Τρέιβον Μάρτιν, Έρικ Γκάρνερ, Μάικλ Μπράουν, Τζορτζ Φλόιντ και πολλοί-πολλοί άλλοι…

Τρέιβον Μάρτιν, Έρικ Γκάρνερ, Μάικλ Μπράουν, Τζορτζ Φλόιντ και πολλοί-πολλοί άλλοι…

  • |

Και για τον μικρούλη Μπόμπι Χάτον*

Ο θά­να­τος του Τζορτζ Φλόιντ θυ­μί­ζει ότι η κα­ταγ­γε­λία ενός κα­τα­στη­μα­τάρ­χη για πλα­στό χαρ­το­νό­μι­σμα μπο­ρεί να οδη­γή­σει σε θα­να­τι­κή ποινή κι επι­τό­που εκτέ­λε­ση στις ΗΠΑ –αν είσαι μαύ­ρος. Αλλά καμιά φορά δεν χρειά­ζε­ται καν κα­ταγ­γε­λία. Αρκεί να βρί­σκε­σαι «άσκο­πα» σε κά­ποιο δρόμο. Αυτό οδη­γεί πολύ συχνά σε προ­λη­πτι­κό αστυ­νο­μι­κό έλεγ­χο. Στη διάρ­κεια αυτών των ελέγ­χων είναι πολ­λές οι «λάθος κι­νή­σεις» που μπο­ρεί να κο­στί­σουν τη ζωή σου. Να φέ­ρεις το χέρι στην τσέπη σου –πχ για να βγά­λεις την ταυ­τό­τη­τα

Πάνος Πέτρου

Οι πά­νο­πλοι καλά εκ­παι­δευ­μέ­νοι αστυ­νο­μι­κοί «φο­βού­νται» από αυτήν σου την κί­νη­ση και σε πυ­ρο­βο­λούν. Να αντι­δρά­σεις στην βιαιο­πρα­γία κατά την ακι­νη­το­ποί­η­σή σου. Τότε η βία κλι­μα­κώ­νε­ται από­το­μα και θα­να­τη­φό­ρα. Συ­νή­θως είναι στραγ­γα­λι­σμός –είτε με χέρια είτε με γό­να­τα. Γνω­ρί­ζο­ντας όλα αυτά τα σε­νά­ρια, μπο­ρεί να τρέ­ξεις φο­βι­σμέ­νος όταν δεις μπά­τσους να σε πλη­σιά­ζουν. Τότε κρί­νε­σαι ύπο­πτος και τρως σφαί­ρα στην πλάτη. Καμιά φορά τα έχεις κάνει όλα σωστά. Δεν αντι­δράς, δεν τρέ­χεις, δεν αντι­μι­λάς, δεν κά­νεις από­το­μες κι­νή­σεις. Όπως πι­θα­νά σε συμ­βού­λευ­σαν οι μαύ­ροι γο­νείς σου εκεί γύρω στα 12α γε­νέ­θλιά σου, όταν ήρθε η ώρα να κά­νουν μαζί σου «Την Κου­βέ­ντα» («Γιε μου/κόρη μου, είσαι πια αρ­κε­τά με­γά­λος-η για να μπο­ρού­με να μι­λή­σου­με για την Αστυ­νο­μία…»). Ακόμα κι αν τα κά­νεις όλα «σωστά» δεν είσαι όμως ασφα­λής. Όπως ο Τζορτζ Φλόιντ, που δεν αντι­στά­θη­κε στη σύλ­λη­ψη, που πα­ρέ­μει­νε ακι­νη­το­ποι­η­μέ­νος με ένα γό­να­το στο λαιμό του επί 9 λεπτά, λέ­γο­ντας «I can’t breath», τα ίδια λόγια με τον Έρικ Γκάρ­νερ που δο­λο­φο­νή­θη­κε με πα­ρό­μοιο τρόπο το 2014. Όπως ο Μάικλ Μπρά­ουν που σή­κω­σε ψηλά τα χέρια και είπε «don’t shoot» πριν εκτε­λε­στεί.

