Ξεχασμένα παιχνίδια των δρόμων μας

Ξεχασμένα παιχνίδια των δρόμων μας

  • |

Τρώγαμε, διαβάζαμε (ή κάναμε ότι διαβάζουμε) και μετά σφαίρα για παιχνίδι…


Όταν με ρωτούν πώς ήταν τα παιδικά μου χρόνια, η απάντηση είναι μία: γεμάτα παιχνίδι σε πλατείες, γήπεδα και γειτονιές και χωρίς τηλεόραση. Όχι ότι δεν υπήρχε τηλεόραση. Υπήρχε αλλά δεν μας ενδιέφερε να δούμε.

  • Επιμέλεια: Νικολέτα Γερολιμίνη 

Τις προάλλες ένα παιδάκι απόρησε «πώς είναι δυνατόν να μην παίζατε ηλεκτρονικά παιχνίδια; Γιατί δεν είχαμε play station; Τι παιχνίδια παίζαμε όλη μέρα στις αλάνες;

Δεν ήξερα από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω… Τόσες παιδικές αναμνήσεις από χρόνια γεμάτα ξεγνοιασιά, γέλιο, αγάπη και πολύ, πολύ παιχνίδι…

Πάμε λοιπόν να θυμηθούμε μερικά από αυτά….

Εσείς, τα θυμάστε;

Τα βγάζουμε… 

Πριν ξεκινήσουν τα περισσότερα παιχνίδια, έπρεπε να αποφασιστεί ποιος θα παίξει πρώτος. Για το λόγο αυτό λοιπόν τα… βγάζαμε.

Όλα τα ποιηματάκια ξεκινούσαν με το γνωστό «μπουφ ή πουφ», το οποίο δεν κατάλαβα ποτέ τι σήμαινε.

Και συνεχίζαμε με τα ποιηματάκια:

«Άκατα μάκατα σούκουτου μπε, άμπε φάμπε ντόμινέ, άκατα μάκατα σούκουτου μπε άμπε φάμπε βγε»
«Είσαι κινεζάκι; Ναι! Τρως πολύ ρυζάκι; Ναι! Πό-σες κου-τα-λί-τσες την η-με-ρα τρως;»
«Α μπε μπα μπλομ, του κίθε μπλομ, α μπε μπα μπλομ του κίθε μπλομ μπλιμ μπλομ» και σε κάποιες παραλλαγές ακολουθούσε το: «Πού θα πας εκεί; Στη Βόρεια Αμερική να βρεις και τον Ερμή που παίζει μουσική».
«Ω μαριάμ μαριάμ μαριάμ σι ντορεμί μακαρό μακαρό λέο λέο πτι πτι πτι λέο λέο πτι πτι πτι, ουάν του θρι».
«Το παπούτσι σου βρωμάει, αλλαξέ το».
«Ανέβηκα σ’ ένα χωριό και είδα ένα γουρούνι το κοίταξα καλά καλά και μου΄φαγε τη μούρη. Γω γω γω, συ συ συ. Το γουρούνι είσαι ‘συ!»
«Ένα δύο τρία, πήγα στην Κυρία μου ‘δωσε ένα μήλο μήλο δαγκωμένο το ‘δωσα στην κόρη έκανε αγόρι το ‘βγαλε Θανάση σκούπα και φαράσι»
«Πέτρα – ψαλίδι – μολύβι – χαρτί»

Κρυφτό

«Πέντε, δέκα, δεκαπέντε…». Το κρυφτό είναι ο λόγος που μάθαμε την προπαίδεια του 5 πριν την ώρα μας! Το παιχνίδι δεν χρειάζεται συστάσεις. Φτου ξελευθερία για όλους!

Μακριά γαϊδούρα

Οι μισοί συμμετέχοντες πρέπει να σκύψουν ο ένας μετά τον άλλο και οι υπόλοιποι παίρνουν φόρα και πηδάνε από πάνω τους για να φτάσουν όσο πιο μακριά μπορούν. Όποιος πέσει, χάνει!

Αμπάριζα

“Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω και κανένα δεν το λέω!” Η αμπάριζα παίζεται με δύο ομάδες. Η κάθε ομάδα ορίζει ένα δέντρο για «αμπάριζα» ή «μάνα» και σκοπός της είναι να την προστατεύσει. Ένα παιδί από κάθε ομάδα παίρνει φόρα και τρέχει προς την αντίπαλη και ο ένας προσπαθεί να αγγίξει τον άλλον. Όποιος προλάβει αιχμαλωτίζει τον αντίπαλο. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να μείνει ο τελευταίος παίκτης, ο οποίος πρέπει να προστατέψει τη μάνα του από (έως 2) αντιπάλους. Μπορεί να προσπαθήσει να ελευθερώσει τους αιχμάλωτους συμπαίκτες του για να τον βοηθήσουν, με ένα άγγιγμα. Τότε αυτοί φωνάζουν: “Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω σε κανένα δεν το λέω.” Νικήτρια είναι η ομάδα που θα φυλακίσει όλους τους αντίπαλους παίχτες.

