Γερμανός πολιτικός και δικηγόρος. Συνιδρυτής με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ της Ένωσης Σπάρτακος (Spartakusbund στα γερμανικά), της αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής οργάνωσης που μετεξελίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας. Είναι γνωστός για την αντίθεσή του στη συμμετοχή της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ρόλο του στην Εξέγερση των Σπαρτακιστών τον Ιανουάριο 1919.
Ο Καρλ Λίμπκνεχτ (Karl Liebknecht) γεννήθηκε στη Λειψία στις 13 Αυγούστου 1871. Ήταν γιος του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, ιδρυτικού μέλους του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Γερμανίας (από το 1891 Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας) και της δεύτερης συζύγου του Ναταλίε Ρεχ. Με την οικονομική βοήθεια του κόμματος σπούδασε νομικά και πολιτική οικονομία στα Πανεπιστήμια Λειψίας και Βερολίνου. Τη διετία 1893-1894 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και το 1900 άνοιξε δικηγορικό γραφείο στο Βερολίνο, μαζί με τον αδελφό του Τέοντορ. Την ίδια χρονιά έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και παντρεύτηκε τη Γιούλια Παραντίς, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.
Ως δικηγόρος, ο Λίμπκνεχτ υπερασπιζόταν συχνά αριστερούς πολίτες, που κατηγορούνταν για σοσιαλιστική προπαγάνδα και δεν έχανε την ευκαιρία να περνά πολιτικά μηνύματα, καταγγέλλοντας το στρατοκρατικό καθεστώς που κυβερνούσε τη Γερμανία. Το 1907 έγινε πρόεδρος της νεολαίας της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, θέση που διατήρησε έως το 1910.
Το 1907 έγραψε το βιβλίο Μιλιταρισμός και Αντιμιλιταρισμός (Militarismus und Antimilitarismus), που θεωρήθηκε ανατρεπτικό από τις αρχές. Ο Λίμπκνεχτ συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 18 μηνών. Τον επόμενο χρόνο εξελέγη βουλευτής στο τοπικό κοινοβούλιο της Πρωσίας, παρότι βρισκόταν στη φυλακή. Το 1912 εξελέγη βουλευτής στη Γερμανική Βουλή με τη σημαία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, του οποίου υπήρξε σημαίνον στέλεχος της αριστερής πτέρυγας. Ήταν ο κύριος εκφραστής της εσωκομματικής αντιπολίτευσης και αντίθετος με την αυξανόμενη τάση μέσα στο κόμμα για αναθεώρηση των μαρξικών θεωριών.
Ο Λίμπκνεχτ αντιτάχθηκε στη συμμετοχή της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά για να μην προκαλέσει εσωκομματικό πρόβλημα απείχε από την ψηφοφορία για τις πολεμικές πιστώσεις στις 4 Αυγούστου 1914. Τον Οκτώβριο του 1914 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ιστορικό τέχνης Σοφίε Ρις. Η πρώτη του σύζυγος είχε πεθάνει το 1911. Στις 2 Δεκεμβρίου 1914 ήταν το μοναδικό μέλος της Βουλής που καταψήφισε τις επιπλέον πολεμικές πιστώσεις. Ήταν δεινός επικριτής της ηγεσίας του κόμματος υπό τον Καρλ Κάουτσκι και της απόφασής του να υποστηρίξει τη συμμετοχή της Γερμανίας στον πόλεμο.
Στα τέλη του 1914 ίδρυσε μαζί με τους Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λέο Γιόγκιχες, Πάουλ Λέβι, Ερνεστ Μέγερ, Φραντς Μέρινγκ και Κλάρα Τσέτκιν την Ένωση Σπάρτακος (Spartakusbund), η οποία σύντομα κηρύχθηκε παράνομη. Ο Λίμπκνεχτ συνελήφθη και στάλθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο, παρά την ασυλία που είχε ως βουλευτής. Αρνήθηκε να πολεμήσει και χρησιμοποιήθηκε σε βοηθητική υπηρεσία. Επανήλθε στη Γερμανία το 1915, λόγω της χειροτέρευσης της υγείας του.
Την ίδια χρονιά μίλησε ανοιχτά για τη μετατροπή του εθνικού πολέμου σε ταξικό πόλεμο και την Πρωτομαγιά του 1916 συνελήφθη εκ νέου, κατά τη διάρκεια αντιπολεμικής διαδήλωσης στο Βερολίνο. Καταδικάσθηκε σε δυόμιση χρόνια φυλάκισης για εσχάτη προδοσία και αργότερα η ποινή του αυξήθηκε σε φυλάκιση 4 ετών και ενός μηνός. Την ίδια χρονιά διαγράφηκε από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Τον Οκτώβριο του 1918 κι ενώ η Γερμανία βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό, του δόθηκε αμνηστία από την κυβέρνηση του πρίγκηπα Μαξ της Βάδης.
Στις 9 Νοεμβρίου 1918, την ημέρα της εκθρόνισης του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’, ο Καρλ Λίμπκνεχτ ανακήρυξε από το μπαλκόνι του Δημαρχείου του Βερολίνου την Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γερμανίας στο πρότυπο της Σοβιετικής Ένωσης, δύο ώρες μετά την ανακήρυξη της Γερμανικής Δημοκρατίας από τον σοσιαλδημοκράτη Φίλιπ Σάιντεμαν. Δύο ημέρες αργότερα έληξε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
Την 1η Ιανουαρίου 1919 αποτέλεσε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (KPD) και μαζί με τους Λούξεμπουργκ, Γιόγκιχες και Τσέτκιν κατηύθυνε την εξέγερση των Σπαρτακιστών (5-15 Ιανουαρίου 1919) για την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος στη Γερμανία, παρότι αρχικά ήταν αντίθετος αυτός και η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην εξέγερση. Στις 15 Ιανουαρίου πυροβολήθηκε και φονεύθηκε από μέλη των ακροδεξιών παραστρατιωτικών οργανώσεων Freikorps (Ελεύθερα Σώματα), τα οποία είχε επιστρατεύσει ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Φρίντριχ Έμπερτ για να καταστείλουν την εξέγερση των Σπαρτακιστών. Την ίδια τύχη είχε και η συναγωνίστριά του Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/511?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2023-08-13
© SanSimera.gr