Βασιλικό διάταγμα
Χρειάστηκε να μεσολαβήσουν περίπου εκατό χρόνια χωρίς επιδημίες και μια σύγχρονη πανδημία, για να ακουστεί πάλι η σύσταση, «μη συγχρωτίζεστε και φροντίστε να κινείστε σε ανοιχτούς χώρους με καλό αερισμό». Η ιδέα ωστόσο δεν είναι καινούργια: ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός συνδέεται στενά με την υγεία, ήδη από την εποχή του Μάρκου Βιτρούβιου και των ρωμαϊκών πόλεων. «Πολλές από αυτές τις ιδέες χάθηκαν στη διάρκεια του Μεσαίωνα», εξηγεί η Βάσω Τροβά, καθηγήτρια τμήματος Αρχιτεκτόνων Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, «και ανακινήθηκαν όταν, με τη Βιομηχανική Επανάσταση, άρχισαν να συρρέουν εργάτες στις πόλεις. Ζώντας σε ανθυγιεινές συνθήκες, με βρώμικο νερό και μολυσμένο αέρα, είχαν μέσο όρο ζωής κατά πολλά χρόνια χαμηλότερο σε σχέση με τους κατοίκους της εξοχής». Τότε η φροντίδα της δημόσιας υγείας έγινε επιτακτική για την πολιτεία, και οι πόλεις επανασχεδιάστηκαν έτσι ώστε να τη διαφυλάττουν.
«H προσπάθεια ένταξης του ζητήματος της υγιεινής στον σχεδιασμό της πόλης ξεκίνησε από την ίδρυση του ελληνικού κράτους», λέει η κυρία Τροβά, «την ίδια περίοδο που αυτό συνέβαινε στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Ενα από τα πρώτα σχετικά διατάγματα ήταν το “Βασιλικό Διάταγμα περί υγιεινής οικοδομής πόλεων και κωμών”, που δημοσιεύθηκε το 1835. Μέσα σε αυτό περιγράφονται όροι και περιορισμοί, ούτως ώστε οι νέες πόλεις που θα δημιουργούνταν στο βασίλειο της Ελλάδας να ενσωματώνουν μια σειρά από ζητήματα υγιεινής στον σχεδιασμό τους».
Ετσι, για παράδειγμα, οι δρόμοι όφειλαν να τοποθετούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει σωστός αερισμός και ηλιασμός, και να διαθέτουν ειδικά αυλάκια για τις αποχετεύσεις. Στο ίδιο διάταγμα αναφέρονταν αναλυτικά πολλά επιμέρους ζητήματα που ρύθμιζαν την αστική ζωή, όπως η λειτουργία των δημόσιων αγορών, των σφαγείων, των νεκροταφείων, των νοσοκομείων, των φυλακών. Η γενικότερη κατεύθυνση ήταν να μετακινηθούν εκτός του κέντρου οι δραστηριότητες που θα μπορούσαν να μεταδώσουν μολυσματικές οσμές στην πόλη. Οπως αναλυτικά αναφέρει η αρχιτέκτων Μαρία Δανιήλ στη διατριβή της «Το έργο της Αρχιτεκτονικής Υπηρεσίας του Δ. Αθηναίων, κατά την περίοδο 1835-1912», «με το συγκεκριμένο διάταγμα στους μεγάλους δήμους ήταν αναγκαίος ο προσδιορισμός ιδιαίτερου τόπου για τα σφαγεία, έξω από την πόλη, κοντά σε θάλασσα, ποταμό ή ρυάκι, και σε τόπο όπου δεν έπνεαν παντελώς ή τουλάχιστον συχνά οι άνεμοι προς την πόλη. Η ανέγερση του κτιρίου των σφαγείων της Αθήνας αποφασίστηκε το 1855 νότια του λόφου του Φιλοπάππου, στον σημερινό λόφο Σικελίας».
Εξίσου σημαντική για τη νέα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους ήταν και η δημιουργία μιας οργανωμένης αγοράς τροφίμων, αφού ελλείψει κατάλληλου χώρου εξακολουθούσε να λειτουργεί στον χώρο του παζαριού της Τουρκοκρατίας (στο σημερινό Μοναστηράκι), «ξύλινα παραπήγματα, με στενούς διαδρόμους γύρω από τετράγωνη πλατεία, βρώμικη και έχοντας πατημένο χώμα για δάπεδο, με μία μόνο κρήνη στο μέσον, τον περισσότερο καιρό άνυδρη», γράφει η κυρία Δανιήλ.