Αγαλματάκια

Παίζεται από τρία παιδιά και πάνω. Ένα παιδί κλείνει τα μάτια και λέει «Αγαλματάκια ακούνητα, μέρα ή νύχτα;». Όσο το λέει, τα άλλα παιδιά κινούνται. Αν όμως ανοίξει τα μάτια του και κάποιο παιδί κουνιέται ακόμα, τότε «φυλάει» εκείνο.

Κλέφτες και αστυνόμοι

Δύο οι ομάδες: Οι κλέφτες και οι αστυνόμοι. Οι αστυνόμοι πρέπει να πιάσουν τους κλέφτες ακουμπώντας τους και οι κλέφτες προφυλάσσονται αν ακουμπήσουν με την πλάτη κάτω ή στον τοίχο ενώ για να κερδίσουν πρέπει να ακουμπήσουν στην πλάτη τους αστυνόμους.

Το κουτσό

Παίζεται από 2 ή περισσότερα παιδιά ή από 2 ομάδες παιδιών, όταν τα παιδιά είναι από 4 και πάνω. Κάθε παιδί διαλέγει την πέτρα του, που πρέπει να είναι πλακέ και ελαφριά.

Χαράζουν στο χώμα ή ζωγραφίζουν στο πεζοδρόμιο ή στην αυλή με κιμωλία το σχήμα του κουτσού και αριθμούν τα τετράγωνα. Η επάνω διάμετρος πρέπει να έχει τόσο πλάτος, ώστε να μπορεί να σταθεί ένα παιδί με τεντωμένα τα δυο του πόδια, δηλαδή περίπου 80 πόντους. Ανάλογα πρέπει να είναι τα υπόλοιπα τετράγωνα. Ορίζουν ένα σημάδι και κάθε παιδί ρίχνει την πέτρα του στο σημάδι. Όποιου η πέτρα πάει μακρύτερα, εκείνο θα παίξει πρώτο. Ύστερα αρχίζει το παιχνίδι κι όποιο παιδί παίξει πρώτο, πετάει την πέτρα του στο πρώτο τετράγωνο, από μια απόσταση ως 3 βήματα περίπου. Αν τυχόν η πέτρα πέσει είτε έξω από το τετράγωνο είτε πάνω στη γραμμή, τότε το παιδί χάνει τη σειρά του και πρέπει να περιμένει να παίξουν όλοι οι άλλοι για να ξαναρίξει. Αν πέσει μέσα στο τετράγωνο, τότε πηδάει κι αυτό μέσα, πατώντας μόνο στο δεξί πόδι και μ’ αυτό σπρώχνει την πέτρα στο επόμενο τετράγωνο. Όταν φτάσει στο τρίτο, τότε κάνει το λεγόμενο γεφυράκι, δηλ. σπρώχνει την πέτρα πάνω στη γραμμή, που είναι ανάμεσα στα 2 τετράγωνα του (4) και πατάει με τα 2 πόδια. Κατόπιν στηρίζεται πάλι στο δεξί πόδι και σπρώχνει την πέτρα στο πέμπτο τετράγωνο κι από κει στο κεντρικό τετράγωνο του (6), οπότε κάνει πάλι το γεφυράκι, έχοντας την πέτρα στο μεσιανό τετράγωνο και πατώντας με τα 2 πόδια του στα δυο ακριανά. Αμέσως μετά κάνει μεταβολή πηδώντας και τότε έχει το δικαίωμα είτε να κάνει πάλι το γεφυράκι και να σπρώξει την πέτρα με το κουτσό στο πέμπτο τετράγωνο είτε να σκύψει και να την πιάσει με το χέρι και να την πετάξει στο πέμπτο τετράγωνο. Συνεχίζει ύστερα το κουτσό και γυρίζει πίσω βγάζοντας την πέτρα έξω. Έρχεται κατόπιν η σειρά από τα άλλα παιδιά να κάνουν τον πρώτο γύρο.

Ο δεύτερος γύρος λέγεται Τουβλάκι, γιατί όλη η διαδρομή γίνεται τοποθετώντας ένα σπασμένο τουβλάκι στη ράχη του ποδιού και πηδώντας ελαφρά από ένα τετράγωνο στο άλλο, έτσι ώστε να μην πέσει το τουβλάκι κάτω.

Ο τρίτος γύρος λέγεται Πλάτη. Σ’ αυτόν ο παίκτης τοποθετεί την πέτρα του επάνω στην πλάτη του και πηδάει από το ένα τετράγωνο στο άλλο κουτσός πάντα και σκύβοντας για να μην πέσει η πέτρα του χάμω.

