Τι κάνει ο καθείς για τη χώρα του; Κατ’ αρχάς: είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι [και γιατί;]. Να μάθει την ιστορία της, έστω, τον πολιτισμό της, εάν συνετέλεσε τούτη η χώρα στην προαγωγή του ανθρώπου, στον εξανθρωπισμό του. Ας μην ψάχνουμε ψύλλους στ’ άχυρα -ο καθείς εφ’ ώ ετάχθη [αλλά από ποιον και για ποιον λόγο];
Πρέπει να είναι ζεστό το αίμα που κυλάει στις φλέβες, διαφορετικά οι φλέβες δεν συναντώνται με το δέρμα τους, ούτε καν με το δέρμα της ανθρωπότητας [Εσύ, κοπέλα μου κι εσύ, αγόρι μου, τι γνώμη έχετε; Δεν έχετε γνώμη; Χάζι κάνετε;]. Δεν αναφέρομαι στους κυβερνώντες, που τάχα πασχίζουν να βγάλουν τη χώρα από τα μνημόνια και να την επαναφέρουν στην ομαλότητα [στην ίδια παλιά ανοησία της δήθεν ευμάρειας].
Γιώργος Σταματόπουλος
Λέω για όλους εκείνους τους αριστερούς και τους λογής επαναστάτες, που ξελαρυγγιάζονται θέλοντας να πουν ότι η δημοκρατία είναι το παν, ενώ στην καθημερινή τους συναναστροφή είναι χειρότεροι από τον χειρότερο αυτοαποκαλούμενο [τουλάχιστον αυτός δεν φοβάται να το πει] φασίστα.
Είμαστε για γέλια και για κλάματα, αλλά αρνούμαστε -με πάθος- να το παραδεχτούμε· εμείς, που αγνοούμε τα βασικά σημεία της μυθολογίας -προϊστορίας- ιστορίας [μας], εμείς που συμβαλλόμεθα περί των μεγίστων εική και ως έτυχεν [και ας προειδοποιούσε ο Ηράκλειτος να μην κάνουμε κάτι τέτοιο -γιατί είναι ύβρις].
Καταφρονεμένοι νιώθουν οι πολλοί, αλλά τότε αρχίζει και ο φθόνος [η άπειρη μνησικακία] -εκφυλιστικό φαινόμενο το είδος, αλλά πώς αλλιώς; Οι περισσότεροι μισούν την επιτυχία (;) των άλλων και ταυτόχρονα φθονούν τη ζωή και τον κόσμο, ειδικά όταν οι άλλοι είναι διαφορετικοί.
Δεν μπορείς να μιλάς για δημοκρατία και ελευθερία, όταν δεν μπορείς να χαλιναγωγήσεις τον άκρατο εγωισμό σου, την απέραντη ματαιοδοξία σου -τι να κάνουμε, συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους που χαριεντίζονται με την πολιτική [ως δήθεν υπερασπιστές της κοινωνίας]. Ας είναι καλά [στην υγεία τους] αλλά ας μη μας σκοτίζουν με φούσκες τους και τη σωτηριολογία τους.
Υπάρχει απλωμένος χώρος για ελεύθερες συζητήσεις -δεν χρειαζόμαστε ψυχαναλυτικά ντιβάνια για να υπερκεράσουμε την αδυναμία μας να επικοινωνήσουμε, δεν έχουμε χρείαν ψυχαναλυτών. [Ψυχαναλυτής: τι παχύρρευστη, κρυόμπλαστρη έννοια· ανυπόστατη, ασύμμετρη, ασύνετη, αλλά, παρακαλώ, ιδιαζόντως υπαρκτή για τους σύρφακες του παρόντος και του μέλλοντος]. Καχύποπτοι μου φαίνονται οι ψυχαναλυτές, διότι ξεκινάνε να «θεραπεύουν», νομίζοντας ότι έχουν να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση [ανθρώπου] που μπορούν να τη βελτιώσουν [συνήθως την εξασθενούν].
Και τι να πεις για όσους βλέπουν εχθρούς, αντί για συνανθρώπους γύρω τους. Πώς περνούν τη μέρα τους; Πώς τρέχει ο λογισμός τους; Πώς δύνανται να ξέρουν τι θα σκεφτούν την επόμενη στιγμή τους; Και όμως, συνήθως «ξέρουν» τι θα σκεφτούν -η κατάστασή τους είναι ανίατη αλλά ευτυχώς γι’ αυτούς δεν το ξέρουν [ξέρουν ό,τι γουστάρουν, ό,τι τους συμφέρει -δεν είναι ιλαρό το φαινόμενο;].
Είναι κατάντια της ζωής να υπερτερεί το ψυχρό του θερμού αίματος, ο οδοιπόρος του ορχηστή, η πραγματικότητα της τέχνης, όπως κατάντια είναι να γελάει κανείς με μισό στόμα ή να μην μπορεί καθόλου να χαμογελά. Μπα;
efsyn.gr