«Υπερβολικά πολύ μέλλον». Πανκ στην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, του Άλεξ Κάντζιας – Ρόντε

«Υπερβολικά πολύ μέλλον». Πανκ στην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, του Άλεξ Κάντζιας – Ρόντε

  • |

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 το ανερχόμενο στη Δύση ρεύμα του πανκ θα προκαλέσει το ενδιαφέρον και των εφημερίδων στην Ανατολική Γερμανία, για τις οποίες βέβαια το συγκεκριμένο είδος μουσικής δεν ήταν παρά ένα ακόμα όπλο στο οπλοστάσιο των αστικών ιδεολογιών για την χειραγώγηση των λαϊκών μαζών. Πολύ γρήγορα όμως και η ίδια η Λαοκρατική Δημοκρατία θα βρεθεί αντιμέτωπη με αυτό το φαινόμενο καθώς πολλοί Ανατολικογερμανοί νεολαίοι βλέπουν ότι μέσω αυτού του μουσικού ρεύματος μπορούν να εκφράσουν την δυσαρέσκεια τους με το σύστημα.
‘’Είμαστε η νέα γενιά/όμως τι έχουμε από την ζωή/περιμένουμε το τέλος του κόσμου…’’

Vitamin-A

Έτσι από τις αρχές των 80s, αρχικά στο (ανατολικό) Βερολίνο και την Λειψία, λίγο αργότερα και στην υπόλοιπη χώρα αρχίζουν να σχηματίζονται συγκροτήματα και να εξαπλώνεται η πανκ κουλτούρα. Για την κλειστή κοινωνία της ΛΔΓ η εμφάνιση αυτών των νέων με τα σχισμένα ρούχα, τα βαμμένα μαλλιά, τις μοϊκάνες και τα περιλαίμια γύρω από το λαιμό και τους ξέφρενους χορούς τους ήταν ένα τεράστιο σοκ, το οποίο δεν μπορούσε να το διαχειριστεί. Περαστικοί έφτυναν ή ξυλοκοπούσαν πανκ και φράσεις όπως «έπρεπε να σας εξαερώσουν» (δηλ. να σας στείλουν στους θαλάμους αερίων) ή το «ο Χίτλερ θα σας κανόνιζε αλλιώς» ήταν συχνά κατευόδια που τους συνόδευαν.

 

‘’άμα η παραφροσύνη αυτή συνεχιστεί/αν αυτά τα σκατά συνεχιστούν!/
ο πόθος του θανάτου/ο πόθος του θανάτου/ο πόθος του θανάτου/υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο’’

Schleim Keim ‘’Vor vielen tausend Jahren’’ (πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια)

 

‘’είχα ένα όνειρο/έναν εφιάλτη/ονειρεύτηκα, οι άνθρωποι πως ήταν μαριονέτες/ οι μεγάλοι, οι μικροί, οι λεπτοί και οι χοντροί/κρέμονταν όλοι από κόκκινα σχοινιά/αντί για χτυποκάρδια άκουγα να κάνει τικ, τικ, τικ, τικ, τικ, τικ, τικ, τικ/αν τραβούσες έναν από αυτούς τους σπάγκους άρχιζαν να μιλούν/ μιλούσαν για τον καιρό/μιλούσαν για το φαγητό, μιλούσαν για γαμίσια/τα σώματα τους ήταν από πλαστικό/τα πρόσωπα τους μια νεκρή μάσκα/χαζομάρα έβγαινε από τα μάτια τους/όνειρο και πραγματικότητα/πραγματικότητα και αλήθεια/πραγματικότητα, πραγματικότητα, αλήθεια και όνειρο/είναι το όνειρο μου μόνο ένα όνειρο ή πραγματικότητα;’’

Namenlos ‘’Alptraum’’ (εφιάλτης)

Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες νεανικές υποκουλτούρες οι πανκς δεν διεκδικούσαν απλά το χώρο τους, δεν επεδίωκαν να γίνει αποδεκτή η μουσική ή το ντύσιμο τους. Επιθυμούσαν να προκαλέσουν και απέρριπταν την κρατική εξουσία, κάτι που τους έκανε να υιοθετήσουν ως συμβολικά χρώματα τους το κόκκινο και το μαύρο. Οι μπάντες τους έφεραν ονόματα όπως „Planlos“ (χωρίς πλάνο), „Ostfront’’ (ανατολικό μέτωπο), „Probealarm“, (δοκιμαστικός συναγερμός) „Schleimkeim“ (βλεννογόνο μικρόβιο), Betonromantik (ρομαντική του τσιμέντου) ή „Müllstation“ (σταθμός απορριμμάτων). Με τους στίχους των τραγουδιών τους («εμφύλιος πόλεμος», «η Λειψία έγινε ερείπια», «δύσπνοια», «επαναστάτες του σαλονιού» κλπ) καυτηρίαζαν το αίσθημα της στενότητας, την παρακολούθηση από το κράτος, τα προνόμια των κρατικών και κομματικών λειτουργών.

‘’Όταν σηκώνομαι κάθε πρωί/και αναρωτιέμαι γιατί/ακούω τους συναδέλφους του SED/και ξέρω ότι πρόκειται για τον κομμουνισμό/και παρόλο που είναι αρκετά που δεν τα καταλαβαίνω/γιατί να στέκομαι στον πάγκο εργασίας για την ειρήνη/γιατί η ζωή μου προγραμματισμένη μέχρι τέλους/καλύτερα να σιωπώ, έτσι κι αλλιώς δεν έχω καμία επιρροή/αλλά δεν θέλω να με διατάζουν/επειδή είμαι άνθρωπος/δεν θέλω να μοχθώ για τους κολλημένους/οι χαζοί λόγοι αντηχούν χωρίς νόημα […] είμαι αρκετά μεγάλος για να φύγω μόνος μου/δεν θέλω να βλέπω άλλο αυτήν την σκατοκατάσταση/πως μου κλέβεται το μέλλον/και πως παλεύεται για κάτι στο οποίο δεν πιστεύεται πια ούτε οι ίδιοι’’

L’Attentat ‘’Ohne Sinn’’ (χωρίς νόημα)

 

‘’Δεν έφτιαξα εγώ την ιστορία/και όμως είμαι διαχωρισμένος και αυστηρά επιτηρούμενος /μιλάνε για το κράτος των εργατών και των αγροτών/και καταστρέφουν την δική τους σπορά/(…)/δεν ξέρω αν ο Μαρξ θα έκλαιγε ή θα γέλαγε/άμα μπορούσε να δει/τι κάνετε με εμάς/είμαστε νεογέννητοι στο πένθος/είμαστε η αποβολή του Τείχους’’

The Leistungsleichen

‘’όταν βλέπω όλα αυτά τα σκατά/δεν μπορώ πια να γελάσω/πρέπει απλά να ουρλιάζω!/απόλυτη δυσφορία/απόλυτη δυσφορία/ολική δυσφορία/δυσφορία/δυσφορία

Namenlos ‘’Frustration 2’’ (δυσφορία 2)

Αν και σύμφωνα με τα στοιχεία των υπηρεσιών ασφαλείας ο μέγιστος αριθμός τους δεν ξεπέρασε ποτέ τα χίλια άτομα, σε αντίθεση με την Δύση όπου η συγκεκριμένη υποκουλτούρα ενσωματώθηκε, εμπορευματοποιήθηκε και «εξημερώθηκε» , στην ΛΔΓ το να είσαι πανκ επέφερε την στιγματοποίηση, την αποξένωση από την οικογένεια και τους φίλους και την σύγκρουση με το κράτος. Η πεσιμιστική τους στάση ήταν εξάλλου ασυμβίβαστη με το λαμπρό σοσιαλιστικό μέλλον που προπαγάνδιζε η ηγεσία. Γι αυτό και σε αντίθεση με το „No Future“ των πανκ του δυτικού μπλοκ εδώ κυριαρχούσε το σλόγκαν (ή στάση ζωής αν θέλετε) „Too Much Future“, ως απόρριψη μιας ζωής πλήρως κανονισμένης από τις «σοσιαλιστικές» επιταγές του παραγωγικού εργαζομένου, του καλού οικογενειάρχη και του πειθαρχημένου μέλους της σοσιαλιστικής νεολαίας, δεν άφηναν πολλά περιθώρια για την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Το μέλλον του καθενός ήταν προδιαγεγραμμένο, η καθημερινότητα, μονότονη και οι «σοσιαλιστικές» πόλεις γκρίζες και πνιγμένες στον καπνό.