Ο τέταρτος γύρος είναι το Χεράκι. Σ’ αυτόν η πέτρα τοποθετείται πάνω στη ράχη του αριστερού χεριού και ο παίκτης πρέπει να κάνει όλη τη διαδρομή πηδηχτά, προσέχοντας να μην του πέσει η πέτρα. Στην επιστροφή, καθώς θα κάνει τη μεταβολή πηδηχτά στο έκτο τετράγωνο, πετάει και την πέτρα ψηλά, γυρίζοντας το χέρι του και κατά την επιστροφή την κρατάει πια στην τεντωμένη παλάμη του.

Ο πέμπτος και τελευταίος γύρος είναι το Τυφλό. Ο παίκτης τοποθετεί την πέτρα πάνω στο κούτελό του και γέρνει το κεφάλι του κατά πίσω, προσέχοντας να μην πέσει η πέτρα. Έτσι κάνει όλη τη διαδρομή, χωρίς να βλέπει που πατάει και προσέχοντας να μην πατήσει στη γραμμή ή να μη βγει έξω από τα τετράγωνα, αλλιώς καίγεται και ξαναρχίζει.

Όταν τα παιδιά παίζουν ομαδικά, νικάει εκείνη η ομάδα που οι παίκτες της έχουν καεί τις λιγότερες φορές.

Το κυνηγητό

Όταν βαριόμαστε σαν παιδιά, το πρώτο που λέγαμε ήταν «παίζουμε κυνηγητό;». Οι κανόνες απλοί: Ένας κυνηγά κι οι υπόλοιποι τρέχουν να κρυφτούν. Υπάρχει και “ξελέ” (κυνηγημένος να ελευθερώσει φυλακισμένο) καθώς και “μάνα” (άσυλο).

Μέλισσα

Τα παιδιά, από 6 και πάνω, διαλέγουν από τα πιο μεγάλα, δυο μάνες και η κάθε μια παίρνει με λάχνισμα τον ήλιο ή το φεγγάρι. Οι 2 μάνες σχηματίζουν με τα χέρια τους μια καμάρα και στέκονται όρθιες στη μέση. Τα υπόλοιπα παιδιά σχηματίζουν μια γραμμή, το ένα πίσω απ’ το άλλο, κρατημένα απ’ τη μέση ή απ’ τη ζώνη τους. Όπως έχουν σχηματίσει τη σειρά προχωρούν προς την καμάρα τραγουδώντας:

Περνά, περνά η μέλισσα
Με τα μελισσόπουλα
Και με τα παιδόπουλα!

Όταν φτάσουν μπρος την καμάρα οι 2 μάνες τα ρωτούν:

-Από πού ερχόσαστε;
-Από την Κόρινθο (π.χ.)
-Και τι έχετε φορτωμένα;
-Σύκα και σταφύλια (π.χ.)
-Περάστε μέσα.

Σηκώνουν λοιπόν τα χέρια τους και τα παιδιά περνούν κάτω από την καμάρα, βουίζοντας σαν τις μέλισσες. Την ώρα που είναι να περάσει το τελευταίο, οι 2 μανάδες κατεβάζουν τα χέρια τους και το κρατούν κι ύστερα το ρωτούν σιγά, ώστε να μην ακούσουν τα άλλα:

-Τι θέλεις, τον ήλιο ή το φεγγάρι;

Το παιδί θα πει τον ήλιο ή το φεγγάρι και τότε θα πάει πίσω απ’ αυτή που πήρε τούτο το όνομα και θα πιαστεί απ’ τη μέση της. Το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, μόνο που κάθε φορά, τα παιδιά λένε ότι έρχονται από άλλο μέρος και φέρνουν διαφορετικά πράγματα, μέχρις ότου μοιραστούν όλες. Την τελευταία τη ρωτούν πια φανερά, αν θέλει τον ήλιο ή το φεγγάρι κι όταν διαλέξει πιάνεται, πίσω απ’ όλα τα άλλα παιδιά. Τότε η μια μάνα βγάζει τη ζώνη της και την απλώνει στην άλλη και η κάθε μια τους κρατάει από μιαν άκρη και με τα παιδιά από πίσω της την τραβάει προς το μέρος της. Όποια πάρει την άλλη, νικάει.

Δεν περνάς κυρα Μαρία

Πιάνονται απ’ το χέρι και σχηματίζουν κύκλο, ενώ ένα κορίτσι απ’ τα μεγαλύτερα, η κυρα-Μαρία, στέκεται στη μέση. Αρχίζουν να γυρίζουν γύρω γύρω και τραγουδούν, ενώ η κυρα-Μαρία προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους.