«Hands up – Don’t Shoot!» και «We can’ t breath!» έγι­ναν συν­θή­μα­τα στα χείλη χι­λιά­δων μαύ­ρων δια­δη­λω­τών, που δη­μιούρ­γη­σαν το κί­νη­μα «Black Lives Matter!», από ένα άλλο δη­μο­φι­λές σύν­θη­μα στις ορ­γι­σμέ­νες δια­δη­λώ­σεις του Φέρ­γκιου­σον το κα­λο­καί­ρι του 2014. Το σύν­θη­μα και όνομα του κι­νή­μα­τος λέει κάτι πολύ στοι­χειώ­δες: «οι ζωές των μαύ­ρων έχουν αξία». Ότι κα­τέ­φυ­γαν σε αυτό, απο­κα­λύ­πτει την ερ­μη­νεία για όλα αυτά τα -πραγ­μα­τι­κά- σε­νά­ρια που πε­ρι­γρά­ψα­με πα­ρα­πά­νω: Στις ΗΠΑ, οι ζωές των μαύ­ρων ΔΕΝ έχουν αξία. Όταν ένας μπά­τσος κοι­τά­ει ένα μαύρο από την κάνη του όπλου του, είναι εκ­παι­δευ­μέ­νος να μην βλέ­πει άν­θρω­πο. Ένας μαύ­ρος κω­μι­κός είχε πει ότι αν είσαι μαύ­ρος και σου διαρ­ρή­ξουν το σπίτι δεν κα­λείς την αστυ­νο­μία. Γιατί μόλις μπουν και σε δουν θα φω­νά­ξουν «ο νέ­γρος είναι ακόμα μέσα!» και θα σε σκο­τώ­σουν. Το 2016, μια μαύρη μάνα αυ­τι­στι­κού παι­διού υπο­χρε­ώ­θη­κε να γρά­ψει με σπρέι στον τοίχο του σπι­τιού της «Εδώ Ζει Αυ­τι­στι­κός – Μπά­τσοι Δεν Έχετε Καμιά Δι­καιο­λο­γία» και να βάλει στην αυλή της επε­ξη­γη­μα­τι­κή πι­να­κί­δα («δεν ξέρει τι είναι αστυ­νο­μι­κός», «δεν κα­τα­λα­βαί­νει λέ­ξεις ή εντο­λές», «Α ναι: Είναι και μαύ­ρος»). Όταν επι­κοι­νώ­νη­σαν τα κα­νά­λια μαζί της, κά­νο­ντας λόγο για «υπερ­βο­λή» ή/και για «πρό­κλη­ση ντρο­πής στην οι­κο­γέ­νειά της», η γυ­ναί­κα εξή­γη­σε ότι το παιδί της είχε ήδη κα­κο­ποι­η­θεί από την Αστυ­νο­μία στην αυλή του σπι­τιού τους και προ­τι­μά όλη την «ντρο­πή» των πι­να­κί­δων από το να κιν­δυ­νεύ­σει ξανά το παιδί. Καμιά «ντρο­πή» θέλω να πω. Αν ντρο­πιά­ζουν κά­ποιον αυτές οι πι­να­κί­δες, είναι αυτόν που πρέ­πει: την Αστυ­νο­μία. Όχι ότι θα πιά­σει τόπο. Στα αστυ­νο­μι­κά τμή­μα­τα πι­στεύ­ουν ότι «η δου­λειά δεν είναι ντρο­πή» και ξε­χνούν ότι η ντρο­πή δεν είναι δου­λειά. Οι μαύ­ροι όχι μόνο θε­ρί­ζο­νται από τον Covid-19 δυ­σα­νά­λο­γα, αλλά δεν μπο­ρούν καν να τη­ρή­σουν τους ίδιους κα­νό­νες που αφο­ρούν τους υπό­λοι­πους: όταν φο­ρά­νε μά­σκες σε πο­λυ­κα­τα­στή­μα­τα σε λευ­κές γει­το­νιές, οδη­γού­νται έξω από ένο­πλους σε­κιου­ρι­τά­δες ως ύπο­πτοι…