Οπως μας πληροφορεί η κυρία Τροβά, παρότι δεν υπάρχουν πολλά στατιστικά στοιχεία, η Αθήνα υπέφερε από επιδημίες και μέσα στον 19ο αιώνα. Το 1850 υπήρξε επιδημία χολέρας στην Αθήνα, στον Πειραιά και στην Ερμούπολη, περί το 1870 επιδημίες ευλογιάς και εξανθηματικού τύφου χτύπησαν την πόλη, ενώ η ελονοσία πριν από το 1914 ήταν ενδημική ασθένεια που έπληττε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και κυρίως σχετιζόταν με τα στάσιμα νερά. Σύμφωνα με τους «Αθηναϊκούς περιπάτους» του Ροΐδη, ωστόσο, λίγο πριν από το τέλος του 19ου αιώνα, «τα υπαίθρια άγκιστρα του κρεοπώλου απειλούσι τους οφθαλμούς του διαβάτου, όταν δεν κρέμανται εξ αυτών νεόσφακτα πρόβατα με την κεφαλήν προς τα κάτω».
Είναι προφανές λοιπόν ότι παρότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να διευθετηθούν εγκαίρως, σαφώς και οριστικά τα ζητήματα της δημόσιας υγείας στις γειτονιές των πόλεων και στα χωριά, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. «Το πρόβλημα είναι πως από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, συνεπώς και της ελληνικής πόλης, έχουμε πάντα μιαν εγγενή σύγκρουση ανάμεσα στη πρόθεση του ευρύτερου σχεδιασμού και στη μικρο-ιδιοκτησία της γης», λέει η Βάσω Τροβά. «Αυτό σε μεγάλο βαθμό καθορίζει την εξέλιξη της πρωτεύουσας, συνεπώς και τα ζητήματα της υγιεινής. Για παράδειγμα, το πρώτο σχέδιο της Αθήνας που έγινε το 1833 από τους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Εντουαρντ Σάουμπερτ συνάντησε διάφορες αντιδράσεις. Ενα από τα επιχειρήματα κατά της εφαρμογής του ήταν ότι πρότεινε πολύ φαρδιούς δρόμους. Επομένως, είχε μεγάλο κόστος εξαιτίας των απαλλοτριώσεων ιδιοκτησιών που είχαν ήδη αγοραστεί. Το 1834, ο Λέο φον Κλέντσε ήρθε να διευθετήσει το πρόβλημα, εξασφαλίζοντας οικονομία δαπανών και περιορίζοντας αυτές τις συγκρούσεις. Μία από τις τροποποιήσεις που πρότεινε ήταν ο περιορισμός του πλάτους των οδών από 12,5 μέτρα σε 9 μέτρα. Παρότι ο ίδιος παραδεχόταν ότι οι πλατιές οδοί είναι πιο υγιεινές, έτσι εξοικονόμησε 7 εκτάρια γης και οι αποχετευτικοί αγωγοί μειώθηκαν κατά 5,5 χλμ.».
Αυτή η σύγκρουση συμφερόντων έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στην πορεία της πόλης. Η Αθήνα αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα και χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, δηλαδή ανεξέλεγκτα. «Πέρα από το σχέδιο Κλεάνθη – Σάουμπερτ, όλα τα υπόλοιπα ήταν προσπάθειες διευθέτησης επεκτάσεων που ήδη έχουν συμβεί», διευκρινίζει η κ. Τροβά, και αυτό εξηγεί πολλά από όσα συνέβησαν στη συνέχεια φτάνοντας έως και τη δεκαετία του 1970.
Μέσα στον Μεσοπόλεμο έχουμε περίπου τέσσερις χιλιάδες θανάτους τον χρόνο από ελονοσία. Και η φυματίωση είναι εκτεταμένο φαινόμενο με δέκα χιλιάδες θανάτους τον χρόνο. Οδηγεί στη γέννηση και στην έκρηξη των Κηπουπόλεων τη δεκαετία του 1920 (1923 το προάστιο του Ψυχικού, 1924 Εκάλη, 1925 Γλυφάδα, 1927 Βούλα), που προσπαθούν με τους περιορισμούς που βάζουν στη δόμηση να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον υγιεινής ζωής, μακριά από το κέντρο των πόλεων, αλλά και τους μεγάλους προσφυγικούς πληθυσμούς που ζουν σε κακές συνθήκες.