Πού θα πας κυρα-Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς,
Πού θα πας κυρα-Μαρία, δεν περνάς, περνάς!
-Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, δεν περνώ.
Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, περνώ!
-Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, περνάς!
-Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, δεν περνώ
Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, περνώ!
-Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, περνάς!
-Θα τις δώσω της καλής μου δεν περνώ, δεν περνώ
Θα τις δώσω της καλής μου δεν περνώ, περνώ!
-Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, δεν περνάς
Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, περνάς!
-Η καλή μου είν’ (η Ελένη π.χ.) δεν περνώ, δεν περνώ
Η καλή μου είν’ (η Ελένη π.χ.) δεν περνώ, περνώ!

Μόλις ακούσει τ’ όνομά του το κορίτσι που ανέφερε η κυρα-Μαρία, φεύγει απ’ τον κύκλο και μπαίνει στη μέση και τότε είτε γίνεται αυτό κυρα-Μαρία και το παιχνίδι συνεχίζεται έτσι είτε στέκεται στο πλάι της κυρα-Μαρίας, που συνεχίζει ν’ αναφέρει σε κάθε επανάληψη του τραγουδιού κι από μια φιλενάδα της, ώσπου δε μένουν πια αρκετά κορίτσια, για να σχηματίσουν κύκλο κι έτσι το παιχνίδι τελειώνει.

Λύκε λύκε είσαι εδώ;

Ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά κάνει τον λύκο, που πάει και κρύβεται πίσω από ένα θάμνο ή ένα δέντρο. Τα άλλα παιδιά, με επικεφαλής ένα απ’ τα μεγαλύτερα, που θα είναι η «μάνα», πιάνονται στη σειρά, το ένα πίσω απ’ το άλλα και πλησιάζουν το κρησφύγετο του λύκου, απαγγέλλοντας ρυθμικά:

«Πήγε ο λύκος στο βουνό,
μες στο δάσος το πυκνό.
Τριγυρνώ και τραγουδώ:
Λύκε, λύκε είσαι δω;»
Ο λύκος απαντάει: -Εδώ είμαι!
Τα παιδιά ρωτούν: -Και τι κάνεις;
Ο λύκος: -Βάζω το πουκάμισό μου! Ή
Τώρα σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι μου! ….και σε κυνηγώ!

Τα παιδιά απομακρύνονται, κάνουν ένα νέο γύρο, πάντα πιασμένα το ένα πίσω απ’ το άλλο και σταματούν πάλι έξω απ’ το κρησφύγετο του λύκου, λέγοντας το ίδιο τραγουδάκι. Ο λύκος εξακολουθεί να ντύνεται και τους απαντάει πάντα: «Βάζω το παντελόνι μου» ή «φοράω τα παπούτσια μου» ή δίνει άλλες αστείες απαντήσεις, όπως: «Ξυρίζω τα μουστάκια μου», ανάλογα με την ηλικία του και με την ετοιμότητά του. Στο τέλος λέει: «Βάζω το καπέλο μου» ή «παίρνω το μπαστούνι μου και σας κυνηγώ» και τότε τα παιδιά σκορπίζονται φωνάζοντας:

«Λύκε, λύκε φτάσε με,
σαν μπορείς και πιάσε με!»

Ο Λύκος τρέχει από πίσω τους και τα κυνηγάει. Όποιο παιδί φτάσει, βγαίνει από το παιχνίδι. Αυτό γίνεται ώσπου να τα πιάσει όλα ή ώσπου να κουραστούν τα παιδιά

Γύρω γύρω  όλοι

Τα παιδάκια σχηματίζουν έναν κύκλο και βάζουν το πιο μικρό στη μέση. Ύστερα πιάνονται από τα χέρια και γυρίζουν τραγουδώντας:

Γύρω-γύρω όλοι
Στη μέση ο Μανόλης,
Χέρια, πόδια στη γραμμή
Όλοι κάθονται στη γη!
-Κάθισε, Μανολάκη!

Με το: «όλοι κάθονται στη γη!», όλα τα παιδάκια κάθονται χάμω και τεντώνουν τα πόδια τους προς το κέντρο. Το ίδιο πρέπει να κάνει και ο «Μανόλης».

Η μικρή Ελένη

Τα κοριτσάκια σχηματίζουν έναν κύκλο, που κοιτάζει προς τα μέσα. Στο κέντρο κάθεται ένα κοριτσάκι, που κάνει τάχα ότι κλαίει. Τα άλλα γυρίζουν γύρω-γύρω και τραγουδούν:

Η μικρή Ελένη
κάθεται και κλαίει

γιατί δεν την παίζουν οι φιλενάδες της.
Σήκω απάνω, πλύνε τα μάτια,
Κοίταξε τον ήλιο κι αποχαιρέτησε!