Δυ­στυ­χώς η πρό­σφα­τη δο­λο­φο­νία του Φλόιντ δεν είναι «εί­δη­ση»: Ένας μαύ­ρος δο­λο­φο­νεί­ται από αστυ­νο­μι­κό σχε­δόν κάθε μέρα. Ότι πρό­κει­ται για ένα ολό­κλη­ρο πλέγ­μα κρα­τι­κού ρα­τσι­σμού (από τη φτώ­χεια και την ανερ­γία, ως το σύ­στη­μα μα­ζι­κών φυ­λα­κί­σε­ων κ.ο.κ.) που οδη­γεί σε συ­στη­μα­τι­κές δο­λο­φο­νί­ες μαύ­ρων είναι κοινό μυ­στι­κό. Το ξέ­ρουν καλά προ­φα­νώς οι μαύ­ροι που το ζουν στο πετσί τους. Το ξέ­ρουν καλά οι μπά­τσοι όταν δο­λο­φο­νούν: Σύμ­φω­να με το «Mapping Police Violence» (Χαρ­το­γρά­φη­ση Αστυ­νο­μι­κής Βίας) μόλις το 1.7% των δο­λο­φό­νων αστυ­νο­μι­κών έχει κα­τα­δι­κα­στεί. Το ξέρει καλά ο Τζο Μπάι­ντεν, κά­νο­ντας λόγο για «συ­στη­μι­κό ζή­τη­μα» προ­κει­μέ­νου να κερ­δί­σει προ­ε­κλο­γι­κούς πό­ντους απέ­να­ντι στον Τραμπ. Προ­φα­νώς και ο ίδιος ξέρει κα­λύ­τε­ρα ότι το ζή­τη­μα είναι «συ­στη­μι­κό», καθώς ο ίδιος ήταν ο αρ­χι­τέ­κτο­νας του Ποι­νι­κού Νόμου του 1994 (επί κυ­βέρ­νη­σης Κλί­ντον) που θε­ω­ρή­θη­κε δί­καια «κή­ρυ­ξη πο­λέ­μου» στις μαύ­ρες γει­το­νιές και για τον οποίο δη­λώ­νει μέχρι σή­με­ρα αμε­τα­νό­η­τος και πε­ρή­φα­νος. Το ξέ­ρουν και οι ρα­τσι­στές, που μπο­ρεί στο δη­μό­σιο λόγο τους να κρύ­βο­νται πίσω από τα κω­μι­κο­τρα­γι­κά «All Lives Matter» ή «White Lives Matter Toο» για να θο­λώ­σουν τα νερά, αλλά στην κα­θη­με­ρι­νή πρα­κτι­κή τους δεί­χνουν πλήρη επί­γνω­ση. Λίγες ώρες πριν απα­σχο­λή­σει το ίντερ­νετ η δο­λο­φο­νία του Φλόιντ, μια άλλη ιστο­ρία (που επι­σκιά­στη­κε φυ­σιο­λο­γι­κά) είχε αρ­χί­σει να κυ­κλο­φο­ρεί στα αμε­ρι­κα­νι­κά κοι­νω­νι­κά δί­κτυα. Εκεί­νη μιας λευ­κής στο Σέ­ντραλ Παρκ που για να λύσει μια πολύ τυ­πι­κή διέ­νε­ξη με έναν μαύρο (της ζή­τη­σε να πε­ρά­σει το λουρί στο σκυλί της) επι­στρά­τευ­σε την απει­λή «παίρ­νω την Αστυ­νο­μία και τους λέω ότι ένας αφρο­α­με­ρι­κα­νός με πα­ρε­νο­χλεί». Υπάρ­χουν πολ­λές τέ­τοιες ιστο­ρί­ες (σε πο­λυ­κα­τοι­κί­ες, σε φοι­τη­τι­κές εστί­ες) όπου ο εκά­στο­τε μα­λά­κας κρα­δαί­νει την απει­λή «παίρ­νω την αστυ­νο­μία και λέω ότι ένας μαύ­ρος…».

