Μια σειρά από πρακτικές μακαρθισμού και πουριτανισμού έχουν για τα καλά διεισδύσει στην πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία.
Όταν η τότε κυβέρνηση Σημίτη, μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001, απεπειράτο, κατ’ εντολή της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα, να υιοθετήσει τον πρώτο τρομονόμο (ο οποίος και είχε υπερψηφιστεί κατά βάση με ψήφους της αντιπολιτευόμενης ΝΔ και με τους εντελώς εξωνημένους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, κάποιοι εκ των οποίων σήμερα “κοσμούν” την κυβέρνηση Μητσοτάκη) είχαμε προτείνει ως εκπρόσωποι του Συλλόγου Φοιτητών Νομικής να υιοθετήσει η Γενική Συνέλευση Τμήματος της Νομικής του Αριστοτελείου, απόφαση καταδίκης του νόμου αυτού. (Κάτι τέτοια έκανε το φοιτητικό κίνημα και ήρθε πρώτα η κ. Γιαννάκου και έπειτα, το άλλο, σημερινό πουλέν του Μητσοτάκη να καταργήσουν την φοιτητική συμμετοχή στα όργανα συνδιοίκησης των πανεπιστημίων).
Θέμης Τζήμας
Χάρη σε έναν από τους τελευταίους πνευματικούς ανθρώπους του εν λόγω πανεπιστημιακού τμήματος, αλλά και εν γένει της ελληνικής δημόσιας ζωής, τον καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη, το ψήφισμα, παρά την αντίθεση συντηρητικών καθηγητών, υιοθετήθηκε. Είναι μια απόφαση που αξίζει να αναζητηθεί στα αρχεία της Νομικής, επιπλέον των άλλων και για να αναμετρηθούν οι πανεπιστημιακοί του επίγονοι με τις προσδοκίες του.
Είχαμε επισημάνει τότε (και πρώτος από όλους ο καθηγητής Μανωλεδάκης) ότι εκείνος ο τρομονόμος ήταν η αρχή για μια κατάσταση διαρκούς έκτακτης ανάγκης. Αυτό συνέβη.
Με βασικά προσχήματα την επίκληση ενός πανταχού παρόντος “λαϊκισμού” (ο οποίος πλέον συμπεριλαμβάνει κάθε κόμμα και φωνή που αντιδρά στην ολιγαρχία του πολύ μεγάλου πλούτου και στο πολιτικό κατεστημένο) ή του πολιτικού Ισλάμ (που χορηγούς έχει την Δύση και τους συμμάχους της), οι παρακολουθήσεις των πολιτών. παρανόμως ή και νομότυπα, από τα κράτη και από τους ιδιωτικούς κολοσσούς του διαδικτύου είναι σχεδόν καθολικές, η παραπληροφόρηση, η υπερπληροφόρηση και η απόκρυψη ειδήσεων ταχέως επεκτεινόμενη, η λογοκρισία σαφέστατη, η πολιτική ορθότητα σε μεγάλο βαθμό αντιδραστική.
Δίπλα σε διαρκώς εντεινομένους τρομονόμους και σε στρατιωτικοποιημένα σώματα αστυνομίας, μια σειρά από πρακτικές μακαρθισμού και πουριτανισμού έχουν για τα καλά διεισδύσει στην πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία.
Η λογοκρισία, ωστόσο, στην τέχνη έχει μια ειδική σημασία: η τέχνη, ως συμβολική διαδικασία ανάπλασης και κατανόησης της πραγματικότητας εμπεριέχει το σπέρμα της υπέρβασής της. Εξ ου και η μεν τέχνη αποτελεί μια μοναδική ανθρώπινη έκφανση δημιουργίας, αλλά και έναυσμα κοινωνικής αντιπαράθεσης στην ανώτατη, δηλαδή στρατευμένη, εκδοχή της, ο δε έλεγχός της συνιστά τον ασφαλέστερο τρόπο όχι απλώς καταπίεσης, αλλά και αναίρεσης εννοιών και αρχών, μαζί με τις παρεμβάσεις στη γλώσσα.