Το κοριτσάκι, τότε, που κάνει την Ελένη, πλένει δήθεν τα μάτια της και κοιτάζει τον ήλιο κι ύστερα σηκώνεται ξαφνικά και πιάνει μια απ’ τις άλλες, που γίνεται εκείνη Ελένη με τη σειρά της.

Η κολοκυθιά

Οι παίκτες – από 5 ως 10 – κάθονται γύρω-γύρω και βγάζουν έναν αρχηγό, τα πιο μεγάλα απ’ τα παιδιά ή τον πιο έξυπνο, ανάμεσα στους μεγάλους. Καθένας απ’ τους παίκτες παίρνει έναν αριθμό. Αυτό γίνεται κατά 2 τρόπους: Ή εκείνος που κάθεται στ’ αριστερά του αρχηγού, παίρνει τον αριθμό 1 κι ο διπλανός του το 2 κι έτσι ως το τέλος, ή ο καθένας παίρνει όποιο αριθμό του αρέσει, που δεν πρέπει όμως να είναι μεγαλύτερος, απ’ όσα είναι στο σύνολό τους τα παιδιά. Έτσι π.χ. αν τα παιδιά είναι 8, δεν πρέπει κανείς να πάρει τον αριθμό 10. Κάθε παίκτης πρέπει να θυμάται καλά τον αριθμό του, γιατί απ’ αυτό θα εξαρτηθεί αν θα κερδίσει ή θα χάσει.

Πρώτος μιλάει ο αρχηγός και λέει:
– Έχω μια κολοκυθιά που κάνει 3 (π.χ.) κολοκύθια!

Μόλις αναφέρει αυτόν τον αριθμό, εκείνος που έχει το 3, πρέπει αμέσως να σηκωθεί και να πει:
– Και γιατί να κάνει τρία;
– Και πόσα θέλεις να κάνει; Ρωτάει ο αρχηγός.
– Να κάνει (π.χ.) πέντε.

Μόλις ακούσει τον αριθμό του εκείνος που έχει το πέντε, πρέπει αμέσως να σηκωθεί και να πει: «Και γιατί να κάνει πέντε;» και το παιχνίδι συνεχίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο.
Αν κανείς ακούσει τον αριθμό του και δεν σηκωθεί ή σηκωθεί ακούγοντας τον αριθμό που έχει άλλος ή πει ανύπαρκτο αριθμό (π.χ. το 12 αν είναι 10 τα παιδιά), τότε χάνει και πρέπει να δώσει ενέχυρο. Αυτό το ενέχυρο πρέπει να είναι κάτι το ατομικό του, π.χ. το μαντήλι του, το βραχιόλι του… Όλα αυτά ο αρχηγός τα βάζει κατά μέρος και τα σκεπάζει μ’ ένα μαντίλι ή μ’ ένα κομμάτι ύφασμα. Όταν τελειώσει το παιχνίδι, ο αρχηγός βάζει το χέρι του κάτω απ’ το μαντίλι, τραβάει ένα-ένα τα ενέχυρα και φωνάζει:
– Κι αυτός εδώ, τι πρέπει να κάνει;

Οι άλλοι, όλοι μαζί, φωνάζουν.
– Να λαλήσει σαν πετεινός ή να γκαρίξει σαν γαϊδούρι ή να περπατήσει με τα τέσσερα, ή ό,τι άλλο σοφιστούν.

Την τιμωρία αυτή, πρέπει ο τιμωρημένος να τη δεχτεί με κέφι και να κάνει τους άλλους να γελάσουν.
Σε μια παραλλαγή, ο αρχηγός δεν περιμένει να τελειώσει το παιχνίδι για να επιβάλλει τις τιμωρίες, αλλά μόλις κάνει κάποιος ένα λάθος, τον βάζουν αμέσως να εκτελέσει την τιμωρία του.
Σε μια άλλη παραλλαγή απ’ την Ήπειρο, στη μέση του κύκλου στήνουν μια βαριά πέτρα και όποιος κάνει λάθος, σηκώνεται αμέσως, σηκώνει την πέτρα και τη βαστάει στους ώμους του ως το τέλος του παιχνιδιού, εκτός αν λαθευτεί κανένας άλλος και τότε πηγαίνει εκείνος και παίρνει την πέτρα κι ο πρώτος ξαναγυρίζει στη θέση του.

Μπιζ

Βίαιο παιχνίδι αλλά πολύ διασκεδαστικό! Κάποιος κλείνει τα μάτια του και ένας από τους υπόλοιπους τον χτυπάει. Όταν γυρνάει, όλοι φώναζαν “μπιζ” και σηκώνουν το ένα χέρι. Η “μάνα” τότε ανοίγει τα μάτια και πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε.