‘’Γκρίζοι δρόμοι, γκρίζος ουρανός, γκρίζα αυτοκίνητα, γκρίζα ρούχα, γκρίζες συσκευασίες/
Όλα γκρι, όλα γκρι, όλα γκρι/Τίποτα δεν είναι πολύχρωμο, μόνο όλο γκρίζο […] Που πήγαν τα χρώματα, που πήγαν;/Αγαπάω τα χρώματα!/ Αγαπάω τα χρώματα!/ Αγαπάω τα χρώματα;/Που πήγαν;/Αγαπάω τα χρώματα/Γκρίζοι άνθρωποι με γκρίζες ιδέες με αγριοκοιτάζουν, γιατί εγώ δεν είμαι γκρίζος/εγώ είμαι πολύχρωμος!/εγώ είμαι πολύχρωμος!/Αγαπάω τα χρώματα: κόκκινο, μαύρο, μπλε!’’

Müllstation ‘’Alles Grau’’ (όλα γκρι)

‘’κοίτα έξω οι δρόμοι υγροί και κρύοι/τα αυτοκίνητα βρώμικα, σάπια και παλιά/τα σπίτια σαραβαλιάζονται και καταρρέουν/οι υπόνομοι βρωμερές θανατηφόρες παγίδες/παντού βρώμα, θόρυβος και μπόχα/αρουραίοι και ζωύφια, οι άνθρωποι τόσο άρρωστοι/ η νεολαία απεγνωσμένη και εντελώς κενή/εξαπατημένη και εξαναγκασμένη να πάει στρατό/η τάξη φρουρούμενη από την αστυνομία/στο βασικό νόμο γράφει: είσαι ελεύθερος/είσαι ήδη νεκρός προτού γεννηθείς/είσαι χαμένος εξ αρχής’’

L’ Attentat ‘’Heimatlied’’ (το τραγούδι της πατρίδας)

Για τους περισσότερους πολίτες της ΛΔΓ τα ταξίδια στο εξωτερικό ήταν απαγορευμένα και τα βιβλία και οι δίσκοι που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο υπόκειντο σε αυστηρή λογοκρισία ώστε να ανταποκρίνονται στην «σοσιαλιστική ηθική». Η κοινωνία κυριαρχούνταν ακόμα από συντηρητικές αξίες και πολλές από τις αντιλήψεις της εποχής του εθνικοσοσιαλισμού συνέχιζαν να βρίσκουν ευρεία αποδοχή. Για την νεολαία δεν υπήρχαν πολλές διέξοδοι και το πανκ με το προκλητικό του ντύσιμο, τα γεμάτα παραμάνες και ξυραφάκια αυτιά το έντονο μακιγιάζ και τους αυτοσχέδιους στίχους που μιλούσαν για ζητήματα τα οποία κανείς άλλος δεν τολμούσε να θίξει αποτέλεσε ένα μέσο με το οποίο μπορούσε να εκφράσει την δυσαρέσκεια της. Συχνά βέβαια η συμπεριφορά των πανκ ξέφευγε από τα πλαίσια της απλής πρόκλησης και λάμβανε βίαιες μορφές: αντιπαραθέσεις με εργάτες, εισβολές σε ταβέρνες και ντισκοτέκ αλλά και η διάπραξη μικροεγκλημάτων (όπως διαρρήξεις και πρόκληση φθορών) δεν ήταν ξένες προς την πανκ ταυτότητα. Ιδίως οι πανκ του Βερολίνου είχαν την φήμη πως είναι ιδιαίτερα «σκληροί» και «αυθεντικοί», απολαμβάνοντας του σεβασμού από τους πανκ των άλλων πόλεων. Όπως και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν ένας ανδροκρατούμενος χώρος, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στην σύνθεση των συγκροτημάτων, στα οποία η παρουσία γυναικών ήταν πολύ μειοψηφική.