Μετά από κάθε πε­ρι­στα­τι­κό αστυ­νο­μι­κής δο­λο­φο­νι­κής βίας, το μυαλό μου τρέ­χει εύ­κο­λα στις μέρες των Μαύ­ρων Παν­θή­ρων, που επι­χεί­ρη­σαν να δώ­σουν απά­ντη­ση στο «ποιος μας φυ­λά­ει από τους φύ­λα­κες;», «αστυ­νο­μεύ­ο­ντας την αστυ­νο­μία» στις γει­το­νιές (αρ­χι­κά) του Όκλαντ. Ο Χιούι, ο Μπό­μπι, ο Έλ­ντριτζ να εμ­φα­νί­ζο­νται σε κάθε αστυ­νο­μι­κό έλεγ­χο με τις κα­ρα­μπί­νες στο ένα χέρι και τον ποι­νι­κό κώ­δι­κα στο άλλο, για να εξη­γούν στους μπά­τσους τις υπο­χρε­ώ­σεις τους και στα θύ­μα­τα ή τους πα­ρα­τη­ρη­τές τα δι­καιώ­μα­τά τους –και πα­ρα­δό­ξως (;) να ει­σα­κού­γο­νται για πρώτη φορά. Σί­γου­ρα όποιος πι­στεύ­ει ότι αυτό αρκεί ως λύση δεν έχει μυαλό (η συ­ντρι­βή των Παν­θή­ρων από το κρά­τος το πι­στο­ποιεί αυτό), αλλά όποιος είδε ή διά­βα­σε για εκεί­νες τις σκη­νές στους δρό­μους του Όκλαντ μετά το ’68 και δεν αι­σθάν­θη­κε τη ση­μα­σία τους για τη μαύρη κοι­νό­τη­τα, δεν έχει καρ­διά…

Όταν οι NWA κυ­κλο­φό­ρη­σαν το «Fuck the Police», κα­τη­γο­ρή­θη­καν για υπο­κί­νη­ση μί­σους και για γε­νι­κεύ­σεις. Όταν λίγο αρ­γό­τε­ρα ξέ­σπα­σε η Εξέ­γερ­ση του Λος Άν­τζε­λες, αυτή απέ­κτη­σε «σά­ου­ντρακ». Αλλά το μίσος δεν χρεια­ζό­ταν υπο­κι­νη­τή. Σε ντο­κι­μα­ντέρ που πραγ­μα­τεύ­ε­ται την εξέ­γερ­ση –και την αλ­λη­λε­πί­δρα­σή της με το χιπ-χοπ, οι πρω­τα­γω­νι­στές των γε­γο­νό­των συμ­φω­νούν ότι «Δεν εί­χα­με φωνή, κά­ποιος έπρε­πε να το πει επι­τέ­λους –και οι NWA βγή­καν μπρο­στά και το είπαν». Πιο «αξιο­σέ­βα­στοι» σχο­λια­στές, μαύ­ροι ακα­δη­μαϊ­κοί κλπ έθε­ταν το ίδιο ζή­τη­μα, με άλλο τρόπο: «[Οι άν­θρω­ποι με θέσης ευ­θύ­νης] έπρε­πε να ακού­σουν προ­σε­κτι­κά τι λένε οι NWA, αλλά δεν το έκα­ναν». Οι NWA απλά έλε­γαν την αλή­θεια, σε μια εποχή που ο όρος «gangsta rap» δεν είχε εφευ­ρε­θεί ακόμα κι οι πρω­τερ­γά­τες της μι­λού­σαν για «reality rap». Όσον αφορά την κα­τη­γο­ρία για «γε­νί­κευ­ση», ο Easy-E είχε δώσει τότε μια εξαι­ρε­τι­κή απά­ντη­ση. Γυρ­νώ­ντας ανά­πο­δα το κλασ­σι­κό σχήμα των «λίγων κακών μπά­τσων που βγά­ζουν κακό όνομα σε όλους», είχε δη­λώ­σει ότι «προ­φα­νώς δεν εν­νο­ού­με όλη την Αστυ­νο­μία. Εν­νο­ού­με μόνο αυτό το 90% των κακών μπά­τσων».