Πατητό

Όλα τα παιδιά ενώνουν τα πόδια τους. Μόλις φωνάξουν «πατητό» πρέπει να τραβήξουν τα πόδια τους πίσω. Φωνάζουν νούμερα «πρώτος», «δεύτερος» κ.ο.κ. και ο καθένας παίζει με τη σειρά του. Ο ένας προσπαθεί να πατήσει τον άλλο πηδώντας. Πηδούν όμως και αυτοί, τους οποίους οι άλλοι προσπαθούν να πατήσουν, ώστε να αποφύγουν το πάτημα.

Τα μήλα

Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η μία ομάδα είναι “μέσα” και η άλλη “έξω” (δηλαδή εντός και εκτός ενός κύκλου). Τα παιδιά που είναι έξω ρίχνουν την μπάλα. Αν η μπάλα ακουμπήσει κάποιο παιδί από μέσα, χάνει. Αν όμως την πιάσει, κερδίζει μια ζωή ακόμα.

 Το κορόιδο

Για να παιχτεί αυτό το παιχνίδι χρειάζονται 3 παιδιά και μια μπάλα. Τα δυο παιδιά κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο και στη μέση ο τρίτος («το κορόιδο»). Τα δυο παιδιά πετούν ο ένας τη μπάλα στον άλλο και ο τρίτος προσπαθεί να την πιάσει. Αν καταφέρει να την πιάσει, παίρνει τη θέση του αυτός που την πέταξε.

Οι βόλοι

Τα αγόρια έπαιζαν “βόλους” έστρωναν τους βόλους σε μια σειρά, σχεδόν κολλητοί μεταξύ τους, και τα παιδιά έριχναν το καθένα το δικό του βόλο από κάποια καθορισμένη απόσταση, προσπαθώντας να πετύχουν κάποιον από τους “στρωμένους” βόλους. Όποιο βόλο πετύχαινε το παιδί, τον κέρδιζε.Το μεγάλο πανηγύρι γινόταν όταν έμπαινε και γκαζιά στο στρώσιμο και όποιο παιδί κέρδιζε γκαζιά, ξεφώνιζε από χαρά και ικανοποίηση. Συνήθως όμως η γκαζιά δεν έμπαινε στο στρώσιμο, επειδή όποιο παιδί την είχε προτιμούσε να τη κρατάει για να σημαδεύει, επειδή ήταν πιο εύστοχη και δεν έχανε το σχήμα της. Οι χωματένιοι βόλοι  έχαναν γρήγορα τη λεία εξωτερική τους επιφάνεια και, μετά από κάμποσα παιχνίδια, έσπαζαν κιόλας.

Στα τελευταία χρόνια του ’50, όσο απομακρυνόταν ο τόπος από τους πολέμους, οι γκαζιές αντικατέστησαν εντελώς τους χωματένιους βόλους, οπότε το παιχνίδι ονομάστηκε “οι γκαζιές”, μια και παιζόταν πλέον μόνο με γκαζιές.

Πετάει πετάει

Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από αγόρια και κορίτσια. Η «μάνα» οριζόταν με κλήρο, έβαζε το δείκτη του δεξιού χεριού της πάνω σε ένα πέτρινο πεζούλι ή σε μια μεγάλη ίσια πλάκα ή σε τραπέζι και, με τη σειρά τους, όλα τα παιδιά μαζεύονταν γύρω της σε κύκλο κι έκαναν το ίδιο. Η μάνα άρχιζε το παιχνίδι λέγοντας: «Πετάει, πετάει ο αϊτός» και συγχρόνως σήκωνε ψηλά το δεξί της χέρι σε ένδειξη πως πραγματικά πετούσε. Οι παίχτες έκαναν ακριβώς το ίδιο. Η μάνα για να παραπλανήσει τα παιδιά ανέφερε εκτός από τα πουλιά που πετούν και ζώα ή πράγματα που φυσικά δεν πετούν. Λέει π.χ. «πετάει, πετάει το γεράκι» κι αμέσως μετά «πετάει, πετάει το κεράκι». Οι παίχτες παρασύρονταν από το ομοιοκατάληκτο των λέξεων και το σήκωμα του χεριού της «μάνας» και σήκωναν το χέρι τους όχι μονάχα στην λέξη γεράκι που πετάει αλλά και στην λέξη κεράκι που όμως δεν πετάει. Η «μάνα» φυσικά είχε το δικαίωμα από τους κανόνες του παιχνιδιού να σηκώσει το χέρι της και για όσα δεν πετούν. Τα παιδιά που σήκωναν το δεξί τους χέρι στην λέξη «κεράκι», φέρ’ ειπείν, έχαναν και συγχρόνως δέχονταν να κάνουν τον ήχο του ζώου π.χ. γαϊδάρου.