‘’μένω εκεί όπου κυβερνά η σχιζοφρένεια/εκεί όπου κάθε μικροαστός σε αγριοκοιτά/εκεί όπου χτίζουν τείχη/εκεί όπου κανείς δεν τολμά να μιλήσει/μένω σε ένα ειρηνικό κράτος/αναχώρηση, αναχώρηση, είναι πολύ σκληρό/όπου περνάς την ζωή σου όπως στην φυλακή/και παλεύεις με τους μπάτσους για λίγη ελευθερία/όπου κυριαρχεί το μπλε πουκάμισο (της σοσιαλιστικής νεολαίας)/και η νεολαία παρελαύνει στητά/μένω εκεί όπου στέκουν τα τανκ/εκεί όπου λένε η ζωή είναι ωραία/εκεί όπου δεν τραγουδά πια κανένα πουλί/όπου το νερό βρωμάει απόβλητα’’

L Attentat – ‘’Friedensstaat’’

 

Βέβαια το να αποκτήσει κανείς τα κατάλληλα ρούχα δεν ήταν εύκολο, γεγονός που τα καθιστούσε πανάκριβα (εκτός και αν είχε κανείς συγγενείς στην Δύση που έρχονταν για επίσκεψη). Αντίθετα ο ευκολότερος τρόπος να προμηθευτεί κανείς δίσκους δυτικών συγκροτημάτων ήταν μέσω τον παππούδων του, καθώς το καθεστώς επέτρεπε στους πολίτες άνω των εξήντα να περνούν το Τείχος. Ορισμένοι πάλι τους αγόραζαν στην Βουλγαρία (δημοφιλή τόπο διακοπών του σοσιαλιστικού μπλοκ) που ήταν πιο χαλαρή σε τέτοια θέματα, μεταφέροντας τους στην συνέχεια λαθραία πίσω στην ΛΔΓ, ενώ κυκλοφορούσαν και (κακής γενικά ποιότητας) ηχογραφήσεις δυτικογερμανικών σταθμών. Με την μουσική παραγωγή να ελέγχεται απόλυτα από το κρατικό μονοπώλιο, η μόνη επιλογή που είχαν τα συγκροτήματα αυτά να κυκλοφορήσουν την μουσική τους σε μεγαλύτερα ακροατήρια ήταν να δημιουργούν και να κυκλοφορούν οι ίδιοι τις κασέτες τους, η προμήθεια των οποίων βέβαια ήταν αρκετά ακριβή.

 

Καθώς στα μπαρ και κλαμπ τα πανκ συγκροτήματα ήταν ανεπιθύμητα, αυτά συναντιόνταν και εμφανίζονταν σε υπόγεια εγκαταλελειμμένων κτιρίων, πίσω αυλές, ιδιωτικά διαμερίσματα γκαλερί καλλιτεχνών. Τα μέλη τους καταλαμβάνουν άδεια διαμερίσματα ή και ολόκληρες πολυκατοικίες, γράφουν τα πρώτα πολιτικά συνθήματα στους τοίχους και μελετούν θεωρητικούς του αναρχικού κινήματος.

‘’τι να κάνω με μια κοσμοαντίληψη αν δεν μπορώ να δω τον κόσμο’’ (γκράφιτι σε τοίχο)

‘’και όμως το τσιμέντο καίγεται’’ (σύνθημα γραμμένο σε πόρτα)

‘’κατέστρεψε/ό,τι σε καταστρέφει’’ (σύνθημα κεντημένο σε πέτσινο)

