Κάθισα στο νησί της ανεμώνης,
Στην τιμητική τελευταία θέση του βυθού
Κατά τους δημοκρατικούς ολιγάρχες των αισθημάτων,
Με δικαίωμα σιωπής.
Διονύσης Καρατζάς, ο αόριστος ξένος
H σημερινή κυβέρνηση της Ν.Δ. άσκησε, μεταξύ άλλων, έντονη κριτική στην προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ σε δύο καίρια σημεία. Ευτέλισε, υποστήριζε, αρχές και αξίες. Στόχος της συνεπώς ήταν η αποκατάστασή τους. Ταυτόχρονα, της πρόσαπτε ότι απέτυχε σε ζητήματα ασφάλειας. Η κριτική δεν είναι εκ προοιμίου αντιφατική. Ο σεβασμός αρχών και αξιών, δικαιωμάτων και ελευθεριών, μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχει με την ασφάλεια. Η μία μπορεί να είναι προϋπόθεση για την άλλη. Το ζήτημα είναι τι εννοούμε με τους όρους αυτούς.
Παντελής Κυπριανού*
Ηδη στον λόγο του σημερινού κυβερνώντος υπήρχαν στοιχεία που προκαλούσαν ερωτήματα. Ο λόγος τής υπό τον Κ. Μητσοτάκη Ν.Δ. περί δικαιωμάτων και ελευθεριών εκκινούσε από την αρχή ότι η κοινωνία είναι άθροισμα ατόμων που ενεργούν για το δικό τους ατομικό καλό. Οι ατομικές ενέργειες οδηγούν στο κοινό καλό, των Ελλήνων, της χώρας. Η αντίληψη αυτή ακυρώνει αμέσως τα κοινωνικά δικαιώματα και μας επαναφέρει σε παλιές εποχές, αυτές των ατομικών δικαιωμάτων. Αυτό εξηγεί τη δυσανεξία των κυβερνώντων σε οτιδήποτε συλλογικό, κοινωνικό, δημόσιο: υγεία, εκπαίδευση, ασφάλιση. Ιδια δυσανεξία σε κάθε συλλογική δράση: σύλλογοι, σωματεία, ενώσεις, ακόμη και πολιτιστικοί φορείς. Η πανδημία έβαλε ένα φρένο σ’ αυτά, αλλά δεν ανέτρεψε την ιδεολογική αυτή προσέγγιση.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έτσι διατηρούνται, δεν καταλύονται, τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Κι όμως. Ο δεύτερος πυλώνας της κυβερνητικής πολιτικής συνίσταται σε μια ακραία συντηρητική προσέγγιση περί ασφάλειας, μεταφρασμένη πολιτικά στο γνωστό δόγμα «νόμος και τάξη». Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της αντίληψης αυτής. Η ασφάλεια νοείται περιοριστικά. Οχι ως δικαίωμα στην απόλαυση αγαθών και υπηρεσιών που καλυτερεύουν τη ζωή μας. Ως δικαίωμα προστασίας, φυσικής, πνευματικής, οικονομικής, από την επιβουλή κάποιου άλλου.
Ωστόσο, ακόμη κι εδώ υπάρχουν περιορισμοί. Το δικαίωμα στην ασφάλεια δεν το έχουν όλοι οι πολίτες αλλά όσοι πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Οχι οι εθνικόφρονες, όπως στο παρελθόν, αλλά όσοι πληρούν δύο προϋποθέσεις: κατά πρώτον οι Ελληνες, κατά δεύτερον οι «καλοί» Ελληνες. Ελληνες, όχι ξένοι, ιδιαίτερα όχι «κακοί» ξένοι. Από δω εκπορεύεται η κυβερνητική πολιτική απέναντι στους μετανάστες, τους πρόσφυγες, γενικότερα τους «ξένους», ιδιαίτερα τους φτωχότερους. Τα σχολεία για τα προσφυγόπουλα χάθηκαν, η διαπολιτισμική εκπαίδευση ξεχάστηκε, οι προϋποθέσεις για τη λήψη ιθαγένειας έγιναν περίπλοκες, ακόμη κι αν κάποιος τα καταφέρει στις επί τούτου εξαιρετικά δύσκολες εξετάσεις περιμένει μήνες, χρόνια για το επίσημο «χαρτί».
Από την άλλη πλευρά, ο κυβερνητικός συντηρητικός λόγος διακρίνει τους Ελληνες σε «καλούς» και «κακούς». «Κακοί» είναι εκείνοι που δεν ανταποκρίνονται στη δική τους κοσμοεικόνα, οι διαφορετικοί. Πρόκειται για όλους εκείνους που για διάφορους λόγους βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο ή διεκδικούν τη διαφορετικότητά τους. Στόχος δεν είναι η ένταξή τους ή η αποδοχή της διαφοράς, αλλά η περιθωριοποίησή τους, η τιμωρία τους. Από αυτή τη σκοπιά μπορούμε να διαβάσουμε την τιμωρητική στάση της πολιτείας απέναντι σ’ αυτές τις ομάδες: τη σκλήρυνση της στάσης στους φυλακισμένους, την εγκατάλειψη της εκπαίδευσής τους, τη σκλήρυνση απέναντι στους ΛΟΑΤΚΙ, τον πρόσφατο νόμο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια των παιδιών.
Τα παραπάνω βρίσκουν παραδειγματική εφαρμογή στη στάση απέναντι στους Ρομά, ομάδα που για κάποιους είναι η επιτομή του «κακού». Ως τέτοιοι αντιμετωπίστηκαν οι τρεις νεαροί στο Πέραμα και ως τιμωροί του κακού εμφανίζονται οι αστυνομικοί που τους καταδίωξαν και εκτέλεσαν έναν από αυτούς. Το όλο εγχείρημα τείνει να εμφανιστεί στον δημόσιο λόγο ως εγχείρημα ευσυνείδητων αστυνομικών να μας προστατέψουν, με κίνδυνο της ζωής τους, από τους «κακούς» και όχι ως βεντέτα με θεωρούμενους «κακούς» που δύσκολα θα μπορούσαν να τους βλάψουν.
Ασφαλώς οι δύο προαναφερθείσες ιδεολογικές αρχές δεν τηρούνται ευλαβικά. Το κυβερνών κόμμα, όπως όλα τα κόμματα, χρειάζεται εκλογική υποστήριξη. Για τον σκοπό αυτό το ίδιο και στελέχη του προσφεύγουν ενίοτε σε πρακτικές μη συμβατές με αυτές. Υπερθεματίζουν κοινωνικά δικαιώματα, στηρίζουν «κακούς». Αυτά, όμως, μόνο περιστασιακά. Αντίθετα οι δύο αρχές που εξέθεσα αποτελούν σταθερές και οδηγούς χάραξης πολιτικής. Ως επακόλουθο, η Δημοκρατία μας, για να παραφράσω τον ποιητή, κάθε μέρα λιγοστεύει.
* Πανεπιστήμιο Πατρών
efsyn.gr