Τα τσέρκια

Έχουμε, επίσης,το παιχνίδι με τα τσέρκια.Υπήρχαν ξύλινα σε διάφορα μεγέθη για τα κορίτσια με τα ραβδιά τα κυλούσαν στα πεζοδρόμια.Τα αγόρια είχαν σιδερένια τσέρκια.Κέρδιζε το παιδί που θα έφτανε πρώτο στο προκαθορισμένο σημείο.

Τάκα – Τάκα 

Δυό μεγάλες κοκκάλινες μπάλες, σε διάφορους χρωματισμούς, η κάθε μια κρεμόταμε με λεπτό γερό σκοινάκια, από ένα σιδερένιο κρίκο, που μπορούσε ο καθένας να το προσαρμόσει στο δάκτυλό τους. Συνήθως στο μεσαίο. Η επιτυχία ήταν να χτυπάς τις μπάλες όσο χρόνο περισσότερο μπορούσες, κουνώντας το χέρι πάνω κάτω. Ο θόρυβος που έκανε ήταν τόσο εκνευριστικός που γρήγορα κατατάχτηκε στα απαγορευμένα παιχνίδια. Πολλές φορές, οι μπάλες ξέφευγαν και χτυπούσαν τον παίχτη καθιστώντας έτσι ακόμα πιο επικίνδυνο.

Το πατίνι 

Το πατίνι είναι ένα δίτροχο όχημα χωρίς μηχανή, χωρίς πεντάλ και χωρίς σέλα ή άλλο κάθισμα, στο οποίο ο οδηγός στέκεται όρθιος τοποθετώντας το ένα πόδι του στον πεπλατυσμένο άξονα που ενώνει τους δυο τροχούς ενώ με το άλλο δίνει ώθηση με συνεχείς παλινδρομικές κινήσεις εκκρεμούς ώστε να μετακινηθεί το όχημα.

Εκείνη την εποχή, τα παιδιά είχαν απαραίτητα μαζί τους και από μία ξύλινη σφεντόνα ( τέγκαλα ) για το κυνήγι των πουλιών και για το σημάδι διαφόρων στόχων.

Το λάστιχο

Χρειάζονται δυο ή τρία άτομα. Αν δεν υπάρχει τρίτο άτομο στην παρέα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μια καρέκλα. Βάζουμε το λάστιχο στα πόδια  ξεκινάμε. Στην αρχή τα πόδια είναι ανοιχτά και το λάστιχο στον αστράγαλο, και στη συνέχεια το λάστιχο ανεβαίνει στο γόνατο και στους μηρούς. Μετά με την ίδια σειρά αλλά με τα πόδια κλειστά. Και στο τέλος το πιο δύσκολο από όλα με το ένα πόδι!

Με μια σειρά από κινήσεις, περνάς στην επόμενη και κάθε φορά δυσκολότερη φάση του παιχνιδιού. Οι κινήσεις είναι: βάζεις το ένα πόδι, ανάμεσα στο λάστιχο, μετά βάζεις το άλλο βγάζοντας το πρώτο. Στη συνέχεια και τα δυο πόδια μέσα, και τέλος και τα δύο έξω.

Η  σαΐτα

Η σαΐτα ήταν μικρή κι απλή στην κατασκευή καθώς γινόταν από μια κόλλα χαρτί τετραδίου. Το χαρτί αυτό διπλώνονταν στα δυο, σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και ξαναπλωνόταν αντίστροφα στα τέσσερα, για να πάρει το σχήμα της γνωστής σαΐτας που τα παιδιά εξακόντιζαν με τους δείκτες των χεριών τους. Το ορθογώνιο τμήμα του χαρτιού, που περίσσευε, κοβόταν με το χέρι σε μια μακριά στενή λωρίδα που αποτελούσε την ουρά της σαΐτας. Οι δυο άκρες ενός ράμματος δένονταν στης δυο τρύπες των τριγωνικών αυτιών τις που γίνονταν με ένα τρίτο μικρό αντίστροφο δίπλωμα του χαρτιού. Το ράμμα αυτό ήταν ίσιο στο μήκος με τις δυο πλευρές τις σαΐτας που ξεκινούσαν από τις δυο τρύπες των αυτιών τις και κατέληγαν στην κορυφή της. Από τη μέση ακριβώς του ράμματος αυτού δενόταν το ράμμα που κάθε παιδί κρατούσε και πετούσε με αυτό την σαΐτα .Έτσι επιτυγχάνονταν τα ζύγια της με την ισόμετρη διαίρεση του ράμματος στα δυο και το ανάλογο μήκος της ουρά στης, ώστε να μην βαϊζει, αλλά να ζυγιάζεται.

