ernest Mandel, Der Spätkapitalismus. Versuch einer marxistischen Erklärung, Suhrkamp: Frankfurt am Main, 1972. Ελλ. έκδ.: Ύστερος καπιταλισμός, μτφρ. Ηρακλής Χριστοφορίδης, Εργατική Πάλη, 2016. [3] Robert E. Rowthorn, “Mandel’s ‘Late Capitalism’”, New Left Review, no. 98, July-August 1976, pp. 59-83. [4] Ernest Mandel, “The Economics of Neo-Capitalism”, The Socialist Register, 1964, Vol. 1, pp. 56-67. [5] Initiation à la théorie économique marxiste – 3ème édition, revue et augmentée. Paris : Etudes et Documentation Internationales, 1983. Πρώτη έκδοση 1963. [6] Traité déconomie marxiste , Paris: Editions Julliard, 1962. Ελλ. έκδ.: Πραγματεία Μαρξιστικής Οικονομίας, μτφρ Παστιάς Γιατσόπουλος, Αθήνα: Εργατική Πάλη, 2015 [Επανέκδοση. 1η έκδοση 1971] [7] Marxist Economic Theory, 2 vols., translated by Brian Pearce, London: Merlin, 1968. [8] Geoffrey M. Hodgson, “Obituary: Ernest Mandel, 1923-1995”, The Economic Journal, Vol. 107, No. 440 (Jan. 1997), pp. 159-164. Εμπαθής νεκρολογία ανταποδίδοντας απαξιωτικό σχόλιο του Mandel για την αντι-τροτσκιστική πραγματεία του (Σημείωση 3, Κεφάλαιο 3, στα Μακρά κύματα). [9] La formation de la pensée économique de Karl Marx : de 1843 jusquà la rédaction du “Capital” , Paris: François Maspero, 1967. Ελλ. έκδ.: Σχηματισμός και εξέλιξη των οικονομικών θεωριών του Καρλ Μαρξ (1843-1863), Αθήνα Εργατική Πάλη, 2017 [1η εκδ. Ζαχαρόπουλος 1975] [10] Ernest Mandel and George Novack, The Marxist Theory of Alienation, New York: Pathfinder Press, 1970, Ελλ. έκδ.: Η μαρξιστική θεωρία για την αλλοτρίωση, Αθήνα: Εργατική Πάλη, 2007. [11] Karl Marx, Capital, vol. I, translated by Ben Fowkes from the fourth German edition of I890, 1976. Capital, vol. 2, translated by David Fernbach from the German edition of I893, 1978. Capital, vol. 3, translated by David Fernbach from the German edition of I894, I98I, Harmondsworth: Penguin Books in association with the New Left Review. Ελλ. έκδ. των εισαγωγών: Εισαγωγή στο «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ, μτφρ Γρηγόρης Ζαρωτιάδης, Αθήνα: Εργατική Πάλη, 2007. [12] Theorie der wirtschaftlichen Entwicklung, Leipzig: Duncker & Humblot, 1911. [13] Business Cycles: A Theoretical, Historical, and Statistical Analysis of the Capitalist Process, Vols. I and II. New York: McGraw-Hill, 1939. [14] Capitalism, Socialism and Democracy, New York: Harper, 1942. [15] Francisco Louçã, Turbulence in economics: an evolutionary appraisal of cycles and complexity in historical processes, Cheltenham: E. Elgar, 1997.
Σχόλια (0)