Αρκεί να διαβάσει κανείς το “1984” του Όργουελ για να αντιληφθεί τον πραγματικό τρόμο μιας τέχνης (και γλώσσας) κομμένης και ραμμένης στα μέτρα της εξουσίας.
Αυτή τη δόξα ζήλεψε η Ε.Ε. και φυσικά η κυβέρνησή μας. Το “νομοσχέδιο Λιβάνιου”, στο άρθρο 8 προβλέπει απαγόρευση ανάρτησης στο διαδίκτυο από δημιουργό ή χρήστη υλικού που “να εμπεριέχει υποκίνηση σε βία ή μίσος & δημόσια πρόσκληση σε τρομοκρατικό έγκλημα”.
Όπως κάθε αυταρχικός νόμος βασίζεται σε μια συνειδητά γενική διατύπωση, εντός της οποίας μπορεί να εμπίπτει σχεδόν οποιαδήποτε καλλιτεχνική δημιουργία, πέρα από τις εύπεπτες, καθεστωτικές ανοησίες των “γελωτοποιών των βασιλέων”. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη καλλιτέχνες διώκονται ανά την Ευρώπη εξαιτίας αυτής της νομοθεσίας.
Από το κάψιμο βιβλίων και καλλιτεχνικών έργων, έχουμε περάσει στο απαγορευτικό “κλικ” της εξουσίας. Κάθε καλλιτέχνης και κάθε χρήστης μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με απαγορεύσεις και με κατηγορίες, σε ένα διαδίκτυο το οποίο έχουν κυριεύσει απολύτως τα ιδιωτικά ολιγοπώλια και τα ισχυρότερα κράτη.
Όσο μεγαλύτερη η απόσταση μεταξύ των υπερπλουσίων ολιγαρχών και των πολιτικών ενεργουμένων τους από τη μια και των υπολοίπων κοινωνικών τάξεων, εθνών και λαών από την άλλη, τόσο εντείνεται η πολύπλευρη καταστολή, η πανοπτική εξουσία και η αντικατάσταση των κοινωνιών συνοχής από τα επιδόματα και τη “συμπεριληπτικότητα”, όπου όλοι μπορούν να μάχονται για ένα “κομματάκι” ταυτοτικής δικαίωσης, σε κάποιο ακαταλαβίστικο αρτικόλεξο.
Αυτή η πορεία εξελίσσεται εδώ και χρόνια: κάθε επίθεση στο απαρτχάιντ του Ισραήλ βαφτιζόταν αντισημιτισμός, κάθε απομάκρυνση από την πολιτική ορθότητα σεξισμός, κάθε αμφισβήτηση του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου, άκρο και λαϊκισμός.
Την ώρα που οι κοινωνίες μας γίνονται ολοένα πιο βίαιες εξαιτίας της συστημικής βίας, οικονομικής, κοινωνικής και κατασταλτικής, και εξαιτίας αυτής της εξέλιξης, ο έλεγχος της κοινωνικής συμπεριφοράς αλλά πλέον και της τέχνης στο όνομα του περιορισμού της όποιας αντισυστημικής βίας εντείνεται.
Ίσως τώρα παρεμπιπτόντως (μεταξύ πολλών άλλων περιστατικών) να καταλάβουν και εκείνοι που στρατεύονται με τους Δημοκρατικούς στις ΗΠΑ, τι σημαίνει η ρητορική περί “εγχώριας τρομοκρατίας” και η παραπομπή Τραμπ σε νέα δίκη, με την κατηγορία της “υποκίνησης σε βία”.
Και όμως, η βία όχι μόνο είναι πολύ συχνά αναγκαία αλλά είναι πολύ συχνά και δίκαιη. Διακόσια χρόνια μετά την ελληνική επανάσταση, με ένα ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματός μας ακόμα υπαρκτό και ενεργό, αυτός ο λαός κάτι έχει καταλάβει. Η προσπάθεια περιορισμού της ελευθερίας της τέχνης θα αποδειχτεί τόσο αποτελεσματική όσο να κρατήσεις την άμμο στη χούφτα σου: το χέρι τελικά θα χάσει και η άμμος θα ξεγλιστρήσει.
/kosmodromio.gr