Το γε­γο­νός ότι χρό­νια μετά, το «Fuck the Police» πα­ρα­μέ­νει δη­μο­φι­λές κι ότι βγή­καν δε­κά­δες άλλα πα­ρό­μοια τρα­γού­δια, θα όφει­λε να απα­σχο­λή­σει τους «φί­λους της Αστυ­νο­μί­ας» (που φω­νά­ζουν Blue Lives Matter…) που αντί να δια­μαρ­τύ­ρο­νται για την άδικη στι­χουρ­γι­κή στο­χο­ποί­η­σή της θα όφει­λαν να ανα­ρω­τη­θούν γιατί κα­νείς πότε δεν έβγα­λε τρα­γού­δι που να λέει «Fuck the Fire Department»…

Καθώς σή­με­ρα η Μι­νε­ά­πο­λις τυ­λί­γε­ται στις φλό­γες, ορ­γι­σμέ­νοι δια­δη­λω­τές πο­λιορ­κούν το αστυ­νο­μι­κό τμήμα ή/και διώ­χνουν την αστυ­νο­μία από τις γει­το­νιές τους, ενώ κα­λεί­ται η Εθνο­φρου­ρά κι ενώ η αστυ­νο­μι­κή διοί­κη­ση κα­θυ­στε­ρεί δρα­μα­τι­κά να απο­δώ­σει ευ­θύ­νες και κρύ­βε­ται πίσω από τις «δια­δι­κα­σί­ες», όλα μοιά­ζουν ίδια με τον Απρί­λη του 1992. «Same shit, different day» κα­τέ­λη­γε το ντο­κι­μα­ντέρ του 2012 όσον αφορά το τι άλ­λα­ξε 20 χρό­νια μετά την εξέ­γερ­ση του Λος Άν­τζε­λες. Τι κι αν εξε­λέ­γη ο πρώ­τος μαύ­ρος πρό­ε­δρος; Επί της προ­ε­δρί­ας του άλ­λω­στε η αστυ­νο­μι­κή ρα­τσι­στι­κή βία έφτα­σε σε ση­μείο που ξέ­σπα­σε το Black Lives Matter, 2 χρό­νια μετά από εκεί­νο το ντο­κι­μα­ντέρ, ακρι­βώς γιατί κά­ποιοι κου­ρά­στη­καν να ζουν «τα ίδια σκατά».