Ο χώρος όμως που θα ταυτιστεί όσο κανένας άλλος με το ανατολικογερμανικό κίνημα του πανκ είναι εκείνος των ευαγγελικών εκκλησιών, ο μόνος τον οποίο δεν τολμούσε να αγγίξει το μακρύ χέρι του πανίσχυρου κράτους. Σε αντιπαράθεση με την εκκλησιαστική ηγεσία που ήθελε να τα έχει καλά με τους κρατούντες αρκετοί ανοιχτόμυαλοι ιερείς και διάκονες, και ιδίως πολλοί εκκλησιαστικοί κοινωνικοί λειτουργοί θα ανοίξουν τους ναούς και τα πολιτιστικά τους κέντρα στους άθεους πανκ. Ήταν έτσι στην εκκλησία του Χριστού στην πόλη του Halle όπου τον Απρίλιο του 1983 πραγματοποιήθηκε το πρώτο φεστιβάλ πανκ μουσικής, με διακόσιους πενήντα ανθρώπους από όλη την χώρα να έρχονται για να συμμετάσχουν σε αυτήν την «ευαγγελική βραδιά μουσικής». Το 1986 η Στάζι καταγράφει δεκαέξι εκκλησιαστικούς χώρους στους οποίους εμφανίζονται απαγορευμένα πανκ συγκροτήματα. Η υποστήριξη των εκκλησιαστικών λειτουργών προς τους πανκ όμως δεν περιοριζόταν μόνο στην παραχώρηση χώρων αλλά επεκτεινόταν και στην διοργάνωση δραστηριοτήτων εκτός εκκλησιαστικού ασύλου και στην υποστήριξη που προσέφεραν σε πανκ που αντιμετώπιζαν δικαστικές διώξεις ή εξέτειναν ποινές φυλάκισης.

«Μεταξύ των νεολαίων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας επικρατεί μια σταθερή πολιτική κατάσταση. Η μεγάλη πλειοψηφία της νεολαίας της χώρας μας πρεσβεύει θέσεις αντίστοιχες της τάξης τους και μέσω της μεγάλης αφοσίωσης που δείχνει στην οικοδόμηση και προστασία της κοινωνίας μας δικαιολογεί την εμπιστοσύνη που της δείχνει το κόμμα»

Erich Mielke υπουργός κρατικής ασφάλειας της ΛΔΓ κατά την περίοδο 1957 – 1989

 

Η κρατική εξουσία ήταν ανίκανη να διαχειριστεί τόσο μια κριτική από τα αριστερά όσο και το γεγονός ότι οι πανκ δεν είχαν ούτε ηγέτες, ούτε οργάνωση και ιεραρχίες. Αδυνατώντας να κατανοήσει το φαινόμενο το ερμήνευε ως προσπάθεια του εχθρού να διασπείρει την ιδεολογία του στην νεολαία, Γι αυτό και έθεσε σε κίνηση τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Στους πανκ άρχισαν να φορτώνονται ποινικές κατηγορίες, (ακόμα και για τρομοκρατία) να αποστέλλονται κλήσεις στράτευσης, να τους αφαιρείται η άδεια οδήγησης, να μην τους παρέχεται διαμέρισμα, να τους επιβάλλεται απαγόρευση εργασίας και σπουδών, κατ οίκον περιορισμοί τις ημέρες των εθνικών εορτών, απαγόρευση εισόδου σε εστιατόρια και κέντρα διασκέδασης. Οι έλεγχοι και οι «επισκέψεις» της αστυνομίας ήταν συνεχείς ενώ ακόμα και ένα απλό ταξίδι με το τρένο μπορούσε να τελειώσει στο αστυνομικό τμήμα και στο κρατητήριο, ενώ οι αρχές ασφαλείας θα παρεμποδίσουν επανειλημμένα πανκ από το να καταθέσουν στεφάνια σε τόπους μνήμης (στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.α).

 

‘’οι μπάτσοι σε απομακρύνουν από το δρόμο/γιατί πιστεύουν πως είσαι απλά σκουπίδι/σε χτυπούν μέσα στην μούρη/ γιατί γνωρίζουν, είσαι απλά ένα βρώμικο γουρούνι […] εκείνοι κάνουν μαζί σου ό,τι θέλουν/ κάνουν μαζί σου ό,τι θέλουν’’

Schleim Keim ‘’Faustrecht’’

‘’όπου και να πας/σου ελέγχουν την ταυτότητα/κι αν βγάλεις μια λάθος λέξη/ τι θα γίνει το ξέρεις ήδη/οπουδήποτε και αν κοιτάξει κανείς/οι κάμερες είναι στημένες/κάθε σου βήμα συνοδεύουν/η ασφάλεια περπατάει δίπλα σου’’

Planlos ‘’Überall wohin’s dich führt’’ (όπου και να πας)

 