Το σπασμένο ( ή χαλασμένο) τηλέφωνο

Το παιχνίδι παίζεται με πολλούς παίχτες. Κάθονται στη σειρά και ο πρώτος λέει μία λέξη στο αυτί του δεύτερου, ο δεύτερος στον τρίτο, … έτσι ώστε να φτάσει στον τελευταίο. Αν ο τελευταίος βρει την αρχική λέξη, τότε πηγαίνει μπροστά και λέει τη δική του.

Τυφλόμυγα

Τα παιδιά δένουν τα μάτια του συμπαίκτη που υποδύεται την τυφλόμυγα με ένα μαντήλι. Αυτός που έχει τα μάτια δεμένα, προσπαθεί να πιάσει τους άλλους που βρίσκονται γύρω του και να τους αναγνωρίσει. Εάν καταφέρει να αναγνωρίσει αυτόν που έπιασε, τότε εκείνος, με τη σειρά του, φοράει το μαντήλι.

Αλάτι χονδρό – Αλάτι ψιλό

Τα παιδιά που συμμετέχουν σε αυτό το παιχνίδι, κάθονται κάτω, με τα χέρια πίσω από την πλάτη, σχηματίζοντας ένα κύκλο. Το παιδί που κάνει τη «μάνα», κρατώντας ένα μαντίλι στα χέρια, γυρίζει γύρω από τα παιδιά και τραγουδάει: «Αλάτι ψιλό, αλάτι χονδρό, έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω». Καθώς γυρίζει γύρω από τους άλλους, κάποια στιγμή ρίχνει διακριτικά το μαντίλι πίσω από κάποιο παιδί και συνεχίζει να γυρίζει τραγουδώντας. Μόλις το παιδί που έχει το μαντήλι από πίσω του, το καταλάβει, σηκώνεται και κυνηγά τη «μάνα». Αν δεν προλάβει να τη πιάσει μέχρι να κάτσει η «μάνα» στη θέση του στον κύκλο, γίνεται εκείνο «μάνα», διαφορετικά η ίδια «μάνα» ξαναπαίζει.

 Τσιγκολελέτα

Τα παιδιά στέκονται σε δύο ομάδες αντικριστά, πιασμένα σταυρωτά. Κάθε ομάδα κινείται εναλλάξ εμπρός και πίσω με χόπλα, και τραγουδούν δυο δεκάρες η βιολέτα,τσιγκολελέτα-τσιγκολελέτα, δυο δεκάρες η βιολέτα τσιγκολελέτα-τσιγκολελέτα και πράσινα κουφέτα

Το δακτυλίδι

Παίζεται με 3-4 παιδιά. Ένας έχει στα χέρια του ένα δαχτυλίδι και το περνάει από τα χέρια των παιδιών. Κάποια στιγμή αφήνει το δαχτυλίδι σε κάποιον χωρίς να το πάρουν είδηση τα άλλα παιδιά. Πρέπει να βρουν σε ποιον έχει αφήσει το δαχτυλίδι. Όποιος το βρει παίρνει το δαχτυλίδι και ξαναρχίζει το παιχνίδι. Όση ώρα περνάνε το δαχτυλίδι από χέρι σε χέρι λένε και ένα τραγούδι: “Πού ΄ντο, πού ΄ντο το δαχτυλίδι, νά΄το νά΄το δε θα το βρεις. Το δαχτυλίδι που φορείς, δε θα το βρεις, δε θα το βρεις”.

Πινακωτή

Το παιχνίδι αυτό παίζεται από πολλά παιδιά. Βγάζουν με κλήρωση τη μάνα, που θα είναι η πινακωτή. Με κλήρωση βγάζουν κι άλλο ένα παιδί. Τα άλλα παιδιά στέκονται όρθια το ένα πίσω από το άλλο και πιάνονται σφιχτά από τη μέση.Πιασμένα με τον ίδιο τρόπο μπορούν να κάθονται και χάμω. Το παιδί-πινακωτή είναι πρώτο στη σειρά. Το παιδί που έχει μείνει έξω την πλησιάζει και της λέει:Το παιδί: Πινακωτή, πινακωτή!Η πινακωτή: Πίσω από το άλλο μου το αυτί ή από το άλλο μου το αυτί γιατί είναι η μάνα μου κουφή. Το παιδί: Με έστειλε ο αρχηγός να μου δώσεις το καλύτερο αρνί. Η πινακωτή: Διάλεξε και πάρε. To παιδί τριγυρίζει και διαλέγει όποιο παιδί θέλει. Προσπαθεί να το τραβήξει, αλλά δεν μπορεί, γιατί όλα κρατούνται σφιχτά και  τραγουδούν:Έχω ρίζες και κλωνάρια και σφιχτά μαργαριτάρια!  Το παιχνίδι κρατά ώσπου να φύγουν όλα τα παιδιά από την πινακωτή.


Πηγές: http://www.newsbomb.grhttps://to-paliatzidiko.blogspot.grhttp://slideplayer.gr