Αν κάτι άλ­λα­ξε τα τε­λευ­ταία χρό­νια ήταν αυτό. Η εξέ­γερ­ση του Φέρ­γκιου­σον το κα­λο­καί­ρι του 2014 (για τη δο­λο­φο­νία του Μπρά­ουν) και η γέν­νη­ση του κι­νή­μα­τος Black Lives Matter τα επό­με­να χρό­νια. Κα­ταρ­χήν, πολλά πε­ρισ­σό­τε­ρα αστυ­νο­μι­κά εγκλή­μα­τα κα­τα­γρά­φο­νται πλέον σε όλη τους την αγριό­τη­τα –στην εποχή των σό­σιαλ μί­ντια. Πολ­λοί πε­ρισ­σό­τε­ροι και πε­ρισ­σό­τε­ρες κα­τε­βαί­νουν αμέ­σως στους δρό­μους μετά από κάθε τέ­τοια εί­δη­ση, απαι­τώ­ντας δι­καιο­σύ­νη, δη­λώ­νο­ντας ότι δεν αντέ­χε­ται άλλο αυτή η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Κα­τε­βαί­νουν στους δρό­μους πριν φτά­σου­με σε δίκη, γιατί σωστά δεν πι­στεύ­ουν πλέον ότι «τώρα που τους πιά­σα­με σε κά­με­ρα θα πλη­ρώ­σουν» (όπως πί­στε­ψαν αφε­λώς πολ­λοί το 1992 κι εξε­γέρ­θη­καν άγρια μετά την αθώ­ω­ση των μπά­τσων). Κι έτσι πε­τυ­χαί­νουν έστω μικρά πράγ­μα­τα –ακόμα κι αν αυτά είναι μια πιο γρή­γο­ρη αντα­πό­κρι­ση δη­μάρ­χων να κι­νή­σουν νο­μι­κές δια­δι­κα­σί­ες, ή η άρ­νη­ση πα­νε­πι­στη­μια­κών αρχών να συ­νε­χί­σουν τη συ­νερ­γα­σία με τους με αστυ­νο­μι­κά τμή­μα­τα- που κά­πο­τε ήταν αδια­νό­η­τα. Μια νέα γενιά μαύ­ρων ακτι­βι­στών έχει έρθει στο προ­σκή­νιο, με έντα­ση, πάθος και μα­ζι­κό­τη­τα που είχε να υπάρ­ξει από τη δε­κα­ε­τία του ’70.

Στην εξέ­γερ­ση οργής στη Μι­νε­ά­πο­λις, φαί­νε­ται όμως να αλ­λά­ζει και κάτι άλλο. Αγνο­ώ­ντας κι ίσως αδι­κώ­ντας κά­ποιες άλλες κι­νη­το­ποι­ή­σεις των τε­λευ­ταί­ων χρό­νων, είναι η πρώτη φορά που προ­σω­πι­κά βλέπω τόσο μα­ζι­κή συμ­με­το­χή της λευ­κής νε­ο­λαί­ας στις ορ­γι­σμέ­νες δια­δη­λώ­σεις. Όχι ως μειο­ψη­φι­κοί δια­κρι­τι­κοί συ­μπα­ρα­στά­τες σε μια «μαύρη εξέ­γερ­ση», αλλά ως πραγ­μα­τι­κά με­γά­λο πλή­θος που πρω­τα­γω­νι­στεί πλάι στα μαύρα αδέρ­φια μας σε συν­θή­μα­τα, πάθος, παλμό, μα­χη­τι­κό­τη­τα.