‘’με το γκλομπ στο χερι/παλεύω για την πατρίδα/βάρα τον αναρχικό/είμαι ένας αστυνομικός […] Γερμανική σκληρότητα/μας είναι έμφυτη/χωρίς κάποιους σαν εμάς/η Γερμανία θα ήταν προ πολλού χαμένη […] Τάξη και ασφάλεια/πρέπει να κυριαρχεί στο σύστημα/χασικλήδες, πανκ και χίπις/μου είναι ενοχλητικοί’’

Schleim Keim ‘’Mit dem Knüppel in der Hand’’ (με το γκλομπ στο χέρι)

 

Ως το 1984 οι αρχές θα έχουν καταφέρει να διαλύσουν την πρώτη γενιά των πανκ, έχοντας απελάσει πολλούς από την χώρα, εξαναγκάσει πολλούς να ιδιωτεύσουν ή να γίνουν «ανεπίσημοι συνεργάτες» των αρχών (χαφιέδες), με ορισμένους να μην αντέχουν την πίεση που τους ασκούνταν και να οδηγούνται στην αυτοκτονία. Ένα μεγάλο μέρος από ό,τι απέμεινε από τον χώρο «πέρασε» στους Skinheads ενώ οι υπόλοιποι ενσωματώθηκαν στην δεύτερη γενιά, η οποία τα επόμενα χρόνια θα μαζικοποιηθεί, με πανκ να κάνουν την εμφάνιση τους και στις μικρότερες περιφερειακές πόλεις, προσελκύοντας κυρίως νεολαίους που προς μεγάλη έκπληξη της Στάζι είχαν μεγαλώσει σε εύτακτες οικογένειες. Επιπλέον το κράτος πλέον δεν έχει να διαχειριστεί μια ενιαία και σαφώς αναγνωρίσιμη πανκ σκηνή, αλλά ένα πολιτιστικό ρεύμα που διαχωριζόταν σε πολλά υποείδη (peace punk, art punk κλπ).

Οι κατασταλτικές πρακτικές των αρχών επέφεραν δύο ακόμα αποτελέσματα. Από την μια πολλοί πανκ αποσύρθηκαν οριστικά στο προστατευμένο περιβάλλον των εκκλησιών, όπου ήρθαν και σε επαφή με αντιπολιτευόμενες οικολογικές ομάδες και οργανώσεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οι οποίες επίσης εκμεταλλεύονταν το εκκλησιαστικό άσυλο. Από την άλλη παρέμεινε ένας «σκληρός πυρήνας» που συνέχιζε να εμφανίζεται δημόσια, στον οποίο η διείσδυση πληροφοριοδοτών είχε δυσκολέψει.

Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε μερική αναδίπλωση της κριτικής τακτικής, η οποία πλέον επικεντρώνεται στην «σταδιακή κυρίευση» του χώρου. Πανκ μπάντες οι οποίες θα προσάρμοζαν την μουσική, τον στίχο και την εμφάνιση τους στις απαιτήσεις των αρχών λαμβάνουν την άδεια να εμφανίζονται και από το 1986 το νεανικό ραδιόφωνο DT 64 παίζει τα τραγούδια ορισμένων από τα επονομαζόμενα «άλλα συγκροτήματα» (συγκροτήματα που παίζουν New-Wave-, Indierock, ηλεκτρονική μουσική κ.α), ενώ από το 1988 ηχογραφούνται και οι πρώτοι δίσκοι σε στούντιο. Έχοντας όμως βιώσει την σκληρότητα των αρχών κατά τα προηγούμενα χρόνια η προσπάθεια αυτή της κομματικής ηγεσίας να ενσωματώσει πτυχές της νεανικής υποκουλτούρας συνάντησε κυρίως απόρριψη. Πόσο μάλλον που όσοι πανκ αρνούνταν να υποταχθούν στις υποδείξεις των αρχών συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν διώξεις και φυλακίσεις, ενώ ακόμα και το 1989 έρχονταν αντιμέτωποι με την απαγόρευση εισόδου στα κέντρα των πόλεων .

