του Δημήτρη Βούλγαρη
——————–———–
Μου τελειώνουν τα νοήματα
Ψάχνω μονάχα λέξεις
Που εκπροσωπούν το τραγικό
Πρόσωπο της καθημερινότητας
Που δεν φοβούνται την κριτική
Και δεν προσκυνούν ληγμένα αξιώματα
Σκέτες
Ορφανές
Από επιλογή
Με τσαμπουκά κι αρχίδια
Να υποστηρίζουν την απλότητα που
Αιμορραγεί εκεί έξω
Κι εδώ μέσα
Κόντρα
Σε ένα ξεπουλημένο ρεύμα
Σάπιο
Που γοητεύει τον καθρέφτη του
Και γοητεύεται
Από μια ποίηση περίτεχνα κενή
Φτιασιδωμένη με βασικό συστατικό
Το “Δήθεν’
Σαν πρώτη και τελευταία λέξη
Γαργάρες
Με λαμπερά χαλίκια καλογυαλισμένα
Που φαντάζουν πλούτος
Στα μάτια των κουφών
Τα περιθώρια γέμισαν από καιρό
Και σπάσανε
Δεν έβλεπες τα κρακελαρίσματα
Στις χειραψίες
Στους τοίχους της συνείδησης
Στα χαμόγελα
Στις κρύες βραδιές ποίησης που
Η μοναξιά δεν είχε χώρο
Να ακουμπήσει το ρυτιδιασμένο δέρμα της
Οι σημασίες θα φτύσουν
Με απόγνωση
Στο πρόσωπο της πόζας
Και θα κρεμαστούν
Στους φωτεινούς σηματοδότες των οδών
Μήπως και καταφέρουν να δείξουν
Τη σωστή κατεύθυνση
Γιατί αλλιώς
Το ΕΚΑΒ δεν θα προλαβαίνει να καλύψει
Τα ατυχήματα
Τής υπερβολικής εξαθλίωσης
Η πρέζα είναι πιο βατή
Μπορεί να την κόψεις κάποτε
Τη λεκιασμένη αξιοπρέπεια δύσκολο
Πακέτο της ματαιοδοξίας
Πάει καιρός που λυπάμαι
Τώρα πια όμως
Σιχαίνομαι