Ο πρώην παί­κτης του NBA, Ντου­έιν Γου­έιντ, επι­κα­λέ­στη­κε μια ρήση του Μπέν­τζα­μιν Φράν­κλιν αυτές τις μέρες: «θα απο­δο­θεί δι­καιο­σύ­νη μόνο όταν ορ­γι­στούν όσοι δεν θί­γο­νται εξί­σου με αυ­τούς που θί­γο­νται». Αυτό συμ­βαί­νει στους δρό­μους της Μι­νε­ά­πο­λις. Η ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση της αμε­ρι­κα­νι­κής νε­ο­λαί­ας που εκ­φρα­ζό­ταν κι έβρι­σκε αντα­νά­κλα­ση σε πο­λι­τι­σμι­κό επί­πε­δο (σει­ρές, ται­νί­ες που απευ­θύ­νο­νταν σε αντι­ρα­τσι­στι­κό κοινό) ή στην ενό­χλη­ση των ακρο­δε­ξιών αντι­πά­λων της («γε­μί­σα­με χιο­νο­νυ­φά­δες», όπως απο­κα­λεί η Alt-Right υπο­τί­θε­ται υπο­τι­μη­τι­κά τους «υπε­ρευαί­σθη­τους» σε θέ­μα­τα δι­καιω­μά­των νέους) εκ­φρά­ζε­ται στους δρό­μους. Οι «χιο­νο­νυ­φά­δες» σή­με­ρα βά­ζουν φωτιά στους δρό­μους της Μι­νε­ά­πο­λις, γιατί είναι όντως τόσο ευαί­σθη­τες απέ­να­ντι στο τραύ­μα των μαύ­ρων αδελ­φών τους που εξε­γεί­ρο­νται με πάθος για μια υπό­θε­ση που κα­τα­νο­ούν (και είναι σε τε­λι­κή ανά­λυ­σή) δική τους… Κι αυτό είναι η κα­λύ­τε­ρη εί­δη­ση που έρ­χε­ται από αυτές τις σκο­τει­νές μέρες στις ΗΠΑ…

Απέ­να­ντι στις συ­στη­μα­τι­κές αστυ­νο­μι­κές δο­λο­φο­νί­ες μαύ­ρων είχε δια­μαρ­τυ­ρη­θεί ο παί­κτης του NFL, Κόλιν Κά­περ­νικ, γο­να­τί­ζο­ντας κατά την ανά­κρου­ση του εθνι­κού ύμνου των ΗΠΑ. Βρήκε πολ­λούς μι­μη­τές και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρους συ­μπα­ρα­στά­τες, αλλά η κα­ριέ­ρα του κα­τα­στρά­φη­κε –με πο­λι­τι­κή από­φα­ση του NFL και των ιδιο­κτη­τών των ομά­δων που αρ­νή­θη­καν όλες να προ­σφέ­ρουν συμ­βό­λαιο σε έναν ικα­νό­τα­το παί­κτη. Εκτός από το κύμα συ­μπα­ρά­στα­σης, υπήρ­ξε και το κύμα μί­σους ενα­ντί­ον του. Υπήρ­ξαν κι εκεί­νοι που στά­θη­καν στη μέση. «Κα­τα­λα­βαί­νω ότι θέλει να δια­μαρ­τυ­ρη­θεί, αλλά είναι προ­σβλη­τι­κό αυτό που κάνει». Αυτοί θα πρέ­πει σή­με­ρα να ανα­ρω­τη­θούν ξανά ποιο γό­να­το τους προ­σβά­λει πε­ρισ­σό­τε­ρο: του Κόλιν να ακου­μπά το γρα­σί­δι την ώρα του εθνι­κού ύμνου, ή του μπά­τσου στο λαιμό του Τζορτζ Φλόιντ;

*Ο Μπό­μπι Χάτον υπήρ­ξε η πρώτη στρα­το­λο­γία των Χιούι Νιού­τον-Μπό­μπι Σιλ στους Μαύ­ρους Πάν­θη­ρες. Η οι­κο­γέ­νειά του είχε με­τα­κο­μί­σει στο Όκλαντ για να δια­φύ­γει από τη συ­στη­μα­τι­κή ακρο­δε­ξιά βία στον αμε­ρι­κα­νι­κό Νότο. Στα 16 του χρό­νια, χρειά­στη­κε την άδεια της μαμάς του για να εντα­χθεί στην ορ­γά­νω­ση. Δύο μέρες μετά τη δο­λο­φο­νία του Μάρ­τιν Λού­θερ Κινγκ, σε μια σύ­γκρου­ση της Αστυ­νο­μί­ας με τους Πάν­θη­ρες, εκτε­λέ­στη­κε εν ψυχρώ με 12 σφαί­ρες, ενώ είχε γδυ­θεί για να απο­δεί­ξει ότι είναι άο­πλος…

/rproject.gr