“Αυτό που θέλετε από εμένα δεν μπορώ να είμαι/στο γκρίζο τσιμέντο δεν χωράω”

Wutanfall

 

Η στάση αυτή απέναντι στην νεανική αναζήτηση δεν ήταν καινούργια, ενώ οι νεανικές μόδες άλλαζαν η στάση του κράτους απέναντι σε ό,τι αντιλαμβανόταν ως «υπερβολική ελευθεριότητα» παρέμενε η ίδια. Στις αρχές του ’50 ήταν η Τζαζ, στα τέλη της ίδιας δεκαετίας η ροκ, στα 60s το Beat, στα 70s οι Hippies και οι Bluesfreaks που ξέφευγαν από τις σοσιαλιστικές νόρμες, με τα μουσικά αυτά είδη αντιμετωπίζονταν απαξιωτικά ως «πολιτιστική βαρβαρότητα». Οι αιτίες της εμφάνισης τους αναζητούνταν αποκλειστικά στην «παρακμιακή καπιταλιστική Δύση» και η διάδοση τους στην ΛΔΓ ερμηνεύονταν ως προσπάθεια των καπιταλιστικών χωρών να προκαλέσουν ένα ρήγμα μεταξύ της νεολαίας και της πολιτικής ηγεσίας και να βλάψουν τα συμφέροντα της χώρας. Σε μια παντελώς λαθεμένη εκτίμηση μάλιστα ορισμένα στελέχη της Στάζι απέδιδαν στους πανκ «φασιστικές τάσεις», την ώρα που το πραγματικά ακροδεξιό δυναμικό χαρακτηριζόταν απλά ως «αρνητική ακολουθία» ποδοσφαιρικών ομάδων. Και από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 οι αρχές συνήθιζαν να δείχνουν μια ιδιαίτερη ανοχή σε περιστατικά όπου Naziskins επιτίθονταν ενάντια σε πανκ.

κόκκινα συνθήματα, σοβιετική εξουσία/κατέστρεψαν την Γερμανία/ναζί, ναζί, βρωμοναζί στο ανατολικό Βερολίνο/βρωμοναζί, βρωμοναζί, ναζί ξανά στο ανατολικό Βερολίνο

Namenlos ‘’Nazis’’

Αντίθετα οι Skinheads (οι οποίοι δεν ήταν όλοι απαραίτητα ακροδεξιοί) με το τυπικά εργατικό τους ντύσιμο, άρα και την λιγότερο προκλητική τους εμφάνιση, τραβούσαν πολύ λιγότερο την προσοχή. Κατηγοριοποιημένοι από τις αρχές ως «πρόθυμοι για εργασία» και έχοντας ένα περιποιημένο παρουσιαστικό εκπλήρωναν πολύ λιγότερο τα κλισέ του «αντικοινωνικού αλήτη, εν αντιθέσει με τους «βρώμικους και τεμπέληδες» πανκ. Η πλειοψηφία τους ήταν ενταγμένη στην παραγωγή, συχνά μάλιστα διακρίνονταν για την παραγωγικότητα και την εργατική τους πειθαρχία, αξίες που θεωρούνταν πολύ «σοσιαλιστικές», ενώ και το γεγονός ότι εκπλήρωναν με προθυμία της στρατιωτικές τους υποχρεώσεις έκανε πολλούς (και τις αρχές) να κλείνουν τα μάτια όταν η συμπεριφορά τους «ξέφευγε».

Όμως σε μια κοινωνία που παρά τις διακηρύξεις της μαστιζόταν από φαινόμενα βίας, μέσα στην οικογένεια, στα σχολεία απέναντι σε ξένους και «διαφορετικούς», στα γήπεδα, τα φεστιβάλ κλπ, όπου κυριαρχούσαν μια (όχι πάντα) λανθάνουσα ξενοφοβία και ο αποκλεισμός όσων «απέκλιναν» ή σκέφτονταν διαφορετικά η Στάζι είχε ήδη χάσει τον έλεγχο του ακροδεξιού χώρου, υποτιμώντας κατά συνέπεια το πραγματικό μέγεθος που είχε λάβει. Δεν ήταν μάλιστα λίγα τα παιδιά των πρακτόρων της υπηρεσίας που κατά την τελευταία περίοδο ύπαρξης της ΛΔΓ βρέθηκαν να έλκονται από νεοναζιστικές ιδέες και πρακτικές.

Η στάση των αρχών θα ανατραπεί κυριολεκτικά εν μια νυκτί, μετά την οργανωμένη επίθεση ακροδεξιών Skinheads σε μια πανκ συναυλία που διεξαγόταν στην εκκλησία της Σιών του Βερολίνου στις 17 Οκτωβρίου του 1987. Μάλιστα οι αρχές ασφαλείας θορυβήθηκαν τόσο πολύ πως αντίστοιχα γεγονότα θα μπορούσαν να προκύψουν στις 30 Ιανουαρίου του 1988 (55η επέτειο της ανόδου των ναζί στην εξουσία) ώστε έδωσαν εντολή στις δυνάμεις καταστολής σε περίπτωση που προέκυπταν σοβαρές απειλές για την δημόσια ασφάλεια να κάνουν χρήση των όπλων τους.

Το πανκ κίνημα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας αν και δεν διακρίνεται για την ποιότητα του ήχου και της μουσικής του έχει εντούτοις να επιδείξει έναν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο και ευρηματικό στίχο μέσω του οποίου θεματοποιούνται όχι μόνο ζητήματα όπως οι καθημερινοί περιορισμοί και ο κοινωνικός συντηρητισμός αλλά και η σεξουαλική επιθυμία, η μόλυνση του περιβάλλοντος ο μιλιταρισμός, η παρουσία των σοβιετικών δυνάμεων και η άνοδος της ακροδεξιάς. Αν και συχνά κυριαρχούσε μια εξιδανίκευση της Δύσης (ελλείψει και πληροφοριών για την κοινωνική πραγματικότητα πίσω από το Τείχος), η κοινωνική κριτική που ασκούσαν με τους στίχους τους οι πανκ ήταν σίγουρα δικαιολογημένη. οι αρχές όμως όχι μόνο δεν θα δείξουν καμία ανοχή απέναντι σε αυτήν την κριτική αλλά θα εκλάβουν τους πανκ ως ιδιαίτερα παρακμιακά και εχθρικά προς τον σοσιαλισμό στοιχεία, που αρνούνταν να ενταχθούν στα κυρίαρχα πρότυπα της πειθαρχημένης «σοσιαλιστικής ηθικής». Όταν πλέον οι φάκελοι της Στάζι θα είναι προσβάσιμοι πολλοί είναι εκείνοι που θα διαπιστώσουν πως αρκετοί από τους φίλους τους, με τους οποίους συχνά έπαιζαν και στην ίδια μπάντα ήταν πληροφοριοδότες των αρχών.

Ένα από τα συμπεράσματα που ίσως βγάζαμε από αυτήν την ιστορία είναι πως η μετάβαση στον σοσιαλισμό, ως μια ιδιαίτερη και γεμάτη συγκρούσεις και αντιφάσεις διαδικασία, η απελευθέρωση του ανθρώπου από τους καταναγκασμούς που χαρακτηρίζουν τις ταξικές κοινωνίες, δεν θα είναι σε καμία περίπτωση αποκλειστικά αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η ανοιχτή κριτική, η δυνατότητα «διορθώσεων» και «ανατροπών» και η μαζική συμμετοχή του λαού στο εγχείρημα είναι δομικοί παράγοντες αυτού του πειραματισμού. Η δυνατότητα της νεολαίας, όπως και κάθε άλλης κοινωνικής κατηγορίας, να βρίσκει χώρο έκφρασης, να «ξεπερνά τα όρια» και να φτιάχνει τους δικούς της κόσμους πρέπει να ειδωθεί ως τροφοδότης σε αυτήν την πορεία. Γιατί εν τέλει πως θα υπάρξει σοσιαλισμός χωρίς το όνειρο και την φαντασία….

‘’χόρεψε πάνω στην μπανιέρα/με ένα τηγάνι/σήκω το αριστερό πόδι/τι μπορεί να είναι πιο ωραίο’’ […]χόρεψε πάνω το τηγάνι/με μια μπανιέρα/σήκω το δεξί πόδι/πήδα μέσα στην κανάτα’’

Müllstation ‘’Tanz auf der Badewanne’’

.kommon.gr